Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΝΤΕ ΣΑΝΤ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΝΤΕ ΣΑΝΤ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Μαρκήσιος Ντε Σάντ

 

                      



Μαρκήσιος Ντε Σάντ

                                                Βιογραφικό

     O Donatien Alphonse Francois le Marquis de Sade γεννήθηκε στις 2 Ιουνίου 1740 και πέθανε στις 2 Δεκέμβρη 1816. Είναι ν' αναρωτιέται κανείς πως περάσανε τόσα χρόνια χωρίς η ανθρωπότητα να τολμήσει να ονοματίσει το πιο αρχαίο, το πιο διαδεδομένο, το πιο προσφιλές βίτσιο της: το να τυραννά τον άλλο. Χρειάστηκαν η ακάματη δραστηριότητα κι η πένα του περίφημου μαρκησίου για να εμφανιστεί για πρώτη φορά, μόλις το 1841, σε λεξικό της εποχής η λέξη "σαδισμός". Στη περίπτωση του ο μύθος είναι το ίδιο μεγάλος όσο και το έργο του.
     Γεννήθηκε 49 χρόνια πριν από τη Γαλλική Επανάσταση από γονείς ευγενείς. Από πολύ νέος γράφει κι ασχολείται με το θέατρο. 4 χρόνια μετά τον γάμο του φυλακίζεται για πρώτη φορά για "ελευθεριασμό, βλασφημία και βεβήλωση της εικόνας του Χριστού". Με τη ζωή του αλλά και με τα βιβλία του "Ζυστίν", "Ζυλιέτ" κ.ά. χτίζει τον μύθο του, που είναι της απόλυτης κι άνευ ορίων παράβασης, της συνάντησης της διαστροφής με την αθωότητα και της χαράς της διαφθοράς.
Η δύναμη του εντοπίζεται στο ότι η ηδονή δένεται με μια πρόκληση του Κακού προς το Καλό. Αυτό που συμβαίνει στο σώμα είναι κάτι που συμβαίνει κυρίως στον νου.
     Το γεγονός που θα σημαδέψει τη ζωή του είναι ο θάνατος του πατέρα. Οι ψυχαναλυτές λένε πολλά γι' αυτή την αδυναμία στη πατρική μορφή που αγγίζει τα όρια της ψύχωσης. Ο γιος δε θα δεχτεί ποτέ αυτό τον θάνατο ­ μιλά συνέχεια μαζί του σα να 'ναι ζωντανός κι όπως λέει ο Ντελέζ, θα κουβαλά πάντα μέσα του το "πτώμα" του πατέρα. Η οργιώδης ζωή του συνεχίζεται και τα σκάνδαλα ξεσπάνε το ένα μετά τ άλλο. Η γυναίκα του θα μείνει κοντά του σ' όλες τις περιπέτειες, πιστή κι αφοσιωμένη. 
Η φυλάκισή του στη Βαστίλη είναι η πιο οδυνηρή εμπειρία. Τα γράμματά του από εκεί, τα διαπερνά ένα είδος παράνοιας. Θεωρεί υπεύθυνη για όλα τη πεθερά του, με την οποία  παλαιότερα είχε μια πολύ τρυφερή σχέση.

     Η επανάσταση θα τον απελευθερώσει. Θα βρεθεί στο πλευρό των επαναστατών κι αρχίζει να υπογράφει απλά "Σάντ" απαρνούμενος τον τίτλο του. Στα χρόνια της τρομοκρατίας, όταν ξεσπάνε μεγαλύτερες φρικαλεότητες, όταν κορμιά τεμαχίζονται στο δρόμο, όταν οι επαναστάτες περιφέρουν θριαμβευτικά τα κομμένα κεφάλια των ευγενών, ο Ντε Σάντ δεν είναι μέσα στους χιλιάδες σαδιστές που ιστορικές συγκυρίες έχουν παρακινήσει στη δράση. Αντίθετα, αψηφώντας τον κίνδυνο, κηρύσσει την επιείκεια και τη μεγαλοθυμία και μιλά κείνη την εποχή για κατάργηση της ποινής του θανάτου. Το θέαμα της γκιλοτίνας που απολαμβάνει ο λαός, τον αρρωσταίνει. Σώζει με κίνδυνο της ίδιας του της ζωής τη μισητή πεθερά του και τον πεθερό του! Αυτή την εποχή έχουμε άλλη μια ένδειξη των ανθρωπιστικών αισθημάτων του δαιμονικού συγγραφέα. Όταν θα γίνει Υπουργός Υγείας θα ψηφίσει διάταγμα που απαγορεύει στα νοσοκομεία να βάζουν 2-3 ανθρώπους στο ίδιο κρεβάτι κι έτσι θα 'χει κάθε άρρωστος το δικό του.
     Στα τελευταία χρόνια του θα ξαναβρεθεί πολιτικός κρατούμενος με το πρόσχημα της προστασίας της ηθικής. Θα τον φυλακίσει ο Μέγας Ναπολέων. 18 μήνες φυλακισμένος στην Αγία Πελαγία, οργανώνει λογοτεχνικά δείπνα! Θα μεταφερθεί στο περίφημο άσυλο του Σαραντόν.

