Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΝΤΙΚΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΝΤΙΚΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Το λιοντάρι και ο ποντικός από την φάκα.

 


 


 

Το λιοντάρι και ο ποντικός από την φάκα.

 

ΑΝΤΙΟ ΦΙΛΕ……

 

Κάποτε σε μια φανταστική πόλη, μιας φανταστικής χώρας, ενός φανταστικού πλανήτη, ήταν ένα λιοντάρι και ένας ποντικός.

Το λιοντάρι από τρανή γενιά και όνομα μεγάλο, με ιστορία και σταυρούς ανδρείας, σε δύσκολα χρόνια όπου όλοι λούφαζαν, ήταν φοβισμένος μικρός αχθοφόρος μεγάλου ονόματος.

Οι πλάτες του κυρτές, το τρίχωμα αραιό και χωρίς γυαλάδα.

Οι επιλογές του πάντοτε ηττοπαθείς, τον οδήγησαν σ’ ένα αόρατο κλουβί με φύλακα και συνάμα θηριοδαμαστή, μια αμαζόνα με τόξο, που όμως δεν γνώριζε την έννοια του χρόνου και αντί για ψηλά, το βλέμμα της ήταν γήινο και στόχευε χαμηλά.

Στην ανθρώπινη διάσταση ο χρόνος λέγεται αναμονή. Ποντάριζε στο χρόνο η τοξότρια, χωρίς να ξέρει ότι ήταν αυτή η ίδια ο χρόνος και ότι όφειλε την παρουσία της στην ανυπαρξία του.

Πως όμως να αλλάξει την πορεία της ζωής όταν δεν μπορούσε να αποδράσει από την ζωγραφιά που υποσχόταν υποσχέσεις; Δέσμιος και δεσμώτρια στο ίδιο δεσμωτήριο.

Ο ποντικός ήταν μικρός, καχεκτικός, αλλά γκριζόασπρος, μιας και ήταν ποντικός σοφίτας και τον έβλεπε ο ήλιος, και όχι ποντικός των υπονόμων. Ήταν χαρούμενος, κοσμοπολίτης και φιλότιμος, γαλαντόμος που αγαπούσε όλον τον κόσμο, και συγχωρούσε όλες τις κακίες και μικροπρέπειες.

Κάποτε ο ποντικός μέσα στα πολλά και γρήγορα σουλάτσα του, άκουσε ότι η τοξότρια βαρέθηκε και ήθελε να πουλήσει το λιοντάρι σ΄ ένα τσίρκο για να απαλλαγεί από την έγνοια να το φροντίζει. Ήθελε όμως να κρατήσει το δεσμωτήριο- κλουβί, μια κι’ ένα κομμάτι της ζωής της, ήτανε μέσα και διαρκώς έξω από αυτό.

Η έμπορος της μετατρέψιμης αξίας, μπέρδεψε το «φείδου χρόνου» και το παρέφρασε σε «ο χρόνος είναι χρήμα». Τυφλώθηκε.

Ο ποντικός κοντοστάθηκε, σκέφθηκε, ζύγισε.

Έδρασε αμέσως, δίνοντας την ελευθερία της αλήθειας και της αποκάλυψης στο λιοντάρι.

Παρέμβαση στο αντιπάθημά του και παρατήρηση της αλλαγής στην εξελικτική του πορεία.

Το λιοντάρι, βρυχήθηκε τεντώθηκε και αφού έγλυψε το τρίχωμά του, για να γυαλίσει και να θαμπώσει, βγήκε για το κυνήγι της τροφής του, αφού κανείς πια δεν ήταν ικανός να το ταΐσει με οποιαδήποτε μορφή τροφής.

          Ένας τρομαγμένος λαγός με κουστούμι, γραβάτα, νομικό γραφείο και οικογένεια, ήταν το πρώτο αιματοβαμμένο γεύμα του.

Η νίκη εύκολη, το φαγητό λίγο, αλλά η γεύση του φρέσκου αίματος στα δόντια του, ξύπνησαν μνήμες και ιδιότητες της ράτσας και της καταγωγής του.

Αγέρωχος πια, σίγουρος για το ποιος είναι, και τι θέλει, έκανε ένα γύρο στο δάσος- πόλη της ζούγκλας του κόσμου, για να κάνει γνωστή την παρουσία του σ’ όλους. Ξαναγεννήθηκε!!! Έκανε όνειρα!

Το όνειρο όμως παράγεται από την ζωή, αλλά το λιοντάρι δεν έμαθε και δεν ρώτησε ποτέ, η ζωή ποιανής πραγματικότητας όνειρο είναι!!!

Το λιοντάρι δεν φάνηκε αγνώμων. Πήρε κοντά του τον ποντικό υπάλληλο και έμπιστο, για να ακούει και να βλέπει ότι αυτό δεν μπορεί, δεν θέλει και δεν αντέχει.

