Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΤΕΤΡΑΦΑΡΜΑΚΟΣ- ΠΡΩΤΕΣ ΑΡΧΕΣ- ΚΑΝΟΝΑΣ




ΤΕΤΡΑΦΑΡΜΑΚΟΣ

Και ο θεός μακάριος είναι μακριά απ' όλα
δεν ασχολείται ούτε με σε ούτε με τ' άλλα όλα
Ότι κι αν λεν για θάνατο που όλους τους τρομάζει
όσο εσύ είσαι εδώ αυτός απουσιάζει
Ποτέ να μην κομπάζεις για κάθε σου καλό
γιατί η τύχη είναι άστατη και θέλει μέτρο απλό
Μην θες να σε λυπούνται σε κάθε συμφορά
γιατί θα σε θυμούνται μονάχα στην χαρά

ΠΡΩΤΕΣ ΑΡΧΕΣ

Να το θυμάσαι σταθερά, Εις το διηνεκές
Ισχύουν απαρέγκλιτα, Οι πρώτες οι αρχές
Το σύμπαν είναι αυτογενές, Κανείς δεν το 'χει κάνει
Ούτε θεός ούτε άνθρωπος Χέρι σ' αυτό έχουν βάνει
Η ύλη είναι παντοτινή ,Σε δράση διαρκώς
Διαλύεται, συντίθεται, Κι αλλάζει συνεχώς
Η ύλη ποτέ δεν χάνεται στου σύμπαντος την δίνη
Και τίποτα από το τίποτα δεν πρόκειται να γίνει
Τ' άτομα είναι άπειρα καθώς και το κενό
Διαφέρουνε στο σχήμα σε βάρος, κι αριθμό
Είναι απροσδιόριστες των ατόμων οι κινήσεις
Τυχαίες πορείες στο κενό συγκρούσεις, παρεκκλίσεις
Κόσμος, άτομα, κενό της ύλης αφθαρσία
Τύχη, αναγκαιότητα κι απροσδιοριστία
Φεύγει η αιτιοκρατία μα και η Ειμαρμένη
Η ελευθέρα βούληση μας είναι δεδομένη



ΚΑΝΟΝΑΣ

Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος
φρονούσε ο Πρωταγόρας
κι ο Επίκουρος το έκανε πράξη της κάθε ώρας
Και τα κριτήρια έκανε με βάση τους ανθρώπους
Την κρίση τους, την λογική την φύση κι άλλους τρόπους
Και τον Κανόνα βάσισε σ' αισθήσεις και προλήψεις
Στα πάθη μα και διάνοιας φανταστικές συλλήψεις
Δες την επιμαρτύρηση τις αντιμαρτυρήσεις
Κι έτσι για κάθε θέμα εσύ θα έχεις σωστές κρίσεις
Για άλλο πάλι θέμα δες το συνολικά
Απ' το μερικό στο γενικό και κρίνε τελικά
Και πάντα από τα αισθητά μ' αναλογία αν κρίνεις
Τότε και για τ' αόρατα κρίση σωστή θα δίνεις
Κάτι είναι αποτέλεσμα συχνά πολλών αιτίων
Δες το κι απ' την ανάλυση όλων των κριτηρίων

Ο ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ η Ηδονή, η Ευτυχία και η Ατομική-Θεωρία

 


Ο ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ  η  Ηδονή, η Ευτυχία και η Ατομική-Θεωρία

 «Η σοφία δεν έχει προχωρήσει ούτε ένα βήμα μετά τον Επίκουρο, και συχνά βρίσκεται χιλιάδες βήματα πίσω του». Φρίντριχ Νίτσε

 Ο Επίκουρος ήταν Αθηναίος φιλόσοφος. Γεννήθηκε στη Σάμο στις 4 Φεβρουάριου  του 341 π. X. Οι γονείς του, ο φτωχοδάσκαλος  Νεοκλής και η Χαιρεστράτη, είχαν άλλα τρία  παιδιά και ήταν κληρούχοι, φτωχοί δηλαδή,  Αθηναίοι πολίτες που πήγαιναν να ζήσουν σε  εδάφη άλλων πόλεων, υποτελών της Αθηναϊκής  Δημοκρατίας. Εκεί στη Σάμο άρχισε να μελετάει  φιλοσοφία, καθώς και την ατομική θεωρία του Δημόκριτου. Στα δεκαοχτώ του πήγε στην Αθήνα, για να υπηρετήσει τη θητεία του. Στο στρατό τον βρήκε ο θάνατος του Μεγάλου  Αλεξάνδρου. Στα χρόνια της αναταραχής που ακολούθησαν ο Πέρδικας έδιωξε τους  κληρούχους από τη Σάμο. Και η οικογένεια βρέθηκε στην Κολοφώνα. Ο Επίκουρος συνέχισε τις σπουδές του στη φιλοσοφία, γνώρισε κι άλλες  πόλεις, ήρθε σε ρήξη με το πλατωνικό - αριστοτελικό κατεστημένο της Λέσβου, έφυγε και  δίδαξε για πρώτη φορά στη Λάμψακο, στα στενά του Ελλησπόντου. Το 306 με 305, οι πολιτικοκοινωνικές συνθήκες το επέτρεψαν  κι έτσι σε  ηλικία 36 χρονών εγκαταστάθηκε μόνιμα στην  Αθήνα. Αγόρασε ένα μικρό κήπο κι εκεί ίδρυσε τη  σχολή του, που ονομάστηκε Κήπος.

Γρήγορα απέκτησε πολλούς πιστούς οπαδούς και φίλους.  Στον Κήπο μπορούσαν να παρακολουθήσουν  μαθήματα οι πάντες. Ακόμα και οι γυναίκες,  (μεταξύ τους και η εταίρα Λεόντιον) που είχαν χαμηλή θέση στην κοινωνική ιεραρχία της  αρχαίας Αθήνας. Ακόμα και οι δούλοι. Μέσα στο  σπίτι που βρισκόταν στον κήπο γίνονταν η παραγωγή των χειρόγραφων έργων και στέλνονταν οι επιστολές σ' όλο τον ελληνιστικό κόσμο. Στον Κήπο ο Επίκουρος δίδαξε τριάντα έξι χρόνια. Πέθανε το 270 π. X. στην Αθήνα σε ηλικία εβδομήντα δύο χρονών.

Ο Επίκουρος κατηγορήθηκε για  πράγματα που ποτέ δεν είπε και που ποτέ δεν πίστεψε. Ο Διογένης ο Λαέρτιος, βιογράφος του
Επίκουρου, γράφει πως όλα αυτά ήταν συκοφαντίες. Ο Επίκουρος ήταν άνθρωπος λιτός, απλός, καλοσυνάτος, περιφρονούσε το χρήμα, βρισκόταν μακριά από τους πολιτικάντηδες που ονειρεύονταν την εξουσία- αλλά και από την τρέχουσα πολιτική. Ένας εχθρικός του βιογράφος αναφέρει πως ο Επίκουρος μοίραζε τρόφιμα στους μαθητές του σε μια πολιορκία της Αθήνας.

Ο φιλόσοφος ήταν πολυγραφότατος. Ο Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει σαράντα ένα τίτλους από τα βιβλία του φιλόσοφου. Με το πιο σημαντικό το «Περί φύσεως» που περιλάμβανε τριάντα επτά τόμους (κυλίνδρους), ενώ το σύνολο των έργων του ήταν γραμμένο σε τριακόσιους κυλίνδρους ξεπερνώντας σε παραγωγή όλους τους
προηγούμενους συγγραφείς..

