Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΙΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΙΗΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Μας έχει διδάξει


 

 

Μας έχει διδάξει

Μας έχει διδάξει πολύ καλά ο χρόνος

την άσωτη, διαδρομή μέσ’ απ’ τις μέρες.

 

Αναγνωρίζουμε εύκολα πλέον

κοιτάζοντας στα μάτια των άλλων το μίσος,

μέσ’ απ’ τα λόγια την υποκρισία.

 

Μας έχει διδάξει πολύ καλά ό ουρανός

να μη βλέπουμε πιά ούτε φως, ούτε άστρα,

γονατισμένοι κάτω από καμένα δέντρα

να μαζεύουμε τη στάχτη, ζωντανών εικόνων.

 

Μας έχει διδάξει πολύ καλά η θάλασσα,

τι σημαίνει οριστικό ναυάγιο ταξιδιού

σ’ ένα γλαυκό νησάκι πού κοιμούνται οι γλάροι

κ’ έρχονται οι φώκιες να γεννήσουν στις σπηλιές.

 

Μας έχει διδάξει πολύ καλά η κοιλάδα

να μη γυρέψουμε άλλο τις λίμνες, τα ρυάκια,

τις πυκνές δεντροστοιχίες πού κατοικούσαν

ξενιτεμένοι αργοναύτες γύρω στις φωτιές.

 

Μας έχει διδάξει πάνω απ’ όλα, η σιωπή,

να φυλλομετρούμε ολομόναχοι τις νύχτες,

τα λησμονημένα τετράδια των τραγουδιών,

αυτών πού δεν ακούσαμε ποτέ το μοιραίο ήχο!

 

Ιουλιανός ο «Παραβάτης»


Ιουλιανός ο «Παραβάτης»

Στο χώρο της Ιστορίας

τα δαχτυλικά σου αποτυπώματα

έχουν μείνει πάνω στις ροδοδάφνες τού Ιλισού,

στην Αθήνα των φιλοσόφων.

Εστεμμένος της Βασιλεύουσας,

ονειρεύεσαι πάντα, τις όχθες τού Ιλισού,

τον Λιβάνιο, του θεούς της Αθήνας.

Και τώρα πού ο Δελφικός χρησμός

                      έχει φτάσει, μοιρολόι βαρύ           

στα βάθη της Ανατολής,

μη τον ξυπνάτε,

μη, τον πληγωμένο Αυτοκράτορα

μέσα στην πλημμύρα των χριστιανών

αφανίζονται οι αυτόχθονες Θεοί

το Αρχαίο Κάλλος

μη τον ξυπνάτε,

μη όσο κι αν είναι ωραίος,

όσο κι αν είναι γενναίος

σ’ ένα τέτοιο μοιρολόι

θα νοιώσει νικημένος ο Αυτοκράτορας.

«Απέσβετο και λάλον ύδωρ».

Οι χριστιανοί πού έτσι τούς συνέφερε

σέ είπαν «παραβάτη»,

τί να πιστέψω;

Ιουλιανός ο παραβάτης

διάττοντας αστέρας

πού γίνηκε στάχτη.

 


Θάλασσα

Θάλασσα

 

Η δύναμη της θάλασσας απλώνεται μπροστά μου..

Στο μπλε της πνίγονται τα μάτια μου..

Στων κογχυλιών τα παιχνιδίσματα αφήνω τις σκέψεις μου.

Στη μοναξιά των βράχων

γέρνω το πήλινο κορμί μου

αφουγκράζοντας τις φωνές των δελφινιών

και του αφρού το "διάφανο" λευκό..

Ανάσες παίρνω, της αρμύρας υποσχέσεις

και το γαλάζιο τ' ουρανού

αίμα μου γίνεται…..

Γλάρων σκιρτήματα,

οι χτύποι της καρδιάς….

Αγάπη κι έρωτας για τούτη την πέτρα

που άφησε ο Θεός στη μέση της θάλασσας…

Αφήνω των ματιών μου τους κύκλους

ν' ακολουθούν του ήλιου το πέρασμα

και να βουτούν σ' αέναους βυθούς μαζί του,

στο γλαφυρό ηλιοβασίλεμα..

Μένω εδώ..

---------

Άνοιξε το στήθος της σαν μια βεντάλια, 

βουβά στον ήλιο απολογήθηκε

κι αποτυπώνονταν ξεκάθαρα στα όμορφα μεγάλα μάτια της 

η πίστη της για την επιλογή της...

Πως δεν μετάνιωνε, πως δεν θα έσβηνε, 

με τίποτα τη φλόγα πού  'χε  για τα καλά 

 ανάψει στα αχυρένια ανθρωπάκια...

Τα χείλη της, ερμητικά κλειστά 

σημαιοστόλιζαν το σκηνικό κι ανέμιζαν με θράσος

 θα 'λεγα τις σάρκες απ' τα θύματα της...

Ήτανε φανερό, πως η ακόλαστη ζωή της, 

η αποπλάνηση του άνεμου 

και οι μυριάδες ανομίες πού την βάρυναν, 

σημάδευαν για τα καλά την καταδίκη της...

 

Τέτοιο πόνο που 'ζησα ποτέ σου να μη νιώσεις

σημάδι βάλε μια ζωή κι έλα να με τελειώσεις.

Πάρε μαχαίρι με λαβή την πίκρα μου και χτύπα

βαθιά να φέρει μέσα μου της απονιάς σου προίκα.

Να μη σε νιώθω, να μη σε βλέπω, σε άλλη τώρα αγκαλιά.

