Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΟΙ ΓΕΛΑΣΤΕΣ ΚΟΠΕΛΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΣΙΑΣ

 



ΟΙ ΓΕΛΑΣΤΕΣ ΚΟΠΕΛΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΣΙΑΣ

 

Το κεφάλι μου άφησε μια υγρή βούλα στο μαξιλάρι μου.

Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που μου πέρασε απ’ το μυαλό εκείνο το πρωί, -αν ήταν πρωί-, ότι το κεφάλι μου έφταιγε η βούλα έστεκε στο προσκεφάλι μου, κι εγώ καθόμουν με απορία μεγάλη και την κοίταζα, προσπαθώντας να δω τι σόι πράμα είναι, και να ανακαλύψω, αν μπορέσω, τι ακριβώς την προκάλεσε.

Ήταν μια μεγάλη βούλα, στο σχήμα ακριβώς του προσώπου μου, με μεγάλα καφετιά στίγματα στη μέση.

Σκέφτηκα μήπως δάκρυα τη φτιάξανε, σκέφτηκα μήπως ιδρώτας, μα δεν με ικανοποίησαν οι εξηγήσεις αυτές. Μου ήρθε μεγάλη όρεξη να πάρω τη μαξιλαροθήκη και να την πάω σε κανένα εργαστήριο για ανάλυση.

Μα κατόπιν σκέφτηκα ξένο το μαξιλάρι, φασαρίες με το ξενοδοχείο, τι τα θέλεις, κι όσο για εργαστήριο δεν μου περίσσευαν λεφτά ούτε για ένα γυάλισμα παπούτσια, πόσο μάλλον για να πληρώσω το εργαστήριο, και πού να το βρω το εργαστήριο.

Έτσι, με μισή καρδιά, απέρριψα τελείως αυτήν την ιδέα. Ύστερα θέλησα πάρα πολύ να ήταν εδώ η μητέρα μου, να τη ρωτήσω τι είναι. Μα η μητέρα μου ήταν 500 χιλιόμετρα μακριά, κι εξακολουθούσε να είναι, όσο κι αν εγώ την ήθελα κοντά μου.

Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα πως είχα κοιμηθεί, όπως πάντα, με την πόρτα ανοιχτή. Ίσως λοιπόν να ‘χε εξωτερική προέλευση η βούλα.

Πήγα προς την πόρτα, αλλά είδα πως ήταν κλειστή. Ήταν μάλιστα κλειδωμένη, και το κλειδί μου δεν ταίριαζε στην κλειδαριά. Στην αρχή παραξενεύτηκα, αλλά μετά σκέφτηκα ότι απλώς μου είχανε δώσει λάθος κλειδί. ΥΣΤΕΡΑ συνειδητοποίησα πως ήμουν κλεισμένος μέσα.

Κάθισα λιγάκι, σκέφτηκα, και κατόπιν αποφάσισα να βγω από το παράθυρο.
Είχα ένα στενό και ψηλό παράθυρο που έβλεπε πίσω, σ’ ένα φωταγωγό, που εγώ τον
έλεγα χαϊδευτικά αεραγωγό, διότι μόνο αέρας έμπαινε, φως στην ουσία κανένα.

Εδώ που τα λέμε ούτε αέρας καλά-καλά δεν έμπαινε. Πήγα λοιπόν στο παράθυρο, το άνοιξα, και μελέτησα την κατάσταση.

Ο αεραγωγός είχε πλάτος δύο επί δύο.

Δεν φαίνονταν πουθενά άλλα παράθυρα, αλλά υπήρχε εκεί μια παμπάλαια μαύρη στριφογυριστή σκάλα, σκουριασμένη του σκοτωμού και προφανώς από χρόνια αχρησιμοποίητη, που ανέβαινε πολύ ψηλά προς τα πάνω, και κατέβαινε άλλο τόσο χαμηλά προς τα κάτω, Κύριος οίδε πού' εγώ δεν ήξερα, ούτε και μπορούσα να δω άλλωστε, μετά από ένα σημείο όλα χανόντανε μέσα στο λυκόφως, γιατί λυκόφως είχε πάντα εκεί, ένα άσχημο λυκόφως. Τελικά μπερδεύτηκα, μ’ έπιασαν μεγάλοι δισταγμοί κι αμφιταλαντεύσεις ως προς το τι να επιχειρήσω, άνοδο ή κάθοδο, κι έτσι γύρισα με σκοπό να ξαπλώσω πάλι και να σκεφτώ.

Ήταν όμως ακόμα υγρή η βούλα στο μαξιλάρι, κι έτσι, νευριασμένος, το άρπαξα και το πέταξα χάμω. Είδα όμως, σχεδόν με τρόμο, ότι υπήρχε πάνω στο σεντόνι μια ίδια βούλα. Ακριβώς όμοια. Κι αυτή υγρή. Κοίταξα ξανά το μαξιλάρι, και διαπίστωσα ότι, -όπως ήτανε προφανές άλλωστε-, η βούλα το είχε μουσκέψει τελείως ολόκληρο, κι έτσι είχε περάσει και στο σεντόνι. 

Τέλος πάντων ξάπλωσα, τραβηγμένος λίγο προς τα κάτω και προσέχοντας πολύ να μη μ’ αγγίζει η βούλα, και σκεφτόμουνα το πρόβλημά μου.

Δεν κατέληγα όμως πουθενά, κι έτσι αποφάσισα να δω τι θα γίνει με τον αποκλεισμό μου μέσα στο δωμάτιο.

Σκέφτηκα λιγάκι, κι αποφάσισα να δοκιμάσω πρώτα ν’ ανέβω προς τα πάνω.
Δρασκέλισα λοιπόν το περβάζι, έπιασα τη σκάλα, και, καταλερωμένος από τη
σκουριά και τη σκόνη, άρχισα ν’ ανεβαίνω.

Η σκάλα έτριζε άσχημα, αλλά λογικά δεν έπρεπε ν’ ανησυχεί απ’ το βάρος μου. Έτσι συνέχιζα. Ήταν όμως κουραστική η ανάβαση, κουραστικό το στριφογύρισμα γύρω απ’ τον άξονα της σκάλας, κι ακόμα πιο κουραστική η συνεχής ΘΕΑ του άξονα, που τον κοίταζα συνεχώς με την ελπίδα να οδηγεί κάπου και δεν οδηγούσε, και κάπου τά έπαιξα. 

Ένιωθα ότι ώρες σκαρφάλωνα, κι ακόμα δεν έβλεπα ουρανό. Έκανα λοιπόν μεταβολή, κι άρχισα να κατεβαίνω.

Δεν πέρασε όμως μισό λεπτό, και είδα μ’ έκπληξη απερίγραπτη ένα παράθυρο 
αριστερά μου. Σκέφτηκα πώς οι στροφές με ζαλίσανε και δεν το είδα ανεβαίνοντας.
Πήδηξα αμέσως μέσα, αλλά διαπίστωσα πως απλούστατα ήταν το δωμάτιό μου.
Γέλασα. «Καλά κατάλαβα πως με γέλασαν οι στροφές», σκέφτηκα.

Δεν ξέρω αν ήταν οι στροφές, αλλά ΣΙΓΟΥΡΑ κάτι με είχε γελάσει, γιατί ήμουν πραγματικά ψόφιος, σαν να ανέβαινα στ’ αλήθεια επί ώρες τη σκάλα.

Πήγα λοιπόν κατάκοπος να πέσω, αλλά σταμάτησα με το στομάχι στο στόμα.
Η βούλα είχε απλωθεί. Ήδη είχε μουσκέψει το μισό κρεββάτι.

Έκανα πίσω, μα βρήκα μετά θάρρος, πλησίασα, και κάθισα στην άκρη του κρεββατιού, στο στεγνό μέρος, κουβαριασμένος, με την πλάτη στον τοίχο, αγκαλιάζοντας τα γόνατά μου, που τα ‘χα τραβηγμένα ψηλά στο στήθος μου.

Είχα φαίνεται πυρετό, γιατί τα δόντια μου χτυπούσαν, χωρίς να κρυώνω.
Ωστόσο κοιμήθηκα, κι έβλεπα ένα όνειρο φρικαλέο, ότι κάτι με πλησίαζε, χωρίς βέβαια τελικά να με φτάνει, αλλά συνεχώς με πλησίαζε.

Ξύπνησα. Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει, γιατί το ρολόι μου, -που έτσι κι αλλιώς είχε αποδειχθεί αναξιόπιστο-, είχε σταματήσει, κι όσο για φως, ούτως ή άλλως δεν έμπαινε καθόλου μέσα, και είχα νύχτα-μέρα αναμμένο το ηλεκτρικό.

Ξαφνικά σκέφτηκα να πάρω το εσωτερικό τηλέφωνο και να ρωτήσω τη ρεσεψιόν για όλα -πώς δεν το σκέφτηκα πιο πριν ο βλάκας; Πήρα λοιπόν, αλλά δεν απαντούσε κανείς. «Στο διάολο», σκέφτηκα, «κωλοξενοδοχείο! Ποιος ξέρει πού θα κοπροσκυλιάζει ο ρεσεψιονίστας». Κοίταξα τσατισμένος το ντιβάνι, τη βούλα με τα κοκκώδη καφετιά στίγματα, και αποφάσισα να βγω πάλι στη σκάλα, να τραβήξω αυτή τη φορά προς τα κάτω κι όπου θέλει ας με βγάλει.