Δυστυχώς, ένα πλήθος έργων του Επίκουρου χάθηκε καταστράφηκε από παράγοντες της εξουσίας και της χριστιανικής θρησκείας. Τις πληροφορίες για τη διδασκαλία του τις βρίσκουμε σε έργα άλλων συγγραφέων ακόμα και αντιπάλων του. Ο Ρωμαίος ποιητής Λουκρήτιος, η πιο σημαντική πηγή για το έργο του Επίκουρου, δύο αιώνες μετά, έγραψε σε έξι βιβλία το μεγαλειώδες ποίημα De rerum natura (Για τη φύση των πραγμάτων). Μέσα από τους στίχους του ποιήματος καταγράφεται όλη η διδασκαλία του Επίκουρου: Για τη βασική ουσία: των πραγμάτων, για την ατομική θεωρία, για τα φυσικά φαινόμενα, τη δομή και λειτουργία σώματος και νου, την ηθική και τον ανθρώπινο πολιτισμό.

Ο Διογένης ο Λαέρτιος είναι μια άλλη σημαντική πηγή του έργου του Επίκουρου. Διέσωσε τρεις επιστολές του φιλόσοφου. Οι δυο πρώτες αφορούν τη δημιουργία του κόσμου και την ύπαρξη των θεών, τους νόμους της φύσης και τα μετέωρα. Η τρίτη, προς Μενοικέα, «Περί ευτυχίας», είναι μια περίληψη της ηθικής φιλοσοφίας του Επίκουρου. Ο ίδιος διέσωσε και το έργο του δασκάλου «Κύριες Δόξες» που απευθύνεται στο λαό. Με απλό και κατανοητό τρόπο ο Επίκουρος περιγράφει τη διδασκαλία του.

Κι άλλοι μαθητές του, όπως ο Μητρόδωρος, ο Πολύαινος, ο Διογένης ο Οινοανδέας (χάραξε σε τοίχο τη μεγαλύτερη επιγραφή όλων των εποχών), ο Κολώτης, με τα έργα τους διέσωσαν σημαντικές διδασκαλίες του Επίκουρου. Στη Ρώμη απέκτησε πολλούς φίλους η διδασκαλία του φιλόσοφου, ενώ λειτούργησε κι «ο κύκλος της Νάπολη» (με την έκρηξη του Βεζούβιου, 79 μ. X. θάφτηκε η πολύτιμη βιβλιοθήκη με έργα του Δασκάλου). Βέβαια, ο επικούρειος ηδονισμός και ο «αναρχισμός» των οπαδών του δε συναντούσαν την εύνοια της ρωμαϊκής αριστοκρατίας. Εξαίρεση στάθηκε η σύζυγος του αυτοκράτορα Τραϊανού, Πλωτίνα (100 μ. X.). Οι στωικοί, αλλά και ο Κικέρων και οι εβραίοι ραβίνοι και οι Πατέρες της Εκκλησίας καταπολέμησαν τη διδασκαλία του Επίκουρου, αλλά μέσα από τα γραφτά τους βοήθησαν στη διάσωση σημαντικών τμημάτων της φιλοσοφίας του. Απλωμένη σ' όλο τον ελληνιστικό κόσμο η σχολή του Επίκουρου άντεξε για επτακόσια χρόνια μετά το θάνατο του ιδρυτή της. Ο Κήπος, μαζί με τις άλλες φιλοσοφικές σχολές της Αθήνας δέχτηκε το τελειωτικό χτύπημα από τον Ιουστινιανό. Τέθηκαν εκτός νόμου το 529 μ. X. Κάποιοι από τους Αθηναίους δασκάλους κατέφυγαν στην αυλή του πέρση βασιλιά Χοσρόη, ίδρυσαν ένα
πανεπιστήμιο, που με τον καιρό απέκτησε μεγάλη επιρροή και συνετέλεσε στη διάδοση του αριστοτελισμού και γενικά της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας στο μουσουλμανικό κόσμο. Παρά το άγριο κυνηγητό από την καθολική εκκλησία στη Δύση ο επικουρισμός άρχισε πάλι να βγαίνει στο φως τον 15° αιώνα, κέρδισε έδαφος στο Διαφωτισμό και κατάκτησε κάποια φωτεινά μυαλά στους επόμενους αιώνες. Παρά τη συστηματική διαστρέβλωση («επικούρειος» χαρακτηρίζεται κάποιος που δείχνει χοντροκομμένο αισθησιασμό και πολυτελή γούστα στο φαγητό) ο επικουρισμός συνάντησε τα σύγχρονα επιστημονικά ρεύματα της κβαντικής φυσικής και της εξελικτικής βιολογίας, καθώς και θεωρίες του ευνοούν αυθόρμητες μορφές κοινωνικής οργάνωσης.

Σκοπός της διδασκαλίας του Επίκουρου είναι να απελευθερώσει τον άνθρωπο, να του χαρίσει μια καινούργια ελευθερία απαλλαγμένη από φόβους και προκαταλήψεις, και να τον αναπτύσσει μέσα στην ηρεμία, την αρμονία και τη γαλήνη. Στόχος είναι η ηδονή, αλλά απαλλαγμένη από τα σωματικά πάθη, έντονες επιθυμίες, και τις
καταχρήσεις. Η πνευματική ηδονή είναι πολύ ανώτερη της σωματικής. Φυσικά, ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να επιλέξει. Το ύψιστο αγαθό είναι η επίγεια ζωή, γιατί άλλη ζωή δεν υπάρχει. Στην ερμηνεία του φυσικού κόσμου ο Επίκουρος στηρίχτηκε στην ατομική θεωρία του Δημόκριτου.

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο προσχηματικά θεϊστής ή «έντεχνα» αθεϊστής!

 


ΕΠIΚΟΥΡΟΣ

Ο προσχηματικά θεϊστής ή «έντεχνα» αθεϊστής!

Δύο βασικές αρχές της Επικούρειας φιλοσοφίας την ιδιαιτεροποιούν και διαφοροποιούν από τις υπόλοιπες και την καθιστούν για τους πολλούς απορριπτέα ή το λιγότερο όχι ελκυστική.
Αυτές είναι: Ο αθεϊσμός της και η θνητότητα της ψυχής. Αυτές οι δύο έννοιες ουσιαστικά ορίζουν ένα και το αυτό. Αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, διότι η αθάνατη ψυχή προϋποθέτει υπαρκτό Θεό, ενώ η θνητή ψυχή επιτάσσει ανύπαρκτο θεό. Από μόνα τους τα δύο παραμένουν μετέωρα. Ή θα συνυπάρχουν ή θα συναπουσιάζουν και τούτο διότι η κατάργηση της ψυχής αφαιρεί τον λόγο ύπαρξης του θεού, μένει ο θεός χωρίς αντικείμενο μιας και ο ρόλος του για τα σύγχρονα θρησκευτικά δόγματα τουλάχιστον, είναι να κρίνει και να δικάσει τις ψυχές. Το ίδιο και η ανυπαρξία του θεού, καθιστά τις ψυχές ορφανές, λείπει ο λόγος ύπαρξής τους μετά τον θάνατο. Γιατί και προς τι να υπάρχουν; Αν ο λόγος είναι απλώς να ζουν και μετά τον θάνατο, τότε δεν υπήρχε λόγος να πεθαίνει ο άνθρωπος.

Εγωιστικά ο άνθρωπος επιθυμεί την αθανασία. Ο διακαής του πόθος να υπάρχει εις το διηνεκές και με την επίγεια συνείδησή του επί πλέον, τον κάνει να παραλογίζεται και να πιστεύει ότι θα υπάρχει και μετά τον θάνατόν του. Ευσεβής πόθος; απύθμενος εγωισμός; συμφέρον; παραφροσύνη; αμετροέπεια; ερμηνέψτε το όπως θέλετε. Ο Ιάσων Ευαγγέλου στο βιβλίο του «Ο άνθρωπος και ο πόνος» λέει: «Ο εγωισμός και του πιο τιποτένιου ανθρώπου-επιθυμεί μια μεταθανάτια αθανασία με πλήρη συνείδηση της επίγειας ύπαρξής του/ Και δεν σκέπτεται πώς η αθάνατη ψυχή με την συνείδησή της υπήρχε και πριν γεννηθεί, αλλά δεν του μετέφερε κανένα σημάδι μνήμης του προγενέστερου βίου της». 