Να μη μ ' αγγίζεις δεν επιτρέπω

μια προδοσία μου χτυπάει την καρδιά.

Τέτοιο δάκρυ που 'χυσα, ποτέ, 

στα μάτια σου να μη σταλάξει, 

πάρε την αδικία σου, 

προχώρησε στην τελευταία πράξη.

 

 

 


Ο Θούριος

 



Στίχοι: Ρήγας “Φεραίος' Βελεστινλής

Ο Θούριος

Ως πότε παλικάρια, θα ζούμε στα στενά,
μονάχοι σα λιοντάρια, στις ράχες στα βουνά;
Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,
να φεύγωμ’ απ’ τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;

Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;
Κάλλιο είναι μιάς ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια, σκλαβιά και φυλακή.

Τι σ’ ωφελεί αν ζήσεις, και είσαι στη σκλαβιά;
στοχάσου πως σε ψένουν, καθ’ ώραν στην φωτιά.
Βεζύρης, δραγουμάνος, αφέντης κι αν σταθής
ο τύραννος αδίκως σε κάμνει να χαθής.

Δουλεύεις όλη ημέρα, σε ό,τι κι αν σε πει,
κι’ αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιει.
Ο Σούτζος, κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής
Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης, ειν’ να ιδής.

Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι αγάδες, με άδικον σπαθί.
Κι αμέτρητοι άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά αφορμή.

Ελάτε με έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν
να βάλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.

Οι νόμοι να ‘ν’ ο πρώτος, και μόνος οδηγός,
και της πατρίδος ένας, να γένει αρχηγός.
Γιατί κι η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,
να ζούμε σαν θηρία, ειν’ πιο σκληρή φωτιά.

Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον ουρανόν
ας πούμ’ απ’ την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.

Εδώ σηκώνονται οι πατριώτες όρθιοι,
και υψώνοντας τα χέρια προς τον ουρανόν,
κάνουν τον όρκον.

Ω βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε Σε,
στην γνώμην των τυράννων, να μην έλθω ποτέ.
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,
εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.

Εν όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
για να τους αφανίσω, θε νάναι σταθερός.
Πιστός εις την πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
αχώριστος για να ‘μαι, υπό τον στρατηγόν.

Κι αν παραβώ τον όρκον, ν’ αστράψ’ ο ουρανός,
και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός.

Τέλος του όρκου

Σ’ ανατολή και δύση, και νότον και βοριά,
για την πατρίδα όλοι, να ‘χωμεν μια καρδιά.
Στην πίστιν του καθ’ ένας, ελεύθερος να ζη,
στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζί.

Βουλγάροι κι Αρβανήτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,
Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή,
Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί,
πως είμαστ’ αντριωμένοι, παντού να ξακουσθή.

Όσα απ’ την τυραννίαν, πήγαν στην ξενητιά
στον τόπον του καθ’ ένας, ας έλθη τώρα πιά.
Και όσοι του πολεμου, την τέχνην αγροικούν
Εδώ ας τρέξουν όλοι, τυρράνους να νικούν.

Η Ρούμελη τους κράζει, μ’ αγκάλες ανοιχτές,
τους δίδει βιό και τόπον, αξίες και τιμές.
Ως ποτ’ οφφικιάλος, σε ξένους Βασιλείς;
έλα να γένης στύλος, δικής σου της φυλής.

Κάλλιο για την πατρίδα, κανένας να χαθή
ή να κρεμάση φούντα, για ξένον στο σπαθί.
Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πιά εχθροί,
αδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κ’ εθνικοί.

Μα όσοι θα τολμήσουν, αντίκρυ να σταθούν,
εκείνοι και δικοί μας, αν είναι, ας χαθούν.
Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά
ως πότε σταις σπηλιές σας, κοιμάστε σφαλιστά;

Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραητοί,
κι Αγράφων τα ξεφτέρια, γεννήστε μια ψυχή.
Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσετε για μια,
και αίμα των τυράννων, ρουφήξτε σα θεριά.

Του Σάββα και Δουνάβου, αδέλφια Χριστιανοί,
με τα άρματα στο χέρι, καθ’ ένας ας φανή,
Το αίμα σας ας βράση, με δίκαιον θυμόν,
μικροί μεγάλοι ομώστε, τυρράννου τον χαμόν.

Λεβέντες αντριωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
ο βάρβαρος ως πότε, θε να σας τυραννή.
Μην καρτερήτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί,
χωθήτε στο μπογάζι, μ’ εμάς και σεις μαζί.

Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των νησιών,
σαν αστραπή χυθήτε, χτυπάτε τον εχθρόν.
Της Κρήτης και της Νύδρας, θαλασσινά πουλιά,
καιρός ειν’ της πατριδος, ν’ ακούστε την λαλιά.

Κι οσ’ είστε στην αρμάδα, σαν άξια παιδιά,
οι νόμοι σας προστάζουν, να βάλετε φωτιά.
Με εμάς κι εσείς Μαλτέζοι, γεννήτε ένα κορμί,
κατά της τυραννίας, ριχθήτε με ορμή.

Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει, σας πονεί,
ζητά την συνδρομήν σας, με μητρική φωνή.
Τι σκέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον εκστατικός;
τινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός.

Τους μπούφους και κοράκους, καθόλου μην ψηφάς,
με τον ραγιά ενώσου, αν θέλης να νικάς.
Συλήστρα και Μπραίλα, Σμαήλι και Κιλί,
Μπενδέρι και Χωτήνι, εσένα προσκαλεί.