Ο αυτοκράτορας δεν θέλει τη ρετσινιά του διώκτη συγγραφέων και καταφεύγει στη διαδεδομένη τακτική του εγκλεισμού τους σε φρενοκομείο. Είναι ίσως η πιο γνωστή περίοδος της ζωής του. Οι παραστάσεις του με τους ψυχοπαθείς, η απαγόρευση να του προμηθεύουν οτιδήποτε που θα του επέτρεπε να γράψει κι η τρομερή δυστυχία μες στην οποία τελειώνει μια εφιαλτική ζωή εξάπτουνε τη φαντασία συγγραφέων και σκηνοθετών.
     Στη διαθήκη του αφήνει ακριβείς οδηγίες για τη ταφή του. Το φέρετρό του θα το πάρει μ' ένα κάρο ένας ξυλουργός και θα το μεταφέρει στο δάσος της Μαλμεζόν. Θα φροντίσει να ταφεί χωρίς τελετή. Ο τάφος θα καλυφθεί εντελώς από τη βλάστηση του δάσους. Θέλει να εξαφανιστεί από τη μνήμη των ανθρώπων, όμως θα 'χει τεράστια επιρροή στους επιγόνους του. Κάθε εποχή κι ο σαδισμός της. Είναι ο μαύρος άγγελος των ρομαντικών, ο εξερευνητής της "απαγορευμένης περιοχής" των υπερρεαλιστών, ο προφήτης της λογοτεχνίας του κακού του
Μπατάιγ.

Οι ψυχίατροι με κορυφαίο τον Φρόιντ θα εντρυφήσουνε στον βίο και στο έργο του.
     Μεγάλο μέρος του πλούσιου συγγραφικού του έργο καταστράφηκε από τις αρχές του Διευθυντηρίου ή της μετέπειτα Αυτοκρατορίας. Μόλις στα μέσα του 20ου αιώνα το έργο του αποκαταστάθηκε κι επανεκτιμήθηκε από εκδότες όπως ο Ζαν-Ζακ Πωβέρ και συγγραφείς όπως οι Πιερ Κλοσόφσκι, Ζωρζ Μπατάιγ, Μορίς Μπλανσό. Γράφονται σημαντικότατα βιβλία για τον σαδισμό. Αναρωτιέται κανείς αν τα βιβλία που ενέπνευσε ο Σάντ δεν είναι πολύ πιο ενδιαφέροντα από τα μάλλον λησμονημένα δικά του. 

Ο σαδισμός αποδείχθηκε πιο δυνατός απ' αυτόν.
     Ο Donatien-Alfonse-Francois De Sade γεννήθηκε στο Παρίσι στις 2 Ιουνίου 1740. Γόνος μεγάλης αριστοκρατικής οικογένειας της Προβηγκίας (γιος της Marie-Eleonore De Maille De Carman και του Jean-Baptiste-Joseph Francios De Sade, Λόρδου του Saumane και της La Coste), εισάγεται στα 10 του στο κολέγιο του Μεγάλου Λουδοβίκου των Ιησουϊτών. Μαθητεύει από τα 14 σ' ανώτατη στρατιωτική σχολή και συμμετέχει, ένα χρόνο αργότερα, στον Επταετή Πόλεμο της Γαλλίας εναντίον της Πρωσίας. Τον Γενάρη του 1757, βρίσκεται στο σύνταγμα τυφεκιοφόρων της ταξιαρχίας του Αγίου Ανδρέα, όπου επιδεικνύει σημαντική γενναιότητα. Διακρίνεται για την ανδρεία του αλλά και την ορμή του για κάθε είδους ελευθεριότητα. Το 1959 είναι πια λοχαγός στο σύνταγμα Βουργουνδών Ιππέων.
     Επιστρέφοντας από τον πόλεμο, τον Φλεβάρη του 1763, συνάπτει δεσμό ταυτόχρονα, με τη Λώρα Ντε Λωρίς και τη Ρενέ-Πελαζί Ντε Μοντρέιγ. Τον Μάρτη του ίδιου χρόνου, απολύεται από τον στρατό και προσπαθεί να πάρει την άδεια του πατέρα για να παντρευτεί τη Λώρα, μα η οικογένεια τον  παντρεύει τον Μάη, με τη δεύτερη, για να τον απομακρύνει από τις συναναστροφές του με ηθοποιούς και γυναίκες ελευθερίων ηθών. Θα αποκτήσει έτσι δυο γιους. Τον ίδιο χρόνο του γάμου του, 29 Οκτώβρη 1763, φυλακίζεται στη Βενσέν με βασιλική διαταγή, με τη κατηγορία εκλύτων ηθών, για όργια σ' ένα πορνείο. Φυλάκιση που θα εγκαινιάσει μια μακρά σειρά εγκλεισμών σε φυλακές ή φρενοβλαβικά άσυλα που θα διαρκέσει 30 από τα 74 χρόνια του βίου του. Αποφυλακίζεται 1 μήνα αργότερα μα τίθεται σε περιορισμό.
     Το 1765 συνδέεται με την "ελαφριά" ηθοποιό, δεσποινίδα  Μποβουαζέν. 2 χρόνια μετά γεννιέται ο πρώτος του γιος. Τον επόμενο χρόνο δέχεται καταγγελία για βιαιοπραγία της Ροζ Κέλερ, στη βίλα του Αρκέιγ. Λίγους μήνες αργότερα η Ροζ αποσύρει τη καταγγελία δεχόμενη 2400 λίβρες από τη κυρία Ντε Σάντ. Φυλακίζεται στο Σομίρ και σε λίγες μέρες μεταφέρεται στις αυστηρότερες φυλακές της Λιόν. Στην ανάκριση αποδέχεται τη κατηγορία κι 6 μήνες μετά αποφυλακίζεται και τίθεται υπό περιορισμό στη Λα Κοστ. Τον Αύγουστο του 1770 γίνεται διοικητής των Βουργουνδών Ιππέων και τον επόμενο χρόνο παίρνει τον βαθμό του συνταγματάρχη.