Πήρα λοιπόν πάλι την κατιούσα, -παλιά μου τέχνη κόσκινο-, και, πριν προλάβω να πω «κίμινο», είδα, στον τοίχο μπρος μου, κάτι που μου φάνηκε σαν τζαμόπορτα και σταμάτησα. Ύστερα, προσέχοντας καλύτερα, είδα ότι δεν ήταν πόρτα, δεν υπήρχε τρόπος ν’ ανοίξει, απλά ένα κομμάτι του τοίχου δύο επί δύο ήτανε γυάλινο. 

Απόρησα, γιατί γυάλινος τοίχος σ’ αυτόν τον τάφο, και είδα ότι πίσω απ’ το τζάμι δεν υπήρχε παρά μια συνηθισμένη κουζίνα φωτισμένη με φώτα νέον. 

Μπροστά στον γυάλινο τοίχο, με τη μύτη κολλημένη στο τζάμι, στεκόταν ένα αγοράκι ως τεσσάρων χρονών, πολύ συμπαθητικό, με πολύ τρομαγμένα και σιωπηλά μάτια και με κοίταζε. Δεν του χαμογέλασα, για να μην του δώσω θάρρος, και τότε ήρθε μια πολύ σιχαμερή γυναίκα με μεγάλα δόντια, το πήρε απ’ το χέρι, κι εκείνο αδιαμαρτύρητα γύρισε κι έφυγε μαζί της. Αυτό πολύ μ’ εξενεύρισε εγκατέλειψα την όποια τάση είχα για έρευνα, γύρισα, κι ανέβηκα πάλι στο δωμάτιό μου κλωτσώντας τα σκαλοπάτια.

Όφειλα να το περιμένω, κι εδώ που τα λέμε το περίμενα, να δω τη βούλα με τα καφετιά στίγματα απλωμένη σ’ ολόκληρο το κρεββάτι. Το περίμενα, μα -και γιαυτό είμαι ασυγχώρητος- και πάλι δεν κρατήθηκα. Άρχισα να ουρλιάζω βουβά, και χτύπησα με τη γροθιά μου τους τοίχους ώσπου μάτωσα.

Κάποια στιγμή όμως βρήκα πάλι την ψυχραιμία μου, και, μια και δεν ήξερα τι άλλο να κάνω, πήδηξα πάλι απ’ το παράθυρο, και κουτρουβάλησα πάλι προς τα κάτω.

Ξανά βρέθηκα μπροστά στον γυάλινο τοίχο. Ήταν πάλι εκεί το παιδί, και με κοιτούσε όπως πρώτα.

Αυτή τη φορά, χωρίς να το θέλω, του χαμογέλασα. Τότε το παιδί κούνησε τα χείλη του και μου μίλησε. Μα δεν ακούστηκε βέβαια ήχος πίσω απ’ το τζάμι, και δεν κατάλαβα.

«Δεν κατάλαβα», είπα. «Δεν καταλαβαίνω. Ξαναπές το αγόρι μου».

Το παιδί ξαναμίλησε, μα πάλι κάτι μου ξέφευγε.

Πλησίασα, και κόλλησα σχεδόν κι εγώ πάνω στο τζάμι, έγινα ένα μαζί του μπας κι ακούσω. Το παιδί μιλούσε έντονα, σφιγγότανε σαν να προσπαθούσε να προφέρει λέξεις που δεν ήξερε, σφιγγόμουνα κι εγώ μπας και καταλάβω.

Και ξαφνικά κατάλαβα.

Σαν τρελός έφυγα προς τα πάνω. Να μην το φανταστώ μόνος μου γαμώ το κεφάλι μου!

Η βούλα μου, αμάν η βούλα μου!

Πήδηξα με φούρια στο δωμάτιο, κι έμεινα κάγκελο.

Η πόρτα ορθάνοιχτη, και καινούργια καθαρά σεντόνια μαξιλάρια, στρώματα καινούργια, όλα τσίλικα.

Στο διάδρομο ήταν μια καμαριέρα.

Πήδηξα σαν τίγρης απάνω της.

«Σκύλλα», είπα, «το σεντόνι! Πού είναι το σεντόνι μου;»

«Σας έβαλα καθαρά κύριε...» ψέλλισε.

«Στρίγγλα καταραμένη, το παλιό θέλω. Το παλιό! Φέρ’ το μου αμέσως!»

«Αμέσως κύριε!» είπε.

«Σκύλλα!» είπα εγώ' «Σκύλλα καταραμένη!»

Ξαφνικά άφησε μια φωνούλα κι έπεσε με το κεφάλι μπροστά. Φαίνεται της
είχα σφίξει το λαιμό περισσότερο απ’ ότι έπρεπε. Φτού!

Δεν μπορούσα να κρατήσω λίγο τα χέρια μου; Τώρα θα μου το ‘χε φέρει πίσω.

Έτρεμα ολόκληρος.

Η ενοχή μου μ’ έπνιγε.

Από δική μου υπαιτιότητα, από απροσεξία και αμέλεια έχανα τη βούλα.

Και ξαφνικά άνθρωποι άρχισαν να έρχονται από παντού.

Τράβηξα μια μπουνιά στο στομάχι του ξενοδόχου, πέταξα ανάσκελα έναν παπά που βρέθηκε στο δρόμο μου, όρμησα έξω ολοταχώς, κι από τότε κρύβομαι...

Και χτές είδα κάτι γελαστές κοπέλες της Περσίας στον ύπνο μου...

 

Η ΖΩΗ ΕΧΕΙ ΣΤΡΟΦΕΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΡΟΦΕΣ



…..Πάνε νύχτες όχι πολλές, μια αλλόκοτη ονειροφανταξιά γιόμισε ίδρωτα το κορμί μου.

Πλημμύρισε σκέψεις το μυαλό μου και ερμηνεία γύρευε να βρω στης αλήθει­ας και του ήλιου το φως, νικήτρια του σκότους και των ψε­μάτων.

«Μάζευα, λιόλουστο πρωινό μόνος, σε ένα χέρσο χωράφι, βώλους, απ' αυτούς που, στα παιδικά μας χρόνια, με τα συ­νομήλικα γειτονοπούλα, αμέριμνα παίξαμε.

 Μα, κάθε τρεις και λίγο, με κοντοζύγωναν σκιές συγγενών, γνωστών και φί­λων, και ζωντανών και όσων έχουν φύγει από χρόνους.

 Δε φοβόμουν, μα απορούσα.

Τι να θέλουνε από μένα;

 Μι­λούσανε, ακούγανε, οσφραίνονταν, μ' ακούμπαγαν, αλλά εγώ τους άκουγα χωρίς να τους βλέπω και να μπορούσα να τους χαϊδέψω.

Και ξάφνου, εμφανίζεται, απροειδοποίητα και εκεί, η Αριάδνη, του δικαστή και πρωταφέντη, του Μίνωα, η πρώ­τη θυγατέρα!

Τρεις χρόνους και τρεις μήνες «είχα να την ιδώ, να την ανταμώσω», με το κόκκινο σαν αίμα κουβάρι της.

Ήταν έτοιμη να μου το δώσει.

Ήμουνα πανέτοιμος να το βά­λω στις χούφτες μου, για να βγω από εκείνον τον περίεργο λαβύρινθο που μ’ έβαλε ο έρωτας.

Γυρίζοντας, όμως, το βλέμμα μου στα γαλανά μάτια και τα ξανθά της μαλλιά, τη βλέπω να κανακεύει ένα γελαστό μωρό (: «λάφυρο ή ενθύμιο» από το Θησέα και απ’ τα όνειρα μιας «μεγάλης ζωής», που έμειναν λειψά ) και, μόλο που μου χα­μογελούσε, άρχισε ν' απομακρύνεται.

Έτρεξα μεμιάς ξωπίσω της, την έφτασα.

Φιληθήκαμε στα μάγουλα, την κου­βέντα αρχίσαμε, εγώ για τα τωρινά μου, εκείνη για τα περα­σμένα της.

Κι όταν ήλθε πιο κοντά και στην παλάμη μου το κουβάρι της ήταν έτοιμη ν' αποθέσει, ο ουρανός γιόμισε η­λιαχτίδες κόκκινες και καυτές, μα...»

Πριν προλάβω  το νήμα να πάρω, χάθηκε και η Αριάδνη και αυτό μαζί  του!

Και ξέρεις  τι βλέπω , μόλις τα μάτια μου ά­νοιξα, ξυπνώντας και χωρίς παρωπίδες, τι ακούω χωρίς ωτοασπίδες, τι νιώθω να κυλά στο αίμα μου;

Η ζωή είναι γιο­μάτη στροφές και ανατροπές.

Στις στροφές θέλει  προσοχή, για να μη ζαλιστείς από την απότομη άνοδο ή  προσγείωση . Στις ανατροπές, για να μείνεις όρθιος κι αξιοπρεπής εμπρός στον καθρέφτη σου, να αναλαμβάνεις τις ευθύνες σου ακό­μα και αν άμυαλοι περιφρονητάδες της καρδούλας σου ως «γραφικό» δεν σου δώσουν ούτε ένα ψιχίο αγάπης μα σαν «απόβλητο» σε απορρίψουν και σε περιθωριοποιήσουν.