Στρατεύματα σου στείλε, κ’ εκείνα προσκυνούν
γιατί στην τυρραννίαν, να ζήσουν δεν μπορούν.
Γκιουρντζή πιά μη κοιμάσαι, σηκώσου με ορμήν,
τον Προύσια να μοιάσης, έχεις την αφορμήν.

Και συ που στο Χαλέπι, ελεύθερα φρονείς
πασιά καιρόν μη χάνεις, στον κάμπον να φανής.
Με τα στρατεύματά σου, ευθύς να συκωθής,
στης Πόλης τα φερμάνια, ποτέ να μη δοθής.

Του Μισιριού ασλάνια, για πρώτη σας δουλειά,
δικόν σας ένα μπέη, κάμετε βασιλιά.
Χαράτζι της Αιγύπτου, στην Πόλη ας μη φανή,
για να ψοφήσει ο λύκος, όπου σας τυραννεί.

Με μια καρδιά όλοι, μια γνώμη, μια ψυχή,
χτυπάτε του τυράννου, την ρίζα να χαθή.
Να ανάψουμε μια φλόγα, σε όλην την Τουρκιά,
να τρέξει από την Μπόσνα, και ως την Αραπιά.

Ψηλά στα μπαϊράκια, σηκώστε τον σταυρόν,
και σαν αστροπελέκια, χτυπατε τον εχθρόν.
Ποτέ μη στοχασθήτε, πως είναι δυνατός,
καρδιοκτυπά και τρέμει, σαν τον λαγόν κι αυτός.

Τριακόσιοι Γκιρτζιαλήδες, τον έκαμαν να ιδή,
πως δεν μπορεί με τόπια, μπροστά τους να εβγεί.
Λοιπόν γιατί αργήτε, τι στέκεσθε νεκροί;
ξυπνήστε μην είστε ενάντιοι κι εχθροί.

Πως οι προπάτορές μας, ορμούσαν σα θεριά,
για την ελευθερία, πηδούσαν στη φωτιά.
Έτσι κι ημείς, αδέλφια, ν’ αρπάξουμε για μια
τα άρματα, και να βγούμεν απ’ την πικρή σκλαβιά.

Να σφάξουμε τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν,
και Χριστιανούς και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν.
Στεργιάς και του πελάγου, να λάμψη ο σταυρός,
και στην δικαιοσύνην, να σκύψη ο εχθρός.

Ο κόσμος να γλυτώση, απ’ αύτην την πληγή,
κ’ ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την γη.

 


ΕΝ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΙΚΙΑ 200π.χ.

 



ΕΝ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΙΚΙΑ 200π.χ.

 

Ότι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ’ ευχήν στην Αποικία

δεν μέν’ η ελάχιστη αμφιβολία,

και μ’ όλο που οπωσούν τραβούμ’ εμπρός,

ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, να έφθασε ο καιρός

να φέρουμε Πολιτικό Αναμορφωτή.



Όμως το πρόσκομμα κ’ ή δυσκολία

είναι που κάμνουνε μια ιστορία

μεγάλη κάθε πράγμα οι Αναμορφωταί αυτοί.

(Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ δεν τούς χρειάζονταν κανείς).

Για κάθε τί, για το παραμικρό ρωτούνε κ’ εξετάζουν,

κ’ ευθύς στον νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν,

με την απαίτηση να εκτελεστούν άνευ αναβολής.



Έχουνε και μια κλίση στις θυσίες.

Παραιτηθείτε από την κτήσιν σας εκείνη·

η κατοχή σας είναι επισφαλής

ή τέτοιες κτήσεις ακριβώς βλάπτουν τές αποικίες.

Παραιτηθείτε από την πρόσοδον αυτή,

κι από την άλληνα την συναφή,

Κι από την τρίτη τούτην, ως συνέπεια φυσική,

είναι μεν ουσιώδεις, αλλά τι να γίνει;

σάς δημιουργούν μία επιβλαβή ευθύνη.



Κι όσο στον έλεγχό τους προχωρούνε,

βρίσκουν και βρίσκουν περιττά, και να παυθούν ζητούνε

πράγματα πού όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς.



Κι όταν, με το καλό, τελειώσουνε την εργασία,

κι ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς,

απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία,

να δούμε τί απομένει πιά, μετά

τόση δεινότητα χειρουργική.



Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.

Να μη βιαζόμεθα είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία.

Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.

Έχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, η Αποικία.

Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;

Και τέλος πάντων, να, τραβούμ’ εμπρός.

 

ΤΑ ΜΑΡΙΝΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑ


 


ΤΑ ΜΑΡΙΝΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑ

Το ‘φερε η τύχη και μ’ άφησε ο Μήτσος πεντακόσια μέτρα απ’ τον Άγιο Βασίλειο. 

Ευτυχώς ήμουν στην κατηφόρα, όπως ερχόμουν απ’ το Πανόραμα, κι έτσι, τσουλώντας με σβησμένη τη μηχανή, έφτασα μέχρι το χωριό και σταμάτησα ακριβώς πάνω στον κεντρικό δρόμο που πηγαίνει για Καβάλα. Μετά άναψα τσιγάρο κι άρχισα να σκέφτομαι τι να κάνω.

Μήτσο, προς αποφυγήν παρεξηγήσεως, λένε τ’ αμάξι μου. Δεν το βάφτισα εγώ έτσι, το βάφτισε πριν τ’ αγοράσω εγώ ο πρώτος του ιδιοκτήτης, ο ταξίαρχος, και βέβαια τ’ όνομα τού ‘μείνε, - άσχετα που δημοσίως ποτέ δεν το μεταχειρίζομαι, γιατί, έτσι πιστεύω, στους ανθρώπους και στ’ αυτοκίνητα τα ονόματα ποτέ δεν αλλάζουν. Κάπνιζα λοιπόν και σκεφτόμουνα τι διάβολο να ‘παθε.