Την επόμενη χρονιά τον Γενάρη, ανεβάζει μια κωμωδία, στο θέατρο της Λα Κοστ.
     Τον Ιούνιο με τον υπηρέτη του Λατούρ, οργανώνουν όργιο με 4 πόρνες που τις ποτίζουν κανθαριδίνη κι αργότερα την ίδια μέρα, δίνουνε και στη Μαργαρίτα Κοστ που παθαίνει δηλητηρίαση. Επί 2 μήνες κρατάν ανακρίσεις κι ο Σάντ εξαφανίζεται. Εκδίδεται ένταλμα σύλληψης. Δύο  από τις πόρνες αναιρούν τις καταθέσεις τους. Καταδικάζεται για πρώτη φορά σε θάνατο μαζί με τον Λατούρ, στη Μασσαλία, με τη κατηγορία της δολοφονίας με δηλητήριο. Συλλαμβάνονται, εκτελούνται συμβολικά και δραπετεύουν. Συνεχίζει τη δράση του κι η πεθερά του καταφέρνει να εξασφαλίσει νέον ένταλμα σύλληψης. Φυλακίζεται ξανά για 5 χρόνια στο κάστρο της Βενσέν κι ο Λατούρ τον ακολουθεί οικειοθελώς. Δραπετεύουν μαζί κι επιστρέφουν στη Λα Κοστ, όπου τους καλύπτει η σύζυγός του με την αδερφή της. Η πεθερά του επιτυγχάνει νέα διαταγή σύλληψης κι έτσι ο Σάντ εξαφανίζεται εκ νέου. Κρυμμένος ζει με τη γυναίκα του και την αδερφή της.
     Οι υπηρέτριες του ζεύγους καταγγέλλουν τον Σάντ κι η σύζυγός του προσπαθεί να καλύψει το πράγμα, στα 1775. Έντονες φήμες θέλουν τον μαρκήσιο να συνεχίζει τα όργια με νεαρά αγόρια και κορίτσια που απάγει από τη Λιόν. Ο θείος του ζητά τη σύλληψη και τον εγκλεισμό του σε ψυχιατρείο. Η δε καμαριέρα του, Νανόν στη Λα Κοστ, καταγγέλλει πως το παιδί που γέννησε είναι δικό του. Η κυρία Σάντ καταφέρνει τη σύλληψη και φυλάκισή της για υποτιθέμενη κλοπή. Φυγή στη Ρώμη. Το 1776 επιστρέφει στη Λα Κοστ. Την επόμενη χρονιά ο Τριγιέ, πατέρας μιας καμαριέρας στη Λα Κοστ, ονόματι Ζυστίν, επιχειρεί να πάρει τη κόρη του πίσω και πυροβολεί τον Σάντ. Αρχίζουν ανακρίσεις. Έτσι οι τρεις τους, κύριος και κυρία Σαντ μαζί με τη Ζυστίν, φτάνουν στο Παρίσι κι κυρία Σάντ ειδοποιεί τη μητέρα της. Έτσι ο Σάντ συλλαμβάνεται ξανά και κλείνεται στη Βενσέν. Η κυρία Σάντ κι η μητέρα της ζητούν ακύρωση της καταδίκης του 1772. Την επόμενη χρονιά τη ζητά κι ο ίδιος στο Εφετείο της Προβηγκίας.
     Τον Ιούλιο του 1778, το Εφετείο τον θεωρεί απλώς ένοχο οργίων κι υπερβολικής ελευθεριότητας, τον απαλλάσσει από τη κατηγορία της φαρμακείας και της σοδομίας και του επιβάλλει πειθαρχημένη διαβίωση κι απαγόρευση εισόδου στη Μασσαλία, για 3 χρόνια. Επιστρέφει στη Βενσέν μα παρά την αθώωσή του φυλακίζεται ξανά με βάση το lettre de cachet της 13/2/1777. Δραπετεύει ξανά και γυρίζει στη Λα Κοστ, μα μετά 2 μήνες συλλαμβάνεται πάλι και φυλακίζεται στη Βενσέν, στο κελί αρ. 6. Αφιερώνεται στη συγγραφή θεατρικών έργων και μυθιστορημάτων. Τελειώνει τον "Διάλογο Μεταξύ Ενός Ιερέα κι ενός Κρατουμένου", τον Ιούλιο του 1782, του στερούν τα βιβλία, επειδή τον εξάπτουν και τον κάνουν να γράφει ..."απαράδεκτα πράγματα", τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου.
     Το 1874 μεταφέρεται στη φυλακή της Βαστίλης. Εκεί λίγα χρόνια πριν την έκρηξη της Γαλλικής Επανάστασης, αρχίζει τη συγγραφή των "120 Μερών Στα Σόδομα" (1785) -όπως το ξέρουμε σήμερα-, πάνω σ' ένα ρολό χαρτί μήκους 12 μέτρων. Πρώτη γραφή των "Ατυχιών Της Αρετής" κι ενώ η σύζυγός του διαπιστώνει πως ο άντρας της έχει παχύνει πολύ. Το 1788 αρχίζει και τελειώνει μέσα σε 6 μέρες, την "Ευγενία Ντε Φρανβάλ". Στη Βαστίλη, απ' όπου θα μεταφερθεί στο άσυλο του Σαρεντόν δέκα ημέρες πριν τη πτώση της, -καλεί τον λαό από το παράθυρο, να τον ελευθερώσει-, θα εγκαταλείψει τη πλούσια βιβλιοθήκη του, 600 τόμων και τα χειρόγραφά του. Στις 14 Ιουλίου 1789 εισβολή στη Βαστίλη της Επανάστασης και λεηλασία όλων των υπαρχόντων του, έπιπλα, βιβλία, χειρόγραφα, που η κυρία Σάντ δεν είχε προλάβει να πάρει. Η Επανάσταση, στην οποία διαδραμάτισε ενεργό ρόλο, δεσμεύει ολόκληρη τη περιουσία του στη Προβηγκία, η γυναίκα του τον εγκαταλείπει, οι γιοι του φεύγουν από τη Γαλλία.
     Απελευθερώνεται με διάταγμα της Συντακτικής, βάσει του οποίου κανείς δε κρατείται δίχως δικαστικές αποφάσεις, το 1790 η κυρία Σάντ έχει καταφύγει στη Μονή Σαιν Ορ κι αρνείται να δει τον σύζυγό της, υποβάλλει μάλιστα αίτηση διαζυγίου και το κερδίζει. Ο Σάντ αποκτά ταυτότητα "ενεργού πολίτη" του τομέα της Πλας Βαντόμ.