    Έχοντας όμοια με της Αριάδνης τη φωνή και την όψη, μια νεράιδα, πριν χρόνια, με συμβούλεψε να μη σωριάζω ποτέ πί­κρα στα σωθικά μου και μου είπε, θυμάμαι ακόμα και τώρα, το άδολο παιδικό παραμύθι της γιαγιάς, ότι όλοι οι άνθρω­ποι κάπου, κάπως, κάποτε θα βγούμε, παρά τις «Συμπληγάδες», από το λαβύρινθο, θα ξανανταμώσουμε στο ηλιόφως και θα ξαναδούμε όσους, αλαζόνες, τώρα τη γήινη εικόνα, μας αρνήθηκαν και μας λαβώνουν, θα ξανασμίξουν οι δρό­μοι μας με τους δικούς τους, ίσως όπως των ληστών, που ανάμεσα τους, μετά από μια φουσκοθαλασσισμένη ζήση τους,  βρήκανε τον Διόνυσο, για να τους συχωρέσει και την αληθινή αγάπη να τούς διδάξει, ως μόνη της ψυχής διέξοδο και λύ­τρωση από τα σωματικά ελαττώματα και τις μισάνθρωπες τους , ανόητες, αλλά ανθρώπινες, σκέψεις.

Και ίσως τότε τον έρωτα και το χαμόγελο, που οι ονειροφανταξιές, μας υπόσχονται και κάποιοι φαντασμένοι, θύματα κι οι ίδιοι - δίχως να το ξέρουνε - μιας ασύνετης κομπορρημοσύνης, μας στερήσανε, θα χαρούμε και θα μοιραστούμε…….

 

    

 

Θάλασσα

Θάλασσα

 

Η δύναμη της θάλασσας απλώνεται μπροστά μου..

Στο μπλε της πνίγονται τα μάτια μου..

Στων κογχυλιών τα παιχνιδίσματα αφήνω τις σκέψεις μου.

Στη μοναξιά των βράχων

γέρνω το πήλινο κορμί μου

αφουγκράζοντας τις φωνές των δελφινιών

και του αφρού το "διάφανο" λευκό..

Ανάσες παίρνω, της αρμύρας υποσχέσεις

και το γαλάζιο τ' ουρανού

αίμα μου γίνεται…..

Γλάρων σκιρτήματα,

οι χτύποι της καρδιάς….

Αγάπη κι έρωτας για τούτη την πέτρα

που άφησε ο Θεός στη μέση της θάλασσας…

Αφήνω των ματιών μου τους κύκλους

ν' ακολουθούν του ήλιου το πέρασμα

και να βουτούν σ' αέναους βυθούς μαζί του,

στο γλαφυρό ηλιοβασίλεμα..

Μένω εδώ..

---------

Άνοιξε το στήθος της σαν μια βεντάλια, 

βουβά στον ήλιο απολογήθηκε

κι αποτυπώνονταν ξεκάθαρα στα όμορφα μεγάλα μάτια της 

η πίστη της για την επιλογή της...

Πως δεν μετάνιωνε, πως δεν θα έσβηνε, 

με τίποτα τη φλόγα πού  'χε  για τα καλά 

 ανάψει στα αχυρένια ανθρωπάκια...

Τα χείλη της, ερμητικά κλειστά 

σημαιοστόλιζαν το σκηνικό κι ανέμιζαν με θράσος

 θα 'λεγα τις σάρκες απ' τα θύματα της...

Ήτανε φανερό, πως η ακόλαστη ζωή της, 

η αποπλάνηση του άνεμου 

και οι μυριάδες ανομίες πού την βάρυναν, 

σημάδευαν για τα καλά την καταδίκη της...

 

Τέτοιο πόνο που 'ζησα ποτέ σου να μη νιώσεις

σημάδι βάλε μια ζωή κι έλα να με τελειώσεις.

Πάρε μαχαίρι με λαβή την πίκρα μου και χτύπα

βαθιά να φέρει μέσα μου της απονιάς σου προίκα.

Να μη σε νιώθω, να μη σε βλέπω, σε άλλη τώρα αγκαλιά.

Να μη μ ' αγγίζεις δεν επιτρέπω

μια προδοσία μου χτυπάει την καρδιά.

Τέτοιο δάκρυ που 'χυσα, ποτέ, 

στα μάτια σου να μη σταλάξει, 

πάρε την αδικία σου, 

προχώρησε στην τελευταία πράξη.

 

 

 


ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ 25ης ΜΑΡΤΙΟΥ 1821

 



25η ΜΑΡΤΙΟΥ 1821

 

    Ένας από τους μεγαλύτερους σταθμούς της ιστορίας του Ελ­ληνικού Έθνους, ίσως ο μεγαλύτε­ρος στην μα­κραίωνη ιστορία του, υπήρξε αναμφισβήτητα η επα­νάσταση του 1821, γιατί είχε σαν αποτέλεσμα να επανέλθει στο προσκήνιο της ιστο­ρίας, μετά 1700 χρό­νια σκλαβιάς σε διαφορετικούς κατακτητές, το Ελλη­νικό Έθνος.

Με την επανά­σταση του 1821 το Ελληνικό έθνος έδειξε σ' όλους  τους λαούς της γης, το δρόμο που κερδίζεται η ελευ­θερία και από τον πιο ισχυρό δυνάστη.

Έδειξε επίσης ότι αποτελεί ένα έθνος ισχυρό, ένα έθνος ακμαίο που κανένας δυνάστης δεν κα­τόρθωσε να  αφομοιώσει και εξαφανίσει.

Το 1453, με την πτώση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτο­κρατορίας (Βυζαντινής), το Ελληνικό έθνος, έθνος με φωτεινό πα­ρελθόν, πίπτει στην εσχάτη αθλιότητα με την υποδούλωση του από τον πιο βάρβαρο ασιατικό λαό. Με την υποδούλωση του ο Ελληνικός λαός δια­τρέχει περίοδο ταπεινώ­σεων. Οι πρόκριτοι του, οι ηγεμόνες του πνεύματος, οι μύστες της σοφίας και οι τεχνίτες του λόγου πλανώνται μακράν των εστιών τους και συντε­λούν στην εμφάνιση της Ανα­γέννησης στην Δύση.

Ο υποδουλωθείς όμως λαός,  στερημένος των πνευ­ματικών του ηγητόρων περιπίπτει στην αμά­θεια, καθίσταται δέ­σμιος στο βράχο της δουλείας, ως άλλος Προμηθεύς και ο πόνος σπαράζει τα σπλάχνα του. Ο πόνος όμως αυτός κα­θίσταται πηγή δυνάμεως η οποία βγάζει από τα σπλάχνα του νέους ηγέτες που αφυπνί­ζουν, τον σε λήθαργο βρισκόμενο λαό. Το άσμα του Ρήγα Φε­ραίου "καλύ­τερα μίας ώρας ελεύ­θερη ζωή παρά σαράντα χρό­νια σκλαβιά και φυ­λακή"  Επικούρειας δοξασίας, αποτελεί τον στεναγμό της εθνικής ψυ­χής και γίνεται οδηγός του.

Η Μάνη και το Σούλι αποτελούν νησί­δες λευ­τε­ριάς μέσα στο σκοτάδι που άπλωσε ο αδίστακτος κα­τακτητής και μεμονωμένες προσπά­θειες αποτινά­ξεως του ζυγού γίνονται σε διάφορες πε­ριοχές της χώρας. Οι μεμονωμένες όμως προσπάθειες των Ελ­λήνων πα­τριωτών, ασυντόνιστες στις διάφο­ρες πε­ριοχές της χώρας, δεν μπορούν να φέρουν αποτέλε­σμα γιατί ο οργανω­μένος και βάρβαρος  κατακτη­τής τις καταπνί­γει εύ­κολα ενώ παράλληλα τα φεου­δαρ­χικά καθε­στώτα στην Δύση δεν  ευνοούν και δεν ενισχύουν προ­σπάθειες απελευθερώσεως υπόδουλων λαών.

Από τα προαναφερθέντα, γίνεται φανερό ότι καμία προσπά­θεια αποτι­νά­ξεως του ζυγού της δου­λείας δεν θα πετύχαινε χω­ρίς ένα κεντρικό όρ­γανο που θα συ­ντόνιζε την δράση των υπόδουλων Ελλήνων  και που θα είχε το κύρος να μεσολαβήσει στην Δύση για να τύχει ο αγώνας των Ελλή­νων της συμπαρα­στάσεως και της βοηθείας των Ευρωπαϊ­κών λαών.

Έτσι στις αρ­χές του 19ου αιώνα  η πρωτοβουλία Ελλή­νων πατριωτών, που διέμε­ναν στο εξω­τερικό, οργα­νώνει μία μυστική εται­ρία, την Φιλική Εταιρία  η οποία αποτέ­λεσε το κε­ντρικό εκείνο όργανο που ήταν απαραίτητο για να εξεγείρει τους υπόδουλους Έλληνες, να συντονίσει την δράση τους και να μεσολαβήσει στην Δύση ώστε να επιτευ­χθεί η συ­μπαράσταση των ευρωπαϊκών λαών στον αγώνα του Ελληνικού έθνους κατά του  κατα­κτητή του.

    Η ιδέα της συστάσεως της Φιλικής Εταιρίας ανήκει στον τέ­κτονα Εμμα­νουήλ Ξάνθο από την Πά­τμο, που διέμενε στην Οδησσό της Ρωσίας και ασχολείτο με το εμπόριο. 