Ο δε Δ. Λιαντίνης αναφέρει πως «Ο φόβος του θανάτου στον άνθρωπο είναι η σκεπασμένη όψη του εγωισμού του». Το σίγουρο είναι ότι αποτελεί άποψη παράλογη, ανορθολογική και συγχρόνως αυτοκαταστροφική για αυτόν τον ίδιο, διότι αυτή η αυθαίρετη και αυτόβουλη παραδοχή του τον καθιστά τραγικό πρόσωπο και όχι μόνο δεν θα εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του όπως αυτός νομίζει κατ’ αρχήν, αλλά του καθίσταται δίκοπο μαχαίρι, διότι απλά θυσιάζει την μοναδική επίγεια ζωή του στον βωμό μιας καλύτερης μετά θάνατον ζωής η οποία δεν του διασφαλίζεται κατ’ ελάχιστον, δεν του την εγγυάται κανείς και δεν θα έρθει ποτέ. Ο άνθρωπος από το να μην πιστεύει τίποτα ανεξέλεγκτα, πιστεύει στο τίποτα δογματικά και επαίρεται γι’ αυτό. Η άποψη της ανυπαρξίας της ψυχής μετά θάνατον, δεν βρίσκει πολλούς αποδέκτες, ωστόσο δεν μειώνει την αξία της επικούρειας φιλοσοφίας όσο και αν οι επικούρειοι θα παραμένουν λίγοι διότι άλλο τόσο θα παραμένουν επίκαιροι (κατά έναν δίφθογγο διαφέρει ο Επίκουρος με τον επίκαιρο).Το ευ και το πολύ είναι έννοιες που δεν συμφιλιώνονται εύκολα. Το ευ εχθρεύεται το πολύ. 

Ο μεγάλος αμερικανός συγγραφέας του 19 αι. Mark Twain έλεγε: «Όποτε βρεθείς με την πλευρά της πλειοψηφίας, είναι η στιγμή που πρέπει να σταθείς και να συλλογισθείς» και επί τέλους ας εννοήσουμε όλοι μας ότι η «πλάνη των πολλών δεν πρέπει να θεσμοθετεί δίκαιο».

Η τραγικότητα του ανθρώπου οφείλεται στον ίδιο, στην φύση του θα έλεγε κανείς, στον αυτοδυναστευτικό τρόπο σκέψης του. Στην εμμονή του να γοητεύεται περισσότερο από το μυστηριακό και ανεξήγητο παρά από την επιστημονική έστω και ανεπαρκή ενίοτε ερμηνεία των φαινομένων. Αυθαίρετα και χωρίς λογική ενθρονίζει θεούς και ανέχεται από αυτούς να τον εξουσιάζουν ερήμην του. Μοιραία και «ο θεός όταν εδραιώνεται χωρίς κόπο και κόστος ως απόλυτος άρχων σαδιστικά για τον ίδιο και μαζοχιστικά για τον άνθρωπο γίνεται καταπιεστής δίχως έλεος». Μην ξεχνάμε ότι η Π. Διαθήκη είναι το πιο εκδικητικό και πολεμοχαρές βιβλίο που γράφτηκε ποτέ και όμως παρανοϊκά θεωρείται ιερό από τις μάζες των θρησκευόμενων.
Αυτό ισχύει και το βλέπουμε σε όλα τα σύγχρονα μονοθεϊστικά δόγματα να συμβαίνει. Δεν συνέβαινε όμως με την θρησκεία και τους θεούς των αρχαίων μας προγόνων.

Οι αρχαίοι Έλληνες δημιούργησαν τους θεούς τους, αλλά απαίτησαν από αυτούς να υπηρετούν τις ανάγκες τους και τις επιθυμίες τους. Αν αυτό δεν συνέβαινε, εύκολα οι θεοί κρημνίζονταν και καταργούνταν. Αυτό βέβαια είναι και το μεγαλείο του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. «Με τη θρησκεία τους οι Έλληνες είχαν πετύχει τη χρυσή τομή ανάμεσα στην έκφραση του θρησκευτικού τους συναισθήματος και στο πάθος τους για ελευθερία. Είναι ιστορική η διαπίστωση πως άνθρωπος ονομάζεται η ύπαρξη που τοποθετεί πάνω από αυτή κάποιο θεό. Έλληνας ονομάζεται ο άνθρωπος που τοποθετεί πάνω απ’ τους θεούς την ελευθερία», μας λέει ο Ιάσων Ευαγγέλου στο «Θεός-Ύλη-Σύμπαν».

Ο δε Robert Livingston στο βιβλίο του «Το ελληνικό πνεύμα και η σημασία του για μας» γράφει πως : «Ο θεός των Ελλήνων ήταν πάρα πολύ δημιούργημα των πιστών του και δεν μπορούσε να γίνει απόλυτος. Ήταν ένας συνταγματικός μονάρχης που οι υπήκοοί του δεν ξεχνούσαν ποτέ εντελώς ότι αυτοί τον έβαλαν στον θρόνο του. Βασιλιάς τους στην θεωρία, στην πράξη ήταν ο αντιπρόσωπός τους, υποχρεωμένος να εκπληρώνει τις επιθυμίες τους και ανάμεσα σ’ αυτές ήταν η επιθυμία να είναι ελεύθεροι.

Τούτη η ελευθερία η ελληνική, μπόρεσε να μας δώσει μαθήματα ανεξιθρησκείας ίσαμε σήμερα.
Γιατί η ελληνική σκέψη είναι τόσο ζωντανή, όσο και η δική μας».

Πρέπει να διακρίνουμε και να διαχωρίσουμε το νόημα που δίνονταν στην αρχαιότητα στον όρο «θεός» με αυτό που νοείται σήμερα. Για τους θεούς της αρχαιότητας δεν υπήρχε μέλλουσα κρίση των ανθρωπίνων πράξεων, ούτε σενάριο ζωής και συμπεριφοράς θεϊκό ακουλουθητέο από τον άνθρωπο και εγκεκριμένο από τον Θεό βάσει του οποίου θα δικάζονταν μεταθανάτια.
Καμία θρησκευτική δογματική ετσιθελική αλήθεια που απαιτούσε τυφλή υπακοή. Θεός σήμαινε αθάνατος άνθρωπος με όλα τα ανθρώπινα πάθη και άνθρωπος σήμαινε θνητός θεός με όλες τις θεϊκές αρετές στην ανώτερή του έκφανση και έκφραση. «.Αθάνατοι θνητοί, θνητοί αθάνατοι ζώντες των εκείνων θάνατον, τον δε εκείνων βίον τεθνεώτες». Ηράκλειτος

Οι θεοί δεν ήταν δημιουργοί του σύμπαντος αλλά οι ίδιοι δημιουργήματα της Φύσης και υποχρεωμένοι να υπακούουν στους νόμους της.