Είναι ένα Σίμκα του ’71, Σίμκα-Κράισλερ για την ακρίβεια, το Σπέσιαλ, και το ‘χω σε άθλια κατάσταση, γιατί - ενώ έχω πλήθος ανταλλακτικά- δεν αξιώθηκα ποτέ να βρω τα λεφτά και, κυρίως, να πάρω την απόφαση να το φτιάξω. Το πρόβλημα δεν είναι στη μηχανή' είναι στις λαμαρίνες, που είναι όλες σάπιες, και χρειάζονται έναν Πακτωλό λεφτά για να φτιαχτούνε' έτσι, επειδή με πονάει να φαίνεται τ’ αυτοκίνητό μου σακαράκα, αφήνω και τη μηχανή να πηγαίνει κατά διαβόλου, ενώ στην πραγματικότητα δεν θέλει τίποτα, καμιά φλάντζα εδώ, κανά λάστιχο παρά πέρα, ά, και να βάζω νερό και λάδια πού και πού. Κατά συνέπεια μ’ αφήνει πότε-πότε, για μαλακίες, για ένα τίποτα, κι εγώ, ο μαλάκας, άσχετος από μηχανή 40 χρόνια οδηγός, κάθομαι και καπνίζω και σκέφτομαι τι μπορεί να ‘παθε τ’ αμάξι και πώς μπορεί να μη χάσω το πλοίο.

Διότι έφευγα για Σαμοθράκη πρέπει να σας πω, και μη μου πείτε «καλά ρε τρελλέ, με 40 χρονών αμάξι βγήκες για ταξίδι;» γιατί θα σας απαντήσω ότι πρώτον δεν είναι 40 χρονών, είναι 39, του ’71 μοντέλο, και δεύτερον ότι ο υποφαινόμενος, δηλαδή εγώ, είμαι του ’51 μοντέλο και στίβω πέτρα άμα λάχει. Αφού λοιπόν εγώ, το αφεντικό, δουλεύω ακόμα και δεν καταλαβαίνω τίποτα, απαιτώ το ίδιο κι απ’ τον

εργάτη μου, δηλαδή το Σίμκα, που στο κάτω-κάτω είναι και πιτσιρίκι μπροστά μου. Κατέβηκα λοιπόν κι άνοιξα το καπό.

Τώρα, όσον αφορά την μηχανή, δύο βασικά πράγματα - όσο κι αν είμαι ντουγάνι, τα καταλαβαίνω. Πρώτον κοιτάμε τα λάδια, ωραία, έχουμε λάδια, και τώρα κοιτάμε τα νερά, γιατί ανέβασε και θερμοκρασία ο δείκτης. Ανοίγουμε την τάπα, με προσοχή μη μας έρθει στα μούτρα απ’ την πίεση και τα λοιπά, και βλέπουμε ότι δεν υπάρχει σταγόνα νερό. Μάλιστα. Δηλαδή πάλι καλά που έσβησε, διότι αλλιώς θα την πετάγαμε την αντίκα. Πήγα στο πίσω κάθισμα και πήρα ένα δίλιτρο πλαστικό μπουκάλι κόκα-κόλας με νερό, που το ‘χω πάντα μαζί μου για να καθαρίζω τα τζάμια, επειδή δεν δουλεύουν οι τζαμοκαθαριστήρες. Έκανε μία «χλουπ» και το πήρε όλο με άνεση. Ευτυχώς δίπλα είχε μπουγατσατζίδικο, πήγα και ξαναγέμισα, ευγενέστατοι οι άνθρωποι. Άλλες 3 βόλτες χρειάστηκα. Μέχρι τώρα δεν ήξερα πόσο νερό παίρνει όλο το σύστημα, τώρα ξέρω: 8 λίτρα παίρνει. Μετά έβαλα προσεκτικά την τάπα στην θέση της, έκλεισα το καπό και μπήκα πάλι στ’ αμάξι. Έβαλα μπροστά. Πήρε με τη μία.

Κοίταξα τα όργανα, (διότι έχει και όργανα το ταμπλό, και δουλεύουν όλα θαυμάσια εκτός από το ρολόι), και είδα ότι οι ενδείξεις ήταν όλες άριστες: θερμοκρασία, πίεση λαδιού, βενζίνη, όλα άψογα. Και η μηχανή ακούγονταν μιά χαρά. Έβαλα πρώτη και, όχι χωρίς κάποια αίσθηση ηρωισμού, ξεκίνησα. Ευτυχώς ο Περιστερώνας ήταν κοντά.

Λέω "ευτυχώς", γιατί σταματάω Πάντα στον Περιστερώνα για καφέ όποτε πηγαίνω Σαμοθράκη. Και, μια και σταμάτησα, είπα να ρίξω πάλι μια ματιά στα νερά. Και λείπαν έξι λίτρα. Από κάπου έχανε. Και πολύ.

