ΠΩΣ ΔΙΑΣΚΕΔΑΖΟΥΝ ΟΙ ΓΡΑΙΚΟΙ

 

 



ΠΩΣ ΔΙΑΣΚΕΔΑΖΟΥΝ ΟΙ ΓΡΑΙΚΟΙ

 

Οι Γραικοί δεν διασκεδάζουν πια.

Υπήρξαν μέχρις αφάνταστου σημείου γλεντζέδες μέχρι το 1821, οπότε, για πρώτη φορά στην μακραίωνα ιστορία τους, ο Κολοκοτρώνης τους αποκάλεσε «βρε Έλληνες». Από τότε το κέφι τους άρχισε να χαλάει.

Σήμερα οι Γραικοί δεν διασκεδάζουν πια.

Είναι λάθος να τα βάλει κανείς με τον Κολοκοτρώνη.

Ήταν μεγάλος και λεβέντης, είπε επίσης και το «ΦΩΤΙΑ ΚΑΙ ΤΣΕΚΟΥΡΙ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΕΝΟΥΣ» και το εφάρμοσε κιόλας, αλλά να λέμε τα σύκα - σύκα και τη σκάφη - σκάφη; Εκείνο το «βρε Έλληνες» ήταν η αρχή του κακού.

Ξέρω τι ακριβώς έφταιξε. Θυμάμαι αμυδρά τον Κολοκοτρώνη, με περικεφαλαία αλλά χωρίς φούντα στο σπαθί, να μας βγάζει λόγο απ’ τα κεραμίδια και να μας λέει «βρε Έλληνες» και άπαντες να φρικάρουμε.

ΑΛΛΑ ΚΑΝΕΙΣ ΕΞ ΗΜΩΝ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΤΟΤΕ ΤΗΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗ ΤΟΛΜΗ ΚΑΙ ΕΥΠΡΕΠΕΙΑ ΝΑ ΤΟΝ ΒΑΛΕΙ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ.

Από τότε μας πήρε η κατηφόρα.

Είναι γνωστή ασφαλώς η ιστορία με τον Καστοριανό γουνέμπορο, που λείποντας κάποιο Πάσχα στην Ιταλία για μπίζνες, καθ’ ήν στιγμήν « τηλεφωνεί εις τον συνεταίρον του ήκουσεν αίφνης μακρινόν ήχον κλαρίνου. 0 ευαίσθητος γουνέμπορος συνεκινήθη σφόδρα, και διέταξε νά ’ρθη αμέσως το κλαρίνο στο τηλέφωνο.

Λοιπόν, επί 25,000 δραχμές άκουγε κι έκλαιγε εκεί στην μακρινή, στην πικρή ξενιτειά.

Η ιστορία είναι αληθινή»

Ο γουνέμπορος, γνήσιος Γραικός, υπήρξε ασφαλώς άνδρας έντιμος και σεβνταλής. Χαιρετίζω την εικόνα του. Μάγουλο μούσκεμα στα δάκρυα, σφιγμένο στ’ ακουστικό, ένα ποτήρι ουίσκι, ήχοι μέσα από το καλώδιο, μοναξιά του θανατά σε κάποιο Χίλτον. Τυπική εικόνα μη διασκεδάζοντας Γραικού. Εξ ίσου χαιρετίζω ανάλογες εικόνες με διαφορετικό ταξικά και ιδεολογικά περιεχόμενο  Γραικοί εμιγκρέδες αναζητώντας υποκατάστατα πατρίδας στις Ελληνικές ταβέρνες, μετανάστες αναζητώντας γκόμενες και υποκατάστατα ισοτιμίας σε Γερμανικές μπυραρίες  διανοούμενοι σπάζοντες καρύδια σε ταινίες τέχνης  εμποροϋπάλληλοι που — Σαββατόβραδο —προσπαθούν να κάνουν κεφάλι με Κουρτάκη, Μαλαματίνα, τσίπουρα και άλλα. Είναι όλες το ίδιο τυπικές. Στη διασκέδαση οι Γραικοί δεν ξέρουν διακρίσεις. Απλώς δεν διασκεδάζουν.

Οι Γραικοί είναι κατηφείς και θλιμμένοι. Πίνουν όχι για να ξεχάσουν, παρά για να γίνουν πιο ανθεκτικοί στις μνήμες. Πλαγιάζουν όχι για να κοιμηθούν, παρά για να ονειρευτούν. Αγαπάνε με απόλυτο πάθος και το κρύβουν με απόλυτη λεπτότητα.

Οι  Γραικοί είναι η μειοψηφία. Οι Γραικοί δεν γουστάρουνε τους παπατζήδες και τους ρουφιάνους. Αρνούνται να γίνουνε νταβατζήδες.

Οι Γραικοί νιώθουν ότι είναι χαμένο παιχνίδι.