Τα κριτήρια που θα χαρακτηρίσουν έναν αρχαίο Έλληνα φιλόσοφο ως θεϊστή ή αθεϊστή δεν είναι η ομολογία του περί ύπαρξης θεών ή όχι, αλλά ο ρόλος που παίζουν μέσα στην καθολική φιλοσοφία του φιλοσόφου οι θεοί και έχοντας σαν δεδομένο ότι η ανεξιθρησκία όχι μόνο δεν αποτελούσε νόμο αλλά απεναντίας με την ψήφιση από την εκκλησία του Δήμου των Αθηναίων κατόπιν προτροπής του μάντη Διοπείθη το 432 π.χ.χ. «να δικάζονται όσοι ασεβούν προς τους θεούς και όσοι ασχολούνται με τα ουράνια σώματα» και έχοντας γνωστή την τύχη των Πρόδικου (αθεϊστής-κώνειο), Σωκράτη (κώνειο), Πρωταγόρα (πνιγμός), Αναξαγόρα (φυγάδευση από Περικλή), δημιουργείται εύλογα το ερώτημα πόσο ελεύθερα θα μπορούσε αυτός να εκφράσει αυτό που πραγματικά πρέσβευε κάτω από αυτές τις συνθήκες;

Συνεπώς τα μετακόσμια του Επίκουρου αναμφίβολα ήταν υπεκφυγική ανακάλυψη. Τοποθέτησε εκεί τους θεούς «χαρίζοντάς» τους την μακαριότητα και προτρέποντας τους ανθρώπους να τους μιμηθούν, ευτυχώς όχι και στην απραξία τους. Κανένα στοιχείο άλλο δεν μας έδωσε γι’ αυτά τα μετακόσμια.

Έτσι απαλλάχτηκε από ένα εμπόδιο ανώδυνα. Τουλάχιστον από μία πιθανή προσαγωγή σε δίκη για αθεϊσμό. Ο Επίκουρος έλεγε να μην φοβόμαστε τους θεούς. Δεν είπε το ίδιο και για τους ανθρώπους. Άλλωστε η επιστημονική του σκέψη αφαιρούσε σχεδόν τα πάντα από την δικαιοδοσία των θεών που κυριολεκτικά τους καταργούσε ή στην χειρότερη αυτοί αυτοκτονούσαν από πλήξη απραξίας. Η σημαντικότερη και πιο ιερή στιγμή κάθε θεωρίας είναι η πράξη και από αυτήν πρέπει να κρίνεται. Ο άνθρωπος για να επιτύχει την μακαριότητά του παίρνει σαφείς οδηγίες από τον Επίκουρο. Οι θεοί όμως την μακαριότητά τους την κατακτούν μάλλον εν υπνώσει. Η διαφορά αυτή μεταξύ θεών και ανθρώπων στην κατάκτηση της μακαριότητας δεν αποτελεί επικούρεια αντίφαση αλλά υποκρύπτει συγκαλυμμένο αθεϊσμό.

Η ομολογία του Επίκουρου πως «ο φόβος της ζωής και ο φόβος του θανάτου πλάσανε στους ανθρώπους τα φαντάσματα των θεών» αίρει κάθε αμφιβολία για τον αθεϊσμό του. (Ο Επίκουρος ποτέ δεν φοβήθηκε το θάνατο, συνεπώς κανένα λόγο δεν είχε να δημιουργήσει φαντάσματα). Ο Δ. Λιαντίνης την επικούρεια αυτή άποψη την διατυπώνει ως εξής : «Την απόκρυψη και την καταφυγή από τον πανικό φόβο του θανάτου ο  άνθρωπος την εβάφτισε θεούς και θρησκείες και ζωή μετά θάνατον. Η πίστη στη ζωή μετά θάνατον είναι το σύστημα ανάρτησης, είναι η ραχοκοκαλιά όλων των θρησκειών».

Ποια σχέση μπορεί να έχει η φιλοσοφία του Επίκουρου με αυτά που ορίζονται ως θεός- θρησκεία-μετά θάνατον ζωή, αφού δεν φοβόταν το θάνατο; Όσοι θεωρούν τον φιλόσοφο θεϊστή, αλαργεύουν πολύ από τη σκέψη του. Ο Επίκουρος θεοποιεί τον ανώτερο άνθρωπο και ο Διογένης ο Οινοανδέας μας λέει : «Τότε στ’ αλήθεια η ζωή των θεών θα περάσει στους ανθρώπους γιατί τα πάντα θα’ ναι γεμάτα δικαιοσύνη και αμοιβαία αγάπη». Η επιστημονική δυναμική της επικούρειας σκέψης οφείλεται τα μέγιστα στην απουσία του θεών από την φιλοσοφία του με την έννοια ότι δεν παίζουν κανέναν ενεργό ρόλο. Απονευρώνουμε τον Επίκουρο όταν τον χαρακτηρίζουμε θεϊστή. Τέτοιος ακόμη και ο Πλάτων δεν μπορεί να θεωρηθεί με την σημερινή έννοια του όρου θεός . 

Ο Επίκουρος είναι ο «έντεχνα» αθεϊστής.
Απέφυγε πολλούς σκοπέλους εφευρίσκοντας τα μετακόσμια. Απαλλάχτηκε από εξηγήσεις μιας ζωής προκειμένου να καταστήσει τους θεούς ανενεργό όντα. Μετά και τον παρολίγο πνιγμό του (στην αναγκαστική χειμωνιάτικη αναχώρηση από την Μυτιλήνη) θα ήταν το λιγότερο αφελής αν επικέντρωνε την φιλοσοφία του στον αθεϊσμό. Δεν διακήρυξε επισήμως την ανυπαρξία των θεών, την υπονόησε σαφέστατα καθιστώντας τους αμέτοχους σε όλα στο συμπαντικό γίγνεσθαι. Οι θεοί περιττεύουν στην σκέψη του φιλοσόφου. Ζούνε αλλά δεν υπάρχουν. Οι πυγολαμπίδες περιττεύουν στο φως, χρειάζονται σκοτάδι για να φέξουν.

Όπως επικούρειος είναι περισσότερο αυτός που ζει επικούρεια και ας μην γνωρίζει τον φιλόσοφο ούτε κατ’ όνομα, παρά αυτός που επίσταται της φιλοσοφίας αυτής ενώ δεν ζει επικούρεια, το ίδιο θεϊστής ή αθεϊστής δεν είναι όποιος επιφανειακά και ανέξοδα δέχεται ή αρνείται την ύπαρξη θεών αλλά αυτός που ζει δια βίου συμβατά με το νόημα αυτών των εννοιών. Ο επικουρισμός είναι στάση ζωής, τρόπος «ζειν» και φιλοσοφία πράξης και όχι γνώση και αποδοχή (η γνώση είναι το μέσο όχι ο σκοπός) το ίδιο στάση ζωής είναι και ο θεϊσμός- αθεϊσμός. Με την αποδοχή των θεών ως αόριστα και περισσότερο διακοσμητικά όντα μίμησης των ανθρώπων, μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει τον Επίκουρο θεϊστή;

Μπορώ να κατανοήσω τους θεούς του Επίκουρου μόνο σαν ένα φαντασιακό πρότυπο δυνάμει μίμησης του ανθρώπου, όσον αφορά τη μακαριότητά τους μιας και απαλλαγμένοι από κάθε ανάγκη βίωσης και αυτοσυντήρησης κατά συνέπεια ελεύθερους και αυτάρκεις. Αρκεί όμως ο λόγος αυτός να δικαιολογήσει την ύπαρξή τους; Όσο για τα τυπικά λατρευτικά στους θεούς από τα οποία δεν απείχε αυτό δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην και αποδοχή τους αλλά τρόπο φυγής από το μάτι του κυκλώνα, αποφεύγοντας σύγκρουση με τους άγραφους θεσμικούς νόμους της κοινής γνώμης.