Ο βενζινάς ήταν φιλικότατος: «Να!» μου είπε. «Από ‘δω χάνει. Δες! Το λάστιχο είναι κομμένο». Τι κομμένο, διαλυμένο ήταν. Τον κοίταξα. «Τι να σου πω», μου λέει, «μηχανικός δεν υπάρχει, αλλά και να υπήρχε τι θα μπορούσε να κάνει; Χρειάζεται -βλέπεις;- καινούργιο κολάρο. Και πού να βρεις τέτοιο κολάρο. Οδική Βοήθεια δεν έχεις;»

Δεν είχα. Ούτε ασφάλεια γενικώς είχα, διότι είχε λήξει. Ούτε Κ.Τ.Ε.Ο. είχα περάσει, αλλά αυτά, τα υπόλοιπα, δεν του τα είπα. Έμεινα να κοιτάζω το κομμένο λάστιχο, κι αυτός πήγε να βάλει βενζίνη δίπλα, σ’ ένα άλλο αυτοκίνητο που μόλις είχε σταματήσει. Κι όπως κοίταζα τα μυστηριώδη βάθη της μηχανής, νιώθω ένα χέρι στον ώμο μου, και γυρνάω και βλέπω τον Γιωργάκη.

Τώρα, όταν λέμε “Γιωργάκης”, μιλάμε για έναν τσίφτη 23 χρονών, - όπου να ‘ναι τα κλείνει -, στο μπόι μου σχεδόν, δηλαδή ψηλός, και λυγερός και κούκλος πανάθεμά τον. 

Τέσσερα χρόνια είχα να τον δω. Ή να τον ακούσω.

«Τζωρτζ!», φωνάζω, αγκαλιές, φιλιά, τον σπρώχνω να τον ξανακοιτάξω, «τι κάνεις ρε μπαγάσα;» του λέω.

«Καλά είμαι», μου λέει. Δείχνει χαρούμενος που με βλέπει. «Εσύ τι κάνεις».

«Πάω Σαμοθράκη», του λέω ευέλικτα. «Σαμοθράκη...» συλλαβίζει αργά, και τα μάτια του μεγαλώνουν. Θυμάται. Έχουμε πάει μαζί στη Σαμοθράκη. Δώδεκα; Δεκατρία χρόνια θα ‘χει; Τόσα.

Ποτέ δεν είχα καταλάβει αν πέρασε καλά στη Σαμοθράκη. Σκοτωνότανε βέβαια συνέχεια με τη μάνα του, αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα' μπορεί τελικά να είχε περάσει καλά. Πάντως φαίνεται ότι οι αναμνήσεις του είναι καλές. «Ωραία ήτανε», καταλήγει. «Θυμάσαι;» μου λέει εμένα.

Πώς δε θυμάμαι. «Καλά ρε», λέω, «εσύ τι νόμιζες, ότι ξεκούτιανα;» Γελάει.

«Κι όχι μόνο θυμάμαι, αλλά και τα κατσικάκια που κατέβαζες, ένα-ένα τα θυμάμαι, - εσύ, που κανονικά δεν τα ‘βαζες στο στόμα σου- και που έλεγες συνεχώς “βαριέμαι, βαριέμαι, βαρέθηκα, θα βαρεθώ, αν βαρεθώ όμως θα φύγουμε” θυμάμαι», γελάει, «και που βούτηξες στη βάθρα του Φονιά, που εγώ φοβόμουνα να μπω...»

«Ναι», με διακόπτει, «σιγά μη φοβόσουνα! Έκανες ότι φοβάσαι για να μου δώσεις θάρρος εμένα, τι, νόμιζες ότι δεν το καταλάβαινα;»

Εγώ βέβαια στ’ αλήθεια φοβόμουνα, μην πάθω καμμιά κρυοπληξία δηλαδή, (γιατί το νερό ήτανε παγωμένο), αλλά κάνω την πάπια, διότι και να επιμείνω ότι φοβόμουνα δεν θα με πιστέψει, άσε που με συμφέρει κι όλας έτσι που τα θυμάται.

«Τέλος πάντων», λέω, «ας αφήσου με τη Σαμοθράκη, εσύ πες μου ρε μπαγάσα, τι κάνεις; Για πού το ‘βαλές; Διακοπές, ε;»

«Α, μπα», μου λέει, «για δυό - τρεις μέρες πάμε στην Ολυμπιάδα, διακοπές πήγαμε, τρεις βδομάδες στα νησιά ήμασταν».

Τότε σκέφτομαι και κοιτάω μέσα στ’ αμάξι του. Βλέπω ένα κορίτσι στο μπροστινό κάθισμα, αλλά ο Γιωργάκης δε λέει τίποτα και προτιμά) να μην κάνω κανένα σχόλιο. Δεν είχα προλάβει να τον δω με κορίτσι.

«Το αμαξάκι καινούργιο;» του δείχνω με το μάτι.

«Ε, βέβαια», μου λέει, «καλό βγήκε;» του λέω, «ούου», μου λέει, «καιρό το ‘χεις;» του λέω, «κοντά ένα χρόνο», μου λέει, «φαίνεται τζάμι», του λέω. «Ε, βέβαια», μου λέει. «Και με τη σχολή πότε τελειώνεις;» τον ρωτάω.

«Ε, έχω ακόμη», απαντάει. «Καλά κάνεις», του λέω' «γρήγορα τ’ αμάξι, αργά το πανεπιστήμιο. Σωστός!»

Γελάμε. «Και για φαντάρος πότε σχεδιάζεις;» ρωτάω. «Ε», μου λέει, «άσε πρώτα να τελειώσω και μετά βλέπουμε. Έχω καιρό». «Βρε καλά κάνεις», του λέω' «εγώ, που υπηρετώ τόσα χρόνια την πατρίδα, τι κατάλαβα;»

Ξεκαρδίζεται. Ξέρει ότι δεν πήγα φαντάρος. «Πάντως τον μισό δρόμο μέχρι τη Φερράρι τον έκανες», αλλάζω πάλι κουβέντα. «Ε όχι και τον μισό δρόμο», λέει. «Ακόμα έχουμε...». Γελάμε και οι δύο.