Σίγουρο κι αγέρωχο άρχισε να απολαμβάνει την ζωή όπως την ονειρεύτηκε. Ένα μικρό λιονταράκι που διψούσε για όλα, φυτεμένο μέσα στο κορμί ενός ενήλικου και εκπαιδευμένου οικόσιτου λιονταριού. Εξουσιάζοντας, με την θεωρία και τις μυστικές οδηγίες- συμβουλές, του ποντικού, προόδευσε, απέκτησε φήμη, οικονομική ευμάρεια και αυτοπεποίθηση.

Αυτή όμως η πρόοδος είναι έργο ηλιθίων και από ηλιθίους οριοθετήθηκε ως επιτυχία.

          Κάθε μεσημέρι μετά την ολοήμερη φροντίδα της χαίτης του, καθόταν ψηλά πάνω στον βράχο, ακουμπώντας το δεξί του μπροστινό πόδι, στην κάσα με τον αόρατο θησαυρό του κόσμου, θαρρείς και κάποιος θα τόλμαγε να κλέψει το μη μετατρέψιμο και ωφέλιμο περιεχόμενο της κάσας.

          Μόλις σκοτείνιαζε, ξαναφρόντιζε την χαίτη του, φορούσε το ριγέ κοστούμι του και έβγαινε για κυνήγι.

Δεν κυνηγούσε πια λαγούς, παρά μονάχα θηλυκά ζώα που ήταν ζευγαρωμένα. Ήταν διπλή η ακούσια απόλαυση.

Η νίκη στο θήραμα και η αντιπαράθεση του συντρόφου που είτε αγνοούσε είτε δεν τολμούσε. Χόρτασμα σώματος και ΕΓΩ!!!

Σκοτεινός συνωμότης ο ποντικός, που στο βάθος ήταν ερασιτέχνης θεατής του κόσμου και του λιονταριού από θέση κάθειρξης.

Ο ποντικός ήταν υπομονετικός αλλά και άκαμπτος σ’ αυτά που πίστευε. Αρνιότανε πεισματικά την χειραψία με τον οποιοδήποτε βλάκα.

Μάζευε τα ψίχουλα και το τυράκι που του έδινε το λιοντάρι και τα πήγαινε στην φωλιά για την ποντικίνα και τα ποντικάκια του. 

Πολλές φορές ο ποντικός, έβρισκε απρόσεκτους με ανοικτά ψυγεία και ντουλάπια και τότε το ένστικτό του τον έκανε αρπακτικό.

Ροκάνιζε, έτρωγε και έπαιρνε μαζί του για την οικογένειά του και τους φίλους του.

Τα πάρτι της ποντικοπαρέας, ήταν πάντα βασιλικά. Όλοι τρώγανε, πίνανε, γελάγανε, κάτω από  τα αιματοβαμμένα μουστάκια τους, κοροϊδεύοντας τον σπάταλο ποντικό που τα μοιραζόταν όλα με όλους. Το λιοντάρι πάντα παρών στα πάρτι, με κέφι αλλά και αποστάσεις, έπαιρνε μεζέδες και ας μην έφερνε ποτέ στον ποντικό- υπάλληλο κάτι παραπάνω (εκτός από ψίχουλα) από αυτά που περίσσευαν μετά από το μακελάρικο  φαγητό του. Βλέπεις ο ποντικός δεν ήταν ημέτερος των ημετέρων της περίστασης του κύκλου και του κόλπου.

          Κάποτε ο ποντικός επιάστηκε στην φάκα.

Το λιοντάρι στεναχωρήθηκε, ανέβηκε στον βράχο του, ξανάβαλε το πόδι πάνω στην κάσα και φώναξε: ο ποντικός είναι φίλος μου, όποιος τον πειράξει να έρθει εδώ στον βράχο να τον μαλώσω!!! Άλλο τίποτα.

Ανοίγει η φάκα για να σκοτώσουν τον ποντικό, χράπ! δαγκώνει τον δυνάστη του και το σκάει από την φάκα. Τρέχει γρήγορα στην φωλιά του, βρίσει τα ποντικάκια τρομαγμένα, βρίσκει το λιοντάρι με παράσημα να συνοδεύεται από νέους ακολούθους, φυσικά τις ύαινες, βρίσκει και την ποντικίνα χωρίς τα δύο πισινά της πόδια.

Με βλέμμα βουβό, μια γύρα, ρωτάει κι ακούει την απάντηση.

Για το καλό σου!!! Της φάγαμε τα πόδια μη και  αφήσει τα ποντικάκια γι’ άλλον ποντικό!!!

Ο ποντικός γελάει, σκέφτεται κι αποφασίζει. Δεν είναι καιρός για νέα φάκα. Ο νόμος της ζωής κάποτε θα δώσει την λύση, εξάλλου η ζωή είναι μια έγχρωμη εικόνα τόσης ομορφιάς κι ατελείωτου θανάτου.

Τους φίλους κι αδελφούς ο ποντικός τους συναντά πια με τους «Μήδους». Μοναδική τους έννοια, ο καφές, το ουίσκι, τα’ αυτοκίνητο. Τα ταξίδια, τα αντισυλληπτικά, η παραίσθηση.