      Τις επικούρειες απόψεις για την ψυχή και τον θάνατο, μας τις διασώζει ως εξής ο Ιππόλυτος :
«Τας δε ψυχάς των ανθρώπων Λύεσθαι άμα τοις σώμασιν, Ώσπερ και συγγενασθαι αυτοις τίθεται Ω ακολουθεί μήτε κρίσεις είναι εν Αιδου Μήτε δικαστήρια, Ως ότι αν δράση τις εν τω βίω τούτω και διαλάθη, Ανεύθυνον είναι παντελώς»

Δηλ. «Ο Επίκουρος θεωρεί επίσης ότι οι ψυχές των ανθρώπων διαλύονται ταυτόχρονα με τα σώματά τους, όπως γεννήθηκαν μαζί τους. Κατά συνέπεια, στον Άδη δεν υπάρχουν ούτε δίκες Ούτε δικαστήρια, έτσι οτιδήποτε κι αν πράξει κάποιος στη ζωή αυτή
Και περάσει απαρατήρητο, δεν του δημιουργεί απολύτως καμία ευθύνη».
Ιππόλυτος (κατά πασών αιρέσεων I 22.5) Επίκουρος. Εκδ. Ζήτρος

Στον ύμνο του Λουκρήτιου για τον Επίκουρο διαβάζουμε: «Χάμω σερνόταν μπροστά στα μάτια όλων, ατιμασμένη η ανθρώπινη ζωή, πλακωμένη από το βάρος της θρησκείας..,.
Τότε πρώτος ένας έλληνας τόλμησε να υψώσει τα μάτια του τα θνητά κατά πάνω της και να της αντισταθεί... Έτσι με τη σειρά της, ποδοπατημένη συντρίβεται η θρησκεία και εμάς η νίκη του μας υψώνει στα ουράνια». 

Λουκρήτιος. Περί της φύσεως των όντων. I 62-79

Πώς ποδοπατείται και συντρίβεται η θρησκεία και εμείς υψωνόμαστε στα ουράνια, με ένα θεϊστή Επίκουρο;

Ο BERNARD RUSSEL λέει : «Η συντριπτική πλειονότητα των διαπρεπών διανοητών, δεν πιστεύει στην χριστιανική θρησκεία, αλλά αποφεύγουν να το αποκαλύψουν δημοσίως επειδή φοβούνται μήπως χάσουν το εισόδημά τους». Στην διαπίστωση του RUSSEL αντικαταστήστε τους «διαπρεπείς διανοητές» με τον Επίκουρο. Την «χριστιανική θρησκεία» με τους θεούς των Ελλήνων. Την «απώλεια του εισοδήματος» με την προσαγωγή σε δίκη λόγω αθεϊσμού. Αυτό που προκύπτει είναι η ΕΡΜΗΝΕΙΑ του Επίκουρου, όχι η μετάφρασή του. (Αυτή ανήκει δικαιωματικά στους φιλολόγους). Όταν ο Επίκουρος ζήτησε από τους μαθητές του να φιλοσοφούν κάθε μήνα, προφανώς δεν εννοούσε να του κάνουν μνημόσυνο, αλλά να τον ερμηνεύουν και να προάγουν τη σκέψη του βασισμένοι στα επιτεύγματα της σύγχρονης επιστήμης χωρίς να ξεμακραίνουν από τον πυρήνα της σκέψης του.

Η σύγχρονη επιστημονική ψυχιατρική άποψη παραδέχεται πως η ψυχή δεν είναι οντότητα, ώστε να συνίσταται από διάφορα στοιχεία, όπως την εννόησε ο Επίκουρος ή την παρουσιάζουν οι διάφορες θρησκείες, αλλά την θεωρεί έκφραση, λειτουργία που απορρέει από την φυσιολογική λειτουργία του υλικού εγκεφαλικού κυττάρου του νεοεγκεφάλου του ανθρώπου και εκδηλώνεται με τις ανώτερες πνευματικές ιδιότητες, νόηση, κρίση, μνήμη, συναίσθημα, λόγος και που στη βάση της δεν είναι παρά ηλεκτρικό ρεύμα παραγόμενο από αντιδράσεις χημικών υλικών ουσιών και διαβιβαστικές ουσίες (σεροτονίνη, ακετυλοχολίνη κ.λ.π.). Πως άλλωστε θα εξηγούνταν οι ιάσεις ψυχικών νόσων με υλικά παρασκευάσματα (φάρμακα); Πως το υποτιθέμενο άυλο πνεύμα-ψυχή, θεραπεύεται από ύλη; Και ακόμη ας εξηγηθεί πού βρίσκεται η ψυχή στις καταστάσεις απώλειας συνειδήσεως (π.χ. κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις), αλλά και κατά την διάρκεια αυτού-τούτου του ύπνου ακόμη! Γιατί η άυλη-πνευματική ψυχή χάνει την συνείδησή της; Ή μήπως απλά, επειδή δεν υπάρχει ψυχή έτσι που την εννοούν οι θιασώτες της;

Σαν σύγχρονοι επικούρειοι εκείνο που θα κρατήσουμε από τον δάσκαλο και είναι μεγαλειώδες και σημαντικό δεν είναι η σύσταση της ψυχής όπως την περιγράφει ο ίδιος (εφ’ όσον τέτοια δεν υπάρχει, ούτε υλική, ούτε άυλη) αλλά η μετά θάνατον ανυπαρξία της.

Τέλος. Και αυτό θα επιθυμούσε και ο Επίκουρος, ο οποίος δεν θα μπορούσε να αφήσει έξω από την φιλοσοφική του σκέψη τις νέες επιστημονικές ανακαλύψεις και κατακτήσεις της ανθρώπινης διανόησης.

Ο μεγάλος ψυχολόγος C. Jung έλεγε ότι : «Η ύπαρξη της ψυχής ούτε εμπειρικά, ούτε επιστημονικά, ούτε φιλοσοφικά αποδεικνύεται. Το ίδιο και η ύπαρξη του θεού». Και τα δύο θεολογικά είναι πνεύματα και υπάρξεις πνευμάτων άυλων όπως και οι άγγελοι αποτελούν τα φτερουγίσματα της φαντασίας μας για τον I. Ευαγγέλου.

Σε όλες τις θρησκείες αδιαπραγμάτευτη άποψη αποτελεί η αθανασία της ψυχής και η μετά τον φυσικό θάνατο του ανθρώπου ύπαρξή της, με την μορφή μιας άυλης-πνευματικής υπόστασης.
Η ανυπαρξία της ψυχής μετά θάνατον εξαναγκάζει όλες τις θρησκείες σε κατάρρευση και όσοι το αποδέχονται αυτό εκούσια ή ακούσια καθίστανται άθεοι.

Η υλιστική φιλοσοφία αρνείται την ύπαρξη πνευμάτων και πολύ περισσότερο αρνείται αυτά να έχουν αυτοσυνειδησία και συναίσθηση.