Χαίρομαι που στεκόμαστε έτσι και γελάμε. Κοντά 9 χρόνια τον είχα κοντά μου και τον μεγάλωνα, δηλαδή τρίχες τον μεγάλωνα, μόνος του μεγάλωσε. Εγώ προσπαθούσα μονάχα να βάζω μέλι στις γκρατζουνιές, αυτό έκανα.

«Εσύ ακόμα με το Σίμκα είσαι;» ρωτάει ρητορικά.

«Εμ, δε βλέπεις;» λέω κι εγώ ρητορικότερα.

«Βρε το θηρίο», λέει με προφανή εκτίμηση, «αντέχει ακόμα το σκυλί. Πόσο χρονώ είναι; 30;» Τότε διόλου δεν το εκτιμούσε.

«Τι 30», του λέω, «39 και βάλε είναι, του 71 μοντέλο είναι. Αλλά τι να το κάνω που είναι θηρίο; Θηρίο - ξεθηρίο άμα δεν το χαϊδεύεις και λίγο χέσε μέσα. Να, πάλι μ’ άφησε».

 Έχει σκύψει, κι έχει χωθεί ο μισός μέσα στη μηχανή. «Τι έπαθε;» τον ακούω. «Χάνει νερά», του λέω, αλλά δεν μου δίνει σημασία, κάτι κάνει με τα χέρια του, πάντα πιάνανε πολύ τα χέρια του.

Σηκώνει το κεφάλι του. «Τίποτα δεν έχει», μου λέει, «ένα κολλάρο σχίστηκε». «Δεν ξέρω τι έχει», λέω φιλοσοφικά, «εγώ εκείνο που ξέρω είναι ότι το αμάξι δεν κινείται».

Είχε χώσει πάλι το κεφάλι μέσα και κάτι έκανε με τα χέρια του. «Πάρτο!» μου λέει, και μου δίνει κάτι πίσω απ’ την πλάτη του. Το παίρνω, είναι το λάστιχο, είναι, είπαμε, σε αθλία κατάσταση, μου ‘κανε και χάλια τα χέρια μου. «Τι να το κάνω;» του λέω. «Καν’ το κορνίζα!» φωνάζει απ’ το βάθος του καπό, δεν γελάω, «ή κράτα το για δείγμα μπας και βρεις κάποια στιγμή κανένα ίδιο». «Μπα», πετιέται ο βενζινάς, που έχει έρθει δίπλα και κοιτάει, «πού να βρει ίδιο, δεν υπάρχουν στην αγορά, πού να βρει κολάρο για 30 χρονών αυτοκίνητο». «39», τον διορθώνω. Ο Γιωργάκης έβγαλε πάλι το κεφάλι του. Κοίταξε αριστερά-δεξιά. Ήτανε δίπλα μιά βρύση με λάστιχο ποτίσματος επάνω. «Μάστορα», λέει στον βενζινά, «σε πειράζει να κόψω 20-30 πόντους λάστιχο;» «Δεν χρειάζεται», λέει ο βενζινάς, «έχω καινούργιο στην αποθήκη, πάω να σου φέρω, μισό μέτρο φτάνει;» «20-30 πόντους φτάνει», λέει ο Γ ιωργάκης.

Φιλοτιμήθηκε ο άνθρωπος, πήγε κι ήρθε. Ο Γιωργάκης κάτι έκανε με τα χέρια του. «Αυτά τα λάστιχα είναι ειδικά για ν’ αντέχουν θερμοκρασίες», άρχισε να μου εξηγεί μέσα από τη μηχανή. «Εγώ όμως έβγαλα το λάστιχο από το καλοριφέρ, το έβαλα στη θέση του κομμένου, και απλά ήθελα ένα γερό λάστιχο για το κλείσιμο, αυτό δεν χρειάζεται να ‘ναι ειδικό, εκεί το νερό που κυκλοφορεί είναι κρύο». Έβγαλε το κεφάλι του, τεντώθηκε και με κοίταξε. «Έτοιμος», μου λέει. «Απλά κάποια στιγμή πρέπει να το φτιάξεις κανονικά, γιατί έτσι δεν έχεις καλοριφέρ». «Ποιος το γαμάει το καλοριφέρ Αυγουστιάτικα», λέω. «Νοέμβρη - Δεκέμβρη βλέπουμε». Γελάσαμε. Τον κοίταξα. Μετά κοίταξα τον βενζινά με υπερηφάνεια. «Πάντως μάστορα», του λέω, «χωρίς το λάστιχό σου δεν θα γινότανε τίποτα».

Γελάσαμε και οι τρεις. Μετά ο Γιωργάκης έξυσε το κεφάλι του. «Άντε», λέει, λίγο μασημένα, «σιγά-σιγά καλύτερα να φεύγουμε. Θα ‘χει σκάση κι αυτή η καημένη τόση ώρα εκεί μέσα». Πάλι δεν ρώτησα τίποτα. Το μόνο που είχα ήταν να τον αποχαιρετήσω. «Έχεις δίκιο», του λέω. «Άντε! Να πάτε στο καλό!»