Το Ιταλικό Θέατρο δέχεται ν' ανεβάσει το μονόπρακτό του "Le Suborneur". Συνδέεται με νεαρή ηθοποιό, τη Μαρί-Κονστάνς Ρενέλ, πρώην κυρία Κενέ, που θα του μείνει πιστή μέχρι το τέλος της ζωής του. Η Κομεντί Φρανσέζ δέχεται ομόφωνα το πεντάπρακτο έργο του "Μισάνθρωπος Από Έρωτα" ή "Σολί & Ντεφράνκ". Δημοσιεύει, ανωνύμως, το 1791 τη "Ζυστίν" ή "Οι Ατυχίες Της Αρετής". Στο Θέατρο Μολιέρου ανεβαίνει το έργο "Οξτιέρν" ή "Οι Συνέπειες Της Ελευθεριότητας". Μια δεύτερη παράσταση στις 4 Νοέμβρη 1791 προκαλεί επεισόδια κι αναστέλλει τις παραστάσεις του. Τον επόμενο χρόνο ο γιος του Ντονατιέν-Κλοντ-Αρμάν, λιποτακτεί και λίγο μετά ο Σάντ για να σωθεί,  τον αποκηρύσσει.
     Κατά τη διάρκεια των σφαγών στις 3 Σεπτέμβρη 1791 ο Σάντ είναι για πρώτη φορά Γραμματέας του Τομέα του. Λίγες μέρες αργότερα, το πλήθος λεηλατεί τη Λα Κοστ. Από λάθος ή συκοφαντία ο Σάντ με λαθεμένο όνομα Λουΐ-Αλφόνς-Ντονατιέν Σαντ, εγγράφεται στον κατάλογο των εμιγκρέδων του διαμερίσματος. Στις 13 Απρίλη 1793 διορίζεται Ειρηνοδίκης και 3 μήνες μετά, Πρόεδρος του Τομέα του. Στο τέλος της χρονιάς εκδίδεται ένταλμα σύλληψης για μια επιστολή που είχε γράψει προ διετίας στον Δούκα Ντε Μπρισάκ, διοικητή της φρουράς του Λουδοβίκου 16ου. Φυλακίζεται στη Μαντελονέτ. Μεταφέρεται στη Φυλακή Καρμηλιτισσών κι από εκεί στο Σαιν Λαζάρ. Καταδικάζεται για δεύτερη  φορά σε θάνατο, αυτή τη φορά από την Επανάσταση, γλιτώνει παρά τρίχα τη γκιλοτίνα, από άγνωστες αιτίες κι ελευθερώνεται το 1794. Ενώ λίγες μέρες μετά εκτελείται ο Ροβεσπιέρος.
     Επιβιώνοντας μόνο με τα εισοδήματα που του αποφέρει η συγγραφή, δημοσιεύει το 1795 τα έργα του: "Φιλοσοφία Του Μπουντουάρ", "Αλίν & Βαλκούρ", η νέα "Ζυστίν" ή "Ατυχίες Της Αρετής" ακολουθούμενη από την "Ιστορία της Ζυλιέτ, της Αδελφής της", ή "Η Προκοπή της Διαφθοράς". Η απαρίθμηση και περιγραφή στα έργα αυτά κάθε μορφής ερωτικής συμπεριφοράς, που συλλαμβάνει ως δίκαιη επανάσταση του ατόμου απέναντι στη κοινωνία και στον θεό, καταδικάζεται για άλλη μια φορά από τον τύπο και τις αρχές. Πουλά τη Λα Κοστ το 1796. Το 1799 ξαναπαίζεται ο "Οξτιέρν" κι ο ίδιος κρατά ένα μικρό ρόλο. Ο κριτικός Βιλτέρκ επιτίθεται βίαια εναντία στο "Εγκλήματα από Έρωτα" που μόλις έχουν εκδοθεί το 1800 και στο ίδιο άρθρο του αποδίδεται η πατρότητα της "Ζυστίν".
     Η αστυνομία κατάσχει το έργο του στο τυπογραφείο το 1801, ανακρίσεις και σύλληψη του μαζί και του Μασέ, εκδότη του, που αποκαλύπτει που είναι αποθηκευμένη η "Ζυλιέτ". Ο Σαντ αρνείται τη πατρότητα της "Ζυστίν". Ο Διοικητής Αστυνομίας κι ο Υπουργός Ασφαλείας αποφασίζουν πως μια δίκη θα προκαλούσε μέγα σκάνδαλο και δε θα το απάλυνε μια παραδειγματική τιμωρία. Έτσι χωρίς δίκη, συμφωνούν τον εγκλεισμό του στη φυλακή της Αγίας Πελαγίας σα διοικητική ποινή, δύο χρόνια μετά μεταφέρεται στη Μπισέτρ. Από εκεί, με σύμφωνη γνώμη και της οικογένειάς του, οδηγείται και πάλι στο Άσυλο Φρενοβλαβών του Σαρεντόν. Ο Διευθυντής Ντιμπουά τον χαρακτηρίζει αδιόρθωτο που ζει μια κατάσταση σταθερής φιλήδονης διαταραχής και συνιστά τη συνέχιση της κράτησής του, το 1804. Το 1806 συντάσσει τη διαθήκη του. Την επόμενη χρονιά τελειώνει το 10τομο έργο: "Τα Ταξίδια της Φλορμπέλ" που κατάσχει αμέσως η αστυνομία και το καίνε μετά τον θάνατό του, οι κληρονόμοι του.
     Το 1810 πεθαίνει η κυρία Σάντ κι ο Υπουργός Εσωτερικών δίνει οδηγίες για μεγαλύτερη αυστηρότητα ενάντια στον κρατούμενο. Την επόμενη χρονιά το Υπουργικό Συμβούλιο με πρόεδρο τον Μέγα Ναπολέοντα, αποφασίζει τη συνέχιση της κράτησής του κι απαγορεύει τις θεραπευτικές θεατρικές παραστάσεις στο Άσυλο, που ο Σάντ κρατούσε τον κύριο ρόλο. Το 1813 τελειώνει το "H Κρυφή Ιστορία της Ισαβέλλας της Βαυαρίας" κι εκδίδεται ανώνυμα το μυθιστόρημα "La Marquise De Ganges".
     Εκεί, στο Άσυλο Σαρεντόν, σε πλήρη πνευματική ενάργεια, θα πεθάνει στις 2 Δεκέμβρη του 1814.