Ο Επίκουρος θεωρώντας την ψυχή υλική, φθαρτή και θνήσκουσα ταυτόχρονα με τον θάνατο του ανθρώπου, της αρνήθηκε κάθε άυλης-πνευματικής και αθάνατης μορφής. Αν όμως δεχόταν την άυλη-πνευματική θεϊκή υπόσταση, γιατί αδυνατούσε να δεχτεί το ίδιο και για την ψυχή; Εύλογο ερώτημα που χρήζει απάντησης. Ο στόχος βέβαια του φιλοσόφου ήταν να απαλλάξει τον άνθρωπο από τον φόβο του θεού και του θανάτου. Ο θάνατος ήταν αυταπόδεικτος, ο θεός όμως όχι. Ανεξάρτητα πάντως από την προσωπική άποψη που είχε όσον αφορά την ύπαρξη ή μη των θεών, αυτοί (οι θεοί) θεωρούνταν δεδομένα υπαρκτοί από την συντριπτική μάζα των ανθρώπων που έπρεπε να διαπαιδαγωγήσει. Συνεπώς είτε έπρεπε να διδάξει την ανυπαρξία τους σε αντίθεση με ότι πιστευόταν από τους πολλούς και άρα εξαλείφονταν και ο φόβος απ’ αυτούς αυτόματα, είτε να τους δεχτεί όπως έκανε, αλλά παγερά αδιάφορους και επιδεικτικά αμέτοχους σε όλα τα ανθρώπινα δρώμενα και άρα πάλι ο φόβος δεν δικαιολογούνταν. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύχθηκε ο κίνδυνος της σύγκρουσης με την κρατούσα άποψη και συγχρόνως δεν αναλώθηκε στο να πείσει για την ανυπαρξία των θεών. Η εν συνεχεία παντελής απουσία των θεών από το κοσμοσυμπαντικό γίγνεσθαι και από την φιλοσοφία του αποδεικνύει ότι τους δέχθηκε συγκαταβατικά ώστε να αποσπάσει την πρώτη
αποδοχή των συνομιλητών του και σίγουρα χρησιμοθηρικά. Με άλλα λόγια έπρεπε να μιλήσει στους απλούς ανθρώπους με το δικό τους απλό λεξιλόγιο. Αυτό έκανε και η διορατικότητά του αυτή τελικά τον καταξίωσε πανηγυρικά, χωρίς ωστόσο να τον κατατάξει στους ιδεαλιστές φιλοσόφους. Άφησε όμως σε εμάς το δίλλημα του ένθεου ή άθεου.

Σας θυμίζω την ομολογία ενός επιφανούς επιστήμονα «είμαι ένας βαθιά θρησκευόμενος άπιστος. Δεν πιστεύω σε κανέναν προσωπικό θεό. Η ιδέα αυτή μου είναι ξένη και μου φαίνεται αφελής. Το θρησκευτικό μου συναίσθημα είναι ο απεριόριστος θαυμασμός μου για τη δομή της Φύσης του κόσμου όπως μας την αποκαλύπτει η επιστήμη και δεν έχει αυτό καμία σχέση με τον μυστικισμό». Ποιος διαφωνεί ότι αυτό δεν θα μπορούσε να αποτελεί μία προσφώνηση του Επίκουρου; Κι όμως είναι ένας άλλος αθεϊστής, ο Einstein.

Ο Επίκουρος θα ήταν ένθεος μόνο αν δούμε την ελληνική θρησκεία σαν την ευλάβεια του φρόνιμου ανθρώπου στο ρυθμό και στους νόμους της φύσης. Αν πάλι θεό εννοήσουμε μια απρόσωπη δυναμική κοσμοσυμπαντική έννοια είτε ξεχωριστή είτε ταυτόσημη με το υλικό Σύμπαν σαν ενέργεια ή εντελέχεια που αποσκοπεί στην ευρυθμία του σύμπαντος κόσμου και την ισορροπία της γενεσιουργού Φύσης με τους νόμους που την διέπουν, χωρίς καμία μυστικιστική ιδιότητα στην έννοια θεός, αυτή είναι η υλιστική θεώρηση, τουτέστιν υλισμός και αθεϊσμός. Και εδώ κατατάσσω τον φιλόσοφο.

Σας μεταφέρω ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Γάλλου καθηγητή της ελληνικής φιλοσοφίας Πωλ Νιζάν (1905-23 Μάί'ου 1940 μάχη Δουκέρκης) «ΟΙ ΥΛΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ». Λέει λοιπόν ο Νιζάν :

Το μεγαλείο του Επίκουρου έγκειται στο ότι δεν προτείνει όπως αργότερα ο χριστιανισμός μία σωτηρία φυγής προς τον ουρανό, αλλά μία επίγεια προσπάθεια. Δεν υπόσχεται ουράνιο ή μεταθανάτιο πλούτο. Η σωτηρία δεν βρίσκεται στον ουρανό. Εισηγείται μια υλιστική φιλοσοφία.

Η Επικούρεια θεολογία, που απέκλεισε κάθε θεία πρόνοια, κάθε θεία διακυβέρνηση του κόσμου, μοιάζει με την αποχή του σοφού. Έθεσε συνάμα τα θεμέλια του υλισμού. Εφεύρε ένα σύμπαν χωρίς πνευματικές δυνάμεις, χωρίς υπερφυσικούς νόμους, δίχως ουράνια δικαιοσύνη.

Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς έλεγε : «Εάν ο Απόστολος Παύλος χτύπησε τους φιλοσόφους, είχε υπόψη του μονάχα τους επικούρειους».

Στην επιστολή του Επίκουρου προς Μενοικέα: Ασεβής δεν είναι εκείνος που δεν παραδέχεται τους θεούς των πολλών, παρά εκείνος που προσκολλά στους θεούς τις δοξασίες των πολλών. Όσα νομίζουν οι πολλοί για τους θεούς δεν είναι γνήσιες έννοιες αλλά πλανημένες υποθέσεις.

 Ο Πωλ Νιζάν σημειώνει : Μονάχα η “ πρόληψη” είναι το στοιχείο της αληθινής γνώσης διότι γεννιέται από την επαναλαμβανόμενη συρροή αισθημάτων. Η Επικούρεια θεωρία για τη γνώση, ξέχωρα από το διανοητικό είδωλο, υποχρεώνει τον Επίκουρο όπως και τον Λουκρήτιο, 

να παρακάμψουν το είδωλο των θεών και να κατασταλάξουν στην αντικειμενική τους ύπαρξη.
Αλλά η αντίληψη αυτή είναι πρακτικά ταυτόσημη με την αθεΐα εφόσον καταργεί την προσευχή και την λατρεία.

Πωλ Νιζάν ( Οι Υλιστές της Αρχαιότητας- Δημόκριτος, Επίκουρος, Λουκρήτιος).

Ηλίας Καρτσίνης
Μαιευτήρας-Γυναικολόγος



 

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΜΕΝΟΙΚΕΑ


 

 

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΜΕΝΟΙΚΕΑ

 

Ο σκοπός της Φιλοσοφίας

 

Ούτε όταν είναι κανείς νέος , πρέπει να αναβάλλει να φιλοσοφεί, ούτε όταν γεράσει, να θεωρεί κόπο το να φιλοσοφεί.
Διότι κανένας δεν είναι ούτε ανώριμος,
ούτε υπερβολικά ώριμος ,για να εξασφαλίσει την υγεία της ψυχής του.

Και όποιος λέει ότι δεν ήλθε ακόμα η ώρα για να φιλοσοφήσει ή ότι έχει περάσει,
μοιάζει με εκείνον που λέει ότι έχει περάσει η ώρα για την ευδαιμονία ή ότι ακόμα
δεν έχει έλθει η ώρα γι’ αυτήν.

Επομένως πρέπει να φιλοσοφεί και ο νέος και ο γέρος, ο μέν καθώς γερνάει, για
να νιώθει νέος με τα όμορφα πράγματα
από ευγνωμοσύνη για όσα έγιναν στο παρελθόν και ο άλλος για να είναι και νέος και ταυτόχρονα και ώριμος, επειδή δε φοβάται αυτά που θα έλθουν στο μέλλον.

Πρέπει λοιπόν να εξετάζουμε με μεγάλη προσοχή ποια είναι αυτά που φέρνουν την ευδαιμονία, αφού, όταν αυτή είναι παρούσα, έχουμε τα πάντα, και όταν απουσιάζει, κάνουμε τα πάντα για να την αποκτήσουμε. Όσα δε συνεχώς σου συνιστούσα, αυτά και να κάνεις και να μελετάς, θεωρώντας ότι είναι τα στοιχεία που εξασφαλίζουν την καλή ζωή.