Ο Ξάνθος το 1814 συνέ­λαβε την  ιδέα να ιδρύσει μια μυστική εταιρία, η οποία θα αποτε­λούσε το  κεντρικό εκείνο όργανο που θα κατεύ­θυνε τον αγώνα των υπόδουλων Ελλήνων κατά του Ασιάτη κατακτητή. Ο λό­γος που θέλησε να ιδρύσει μυ­στική και όχι φανερή οργάνωση ήταν για να μπορέσει να επε­κτα­θεί η οργά­νωση αυτή και με­ταξύ των υπόδουλων Ελλήνων χωρίς κίν­δυνο. Την ιδέα του αυτή ο Ξάνθος την ανακοίνωσε στους επί­σης διαμένο­ντες στην Οδησσό εμπορευόμε­νους Νίκο Σκουφά  από την Άρτα και Θανάση Τσακάλωφ από τα Ιωάννινα. Οι τρεις αυτοί πρώτοι αρ­χηγοί, με το προβάδισμα του Σκουφά, διεύθυναν στην αρχή την Φιλική Εταιρία και αποτελούσαν την λεγόμενη "Ανωτάτη Αρχή" της  εται­ρίας. Αργότερα, με την επέ­κταση όμως της εταιρίας, οι αρχηγοί έγιναν πέντε, κατόπιν επτά και τέλος δέκα έξη.

Οι εισερχόμε­νοι σ' αυ­τήν την εται­ρία έδιναν όρκους τρομε­ρούς και υποσχόντουσαν  να μην αποκαλύψουν τίποτε από όσα είδαν και άκουσαν σχετικά με την εταιρία. Τα μέλη της Φιλικής Εταιρίας αναγνωριζό­ντουσαν με προσυμ­φωνη­μένα σημεία, αλληλογρα­φούσαν  με συν­θηματικές και κρυ­πτογραφικές λέ­ξεις και είχαν κατα­ταγεί σε ιεραρχικούς βαθμούς  μυη­μένων. Ο πρώτος βαθμός ήταν ο  βαθμός του Βλάμη, ο δεύτερος βαθμός ήταν ο βαθμός του Συ­στη­μένου και ο  τρί­τος βαθμός ήταν ο βαθμός του Ιε­ρέως. Εκτός όμως από τους τρεις αυτούς βαθμούς υπήρχαν και ανώτε­ροι βαθμοί. Οι βαθμοί αυ­τοί ήταν των Ποιμένων, των Αρχιποιμέ­νων, των Αφιερωμένων και των Αρ­χηγών των Αφιερωμένων. Τέλος υπήρχε και ο βαθμός των Μεγάλων Ιερέων των Ελευσίνιων που έφε­ραν μό­νον οι αποτε­λούντες την "Ανώτατη Αρχή". Σχετικά με την απονομή των βαθ­μών, οι αγράμματοι εμυούντο στον πρώτο βαθμό του Βλάμη, ενώ οι εγγράμματοι στον πρώτο, κατόπιν στον δεύτερο. Η μύηση στους επό­μενους βαθμούς μετά αρ­κετό χρονικό διάστημα και αφού στο  μεταξύ δοκι­μα­ζότανε η προς την εταιρία έφεση τους.

Το τρί­πτυχο "Ελευθερία, Ισό­της, Αδελφό­της" που αποτέλεσε την αθάνατη τριλογία της Γαλλι­κής Επανάστασης του 1789 αποτελεί και  το τρίπτυχο της Φιλικής Εταιρίας. Αποτέλεσμα της άρτιας οργάνωσης της Φιλι­κής Εται­ρίας ήταν να επεκταθεί ταχύτατα σε όλη την βαλκα­νική χερσόνησο. Όλοι όσοι διακρινό­ντουσαν στα γράμματα, τις τέχνες, το εμπόριο και την πολιτική, ακόμα και πολλοί ξένοι όπως ο εθνι­κός  ήρωας των Σέρβων  Καραγεώργεβιτς, υπήρ­ξαν μέλη  της Φι­λικής Εταιρίας.

Λέγεται ότι τα μέλη της Φιλικής Εται­ρίας έφθασαν τις 600.000 πράγμα που δείχνει την έκταση που έλαβε η Φιλική Εται­ρία την εποχή εκείνη.

Τέσ­σερα έτη μετά την ίδρυση της Φιλικής Εται­ρίας ο αρ­χη­γός της Σκουφάς πέθανε και ένα μέλος της Ανω­τά­της Αρχής, ο Γαλά­της  εκτελέσθηκε με εντολή των υπολοίπων μελών γιατί η διαγωγή του είχε θέ­σει σε κίνδυνο το μυ­στικό  της εταιρίας.

Το τελευταίο γεγο­νός δείχνει την αποφασιστικότητα των μελών της εταιρίας για να φέρουν σε πέρας το έργο τους. Τα μέλη της Φι­λικής Εταιρίας οργώνουν κυριολεκτικά τις περιο­χές  που κατοικούν Έλληνες και προετοιμάζουν ψυχολογικά τον Ελληνικό λαό για τον επερχό­μενο αγώνα, όπως ο Γρηγόριος Δικαίος, ο γνωστός Παπα­φλέσσας, ο οποίος εκμεταλλευόμενος την ιδιό­τητά του, Πατρι­αρχικού Έξαρχου που είχε, όργωσε κυριολεκτικά την Πελο­πόννησο.

    Τον Οκτώβριο του 1820 η Φιλική Εταιρία απο­φασίζει να εκμε­ταλλευτεί την επανάσταση του Αλί Πασά των Ιωαννίνων κατά του Σουλτάνου και να αρχίσει την ενεργό δράση γιατί μεγάλο μέ­ρος των  στρα­τευμάτων του Σουλτάνου ήταν απα­σχολημένα στα Ιω­άννινα. Έτσι ανέθεσαν την αρχη­γία του αγώνα στον πρί­γκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη κατόπιν προτά­σεως του Ξάνθου μετά την άρ­νηση του Κα­ποδίστρια να αναλάβει την αρχηγία. Το σχέδιο δρά­σεως της Φιλικής Εταιρίας προέ­βλεπε να αρ­χίσει η εξέγερση από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, να βοη­θη­θεί ο Αλί  Πασάς και να εκτελεσθούν δολιο­φθορές σε διάφο­ρες περιοχές της χώρας.

Η κατά­σταση στην  Ευ­ρώπη δεν ήταν ευ­νοϊκή την περίοδο αυτή για επανάσταση γιατί το 1819 καταπνίγη­καν στο αίμα  όλες οι φιλελεύθε­ρες εκδηλώσεις στην Σικελία, στην Νεά­πολή και στο Πεδεμόντο της Γερμα­νίας κατόπιν επεμβάσεως της Ιεράς Συμμαχίας της οποίας ψυχή ήταν ο υπουργός εξωτερι­κών της  Αυ­στρίας Μέ­τερνιχ.

Η κατάσταση στην Ελλάδα δεν ήταν επίσης ευνοϊκή γιατί τα διάφορα ένοπλα τμή­ματα δεν είχαν εκπαι­δευτεί στρατιωτικώς και την μόνη εμπειρία που διέθεταν ήταν οι διάφορες μι­κρο­συμπλοκές με τους Τούρκους. Η κατάσταση του Ελληνικού ναυτι­κού ήταν κάπως καλύτερη  γιατί διέθετε 600 πλοία  με 6000 πυ­ροβόλα και 18000 έμπειρους ναυτικούς σύμφωνα με στοιχεία του  Γάλλου προξένου στην Πάτρα.

    Ο Υψηλάντης μετά μικρή σχετικά προετοι­μα­σία ανέ­λαβε δράση και στις 22 Φεβρουαρίου του 1821 στο Ιάσιο της Μολδο­βλαχίας ύψωσε την ση­μαία της επα­ναστάσεως. Το κίνημα του Υψηλάντη δεν είχε ευ­νοϊκή εξέλιξη και τελικώς ο Ιερός του Λόχος κατα­στράφηκε στο Δραγατσάνι στις 7 Ιουλίου του  1821 ενώ ο ίδιος κατέφυγε στην Αυστρία όπου συνελήφθη και φυλακί­σθηκε από τις Αυστριακές  αρχές. Παράλληλα όμως εξερράγησαν κινήματα και σε άλλες περιοχές της χώρας όπως στην Πελοπόν­νησο, στην Στε­ρεά Ελλάδα, στην Θεσσαλία και στην Μακεδονία.

Μερικά από τα πρώτα  περι­στα­τικά της επαναστάσεως του 1821 είναι τα εξής:

Στις 13 Μαρτίου υψώνεται επίσημα η σημαία της επαναστά­σεως. Συγκε­κριμένα στην μονή της Αγίας Λαύρας που είχαν συναθροι­σθεί οι πρόκριτοι, ο επίσκοπός Παλαιών Πατρών Γερμανός, μέλος  της Φιλι­κής Εταιρίας, ύψωσε και ευλόγησε το λάβαρο σαν συμβο­λική σημαία της επαναστάσεως. Το γε­γο­νός αυτό θεωρήθηκε σαν απαρχή της επανα­στά­σεως και εορ­τάζεται συμβολικά την 25η  Μαρτίου, για Χριστιανικούς λόγους. Στις 21 Μαρτίου ο Παπαδιαμαντόπουλος μαζί με άλλους οπλαρχη­γούς εισέρχεται στην Πάτρα και πολιορκεί τους Οθω­μανούς στο φρούριο. Στις 22 Μαρτίου ο Πετρόμπεης, ο Κολοκοτρώνης και ο Παπα­φλέσ­σας με 2000 Μανιάτες  πολιόρκη­σαν την Καλα­μάτα η οποία παραδόθηκε την επομένη. Στις 13 Μαΐου ο Κολοκοτρώνης μαζί με άλλους οπλαρχη­γούς συ­ντρί­βει στο Βαλτέτσι τους Τουρ­καλβανούς των οποίων ηγείτο ο Μουστα­φά­μπεης. Αυτή ήταν και η πρώτη νίκη των Ελ­λήνων  ενα­ντίων οργα­νωμέ­νου στρατού και αναπτέρωσε το ηθικό τους. Στις 23 Σεπτεμβρίου κατόπιν πολιορκίας καταλαμ­βάνεται η Τρί­πολη. Η άλωση της Τριπόλεως εδραιώνει την επανάσταση στην Πελοπόννησο.