Τον έπιασα απ’ τους ώμους. «Κι ένα μεγάλο μπράβο ρε Τζώρτζ», του λέω. «Είσαι φοβερός! Και χίλια ευχαριστώ να σου πω λίγα είναι, μ’ έσωσες». «Σιγά», μου λέει, «τι έκανα, δεν ήταν τίποτα». Κοιταζόμασταν. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα. Ένα-ένα. «Άντε», του λέω, «κάντε την τώρα, και να περάστε καλά, μ’ ακούς; Και κάντε και καμιά βουτιά και για μένα». «Γιατί, εσύ τι θα κάνεις στη Σαμοθράκη;» μου λέει. «Για σκέψου το λίγο!» του λέω. «Ωχ!» λέει, «κατάλαβα, κατσίκια και τσίπουρα μέχρι πρωίας!» Γελάσαμε. Τον έπιασα και τον φίλησα σταυρωτά. Με φίλησε κι αυτός. Τον έσπρωξα προς το αυτοκίνητο.

«Και όπως είπαμε!» του φωνάζω. «Ζώνη ασφαλείας και ΔΕΝ τρέχουμε!» Γέλασε πάλι. Μπήκε μέσα, ένα χέρι κουνήθηκε στο παράθυρο κι έφυγε βολίδα. Πάντως ζώνη ασφαλείας, - τον είδα-, έβαλε.

Μετά μπήκα κι εγώ στ’ αμάξι μου, κορνάρισα ευγενέστατα στον βενζινά, και ξεκίνησα. Πήγαινα αργά, γιατί δεν βιαζόμουνα. Δεν είχα και μυαλό για να οδηγήσω. Έξω απ’ τη Νέα Μάδυτο έκανα δεξιά, προς το χωριό, έκανα μανούβρα επί τόπου και γύρισα ντουγρού πίσω, χωρίς στάση. Ο δυόσμος - έχω αυτοφυή δυόσμο στον κήπο- ξεχείλιζε ανθισμένος και μοσχοβολούσε.

Κάθισα στη βεράντα. «Ηδύοσμος», σκεφτόμουνα. Ο πατέρας μου είχε ανακαλύψει ότι ο δυόσμος ?-η λέξη- (βγαίνει από το “ηδύοσμος”, - αυτός με την απολαυστική μυρωδιά -, και είχε κολλήσει στο βαζάκι όπου τον φύλαγε μια ετικέτα, και “ηδύοσμος” είχε γράψει επάνω με τα ωραία του γράμματα. Αργότερα βέβαια εγώ είχα πετάξει την ετικέτα, γιατί δεν μου αρέσουν οι ετικέτες στα βάζα. Ύστερα θυμήθηκα που κάπου είχα ακούσει για “διοσμαρίνια”. Λένε, άραγε, έτσι κάπου τον δυόσμο; Ή μήπως τα διοσμαρίνια δεν είναι παρά τα “Διός μαρίνια”, τα μαρίνια του Δία, τα μαρίνια του Θεού; Σηκώθηκα κι έκοψα μια αγκαλιά δυόσμο, να τον πάω στο Βογιατζή, και την πέταξα στ’ αμάξι, στη θέση του συνοδηγού.

Κάθισα πάλι στη βεράντα. Νύχτωσε και ξημέρωσε. Μετά κοιμήθηκα καμιά- δυο ώρες και ξεκίνησα πάλι για Σαμοθράκη. Στο δρόμο δεν είχα κανένα πρόβλημα, μόνο που στην Καβάλα πλακώθηκα στα τσίπουρα και μετά, εξ αιτίας και της αϋπνίας, έξω από το Πόρτο Λάγος ψιλοκατέρευσα, με αποτέλεσμα να πάω σ’ ένα κάμπινγκ εκεί, στο Φανάρι, με σκοπό να πάρω έναν υπνάκο να συνέλθω, και τελικά πέρασα εκεί τη νύχτα και με φάγανε και τα κουνούπια. Πάντως την άλλη μέρα έφτασα μια χαρά στη Σαμοθράκη. Εκεί όμως, δεν πρόλαβα να βγω απ’ την Καμαριώτισσα, το Σίμκα μ’ άφησε πάλι. Ευτυχώς δεν ήταν τίποτα σοβαρό, μπουζί και πλατίνες.

«Τι ωραίος δυόσμος!» είπε ο άνθρωπος που μ’ εξυπηρέτησε. Περιέργως ήταν ακόμα ολόφρεσκος, σαν μόλις να τον είχα κόψει. Του τον έδωσα όλον, με το ζόρι του τον έδωσα, ντρεπότανε να τον πάρει. Μετά πήγα να βρω τον Βογιατζή.

«Για να δω τι σου κάναν εδώ!» είπε με στυφό ύφος ο Βογιατζής μελετώντας τη μηχανή. Του αρέσει να κάνη παρατηρήσεις. «Μμμ...» είπε. «Ξέρεις ότι τώρα δεν έχεις καλοριφέρ;»

«Το ξέρω», του είπα.

«Κάτι στάζει εδώ», είπε. Ανησύχησα. Έσκυψα βιαστικά να δω. «Πού;» ρώτησα.

Μού ‘δείξε. «Τίποτα», είπε, «δεν είναι, γράσο είναι».

Έφυγε να πάει να τηγανίσει τα ψάρια κι άφησε το καπό ανοιχτό. Έβαλα το δάχτυλό μου εκεί που είχε δείξει, το μύρισα και μετά το έγλειψα. Δεν ήτανε γράσο. Ήτανε μέλι.

Έμεινα στη Σαμοθράκη μια βδομάδα, όπως ήταν προγραμματισμένο, έγινε ό,τι έγινε, και μετά γύρισα πίσω. Έφτασα μαύρη νύχτα, γιατί το καράβι έφευγε απόγεμα, και οδηγούσα και αργά γιατί δεν έχω καλά φώτα.

Ακόμα τ’ αμάξι μοσχοβολούσε δυόσμο.