 Οι πλείστοι των Γραικών είναι πεισμένοι ότι δεν είναι Γραικοί.

Προσπαθούν συνεπώς να διάγουν ως Έλληνες. Καπνίζουν τσιγάρα με φίλτρο για να αισθανθούν Έλληνες, Καπνίζουν Μάλμπορο και Γκωλουάζ για να αισθανθούν Έλληνες.

Ψηφίζουν στις βουλευτικές εκλογές για να αισθανθούν Έλληνες.

Ψηφίζουν Κάρτερ, Μπάιντεν, Τράμπ  και ΚΚΕ για να αισθανθούν Έλληνες.

Καμμιά φορά η φωνή του αίματος ξυπνά και κατεβαίνουν σε απεργίες και διαδηλώσεις, φωνάζουν βρωμιάρη διαιτητή φακ οφ και αμάν τη γκρίνια σου γυναίκα, γρήγορα όμως οι ψύχραιμοι τους ανακαλούν στην τάξη.

Πηγαίνουν τότε σινεμά, πηγαίνουν σε χασαποταβέρνες, ψαροταβέρνες, μπουζουξίδικα, θέατρα, μπουάτ, μπουρδέλα, ντισκοτέκ και παμπ και δεν διασκεδάζουν.

Δεν μπορούν έτσι να διασκεδάσουν.

Άλλωστε, στο φινάλε δεν είναι κι Έλληνες.

Οι Έλληνες υπήρξαν λαός τρανός και μεγαλεπήβολος. Ανέπτυξαν τέχνες και επιστήμες, μπόι και κομπορρημοσύνη, έφτασαν και την Οικουμένη ολόκληρη να διεκδικήσουν και εν μέρει να κατακτήσουν, κάποτε όμως η ώρα τους ήρθε.

Πρώτος ο Μόμμιος τους έβαλε χέρι ατιμωρητί. Ακολούθως πλείστοι άλλοι, κατακτητές, πειρατές, ορδές και λοιπά, με τη σειρά τους κατέκλυσαν την νότιο Βαλκανική.

Άλλοι ήρθαν περαστικοί και φύγανε. Άλλοι περαστικοί και μείνανε. Άλλοι για να κάτσουν και στρογγυλοκάθισαν. Άλλοι για να κάτσουν και τα ίχνη τους χάθηκαν.

Όλοι όμως σε κάποιο βαθμό αφομοιωθήκανε, κι όλοι, σε κάποιο ανάλογο βαθμό, αφομοιώσανε. Και με τον καθένα που ερχότανε το χαρμάνι πλούταινε.

Και ήρθαν πολλοί.

Δεν ήρθαν τα ακόλουθα έθνη και λαοί:
α) Ερυθρόδερμοι, Αυστραλοί (ιθαγενείς), Τασμανοί.
β) Κινέζοι, Ινδοκινέζοι, Ιάπωνες,
γ) Ινδοί, Μαλαίσιοι, Μαλγάσοι.
δ) Νέγροι γενικώς. Βουσμάνοι»
ε) Βάσκοι
ζ) Κέλτες.

Τα υπόλοιπα πέρασαν, σχεδόν απαξάπαντα. Και μπορεί να μη χτίσανε Παρθενώνες. Μπορεί, όπως φερ΄ ειπείν οι ένδοξες στρατιές του Κρούμμου, να καταντήσαν φόρου υποτελή στην Άγια Πετρούπολη. Μπορεί να χαθήκαν εντελώς από την ιστορία κατά
τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ο Βαγιαζΐτ — ο επιλεγόμενος Γιλδιρίμ — πέθανε σε κλουβί. Όμως κάτι όλοι τους αφήσανε. Τουλάχιστο λίγη σάρκα κι αίμα. Έστω για λίπασμα.

Το ζήτημα όμως δεν είναι στα γονίδια. Ξέρουμε ότι όλοι οι λαοί είναι μπάσταρδοι, κι αυτό πια λίγο μας απασχολεί. Το ζήτημα είναι στην κουλτούρα.

Κανείς λαός- δεν επιζεί της κουλτούρας-του. Οι Έλληνες ξεμπερδέψανε μαζί με τη δουλοκτησία, μαζί με την πόλη - κράτος, μαζί με τα συμπόσια, μαζί με την κλασσική παιδεραστία και το δωδεκάθεο. Δώσαν ότι είχανε στα χαρμάνι του μέλλοντος κι απαρνιθήκανε. Με σαντούρια, βιολιά και μπουζούκια, με Παναγιές με καλικάντζαρους, με καπηλειά και καφενέδες, με τεκέδες, μπαρμπουτιέρες, τσούσκες, λαχανοντολμάδες και λακέρδα, καταμεσής στα Βαλκάνια ξεμύτησαν οι Γραικοί.