Από τα λίγα προαναφερθέντα περιστατικά φαίνεται αμέσως πόσο γρή­γορα φούντωσε η επανά­σταση που κατέληξε σε νίκη των Ελλήνων και απελευθέρωση της Ελλάδος, ενώ η Οθωμανική αυτο­κρατορία υπέστη φο­βερό πλήγμα και έπαψε έκτοτε να είναι με­γάλη δύ­ναμη. Γι' αυτό η Ελληνική επα­νάσταση του 1821 απο­τελεί κοσμοϊστορικό γεγονός, η ευτυχής έκ­βαση του οποίου ήταν αποτέλεσμα αμέτρητων θυσιών, υπεράνθρωπων ηρωισμών και ολοκαυτωμάτων ψυχών και σωμάτων γιατί όπως γράφει ο εθνικός μας ποιητής Σολομός, η ελευθερία του Ελληνικού λαού είναι "απ' το κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά...."

 


Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ



  Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

 

Είπε ο πρόσφατα ένας τιμημένος με το Νόμπελ ποιητής:

 «Η ανάγκη του ανθρώπου να ανακαλύπτει, να γνωρίζει, να μυείται σε αυτό που τον υπερβαίνει, είναι αθεράπευτη. Κατεχόμεθα όλοι από τη δίψα να γνωρίσουμε το θαύμα που γίνεται, αρκεί να είμαστε προετοιμασμένοι να το περιμένουμε.»

Κι ένας τυφλός ποιητής, στην εποχή που δεν υπήρχαν Νόμπελ, βλέποντας πιο καθαρά απ’ τους κοινούς ανθρώπους, μπόρεσε να παρακολουθήσει, να καταλάβει και να τραγουδήσει ένα θαύμα, να μυηθεί σ’ αυτό και να γίνει μυσταγωγός για όσους κλείνοντας τα μάτια του κορμιού στο φως του ήλιου και κρατώντας πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής, θα θελήσουν να προετοιμαστούν για να περιμένουν το θαύμα, το θαύμα που όλο γίνεται, όλο κι αρχίζει και δεν τελειώνει ποτέ, να προετοιμαστούν και να περιμένουν κρατώντας άσβεστη τη δίψα δίχως να τους καταλάβει η καυτή άμμος της ερήμου.

Το θαύμα αυτό είναι η Οδύσσεια του Ανθρώπου. Και το έπος που τραγουδά αυτό το θαύμα είναι ένα έπος συμβολικό, μυητικό και προφητικό. Συμβολικό, για πολλές αλήθειες βρίσκονται κάτω από τις πτυχές του παραμυθιού που ξεδιπλώνονται στους στίχους του. Μυητικό, γιατί η διαδοχή και η αλληλουχία των εννοιών των συμβόλων και των διδαγμάτων ξεκινά από τα πρώτα σκιρτήματα του Νου και της Ψυχής και φτάνει μπροστά στο κατώφλι των Θεών, στο απόλυτο Φως. Προφητικό, για τον άνθρωπο και την ανθρωπότητα, μια και κάθε προσπάθεια ατομική ή  συλλογική υπάρχει ανάγλυφα μέσα στις ραψωδίες από τα πρώτα σπάργανα ως το σήμερα και από το τώρα μέχρι το αύριο. Αν μάλιστα δοκιμάσουμε να μεταθέσουμε χρονικά το κάθε σημείο εκκινήσεως στη στιγμή και την περίοδο που μας ενδιαφέρει, θα διαπιστώσουμε ότι οι προοπτικές και οι εξελίξεις του μύθου συμβαδίζουν και ταιριάζουν με τα πραγματικά γεγονότα, είτε αυτά είναι ιστορικά συμβάντα, είτε προοπτικές μελλοντικών εξελίξεων.

Το θέμα μας λοιπόν είναι η Οδύσσεια του Ανθρώπου. Του Ανθρώπου σαν Ατόμου,  και της Ανθρωπότητας σαν Συνόλου. Οι απόψεις που θα ακουστούν είναι ίσως προσωπικές, ίσως γνωστές ή ίσως και δανεικές - έτερος εξ ετέρου σοφός, λέει ο αρχαίος τραγικός. Δεν ζητώ από κανένα να τις παραδεχθεί. Περιμένω όμως από όλους να τις ακούσουν, να τις σκεφτούν και να τις κρίνουν.  

          Πριν να προχωρήσουμε σε αναλύσεις και συσχετισμούς, καλό είναι να θυμηθούμε με δυο λόγια τον πασίγνωστο άλλωστε μύθο του Οδυσσέα, όπως τον περιγράφει ο Όμηρος κι όπως τον συμπληρώνουν διάφορες άλλες παραδόσεις. Και σαν αφετηρία ας πάρουμε την Αυλίδα. Από το σημείο αυτό ξεκινά η μεγάλη περιπέτεια του Οδυσσέα. Πιστός εκβιαστικά θα μπορούσαμε να πούμε σε έναν του όρκο, ξεκινά για τον πόλεμο. Πατήρ πάντων πόλεμος.

Διαδοχικά τον βλέπουμε στην Τροία, στο Δούρειο Ίππο και την καταστροφή της, κι έπειτα αρχίζοντας τι ταξίδι της επιστροφής, τον βλέπουμε να συναντά τους Λωτοφάγους, τον Κύκλωπα, τον Αίολο, τους Λαιστρυγόνες, την Κίρκη και έπειτα να ταξιδεύει στον Άδη. Κατόπιν πάλι συναντά την Κίρκη, τις Σειρήνες, παρακάμπτει τις Συμπληγάδες Πέτρες και ξεφεύγοντας από τη Σκύλλα φτάνει στο νησί του Ήλιου. Στη συνέχεια χάνοντας τους συντρόφους του, γλιτώνει από την Χάρυβδη και φτάνει στο νησί της Καλυψώς, κι από εκεί παλεύοντας με τις θάλασσες και βοηθούμενος από το μαγνάδι της Νύμφης Λευκοθέας, φτάνει στο νησί των Φαιάκων και με τη βοήθεια τους τελικά στην Ιθάκη, όπου και αποβιβάζεται στο Σπήλαιο των Νυμφών. Μετά σκοτώνει τους μνηστήρες, προσφέρει τη θυσία εξιλεώσεως στον Ποσειδώνα και τελικά σκοτώνεται σε μάχη από τον γιο του (από την Κίρκη) Τηλεβόα για να επακολουθήσουν οι γάμοι του Τηλέμαχου και της Κίρκης και του Τηλεβόα και της Πηνελόπης και να τελειώσει έτσι ο μύθος του Οδυσσέα.

    Ας ξεκινήσουμε και εμείς λοιπόν μαζί με τον Οδυσσέα και ας τον ακολουθήσουμε στο ταξίδι του από σταθμό σε σταθμό, ψάχνοντας να βρούμε κάποια Ιθάκη.

Και ας κάνουμε αρχή από την Αυλίδα. Ο Οδυσσέας διακατέχεται από την φλόγα της κυριαρχίας σε αυτό που νομίζει ότι είναι το βασικό του πρόβλημα και ορμά να το καταλάβει. Ο Άνθρωπος ξεκινά την επίπονη προσπάθεια για να ξαναβρεί το χαμένο εαυτό του. Ο αμύητος ζητά την εισδοχή του στο Ναό. Η ανθρωπότητα, συγκεντρωμένη και συνενωμένη σε μια κοινή προσπάθεια, εξορμά για να ξαναβρεί την χαμένη ευτυχία της και να ξαναπάρει πίσω: την Ελένη. Όλη αυτή η φωτιά μας δίνει το στοιχείο του ΠΥΡΟΣ και όλη αυτή η τάση, η ορμητική προς τα εμπρός είναι χαρακτηριστικό του ΚΡΙΟΥ. Ταυτόχρονα ο ΚΡΙΟΣ , σαν αρχή του ζωδιακού κύκλου, είναι και η απαρχή κάθε προσπάθειας που οδηγεί προς την τελείωση μια και συμπίπτει με την εαρινή ισημερία και προηγείται 9 μήνες της γενέσεως του Φωτός και του μεγάλου Μύστου στον Αιγόκερο.