                                                 (...)
Δεύτερη μέρα

     Σηκώθηκαν τη κανονική ώρα. Ο επίσκοπος που είχε τελείως συνέλθει από τις ακρότητές του, είχε ξυπνήσει στις τέσσερεις το πρωί και θεώρησε σκανδαλώδες το γεγονός να τον αφήσουν να κοιμηθεί μόνο. Χτύπησε το κουδούνι για να έρθουν στην ορισμένη θέση τους η Ιουλία κι ο γαμιάς που του αντιστοιχούσε. Φτάσανε σχεδόν αμέσως και στα χέρια τους ο ακόλαστος βυθίστηκε ξανά μέσα σε νέες ασωτίες. Όταν τέλειωσε το πρωινό μες στο διαμέρισμα των κοριτσιών, κατά τη συνήθειά του, ο Ντυρσέ άρχισε να τις επιθεωρεί και παρόλα όσα είχανε πει, διαπίστωσε καινούριες παραβάσεις. Η Μισέλ ήταν ένοχη για κάτι κι η Αυγουστίνα, παρόλο που ο Κυρβάλ της είχε μηνύσει να κρατηθεί όλη μέρα σε μια ορισμένη κατάσταση, είχε κάνει το ακριβώς αντίθετο, το είχε ξεχάσει, ζητούσε να τη συγχωρέσουν κι υποσχότανε πως δε θα ξανασυμβεί κάτι τέτοιο. Η τετραρχία όμως ήταν αδυσώπητη και τις γράψανε και τις δυο στον κατάλογο για να τιμωρηθούνε το πρώτο Σάββατο. Τα κοριτσάκια τους είχαν ιδιαιτέρως δυσαρεστήσει με την αδεξιότητά τους στη τέχνη του αυνανισμού κι ο τρόπος που είχανε δοκιμάσει τη παραμονή, τους είχε εκνευρίσει. Ο Ντυρσέ πρότεινε να ορίσουν μίαν ώρα κάθε πρωί για να τους κάνουν μάθημα, έτσι ο καθένας με τη σειρά του θα σηκωνόταν μίαν ώρα νωρίτερα. Η ώρα για την εξάσκηση ορίστηκε από τις εννιά μέχρι τις δέκα. Αποφάσισαν να κάθεται αυτός με την ησυχία του σε μια πολυθρόνα, στο κέντρο του χαρεμιού. Κάθε κοριτσάκι που θα τ' οδηγούσε και θα το βοηθούσε η Ντυκλό, η καλύτερη αυνανίστρια του πύργου, θα δοκιμαζότανε πάνω του. Η Ντυκλό θα οδηγούσε τις κινήσεις του χεριού του, θα του μάθαινε τη ταχύτητα που έπρεπε να δώσει στους παλμούς, ανάλογα με τη κατάσταση του άρχοντα, θα του έδειχνε τη στάση και τη θέση που έπρεπε να έχει όσο κρατούσε η επιχείρηση, θα ορίζανε τέλος τιμωρία για όποια, μετά το πρώτο δεκαπενθήμερο, δε θα τα είχε καταφέρει τέλεια σ' αυτή τη τέχνη, χωρίς να έχει ανάγκη από άλλα μαθήματα. Τους συστήσανε, σύμφωνα με τις αρχές του φραγκισκανού, να κρατούνε συνέχεια, όσο διαρκεί η επιχείρηση, τη κεφαλή ξεσκέπαστη. Το δεύτερο χέρι που θα έμενε λεύτερο, θα έπρεπε ασταμάτητα, όλη αυτή την ώρα, να χαϊδεύει τα περίχωρα, ανάλογα με τις διάφορες ιδιοτροπίες του κυρίου. Αυτό το σχέδιο του τραπεζίτη, άρεσε σ' όλους.
     Η Ντυκλό ειδοποιήθηκε και δέχτηκε να έχουνε στο διαμέρισμά τους ένα πάσσαλο για να μπορούν να εξασκούνε συνέχεια τη παλάμη τους και να διατηρούνε την απαραίτητη δεξιοτεχνία. Αναθέσανε στον Ηρακλή την ίδια δουλειά με τ' αγόρια. Αυτά είναι πιο επιδέξια από τα κορίτσια γιατί δεν έχουνε παρά να κάνουνε στους άλλους αυτό που κάνουνε στον εαυτό τους. Έτσι δε χρειαστήκανε περισσότερο από μια βδομάδα για να γίνουν οι απολαυστικότεροι μαλακιστές που ήτανε δυνατό να βρεθούν. Δε βρέθηκε κανείς παραβάτης μεταξύ τους, εκείνο το πρωί. Το παράδειγμα του Νάρκισου, τη παραμονή, τους έκανε ν' αρνηθούν όλες τις άδειες κι έτσι στο παρεκκλήσι πήγαν μόνο, η Ντυκλό, δυο γαμιάδες, η Ιουλία, η Τερέζα, ο Ερωτιδέας κι η Ζελμίρα.
     Ο Κυρβάλ κάβλωσε πολύ. Τον είχε ανάψει εξαιρετικά το πρωί ο Άδωνις, στην επίσκεψη των αγοριών και νόμισαν ότι θα χύσει, βλέποντας τη Τερέζα και τους δυο γαμιάδες να ενεργούνται, αλλά συγκρατήθηκε. Το γεύμα έγινε όπως συνήθως, μόνο που ο αγαπητός μας πρόεδρος, έχοντας πιει και πορνέψει ιδιαιτέρως όσο τρώγανε, άναψε και πάλι στον καφέ, που το σερβίρισαν η Αυγουστίνα κι η Μισέτ, ο Ζελαμίρ κι ο Ερωτιδέας. Τους διεύθυνε η γριά Φανσόν κι από ιδιοτροπία της είχανε παραγγείλει να είναι γυμνή σα τα παιδιά. Αυτή η αντίθεση προκάλεσε τη νέα λάγνα μανία του Κυρβάλ, που αφέθηκε σε ορισμένες εκλεκτές παρεκτροπές με τη γριά και τον Ζελαμίρ, έτσι έχυσε επιτέλους.
     Ο δούκας με τη ψωλή σηκωμένη, έσφιγγε πάνω του την Αυγουστίνα, κραύγαζε, έβριζε, παραληρούσε κι η δόλια η μικρούλα έτρεμε ολάκερη κι όλο τραβιότανε πίσω, σα τη περιστέρα μπρος στο αρπακτικό πουλί που ενεδρεύει κι είναι έτοιμο να την αρπάξει. Αρκέστηκε παρά όλα αυτά σ' ορισμένα άσωτα φιλιά και της έκανε ένα πρώτο μάθημα προκαταβολή γι' αυτό που θ' άρχιζε την επομένη. Οι άλλοι δυο, λιγότερο ζωηροί, είχανε κιόλας αρχίσει τον απογευματινό τους ύπνο. Οι δυο πρωταθλητές μας τους μιμηθήκανε και ξυπνήσανε πια στις έξι για να περάσουνε στο σαλόνι των αφηγήσεων. Όλες οι τετράδες της παραμονής είχαν αλλάξει. Τόσο τα πρόσωπα όσο κι οι φορεσιές. Όταν όλα ετοιμάστηκαν, η Ντυκλό ανέβηκε στο βήμα και συνέχισε τη διήγησή της:
    "Η μητέρα μου είχε να εμφανιστεί στο σπίτι τρεις μέρες, ώσπου ο άντρας της, που ανησυχούσε περισσότερο για το κομπόδεμα και το χρήμα της παρά για την ίδια, αποφάσισε να μπει στο δωμάτιο όπου συνήθιζαν να μαζεύουν ό,τι πιο πολύτιμο είχαν. Οποία όμως υπήρξε η έκπληξή του όταν, αντί γι' αυτό που έψαχνε, βρήκε σημείωμα της μητέρας μου που του έλεγε να το πάρει απόφαση για ό,τι έχει χάσει. Αποφασισμένη να τον χωρίσει οριστικά και μην έχοντας καθόλου χρήματα, ήταν αναγκασμένη να πάρει ό,τι είχε. Άλλωστε έφταιγε αυτός που τον εγκατέλειψε γιατί τη κακομεταχειριζότανε. Του άφηνε δυο κορίτσια που αξίζανε και με το παραπάνω τα χρήματα που του πήρε.