Αλλά ούτε κι αυτοί δα επιζήσουνε της κουλτούρας τους.

Η κουλτούρα των Γραικών διαμορφώθηκε σε χρόνους δυσοίωνους. Η κουλτούρα των Γραικών δεν χρειάζονταν τσόντες. Η κουλτούρα των Γραικών, ήταν δυνατή, πλούσια και αυτάρκης. Η κουλτούρα των Γραικών πεθαίνει θάνατον βίαιο.

Ήτανε πάντα βίαιη κουλτούρα.

Οι Γραικοί είναι δεμένοι με τα Βαλκάνια στον ίδιο βαθμό που οι Έλληνες ήταν με τη δουλοκτησία.

Οι δε δεν αντέξανε δίχως σκλάβους.

Οι μεν δεν θ’ αντέξουνε δίχως Βαλκάνια.

Το έθνος των Γραικών ενθύμιζε το τέρας του Φραγκεστάιν. Όμοια μ’ εκείνο αποτελείτο από μέλη νεκρών. Όμοια μ’ εκείνο ήταν πλήρες ζωτικότητας. Ομοίως είχε μια τρυφερότατη καρδιά.
Ομοίως άρχισε κάποτε να ξυπνά.

Τότε θεωρήθηκε σκόπιμο να του σπάσουν τον τσαμπουκά.
Έτσι αποφασίστηκε να αφαλοκόψουν τους Γραικούς από τα Βαλκάνια.

«Βρε Έλληνες», τους είπανε, «φαίνεστε μεν όμοιοι κι ίδιοι  μ’ όλους αυτούς τους Σέρβους, Βούλγαρους, Ρουμάνους, Βλάχους, Αρβανίτες κτλ. κτλ. που βλέπετε εδώ στη γύρα, πλην δεν είστε. Εσείς προέρχεστε από αρχαίο παπάρι».

Το ρεζουμέ ήταν ότι το παπάρι εκείνο είχε μεν κοπεί κάποτε, πλην είχε προλάβει να μπολιάσει κόσμο κατά Δύση μεριά. Τώρα οι Γραικοί έπρεπε να στραφούν προς την Δύσιν για να ξαναγίνουν άνθρωποι.

Και άρχισαν να πίνουν μπύρα.

Δεν μ’ ενδιαφέρει αν ο Κολοκοτρώνης είχε όταν αμόλαγε το βρε Έλληνες» συνείδηση του ρόλου του. Ίσως υπήρξε άδολο θύμα πονηρών χωροφυλάκων, ίσως υπήρξε και ολίγον οπορτουνιστής εμένα όμως αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι τ’ ότι οι Γραικοί,
περίλυποι κι απονενοημένοι, κομπλεξαρισμένοι, λιγόπιστοι κι αιώνια καψούρηδες, το φάγανε. Και το φάγανε μέσα και βαθιά. Και άρχισαν να απογραικοποιούνται.

Οι Γραικοί είναι άξιοι της τύχης τους. Κατούρησαν το γάλα της μάννας τους και προτιμήσανε το Νεστλέ, και μάλιστα σε μορφή ενέσιμη. Γι’ αυτό δεν ωριμάσανε ποτέ. Γι’ αυτό γερνάνε σε μια φυματική εφηβεία.

Οι Γραικοί υπάρχουν ακόμα. Είχανε ρίζες πολύ βαθιές. Αλλά ασυνείδητες δυνάμεις τους συντηρούν, κι όχι καμμιά κανενός είδους θεληματική προσπάθεια. Αρνήθηκαν τον δικό τους κόσμο, Αρνήθηκαν τα προϊόντα της δικής τους παραγωγής. Τα εισαγωγής τους έμειναν για πάντα ξένα. Πώς να διασκεδάσει ο Γραικός με ντίσκο, τέκνο, ηλεκτρονική μουσική;

Οι Γραικοί δεν βολεύονται με υποκατάστατα. Έχουν χάσει τον παλιό τους τρόπο να ζουν και να χαίρονται. Δεν έχουν φτιάξει καινούργιο.

Τρώνε τις κουράδες που τους σερβίρουνε, αλλά ανηδόνιστα.
Ακούνε μουσική που δεν τη γουστάρουνε.

Πάνε σινεμά και δεν το χαίρονται,
Βλέπουνε τηλεόραση και βρίζουνε.

Πάνε στο θέατρο και δεν τη βρίσκουνε.

Πάνε στις ταβέρνες και δεν τραγουδάν.

Πάνε στις ταβέρνες και δεν χορεύουνε.

Χορεύουνε και τραγουδάν και δεν τη βρίσκουνε.

Γράφουνε και δεν τη βρίσκουνε.

Διαβάζουνε και δεν τη βρίσκουνε.

Πάνε σε χώρους μαζικής συναναστροφής και νιώθουν μόνοι τους.
Είναι μόνοι τους.  Ανηδόνιστοι.