Το επόμενο βήμα είναι ο Δούρειος Ίππος. Ο αμύητος βρίσκεται μέσα στο σκοτεινό πρόναο. Η Ανθρώπινη Ψυχή, προκειμένου να αρχίσει πορεία προς την τελείωση, πρέπει να περάσει μέσα από την μήτρα και να ενσαρκωθεί. Η Ανθρωπότητα, αφού μάταια προσπάθησε να ξεπεράσει τα τείχη που την χωρίζουν από την Ελένη με την σοφία του Νέστορα και την δύναμη του Αχιλλέα, διαπιστώνοντας πως η ελεύθερη ανάπτυξη των δυνάμεων σε πολλές εκφραστικές μορφές δεν έχει άμεσο αποτέλεσμα, μη έχοντας την υπομονή να περιμένει, σκοτίζει και κρύβει τις δυνατότητες της μέσα σε μια απατηλή φόρμα και σκοπεύει στην καταστροφή των εμποδίων και αντιθέσεων και όχι στην υπερπήδηση και καθυπόταξη τους. Έτσι επανέρχεται στην ύλη, την ΓΗ και χαρακτηρίζεται από το ζώδιο του ΤΑΥΡΟΥ. Και με την προσπάθεια αυτή η Τροία καταστρέφεται. Ο πορθητής Οδυσσέας, ο αμύητος στην πρώτη περιοδεία, μέσα στο θρίαμβο ακούει θορύβους, φωνές, αισθάνεται κραδασμούς και βλέπει σκοτάδι. Ο άνθρωπος όμως βλέπει την ερήμωση και ενδόμυχα, υποσυνείδητα, αντιδρά.

Η ανθρωπότητα αποκτά το είδωλο της Ελένης, καταρρίπτει τα τείχη, κάποιες προλήψεις καταπίπτουν και ο πρώτος καθαρμός συντελείται. Όμως μέσα στη λαίλαπα αυτή, κάποιος Αινείας μεταφέρει στους ώμους τον πατέρα του - την παράδοση, οδηγεί από το χέρι τον γιο του - την ελπίδα του μέλλοντος και σώζει τους Εφέσσιους θεούς διατηρώντας την παρακαταθήκη. Αυτός ο διχασμός, η υλική επιβολή και η πνευματική εγκαρτέρηση, η συνύπαρξη Θείου και ανθρωπίνου εκφράζεται με τους ΔΙΔΥΜΟΥΣ και το στοιχείο του ΑΕΡΑ σαν δείγμα αφύπνισης της ψυχής.

Το εμπόδιο της Τροίας δεν υπάρχει πια. Και ο Οδυσσέας εξορμά για την Ιθάκη του. Μέσα στις κλαγγές των όπλων της  περιοδείας ο Άνθρωπος φτάνει στη χώρα των Κινίνων. Και δοκιμάζει να επιβάλλει τις διαθέσεις του, με τη Δύναμη. Όμως, μετά από μερικές μικρές επιτυχίες, τα ελαττώματα του τον οδηγούν σε ήττα. Η τελείωση του είναι πλασματική. Όπως  ο μυθολογικός ΚΑΡΚΙΝΟΣ, έτσι κι εδώ κάποια κρυφή αδυναμία εμποδίζει το τελικό αποτέλεσμα που ξεκινά από την δημιουργική Δύναμη και διάθεση, δηλαδή που προέρχεται από το ΥΔΩΡ. Η αποτυχία κλονίζει τον Οδυσσέα και ζητά τώρα την λήθη. Παραμερίζει ο Άνθρωπος τα προβλήματα του, ξεχνά τους στόχους της η Ανθρωπότητα και ο αμύητος βρίσκει τους Λωτοφάγους, μια προσωρινή ευτυχία σε μια περιοδεία δίχως θορύβους και το πρώτο φως. Ο εγωισμός του ΛΕΟΝΤΟΣ ικανοποιείται προσωρινά, αλλά η ΦΩΤΙΑ της θείας πνοής πάντοτε κατακαίει τον Οδυσσέα. Έτσι μετά το πρώτο φως, τις ακίδες, ψάχνει να βρει και την πηγή. Και ξαναπαίρνει το δρόμο του, έστω και αν βιάζει τον εαυτό του σε αυτό.

Ξαναγεννιέται λοιπόν ο Άνθρωπος μέσα στην πορεία του. Από το Άντρο του Κύκλωπα, μέσα από την μήτρα της Ιστορίας, ανακαλύπτοντας τις αισθήσεις του και βασιζόμενος σε αυτές, ο Οδυσσέας. Εταίρος της πρώτης περιοδείας ΓΗΙΝΟ παιδί της ΠΑΡΘΕΝΟΥ, τυφλώνοντας όσο μπορεί τον εγωισμό του, ξεκινά για νέο ταξίδι. Όμως, ακόμα και τώρα η Ανθρωπότητα αρνείται τον εαυτό της, αρνείται το όνομα της και δεν αντιμετωπίζει πραγματικά τις αδυναμίες της. Το ρόλο του Δούρειου Ίππου αναλαμβάνει το κρασί, κάποιο μεθυστικό υποκατάστατο της πραγματικής Δύναμης και Σοφίας κι έτσι, όταν αντιμετωπίζει ο άνθρωπος απόμακρα το τέρμα της Ιθάκης, του λείπει ο ρυθμός και το μέτρο στη χρησιμοποίηση των δυνάμεων του. Ξέφρενοι αμολιούνται οι άνεμοι από τους ασκούς του Αιόλου και ο μαθητευόμενος μάγος Οδυσσέας δεν καταφέρνει να ισορροπήσει το ΖΥΓΟ. Τα αποτελέσματα για την Ανθρωπότητα από την άκαιρη αυτή προσπάθεια είναι καταστροφική. Όλες οι δημιουργικές δυνάμεις τον ξαναρίχνουν στις θάλασσες -το νερό - και γεύονται πια δηλητήριο που αμείλικτα τον ξαναχτυπά σαν ΣΚΟΡΠΙΟΣ, και οι Λαιστρυγόνες διαλύουν τα καράβια. Οι επιστήμες του ταξιδευτή δεν στάθηκαν ικανές να τον βοηθήσουν μόνες αυτές και ο χαμένος παράδεισος δεν ξαναβρέθηκε με μόνη την τεχνολογία.

Όμως σαν βέλη ΦΩΤΙΑΣ του ΤΟΞΟΤΗ, η διάνοια των μεγάλων πνευμάτων δείχνει στον Οδυσσέα για πρώτη φορά ξεκάθαρα την πραγματική όψη των συντρόφων του. Η Κίρκη τους μεταμορφώνει σε γουρούνια, ο άνθρωπος γνωρίζει τα φωτεινά πνεύματα και η Ανθρωπότητα γλιτώνει μόνο χάρις στο μαγικό βοτάνι του ψυχοπομπού Ερμή. Η θεία καταγωγή της ψυχής του Ανθρώπου αντιστέκεται στην καταστροφή που φέρνουν οι κακές δοξασίες, κι έτσι, μετά το ερωτικό σμίξιμο του Νου και της Ψυχής, θεωρώντας τον μικρόκοσμο και τον μακρόκοσμο στις δυο σφαίρες, την ύλη και το πνεύμα, ο Άνθρωπος, ΓΗΙΝΟΣ ακόμη, δέχεται, μέσα στο βαθύ σκοτάδι του Άδη, από το στόμα του μάντη Τειρεσία κάποιου Μεσσία που εμφανίζεται στον ΑΙΓΟΚΕΡΟ, τις προφητείες και τις συμβουλές για αναγέννηση και τελική δικαίωση. Γνωρίζει τότε πια τον εαυτό του, γεννιέται ξανά σαν πνεύμα φωτισμένο και ξαναγυρίζει στην Κίρκη. Δύναμη αποπνευματοποιημένος σαν ΥΔΡΟΧΟΟΣ.

Υπάρχει η προοδευτική και δημιουργική διάθεση, υπάρχει η τάση προς τα άνω, προς τον ουρανό και τον ΑΕΡΑ, και υπάρχει η διάθεση της εργασίας -της τελευταίας περιοδείας του μυούμενου ανθρώπου , υπάρχει η διάθεση της εργασίας προγραμματισμένης πια. Επανέρχεται ο Άνθρωπος - και η Ανθρωπότητα στην αξιοποίηση της Δύναμης της αφού έχει πια ατενίσει τον Φωτοβόλο Αστέρα και γνωρίζει τις δυνατότητες και αδυναμίες που έχει. Είναι πια ο τέλειος Μύστης. Όμως δεν φτάνει ακόμη στον προορισμό του ο Οδυσσέας - Άνθρωπος, ούτε η Ανθρωπότητα. Η γνώση των δυνατοτήτων και δυνάμεων είναι μια απαρχή. Χρειάζεται όμως από δω και προς η δημιουργία.

Και μια και η δημιουργική δύναμη βρίσκεται στο ύδωρ, μια και ο αστερισμός των Ιχθύων σημαδεύει το τέλος μιας περιόδου και την ανατολή μιας νέας, ακριβώς στον αστερισμό αυτό, στους ΙΧΘΥΣ, με στοιχείο το ΝΕΡΟ, στον αστερισμό αυτό υπάρχουν -στο σύμβολο του- αντίρροπες τάσεις, ο Οδυσσέας συναντά τις Σειρήνες, μισές άνθρωποι και μισές ψάρια, που όμως καταφέρνει με την προβλεπτικότητα του να ξεπεράσει, κλείνοντας τα αυτιά των αδυναμιών  συντρόφων του στο τραγούδι τους και δεσμεύοντας το υλικό σώμα στο πλοίο της ψυχής.