Ο ανθρωπάκος όμως δεν είχε την ίδια γνώμη για την αξία μας, έτσι μας έδιωξε ευγενικά και μας παρακάλεσε μάλιστα να μη κοιμηθούμε σπίτι, δείχνοντας έτσι πως δε λογάριαζε καν τη μητέρα μου.
     Όχι και τόσο στεναχωρημένες από τη καλοσύνη του, που μας χάριζε, στην αδελφή μου κι εμένα, όλη την ελευθερία που χρειαζόμασταν ν' αφεθούμε με την ησυχία μας στο είδος ζωής που τόσον είχε αρχίσει να μας αρέσει, το μόνο που κάναμε ήτανε να πάρουμε τα λιγοστά μας πράματα και να φύγουμε γρήγορα από τον καλό μας πατριό. Αποτραβηχτήκαμε αμέσως σ' ένα μικρό δωμάτιο κει κοντά, περιμένοντας ν' αποφασίσουμε τη μοίρα μας. Εκεί οι πρώτες μας σκέψεις αφορούσανε στη τύχη της μητέρας μας. Δεν αμφιβάλλαμε στιγμή πως βρισκότανε στο μοναστήρι, αποφασισμένη να ζήσει κρυφά με κάποιον παπά ή να συντηρείται απ' αυτόν σε κάποια γωνιά εκεί γύρω. Αυτή τη γνώμη είχαμε όταν ένας Αδελφός από το μοναστήρι ήρθε και μας έφερε ένα σημείωμα που άλλαξε τα συμπεράσματά μας. Το σημείωμα έγραφε με λίγα λόγια, πως το καλύτερο που είχαμε να κάνουμε, ήταν να πάμε, μόλις βράδιαζε στο μοναστήρι του Πατέρα-φύλακα, του ίδιου που έγραφε το σημείωμα. Θα μας περίμενε στην εκκλησία ως τις δέκα το βράδυ και θα μας πήγαινε στο μέρος που βρισκόταν η μητέρα μας. Έτσι, θα μπορούσαμε να μοιραστούμε και ν' απολαύσουμε μαζί της τη τωρινή της ευτυχία κι ηρεμία. Μας παρότρυνε μάλιστα να μη λείψουμε και κυρίως να το κρύψουμε όσο καλύτερα μπορούσαμε, γιατί ήτανε βασικό να το κρατήσουμε μυστικό από τον πατριό μας, ό,τι κάνανε για τη μητέρα μας και για μας. Η αδελφή μου τότε είχε φτάσει πια τα δεκαπέντε, ήτανε συνεπώς πιο έξυπνη και πιο λογική από μένα, που ήμουν μόλις εννιά. Έτσι αφού άφησε τον αγγελιαφόρο να φύγει απαντώντας πως θα τα σκεφτεί όλα τούτα, δε μπόρεσε να κρύψει την έκπληξή της.
Φρανσόν, μου είπε, να μη πάμε. Κάτι κρύβεται πίσω απ' όλα τούτα. Αν η πρόταση ήταν ειλικρινής, η μητέρα μου ή θα είχε γράψει κι ένα δικό της σημείωμα ή θα είχε υπογράψει τούτο δω. Και με ποιόν μπορεί να βρίσκεται στο μοναστήρι; Ο πάτερ Αδριανός ο καλύτερός της φίλος, έχει φύγει εδώ και δυο-τρία χρόνια σχεδόν. Από κείνη την εποχή, πηγαίνει μόνο σα περαστική και δεν έχει καμιά κανονική σχέση με κανένα... Τι την έκανε να διαλέξει αυτό το καταφύγιο; Ο Πάτερ-φύλακας δεν είναι, ούτε κι υπήρξε ποτέ, εραστής της. Ξέρω πως τον έχει διασκεδάσει δυο-τρεις φορές, δεν είναι όμως από τους άντρες που δεσμεύονται από γυναίκα γι' αυτό και μόνο. Γιατί είναι κι ο ίδιος και πολύ ασταθής και πολύ σκληρός με τις γυναίκες, μόλις του περάσει το κέφι. Από που κι ως που λοιπόν δείχνει τόσον ενδιαφέρον για τη μητέρα μας; Άκου με που σου λέω, κάτι κρύβεται πίσω απ' όλα τούτα. Ποτέ δε τον