 

Ο Θεός

 

Πρώτα από όλα λοιπόν θεωρώντας ότι ο θεός είναι ένα όν άφθαρτο (αιώνιο) και μακάριο, σύμφωνα με την εντύπωση για το θεό που είναι κοινή σε όλους, μην αποδίδεις στη φύση του τίποτα ξένο προς την αφθαρσία του και τίποτα αταίριαστο με τη μακαριότητά του. Να πιστεύεις λοιπόν οτιδήποτε μπορεί να διαφυλάττει την μακαριότητα και την αφθαρσία του. Γιατί οι θεοί υπάρχουν, επειδή είναι ξεκάθαρη η γνώση μας γι’ αυτούς. Δεν είναι όμως τέτοιοι, όπως τους φαντάζεται ο πολύς κόσμος, επειδή δεν διαφυλάττει την αρχική εντύπωση γι’ αυτούς.  Ασεβής δεν είναι αυτός που αναιρεί (αναθεωρεί) τους θεούς των πολλών, αλλά αυτός που αποδίδει στους θεούς αυτά που οι πολλοί πιστεύουν γι’ αυτούς.

Γιατί οι γνώμες των πολλών για τους θεούς δεν στηρίζονται σε προλήψεις1 αλλά είναι ψευδείς πεποιθήσεις, σύμφωνα με τις οποίες οι μεγαλύτερες συμφορές στους κακούς και οι μεγαλύτερες ωφέλειες στους καλούς προέρχονται από τους θεούς.

Γιατί (οι πολλοί), επειδή είναι εξοικειωμένοι με αυτό που θεωρούν οι ίδιοι αρετή, αποδίδουν στους θεούς όμοιες ιδιότητες, θεωρώντας ξένο καθετί που είναι διαφορετικό από τη δική τους αντίληψη.

 

Ο Θάνατος

 

Να συνηθίζεις στην ιδέα ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτα για εμάς.

Επειδή κάθε καλό και κάθε κακό γίνεται αντιληπτό μέσω των αισθήσεων και ο θάνατος είναι στέρηση κάθε αίσθησης. Γι’ αυτό η σωστή γνώση ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτα για εμάς, κάνει απολαυστική τη θνητή ζωή μας όχι επειδή μας προσθέτει άπειρο χρόνο αλλά , γιατί μας αφαιρεί τον πόθο της αθανασίας.

Γιατί τίποτα κατά τη διάρκεια της ζωής δεν είναι φοβερό, για όποιον έχει πραγματικά συνειδητοποιήσει ότι τίποτα το φοβερό δεν υπάρχει στο να μη ζεί.

Είναι, επομένως, αφελής αυτός που λέει ότι φοβάται το θάνατο, όχι επειδή θα λυπηθεί, όταν έρθει, αλλά επειδή τον θλίβει η προσμονή του. Γιατί αυτό που δεν ενοχλεί, όταν είναι παρόν, μάταια προκαλεί λύπη ,όσο το περιμένει κανείς να έλθει.

Το πιο φρικτό λοιπόν από τα κακά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας, ακριβώς επειδή, όταν εμείς υπάρχουμε , αυτός δεν υπάρχει.

Όταν δε ο θάνατος έρθει τότε δεν υπάρχουμε εμείς.
Ούτε λοιπόν με τους ζωντανούς σχετίζεται ο
θάνατος ούτε με αυτούς που έχουν πεθάνει, επειδή πράγματι για τους πρώτους δεν υπάρχει, ενώ οι άλλοι δεν υπάρχουν πια.

Παρ’ όλα αυτά, οι πολλοί άλλοτε αποφεύγουν το θάνατο σαν το χειρότερο κακό, και άλλοτε τον επιλέγουν σαν λύτρωση από τα βάσανα της ζωής.

Ο σοφός, όμως, ούτε παραιτείται από τη ζωή ούτε φοβάται το να μη ζεί, γιατί ούτε του είναι δυσάρεστο να ζεί ούτε θεωρεί κακό το να μη ζεί.

Κι όπως στο φαγητό πάντα προτιμάει κανείς όχι το πιο πολύ αλλά το πιο νόστιμο, έτσι συμβαίνει και με το χρόνο, απολαμβάνει τους καρπούς όχι από τα πολλά χρόνια αλλά από τα ευτυχισμένα. Όποιος, πάλι, από τη μια συμβουλεύει τον νέο να ζεί καλά ενώ από την άλλη το γέρο να δώσει ο ίδιος καλό τέλος στη ζωή του, είναι ανόητος, όχι μόνο επειδή η ζωή είναι έντονα επιθυμητή, αλλά επειδή ίδια είναι η φροντίδα για να ζεί κανείς καλά και για να πεθαίνει καλά.

Πολύ χειρότερος, όμως, είναι αυτός που λέει πως καλό είναι να μη γεννηθείς, αλλά αφού γεννήθηκες, γρήγορα να περάσεις τις πύλες του Άδη.

Αν το πιστεύει αυτό που λέει, γιατί δεν εγκαταλείπει τη ζωή; Εύκολα μπορεί να το κάνει, εφόσον πράγματι το έχει σκεφτεί καλά.
Αν, όμως, αστειεύεται, μιλάει απερίσκεπτα για
πράγματα που δεν επιδέχονται αστεία.

Πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι το μέλλον ούτε εντελώς μας ανήκει, ούτε δεν μας ανήκει, ώστε να μην περιμένουμε ότι θα έλθει με βεβαιότητα , ούτε να απελπιζόμαστε με την ιδέα ότι σίγουρα δε θα έρθει.

 

 

Οι επιθυμίες και η ηδονή  

 

Πρέπει επίσης να αναλογιζόμαστε ότι, από τις επιθυμίες, άλλες είναι φυσικές και άλλες κενές (χωρίς ουσία) και ότι, από τις φυσικές, άλλες είναι αναγκαίες και άλλες μόνο φυσικές.
Και από τις αναγκαίες επιθυμίες, άλλες είναι
αναγκαίες για την ευδαιμονία, άλλες για να μην έχει ενοχλήσεις το σώμα και άλλες για αυτήν την ίδια τη ζωή.

Γιατί η σωστή θεώρηση αυτών (των θεμάτων) ανάγει με βεβαιότητα κάθε επιλογή και αποφυγή στην υγεία του σώματος και στην αταραξία της ψυχής, αφού αυτός είναι ο σκοπός της ευτυχισμένης ζωής.

Γιατί γι' αυτόν κάνουμε τα πάντα, για να μην πονάμε και να μη φοβόμαστε.

Όταν μια για πάντα το εξασφαλίσουμε αυτό, παύει ο χειμώνας της ψυχής, γιατί η ζωντανή ύπαρξη δε χρειάζεται πια να πορεύεται προς κάτι που της λείπει και να αναζητά κάτι άλλο με το οποίο θα συμπληρώσει την ευτυχία της ψυχής και του σώματος. 

Επειδή τότε έχουμε ανάγκη την ηδονή, όταν εξαιτίας της απουσίας της νιώθουμε πόνο. Όταν όμως δεν πονάμε, δε τη χρειαζόμαστε καθόλου.

Γι αυτό και την θεωρούμε αρχή και απώτερο σκοπό της ευτυχισμένης ζωής.

Γιατί γνωρίζουμε ότι αυτή είναι το πρωταρχικό και συγγενικό με τη φύση μας αγαθό και ότι από αυτήν ξεκινάει κάθε επιλογή και κάθε αποφυγή μας, και σε αυτήν καταλήγουμε, όταν αξιολογούμε κάθε αγαθό με κριτήριο αυτό που αισθανόμαστε.
Και επειδή είναι το πρωταρχικό και
σύμφυτο αγαθό, γι’ αυτό και δεν επιλέγουμε κάθε ηδονή, αλλά είναι δυνατόν κάποιες φορές να προσπερνάμε πολλές ηδονές, όταν είναι μεγαλύτερη η ενόχληση που τις ακολουθεί.