Χαμένοι μέσα στο τίποτα για το τίποτα και για πάντα.

Η απογοήτευση του ποντικού γίνεται οργή, για όσους στέκονται ακόμα όρθιοι ή έξω από την κωμωδία που ονομάζουν κοινωνία. Αλλάζει επίπεδο αντίληψης και αυτόματα διαιρείται σε δύο διαφορετικά ποντίκια. Το ποντίκι που θέλουν όλοι και το ποντίκι που θέλει το ποντίκι. Αφήνει στους άλλους την ελπίδα να τον ξαναχρησιμοποιήσουν. Αυτός κρυφά μεγαλώνει την χαίτη του και ακονίζει τα δόντια του, ώστε να γίνει λιοντάρι των ποντικών. Εξάλλου ξέρει ότι η ελπίδα είναι η λύση της αναβολής, παράταση της ληξιπρόθεσμης ανίας, προείσπραξη του τίποτα που περιμένει. Μικρά βήματα και προσεκτικές κινήσεις, χαρακτηριστικά της αποστασιοποίησης του ποντικού.

Μέσα του μουρμουρίζει «η κόλαση είναι οι άλλοι»………………….

Πρώτα ο ποντικός προσπαθεί να καταφέρει να βγει από την βιοτική καθήλωση των αναγκών του και μετά να κατακτήσει την ελευθερία των ιδεών του. Κάποιοι μαζί με το λιοντάρι προσπαθούν να τον κρατήσουν δέσμιο αυτών των αναγκών για να μη μπορέσει να φτάσει ποτέ στην ελευθερία.

Ο ποντικός δέχεται το αρνητικό κλίμα σαν πλεονέκτημα, αλλάζει φωλιά δεν παρακαλάει για ψίχουλα και τυράκι, μαζεύει τα περισσεύματα άλλων, αποθηκεύει, καταναλώνει λιγότερα και προκόβει, αφού σταματάει τα πάρτι με τις ύαινες.

Σφυράει χαρούμενα και λέει ότι η ζωή είναι ένας περίπατος και ένα ταξίδι, όπως έλεγε κι ένας άλλος ποντικός από την Αλεξάνδρεια.

          Η τοξότρια πιστή στο καρμικό της καθήκον να φυλάει το άδειο πια κλουβί, με μόνη ελπίδα την επιστροφή του λιονταριού, βλέπει τον χρόνο να περνά αγκαζέ με τον θεό τον Κρόνο, γοργά από μπροστά της, μαρμαρωμένη, στάσιμη!

Το λιοντάρι χωρίς να το καταλάβει, μια κι’ εκεί ψηλά στον βράχο δεν είχε καθρέπτη, έχασε την λάμψη της τρίχας του και κιτρίνισαν τα δόντια του.

Τα λιονταράκια του απαίδευτα στριφογύριζαν γύρω από τον βράχο μακριά από τα θύματα, την τροφή, την αξία την ζωή. Γίνανε μικρές ύαινες, περιμένοντας να φάνε το περίσσευμα της τροφής που δεν κυνηγούσε πια το λιοντάρι. Σκόρπια απολιθωμένα οστά από παλιά θηράματα, σκονισμένα από τον χρόνο, αναδύουν δυσοσμία στο μυαλό του ποντικού. Δεν ζει πια γιατί ζούσε το λιοντάρι. Έγινε κι’ αυτός λιοντάρι των ποντικών με καινούργια ποντικίνα, ποντικάκια έξυπνα και χορτάτα και φίλους μόνο ποντικούς.

Αποκλείονται οι άλλοι αφού εμείς είμαστε οι άλλοι. Παράδεισος μικρόκοσμου, ποθητή ελευθερία πραγματοποιημένη.

Ο μύθος φέρνει κατανάλωση, η κατανάλωση χρήμα και το χρήμα κι’ άλλο μύθο και άλλη καθιέρωση και σταθεροποίηση εκεί στην κορυφή.

Μια κορυφή που οι βάσεις της έχουν κτιστεί από μύθους και μυθεύματα.

Όταν όμως, όπως το λιοντάρι, δεν μπορείς να στηρίξεις τον μύθο σου, δεν έχεις άλλη λύση από την λήθη.

Ο ποντικός δεν ελπίζει γι’ αυτό και ποτέ δεν απελπίζεται.

          Έτσι χωρίσανε οι δρόμοι του ποντικού και του λιονταριού.

 

Αντίο φίλε, καλό δρόμο και κατέβα από τον βράχο να δεις το δάσος γιατί μόνο το δέντρο έβλεπες τόσα χρόνια.

 

 

Ο αδελφός σου ο ποντικός από την φάκα!!!

 

Μην με λυπάσαι!!! Μας την σκάσανε όλοι τους!!!!!

 

 

 

         

Κυκεώνας του Ολύμπου

Κυκεώνας του Ολύμπου Οι Αρχαίοι Έλληνες έδιναν περισσότερη αξία στην δημόσια ζωή και λιγότερο στην ιδιωτική. Για τον λόγο αυτό ανέπτυξαν μ...