(Του Κλήμη Στακτόπουλου)

 

 


 

Η ΜΑΧΗ ΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ






Η ΜΑΧΗ ΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ

Στάσου πάνω στην γη με αξιοπρέπεια π’ αξίζεις….
Δείξε πως είσαι έτοιμος μέχρι θανάτου να πολεμήσεις…..
Τα χέρια σου να κρατούν το σπαθί να το δει ο εχθρός….
Η κοφτερή του άκρη να ‘ν’ στραμμένη προς τα μπρος.
Οριοθέτησε βρες μια περιοχή και γίνε κύριος της. …….
Να εκπέμπεις δύναμη σιωπηλά άγρυπνος φρουρός της…..
Η ψυχική ορμή σου , ψυχής η θέρμη έχει όλη αφυπνιστεί….
αλλά κρυμμένη παραμένει έτοιμη να αποκαλυφθεί…..
Ο αντίπαλος σου είθε να δει ότι μπροστά του στέκεται….
ολάκερο σύμπαν που με ζήλο θαρρετά αντιστέκεται……
Κι αν είναι απαραίτητο αλλάλλαξε , κράξε , βρυχήσου…..
Βγάλε μια κραυγή όπως ο λύκος στα βουνά…. ξεχύσου….

Κάνε τον αντίπαλο σου να ανατριχιάσει…. να δειλιάσει…..
Τρόμαξε τον με μι’ αστραφτερή ματιά…. Να κομπιάσει….
Η μάχη θα αποφευχθεί…. Η αψιμαχία να κοπάσει…..
Η ζωή θα διατηρηθεί…. Μια νίκη να γιορτάσει….
Ακόμα κι αν θριάμβευσες, αποχώρησε με ταπεινοφροσύνη.
Αυτός είν’ ο δρόμος, μοίρα του πολεμιστή…. : Η ΜΑΧΗ ΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ!!!!!!!!!!!.........

Ένας αληθινός Πολεμιστής είν’ πάντα σε εγρήγορση μα ήρεμα…..
επαγρυπνεί αδιάκοπα….. μ’ απόλυτη φυγή…. απ’ τ’ είναι του τα’ εφήμερα…..
Για να μπορέσεις μέσα σου να δεις λες πως πρέπει…..
Τα μάτια σου ολότελα ορθάνοιχτα….. καλά να έχεις…..
Δες η καρδιά σου πώς είναι καθαρή γεμάτη φως πάντα ελεύθερη…..
Πού σε οδηγεί η ζωή σου αυτή την στιγμή…. με σκέψη ανέφελη…..
Πηγαίνεις εκεί όπου θες να πάς;…. παρατήρησε….
Κει που θες , ποθείς κι αγαπάς…. ή απλά παρασύρεσαι;…..
Στάσου πάνω στην γη με αξιοπρέπεια π’ αξίζεις….
Δείξε πως είσαι έτοιμος μέχρι θανάτου να πολεμήσεις…..
Τα χέρια σου να κρατούν το σπαθί να το δει ο εχθρός….
Η κοφτερή του άκρη να ‘ν’ στραμμένη προς τα μπρος.
Οριοθέτησε βρες μια περιοχή και γίνε κύριος της. …….
Να εκπέμπεις δύναμη σιωπηλά άγρυπνος φρουρός της…..
Η ψυχική ορμή σου , ψυχής η θέρμη έχει όλη αφυπνιστεί….
αλλά κρυμμένη παραμένει έτοιμη να αποκαλυφθεί…..
Ο αντίπαλος σου είθε να δει ότι μπροστά του στέκεται….
ολάκερο σύμπαν που με ζήλο θαρρετά αντιστέκεται……
Κι αν είναι απαραίτητο αλλάλλαξε , κράξε , βρυχήσου…..
Βγάλε μια κραυγή όπως ο λύκος στα βουνά…. ξεχύσου….
Κάνε τον αντίπαλο σου να ανατριχιάσει…. να δειλιάσει…..
Τρόμαξε τον με μι’ αστραφτερή ματιά…. Να κομπιάσει….
Η μάχη θα αποφευχθεί…. Η αψιμαχία να κοπάσει…..
Η ζωή θα διατηρηθεί…. Μια νίκη να γιορτάσει….
Ακόμα κι αν θριάμβευσες, αποχώρησε με ταπεινοφροσύνη.
Αυτός είν’ ο δρόμος μοίρα του πολεμιστή…. : 
Η ΜΑΧΗ ΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ!!!!!!!!!!!.........
Αρκετά!... περίμενες πάρα πολύ καιρό και δεν ενέργησες,….
τα πράγματα θ’ ακολουθήσουν μια φυσική ροή νόμισες…..
καλό…αφήνοντας για άλλη μια φορά κι όμως δεν το ‘καναν…..
κι επομένως συ να δράσεις πρέπει…. όπως πάντα έμελλαν……
Ο εχθρός σου περισσότερο απ' όσο θα ‘πρεπε έχει προχωρήσει…..
κι ισοπέδωσε κάθε αξία κάθε άνθρωπο που έχει συναντήσει…..
στον δρόμο πίσω του πολλά τα δάκρυα και πόνο έχει γεμίσει!
Αυτά όλα παρ' όλο που άφησε έξω κει.... δεν νιώθει τύψεις…….

 

 


Κυκεώνας του Ολύμπου

Κυκεώνας του Ολύμπου Οι Αρχαίοι Έλληνες έδιναν περισσότερη αξία στην δημόσια ζωή και λιγότερο στην ιδιωτική. Για τον λόγο αυτό ανέπτυξαν μ...