Οι Γραικοί ούτε με την παλιά τους δεν βολεύονται πλέον κουλτούρα.

Οι καιροί έχουν αλλάξει. Οι ίδιοι έχουν αλλάξει.

Αν δεν βρουν τρόπο να φτιάξουν καινούργια, αν δεν βρουν έναν καινούργιο τρόπο να διασκεδάζουν, αν δεν φτιάξουν έναν δικό τους τρόπο να υπάρχουν, απλώς τότε στο φινάλε θα πάψουν να υπάρχουν.

Ο τόπος όμως τούτος ο χλοερός δεν θα μείνει άδειος. Ιδού που έκθαμβοι παρακολουθούμε μια καινούργια φάρα να ξετσουτσουνίζει μπροστά στα ίδια μας τα μάτια. Αποτελείται απ’ αυτούς που κύλησαν στο λούκι των ολιγοστών εκείνων Γραικών οι οποίοι, κατά τα χρόνια εκείνα τα περίλαμπρα του 1821, χρημάτισαν ρουφιάνοι.
Είναι τώρα περισσότερο ισχυροί. Αποτελούν την απόλυτον πλειοψηφία.

Ονομάζονται Νεοέλληνες.

Οι Νεοέλληνες πίνουν νοθευμένα ποτά. Άλλωστε δεν ξέρουν να πίνουν.

Καπνίζουν νοθευμένα τσιγάρα. Χρησιμοποιούν νοθευμένη βενζίνη. Συναλλάσσονται με νοθευμένο νόμισμα. Έχουν νοθευμένα αισθήματα. Έχουν νοθευμένα υποκατάστατα.

Εν αντιθέσει προς τους ευγενείς Γραικούς, οι Νεοέλληνες απολαμβάνουν τα σκατά που τρώνε. Διασκεδάζουν δηλαδή εν γένει καλά. Γεμάτοι χοιρινή ζωντάνια δεν παραλείπουν να θεσμοποιήσουν τις προτιμήσεις τους, και αόκνως οργανώνουν κατάσταση κομμένη στα μέτρα τους και ραμμένη πάλι στα μέτρα τους.

Μάστοροι δε εις την προπαγάνδα έχουν πείσει όχι μόνον την ταλαντευόμενη μάζα, αλλά και πολλούς Γραικούς ακόμη, ότι πρόκειται περί της ιδεωδεστέρας εφικτής καταστάσεως. Και —αντιδράσεως μη υπαρχούσης — καθημερινά αυξάνονται και πληθύνονται. Και καθημερινά εμπλουτίζουν τον εις τα μέτρα των φτιαγμένο κόσμο τους με συναρπαστικά φώτα νέον και φορμάικες, με πιτσαρίες, σπαγγετερίες, καφετερίες, σνακ - μπαρ και Άζαξ για τα τζάμια, με Πάριο, Βοσκόπουλο, Πάολα, Τσίρκα, Βούλγαρη, Αγγελόπουλο και πλήθος χαλέδες.

Που ακούνε Μαρινέλλα, Βίσση, Καζαντζίδη.

Βλέπουν Βουτσά, Χατζηχρήστο, Σασμό, Ειδήσεις.

Παρακολουθούν τηλεόραση για τις διαφημίσεις.

Πίνουν Μεταξά, Βότκα, Ουίσκι και διασκεδάζουν.

Που ακούν εν γένει μουσική του πρωκτού και διασκεδάζουν.
Που βλέπουνε ταινίες του πρωκτού και διασκεδάζουν.

Που πάνε στις ταβέρνες και χλαπακιάζουνε και είναι βέβαιοι ότι διασκεδάζουνε.

Που δεν χορεύουνε και δεν τραγουδάν και διασκεδάζουνε.

Που διαβάζουνε Βίπερ και Νόρες και διασκεδάζουνε.

Που πάνε σε χώρους μαζικής συναναστροφής για να μένουν μόνοι τους, με τα κινητά τους ανοιγμένα στον τζόγο.

Που μένουν μόνοι τους.

Που δεν μιλάνε.

Δεν καταλαβαίνουν.

Δεν βλέπουν.

Δεν ακούνε.

Δεν δίνουν.

Δεν παίρνουν.

Που δεν μαθαίνουν.

Που πάνε βόλτα στην παραλία και λένε φτου γαμότο, πάλι κόσμο έχει σήμερα.

Αλλά και αυτοί δεν θα επιζήσουνε της κουλτούρας τους.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κυκεώνας του Ολύμπου

Κυκεώνας του Ολύμπου Οι Αρχαίοι Έλληνες έδιναν περισσότερη αξία στην δημόσια ζωή και λιγότερο στην ιδιωτική. Για τον λόγο αυτό ανέπτυξαν μ...