συμπάθησα τον γέρο-φύλακα. Είναι κακός, σκληρός και βίαιος. Μ' είχε παρασύρει μια φορά στο δωμάτιό του όπου ήταν μαζί με τρεις άλλους και μετά απ' αυτό που μου συνέβη, ορκίστηκα να μη ξαναπατήσω κει μέσα. Αν θες να μ' ακούσεις, ας τους αφήσουμε όλους αυτούς τους κερατάδες τους καλόγερους. Δε χρειάζεται πια να στο κρύβω, Φρανσόν, έχω μια γνωριμία και μάλιστα τολμώ να πω, μια καλή φίλη, τη κυρία Γκερέν. Εδώ και δυο χρόνια τη συναντώ κι από την εποχή κείνη δε πέρασε μια βδομάδα χωρίς να μου κλείσει μια καλή δουλειά. Όχι όμως φτηνοδουλειές σαν αυτές που κάναμε στο μοναστήρι. Δεν υπήρξε ούτε μια που να μη μου απέφερε τρία σκούδα. Να μάλιστα η απόδειξη', συνέχισε η αδελφή μου, δείχνοντάς μου ένα πουγκί που υπήρχανε πάνω από δέκα λουδοβίκεια, 'βλέπεις πως μου φτάνουνε για να ζήσω. Ε! λοιπόν αν θες τη συμβουλή μου, να κάνεις ό,τι κι εγώ. Η Γκερέν θα σε δεχτεί, είμαι σίγουρη, σε είδε πριν οχτώ μέρες όταν είχε έρθει να με ζητήσει για δουλειά και μου ανέθεσε να στο προτείνω. Όσο κι αν είσαι νέα, κάπου θα βρει να σε βάλει. Κάνε όπως εγώ, σου λέω, και σε λίγο θα κάνουμε χρυσές δουλειές. Κατά τ' άλλα δεν έχω τι άλλο να σου πω, γιατί εκτός από απόψε που θα σου κάνω τα έξοδα, μην υπολογίζεις άλλο σε μένα μικρή μου. Σ' αυτό τον κόσμο ο καθένας για τον εαυτό του. Αυτά τα κέρδισα με τα χέρια και το κορμί μου, κάνε κι εσύ το ίδιο. Κι αν σ' εμποδίζει η ντροπή να πας στο διάολο και κυρίως μην έρθεις να με βρεις, γιατί μετά απ' όσα σου λέω, ακόμα κι αν σε δω με τη γλώσσα να σέρνεται στο χώμα, δε θα σου δώσω μητ' ένα ποτήρι νερό. Όσο για τη μητέρα, δε μ' ενδιαφέρει η τύχη της όποια κι αν είναι. Σου δηλώνω πως είμαι ικανοποιημένη κι ότι η μόνη ευχή που κάνω για τη πουτάνα, είναι να βρίσκεται αρκετά μακριά για να μη τη ξαναδώ σ' όλη μου τη ζωή. Ξέρω πόσο μ' εμπόδισε στο επάγγελμά μου και τι καλές συμβουλές μου έδινε τη στιγμή που η κυράτσα έκανε τρεις φορές χειρότερα. Να τη πάρει ο διάολος χρυσή μου, και κυρίως μη τη ξαναφέρει. Τίποτε άλλο δεν εύχομαι'.
     Επειδή, για να είμαι ειλικρινής, ούτε η καρδιά μου ήτανε πιο τρυφερή, ούτε κι ο δρόμος της ψυχής μου πιο ορθός από της αδελφής μου, συμφώνησα μ' όλες τις βρισιές που φόρτωσε την εξαιρετική αυτή μητέρα. Αφού ευχαρίστησα την αδελφή μου για όσα μου έμαθε, της υποσχέθηκα να την ακολουθήσω σ' αυτή τη γυναίκα. Έτσι από τη στιγμή που θα με υιοθετούσε, θα έπαυα να της είμαι βάρος. Όσο για την άρνησή της να πάει στο μοναστήρι, συμφώνησα κι εγώ."
                                                 (...)
     Το μικρό αυτό απόσπασμα βρίσκεται στο βιβλίο των Εκδόσεων Εξάντας, (1980) κι είναι 2 τόμοι. Τη μετάφραση έχουνε κάνει οι Τάκης Θεοδωρόπουλος & Πέτρος Παπαδόπουλος.