Και στο σημείο αυτό ο κύκλος κλείνει κι ένα μέρος του ταξιδιού έχει τελειώσει. Ο Οδυσσέας βρίσκεται και πάλι μπροστά στην ίδια πύλη του ΚΡΙΟΥ απ’ όπου ξεκίνησε. Όμως η πορεία δεν τελείωσε. Οι Σειρήνες δεν ήταν η Ιθάκη. Ο Ιστός της Πηνελόπης συνεχίζει να πλέκεται και σκέψεις αρχίζουν να βασανίζουν τον νέο μύστη. Βυθισμένος σε σκέψεις λοιπόν περιφέρεται έξω από το μέσο σώμα. Η πύλη του ΚΡΙΟΥ μπροστά του δεν είναι ακόμη ανοιχτή. Σαν τις Συμπληγάδες πέτρες οι παραστάτες της απαγορεύουν στον Άνθρωπο να περάσει, παρά την ΦΩΤΙΑ της ψυχής που καίει μέσα του για τελείωση. Μη έχοντας ακόμη η Ανθρωπότητα αποκτήσει τα φτερά του περιστεριού του Ιάσονα, παρακάμπτει τις Συμπληγάδες και προτιμά να κάμει το γύρο. Έτσι ο Οδυσσέας φτάνει σε ένα άλλο πέρασμα, όπου ο κίνδυνος υπάρχει μεν αλλά είναι διχασμένος. Αποφεύγοντας την Αθάνατη Χάρυβδη που αντιπροσωπεύει τους κινδύνους της ψυχής, προτιμά να αντιμετωπίσει τη θνητή Σκύλλα και τους κινδύνους του υλικού πεδίου. Κρούει λοιπόν ο Άνθρωπος την θύρα του μέσου Δώματος. Η Σκύλλα αντιπρόσωπος των κρατουσών προλήψεων, αρπάζει μερικά φωτισμένα πνεύματα και τα καταβροχθίζει και η Ανθρωπότητα ερωτάτε αν έχει τα χέρια καθαρά από το Φως του Ιεροφάντη. Χαρακτηριστικό στοιχείο του σημείου αυτού της περιοδείας είναι η ΥΛΗ, η ΓΗ και το ζώδιο ΤΑΥΡΟΣ.

Και διαβαίνοντας την παγίδα της Σκύλλας, με κάποιες απώλειες, η Ανθρωπότητα φτάνει στο νησί του Ήλιου. Εκεί ελεύθερες ζουν οι ιδέες, και υπάρχει ξανά ένα πρόβλημα επιλογής. Να αρκεστεί ο Άνθρωπος στα όσα του δόθηκαν από την Κίρκη, δύναμη, και να τραβήξει το δρόμο του περιμένοντας να του δοθούν περισσότερα όταν είναι καιρός ή να σφάξει τα βόδια. Ο μυημένος Οδυσσέας, συμβουλεύει το πρώτο. Οι σύντροφοι του όμως, κυριαρχούμενοι από την βιασύνη για άμεση απόλαυση των πνευματικών αξιών στο υλικό πεδίο επιλέγουν το δεύτερο. Και έτσι, ο κανόνας της υλικής ζωής πίπτει επί του ώμου της Περσεφόνης. Η πρόθεση πάντως είναι και πνευματική και χαρακτηρίζει μια ψυχική ανησυχία, που συμβολίζεται από τον ΑΕΡΑ. Και ο διχασμός των ιδεών και της προσωπικότητας μας δίδεται από τους ΔΙΔΥΜΟΥΣ.

Έτσι η Ανθρωπότητα για μια ακόμη φορά ανοίγει το κουτί της Πανδώρας. Αποκτά δώρα που δεν είναι έτοιμη να δεχθεί. Φυσικό επακόλουθο, η δίνη ης ύλης να ην συμπαρασύρει. Όταν λοιπόν δοκιμάζει να δημιουργήσει με βάση αυτά που άκαιρα απέκτησε, αντιμετωπίζει πια την αθάνατη Χάρυβδη. Και η ανεξέλεγκτη δημιουργός δύναμη του ΥΔΑΤΟΣ, εξαπλούμενη σαν άλλη ΚΑΡΚΙΝΟΣ, χτυπά και διαλύει το υλικό σώμα με τον ίδιο μοχλό που κρατά ο Άνθρωπος στα χέρια του. Από το χτύπημα αυτό μόνο η αθάνατη ψυχή του Οδυσσέα σώζεται και ιλιγγιώσα και κλονιζόμενη φτάνει στο νησί της Καλυψώς.

Εδώ πια την Ανθρωπότητα χτυπά η σφύρα του ΠΥΡΟΣ της ΓΝΩΣΗΣ, στη μέση του μετώπου. Ο πνευματικός ΛΕΩΝ, καταρρίπτει τις ΥΛΙΚΕΣ Διδασκαλίες και ο Άνθρωπος καταρρέει και παραμένει αιχμάλωτος της Ιδέας της Αθανασίας δίπλα στη Νύμφη, μη λησμονώντας όμως ποτέ την Ιθάκη του, αλλά και μη αποφασίζοντας να εκτεθεί στους κινδύνους του υλικού πεδίου για το τελευταίο άλμα του ταξιδιού του. Όμως, η στατική αυτή κατάσταση δεν μπορεί να διαρκέσει έπ’ άπειρον. Το ίδιο αυτό πυρ τον οδηγεί για μια ακόμη φορά στο δρόμο του. Χάρις στο μαγνάδι της νύμφης Λευκοθέας ο Οδυσσέας σώζεται από την τελευταία τρικυμία και η Αθάνατη ψυχή της Ανθρωπότητας επιβιώνει μέσα στον τάφο. Η ΠΑΡΘΕΝΟΣ ΓΗ κρατά στα σπλάχνα της τον Νέο Άνθρωπο και οι αναζητούντες μύστες, οι αποπνευματοποιημένοι ΦΑΙΑΚΕΣ, ισορροπώντας τον ΖΥΓΟ της Δικαιοσύνης, διδάσκουν τον Οδυσσέα να εισέλθει στο Άντρο των Νυμφών από την θύρα του Βορρά (των θνητών), κι εκεί, δημιουργώντας πια σωστά στο υλικό πεδίο, να εγκαταλείψει τα ΥΔΑΤΑ, να αποφύγει τα κεντρίσματα του ΣΚΟΡΠΙΟΥ και να βγει από την θύρα των Αθανάτων.

Τα πύρινα μέλη του ΤΟΞΟΤΗ Οδυσσέα, αποσυνθέτουν τότε για λογαριασμό της Ανθρωπότητας όλες τις δοξασίες που εμφανίζονται σαν μνηστήρες της ψυχής της και υπόσχονται χωρίς να έχουν και τα προσόντα, να την οδηγήσουν στην ευτυχία. Και για μια ακόμη φορά, στο μαγικό ΑΙΓΟΚΕΡΟ, ο μύστης εγείρεται, η ΓΗ γεννά το τέκνο του Θεού και ο Άνθρωπος, φτάνοντας στις κορφές ενός ψηλού βουνού που η δύναμη της ύλης θυσιάζεται και η ΓΗ ενώνεται με τον Αιθέρα, βλέπει πια ολοκάθαρα το φως και ανέρχεται σαν νέος ιερέας στην Ανατολή, πνεύμα πια και όχι ύλη, ΑΕΡΑΣ και όχι ΓΗ, φέρων πια σαν ΥΔΡΟΧΟΟΣ τις προοδευτικές και δημιουργικές δυνατότητες και διαθέσεις και όχι κυριαρχούμενος από πάθη ανεξέλεγκτων δυνάμεων και τάσεων. Και αυτές οι δημιουργικές διαθέσεις και δυνατότητες σκοτώνουν τον παλαιό Οδυσσέα, που άλλωστε η αποστολή του έχει πια τελειώσει και τον διασπούν στα τέσσερα στοιχεία του.

Τον ΑΕΡΑ, που αντιπροσωπεύει το Τηλεβόας, γιος του από την Κίρκη, (και ακούσιος φονιάς του, ψυχή επικρατεί της ύλης).

Την ΦΩΤΙΑ, που αντιπροσωπεύει ο Τηλέμαχος, γιος του από την Πηνελόπη, (οι ιδέες είναι το παιδί του γήινου ανθρώπου).

Την ΓΗ, που αντιπροσωπεύει η Πηνελόπη, (το ιδανικού του θνητού Οδυσσέα).

Και το ΝΕΡΟ, που αντιπροσωπεύει η Κίρκη, (η εσωτερική Δύναμη που κατάφερε να ξεπεράσει την ΥΛΗ).

Από τον διπλό γάμο Τηλεβόα - Πηνελόπης και Τηλέμαχου - Κίρκης, προκύπτουν στον αστερισμό των ΙΧΘΥΩΝ, δύο ζεύγη αντιθέτων τάσεων (όπως στο σύμβολο του ζωδίου) που τελικά ουδετεροποιούνται, μια και ο αέρας της ψυχής σαρώνει τα γήινα ιδανικά και το Νερό της εσωτερικής δύναμης σβήνει την φλόγα των γήινων σκέψεων. Και τότε απομένει μόνο η εσωτερική δύναμη, η πραγματική δημιουργός δύναμη του Ύδατος, που ενισχύεται από την θεία καταγωγή της ψυχής.

Σε τελική δηλαδή ανάλυση ο μύστης καταλαμβάνει την θέση του πεφωτισμένου και διδάσκει σαν Τηλέμαχος την μέθοδο προς την Αλήθεια, διατηρώντας την παράδοση των ιδανικών σαν αφηγητής, αλλά πάντοτε κάτω από την καθοδήγηση του ιεροφάντη που αποτελεί την έκφραση της Δημιουργού Δυνάμεως της Ψυχής της ανθρωπότητας και υπό το άγρυπνο βλέμμα της Ψυχής, που αντιπροσωπεύεται από τον Παντεπόπτη Δία.