Πολλούς πόνους, μάλιστα, τους θεωρούμε καλύτερους, επειδή η ηδονή που ακολουθεί είναι μεγαλύτερη, όταν τους υπομείναμε για μεγάλο διάστημα.
Κάθε ηδονή λοιπόν, επειδή έχει οικεία για εμάς
φύση , είναι κάτι το καλό, όμως δεν επιλέγουμε κάθε ηδονή . Όπως ακριβώς και κάθε πόνος είναι κακός, ωστόσο, από τη φύση του δε γίνεται πάντοτε να τον αποφεύγουμε.

Όλα αυτά, όμως, οφείλει να τα κρίνει κανείς συγκρίνοντάς τα και υπολογίζοντας τι είναι συμφέρον και τι ασύμφορο.

Γιατί κάποιες φορές χρησιμοποιούμε το καλό ως κακό και, αντίστροφα, το κακό ως καλό.

Και θεωρούμε ότι η αυτάρκεια είναι σπουδαίο αγαθό όχι για να αρκούμαστε στα λίγα πάντοτε, αλλά για να αρκούμαστε στα λίγα, όταν δεν έχουμε πολλά.

Έχοντας την πεποίθηση ότι απολαμβάνουν την πολυτέλεια πολύ πιο ευχάριστα αυτοί που την χρειάζονται λιγότερο και ότι κάθε τι που είναι φυσικό αποκτιέται εύκολα, ενώ κάθε τι το ανούσιο αποκτιέται δύσκολα.

Και οι λιτές τροφές προσφέρουν την ίδια ηδονή με ένα πολυτελές γεύμα, όταν εξαλειφθεί κάθε πόνος που προκαλείται από την έλλειψη (τροφής).

Και το ψωμί και το νερό προκαλούν την πιο δυνατή ηδονή, όταν προσφέρονται σε κάποιον που τα έχει ανάγκη.

Το να συνηθίζει λοιπόν κανείς στην απλή και όχι στην πολυτελή διατροφή και συμβάλλει στην υγεία και κάνει τον άνθρωπο ακούραστο στο να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της ζωής του και μας κάνει, όταν συμβεί να πηγαίνουμε σε πολυτελή γεύματα , να νιώθουμε πιο ευχάριστα και μας προετοιμάζει, ώστε να στεκόμαστε χωρίς φόβο στις εναλλαγές της τύχης.
Όταν λοιπόν λέμε ότι ο σκοπός (της ζωής) είναι η ηδονή, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων και αυτές που σχετίζονται με την απόλαυση, όπως νομίζουν κάποιοι από άγνοια και
επειδή δεν συμφωνούν μαζί μας ή παρερμηνεύουν (τα λεγόμενά μας), αλλά εννοούμε να μην νιώθουμε πόνο στο σώμα και ταραχή στην ψυχή.

Γιατί την ευχάριστη ζωή δεν την προκαλούν τα ποτά και συνεχείς διασκεδάσεις, ούτε οι απολαύσεις αγοριών και γυναικών, ούτε των ψαριών και των άλλων που προσφέρουν τα
πολυτελή τραπέζια, αλλά ο νηφάλιος στοχασμός που ερευνά τις αιτίες για κάθε επιλογή
και αποφυγή και διώχνει τις υποκειμενικές
γνώμες με τις οποίες καταλαμβάνει τις ψυχές μας η πιο μεγάλη ταραχή.

 

Η φρόνηση

     Αρχή για όλα αυτά και το πιο σπουδαίο αγαθό είναι η φρόνηση.

Γι’ αυτό είναι πολυτιμότερη και από τη φιλοσοφία ακόμα, καθώς απ’ αυτήν πηγάζουν εκ φύσεως όλες οι άλλες αρετές, και διδάσκει ότι δεν είναι δυνατόν να ζεί κανείς ευχάριστα χωρίς να ζεί λογικά, όμορφα και δίκαια και ούτε είναι δυνατόν να ζεί λογικά, όμορφα και δίκαια, χωρίς να ζεί ευτυχισμένα.
Γιατί οι αρετές από τη φύση τους σχετίζονται
με το να ζεί κανείς με ευχαρίστηση και το να ζεί κανείς ευχάριστα δεν μπορεί να διαχωριστεί από αυτές.

Και ποιόν θεωρείς λοιπόν καλύτερο από αυτόν που με τις απόψεις του σέβεται τους θεούς και στέκεται παντοτινά άφοβος απέναντι στο θάνατο, που έχει ξεκαθαρίσει λογικά το σκοπό της φύσης και αντιλαμβάνεται ότι το μεγαλύτερο καλό εύκολα προσεγγίζεται και εύκολα αποκτάται, ενώ το (μεγαλύτερο) κακό έχει είτε σύντομη διάρκεια είτε λίγους πόνους, και περιγελά τη μοίρα η οποία παρουσιάζεται από κάποιους ότι διαφεντεύει τα πάντα, και ισχυρίζεται ότι τα πράγματα συμβαίνουν άλλα από ανάγκη, άλλα από τύχη, άλλα δε εξαρτώνται από εμάς τους ίδιους επειδή η ανάγκη δε φέρει καμία ευθύνη (γι’ αυτά), και από την άλλη η τύχη βλέπουμε ότι είναι άστατη, ενώ ό,τι εξαρτάται από εμάς δεν εξουσιάζεται από κανέναν και από τη φύση του μπορεί να δεχθεί και τη μομφή και το αντίθετο, επειδή είναι προτιμότερο να ακολουθεί κανείς τους μύθους για τους θεούς παρά να υποδουλώνεται στη δύναμη της μοίρας που πιστεύουν οι φυσικοί φιλόσοφοι, ο μεν γιατί με τις τιμές προς τους θεούς διατηρεί την ελπίδα εξευμενισμού τους, ενώ η άλλη έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση την (αναγκαιότητα), την δε τύχη δεν την εκλαμβάνει ως θεό, όπως οι πολλοί πιστεύουν, (καθώς τίποτα δεν γίνεται από το Θεό χωρίς τάξη), ούτε πάλι την θεωρεί αβέβαιη αιτία,(γιατί δεν πιστεύει ότι από αυτήν δίνεται στους ανθρώπους κάποιο καλό ή κάποιο κακό που σχετίζεται με την ευτυχισμένη ζωή) , αλλά ότι αυτή είναι η αφετηρία μεγάλων καλών ή κακών, νομίζοντας ότι είναι καλύτερο να ατυχήσει έχοντας σκεφτεί λογικά παρά να ευτυχήσει χωρίς να έχει σκεφτεί καθόλου.

Γιατί είναι καλύτερο στις πράξεις (μας) να μη επιτευχθεί αυτό που βασίστηκε στην ορθή κρίση, παρά να επιτύχει εξ’ αιτίας της τύχης αυτό που δεν βασίστηκε σε αυτήν.

Αυτά λοιπόν και όσα σχετίζονται με αυτά να εξετάζεις με προσοχή μέρα και νύχτα και μόνος σου και με κάποιον όμοιο σου και ουδέποτε θα διαταραχθείς ούτε στον ξύπνιο ούτε στον ύπνο σου, αλλά θα ζήσεις σαν θεός ανάμεσα στους ανθρώπους, γιατί δε μοιάζει καθόλου με θνητό ον ο άνθρωπος που ζεί ανάμεσα σε αθάνατα αγαθά.

Επιμέλεια Ορφέας Αργυρός

 


 

 

 

Κυκεώνας του Ολύμπου

Κυκεώνας του Ολύμπου Οι Αρχαίοι Έλληνες έδιναν περισσότερη αξία στην δημόσια ζωή και λιγότερο στην ιδιωτική. Για τον λόγο αυτό ανέπτυξαν μ...