   Σημ:  Εκτός όλων όσων αναφέρονται στο εισαγωγικό σημείωμα-βιογραφικό θα πρέπει να προστεθεί κι ότι, ο Σαντ γράφοντας αυτό το βιβλίο, περιέγραψε στις σελίδες του εξακόσιες σεξουαλικές διαστροφές, που αργότερα, πολύ αργότερα, ψυχολόγοι και ψυχίατροι, τις ονομάτισαν σαν τέτοιες. Άρα θα έπρεπε να του αποδοθεί και το θάρρος του να μιλήσει δημόσια και με στιβαρή φωνή για τέτοιες σκοτεινές γωνιές του ανθρώπινου μυαλού. Τέλος θα πρέπει να προσθέσω, σαν εντελώς προσωπική γνώμη τούτη τη φορά, πως έχοντας διαβάσει αρκετά από τη λεγόμενη Ερωτική Λογοτεχνία, έχοντας γράψει κι ο ίδιος μερικά σκαμπρόζικα κομμάτια, τολμώ να πω πως είναι το μόνο από τ' αναγνώσματά μου, που δεν ανιχνεύω, το ...αδιόρατο και πονηρό χαμογελάκι, του συγγραφέα. Πίσω από κάθε τέτοιο κείμενο, κρύβεται μια τάση του να ... ερεθιστεί και λιγάκι ο αναγνώστης, αν και πολλοί καταφέρνουν να το συγκαλύψουν. Ο Σάντ δε γράφει γι' αυτό και τούτο είναι ξεκάθαρο! Γράφει για να πει, για να θίξει, για να μαρτυρήσει. Σε κανένα σημείο δεν είναι ερωτικός, όσο κι αν οι λέξεις, οι έννοιες και τα ...σημεία σπρώχνουνε προς τα κει. Ο Σάντ γράφει για να μαρτυρήσει, να ξεσκεπάσει κι ίσως να φωτίσει. Εκτός …….?




Κυκεώνας του Ολύμπου

Κυκεώνας του Ολύμπου Οι Αρχαίοι Έλληνες έδιναν περισσότερη αξία στην δημόσια ζωή και λιγότερο στην ιδιωτική. Για τον λόγο αυτό ανέπτυξαν μ...