Και στο σημείο αυτό τελειώνει η περιοδεία του Οδυσσέα. Πριν όμως τελειώσουμε κι εμείς αυτή μας τη μικρή ανάλυση, καλό θα ήταν να ταξινομήσουμε λιγάκι τα όσα ειπώθηκαν ως τώρα και να τα συνδυάσουμε με μερικά ακόμη στοιχεία, ώστε να καταλήξουμε πιο εύκολα σε κάποιο συμπέρασμα.

Και το πρώτο στοιχείο που θα πρέπει να προσέξουμε είναι η διαφορά επιπέδου σε κάθε πέρασμα από τον ίδιο αστερισμό για δεύτερη φορά. Πρόκειται σαφώς για μια ανοδική πορεία.  Π.χ. ο πρώτος ΚΡΙΟΣ τον φέρνει να ορμά ασυγκράτητα πίσω από το σκοπό του, ενώ στον δεύτερο παρακάμπτει τις Συμπληγάδες που είναι ανίκανος να διαβεί. Ο πρώτος ΖΥΓΟΣ τον οδηγεί στο άνοιγμα των ασκών του Αιόλου, ενώ στον δεύτερο αφήνει την ρύθμιση της πορείας του στα χέρια των πολυταξιδεμένων και επαϊόντων Φαιάκων. Δυο λοιπόν κύκλοι που όμως βρίσκονταν σε διαφορετικό επίπεδο και συνδέονταν μεταξύ τους. Μα το μόνο σχήμα που ταιριάζει σε αυτή την περιγραφή, είναι μια ανοδική σπείρα, χαρακτηριστική της πορείας της ψυχής προς την τελείωση. Σαν δεύτερο σπουδαίο στοιχείο θα πρέπει να αναφέρουμε την παρουσία της Γυναίκας, σαν απαρχή, ιδανικό, όραμα, προστάτιδα ή ότι άλλο. Είναι χαρακτηριστικό το ότι κάθε κρίσιμη καμπή της πορείας του Οδυσσέα συνδέεται με την παρουσία μιας γυναίκας.

 Η τάση επιστροφής στην Ιθάκη λόγω της Πηνελόπης. Η κάθοδος στον Άδη με συμβουλές της Κίρκης. Η άνοδος από τον Άδη πάλι με την Κίρκη. Η παραμονή του στην Ωγυγία με την Καλυψώ. Η σωτηρία στο πέλαγος  με την Λευκοθέα. Η βοήθεια των Φαιάκων με την Ναυσικά και την μητέρα της. Η καταστροφή των πλοίων από τους Λαιστρυγόνες με την κόρη του βασιλιά τους. Αλλά και όλο το ταξίδι του Οδυσσέα γίνεται κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της Αθηνάς - Σοφίας.

Είναι οι πανάρχαιες καταβολές της Θεάς  μητέρας , της Εύας, της Παρθένου μητρός σε διάφορες μορφές και εκφράσεις, κι ακόμα το σύμβολο της δυαδικότητας, του αριθμού δύο της αριθμοσοφίας που μόνο στο τέλος, με τους διπλούς γάμους αντιθέτων στοιχείων που αλληλοεξουδετερώνονται ουδετεροποιείται και επέρχεται η τελείωση. (Ο αριθμός δύο συμβολίζει την δημιουργία και είναι αριθμός μη τέλειος).

          Και με την παρατήρηση αυτή ερχόμαστε στα στοιχεία του συμβολισμού των αριθμών: Ο αριθμός 7 εμφανίζεται στην Οδύσσεια με επτά γυναικεία πρόσωπα: Την Πηνελόπη, την Ελένη, την Κίρκη, την Καλυψώ, την Λευκοθέα, την Ναυσικά και την Αθηνά. Ο αριθμός αυτός, που είναι ο ιερός αριθμός, αποτελεί το άθροισμα του 4 και του 3. Στην κατώτερη τετράδα, η Πηνελόπη, η Ελένη, η Κίρκη και η Καλυψώ εκφράζουν το υλικό πεδίο, το αιθερικό, το αστρικό και το κατώτερο Νοητικό, δηλαδή τα βήματα του ανθρωπίνου πνεύματος μέσα στον υλικό κόσμο και τις δυνατότητες της ενσάρκωσης. Η Λευκοθέα και η Ναυσικά, με την καθυπόταξη του υλικού πεδίου και των τάσεων της προσωπικότητας και του εγώ, εκφράζουν το Ανώτερο Νοητικό και το Βουδικό πεδίο, ενώ η Αθηνά σαν κορωνίδα εκφράζει την επάνοδο στην αρχική κοιτίδα και την τελειότητα, το απόλυτο.

Από καθαρή σκοπιά τώρα, ο αμύητος Οδυσσέας βρίσκεται στην Αυλίδα. Ο προς μύηση μαθητής μέσα στο σκοτεινό  Δούρειο Ίππο. Ο μειούμενος μαθητής καταστρέφει την Τροία, συναντά τους Κίκονες και βλέπει κάποιο φως στους Λωτοφάγους. Όμως η ιδέα της τελείωσης δεν επιτρέπει στατικότητα. Η εμμονή σε ένα σημείο επενεργεί σαν το λωτό, και ξεχνά κανείς τον πραγματικό προορισμό του. Έτσι ο υποψήφιος  ανακαλύπτει στον Κύκλωπα τις αισθήσεις του, στους ανέμους του Αιόλου τον ρυθμό, στους Λαιστρυγόνες την Τεχνολογία και τις επιστήμες, στην Κίρκη την διάνοια και το πνεύμα, και θεωρώντας τις δυο σφαίρες της γης και του ουρανού γίνεται ικανός να κατέβει στον Άδη και να επανέλθει από αυτόν, να δοξάσει την εργασία στο πρόσωπο της Κίρκης και να αναγνωρισθεί σαν τέλειος.

Αλλά και η γνώση αυτή δεν αρκεί. Το φως του φωτοβόλου Αστέρα δεν είναι αρκετό. Χρειάζεται να βρεθεί η πηγή του Φωτός για να εξηγηθεί ο διχασμός των Σειρήνων και να αντιμετωπισθούν τα καταστροφικά αποτελέσματα του τραγουδιού τους. Αυτά τα αποτελέσματα είναι που οδηγούν τον υποψήφιο  σε σκέψεις και η ύπαρξη των Συμπληγάδων τον οδηγεί στη θύρα του μέσου Δώματος. Κρούοντας την θύρα προσφέρει βορρά στη Σκύλλα των προλήψεων, διαβαίνει όμως το πέρασμα ζητώντας επίμονα και απαιτητικά την λέξη, χτυπά, πληγώνει και τελικά σκοτώνει τον δάσκαλο του στο νησί του Ήλιου, στην Χάρυβδη και στο νησί της Καλυψώς. Ο θάνατος όμως των επίγειων διδασκαλιών οδηγεί τον μυούμενο μέσα στον τάφο με το πρόσωπο καλυμμένο με το μαγνάδι της Λευκοθέας. Μέσα από τον τάφο ακούει τους Φαίακες Διδασκάλους να αναζητούν τον Νέο Άνθρωπο. Τότε η Σαρξ καταπατά  τα οστά στο Άντρο των Νυμφών, ο θνητός γίνεται Αθάνατος, το παν αποσυντίθεται με το φόνο των μνηστήρων και ο Νέος μύστης εγείρεται από τον τάφο με την συλλογική προσπάθεια και την θυσία εξιλασμού του, προσφέρει  για να ανέλθει στην Ανατολή, την πηγή του Φωτός (που την φτάνει πια) αφήνοντας μέσα στο φέρετρο νεκρό τον παλαιό άνθρωπο, μαζί με το σκελετό που πρέπει κανονικά να υπάρχει εκεί. Και σαν τελευταίο πια βήμα, εξουσιάζοντας, ουδετεροποιώντας και συνδυάζοντας τα στοιχεία του, πρέπει και να εκπορεύσει φως για να ολοκληρωθεί.

           Κι εδώ φίλοι μου, φτάσαμε πια στο τέρμα του δρόμου μας. Όχι πως η Οδύσσεια του ανθρώπου τελείωσε,- αυτή αρχίζει και συνεχίζεται πάντοτε και δεν τελειώνει ποτέ. Ούτε και τα όσα το έπος του Οδυσσέα έχει να μας διδάξει τελείωσαν. Μα θα χρειαζόταν πολύ πιο μεγάλες δυνάμεις από αυτές του γράφοντος και χρόνος ακόμα περισσότερος για κάτι τέτοιο. 

Δε μένει το λοιπόν τίποτα άλλο να πούμε, παρά να ευχηθούμε, σαν τον ποιητή, στον καθένα μας:

Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη

ναύχεσαι - νάναι μακρύς ο δρόμος,

γιομάτος περιπέτειες, γιομάτος γνώση.

Τους Λαιστρυγόνες και τον Κύκλωπα,

το θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι

αν δεν τους κουβανείς μεσ’ στην καρδιά σου...........

Δεν μένει παρά να ευχηθούμε το πλοίο της Ανθρωπότητας, ξεπερνώντας την οργή του θυμωμένου Ποσειδώνα, να φτάσει κάποτε σε μια Ιθάκη και η Οδύσσεια να τελειώσει σ’ αυτό το επίπεδο για όλους τους ανθρώπους.     

 


 

                                        


Κυκεώνας του Ολύμπου

Κυκεώνας του Ολύμπου Οι Αρχαίοι Έλληνες έδιναν περισσότερη αξία στην δημόσια ζωή και λιγότερο στην ιδιωτική. Για τον λόγο αυτό ανέπτυξαν μ...