Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΟΙ ΓΕΛΑΣΤΕΣ ΚΟΠΕΛΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΣΙΑΣ

 



ΟΙ ΓΕΛΑΣΤΕΣ ΚΟΠΕΛΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΣΙΑΣ

 

Το κεφάλι μου άφησε μια υγρή βούλα στο μαξιλάρι μου.

Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που μου πέρασε απ’ το μυαλό εκείνο το πρωί, -αν ήταν πρωί-, ότι το κεφάλι μου έφταιγε η βούλα έστεκε στο προσκεφάλι μου, κι εγώ καθόμουν με απορία μεγάλη και την κοίταζα, προσπαθώντας να δω τι σόι πράμα είναι, και να ανακαλύψω, αν μπορέσω, τι ακριβώς την προκάλεσε.

Ήταν μια μεγάλη βούλα, στο σχήμα ακριβώς του προσώπου μου, με μεγάλα καφετιά στίγματα στη μέση.

Σκέφτηκα μήπως δάκρυα τη φτιάξανε, σκέφτηκα μήπως ιδρώτας, μα δεν με ικανοποίησαν οι εξηγήσεις αυτές. Μου ήρθε μεγάλη όρεξη να πάρω τη μαξιλαροθήκη και να την πάω σε κανένα εργαστήριο για ανάλυση.

Μα κατόπιν σκέφτηκα ξένο το μαξιλάρι, φασαρίες με το ξενοδοχείο, τι τα θέλεις, κι όσο για εργαστήριο δεν μου περίσσευαν λεφτά ούτε για ένα γυάλισμα παπούτσια, πόσο μάλλον για να πληρώσω το εργαστήριο, και πού να το βρω το εργαστήριο.

Έτσι, με μισή καρδιά, απέρριψα τελείως αυτήν την ιδέα. Ύστερα θέλησα πάρα πολύ να ήταν εδώ η μητέρα μου, να τη ρωτήσω τι είναι. Μα η μητέρα μου ήταν 500 χιλιόμετρα μακριά, κι εξακολουθούσε να είναι, όσο κι αν εγώ την ήθελα κοντά μου.

Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα πως είχα κοιμηθεί, όπως πάντα, με την πόρτα ανοιχτή. Ίσως λοιπόν να ‘χε εξωτερική προέλευση η βούλα.

Πήγα προς την πόρτα, αλλά είδα πως ήταν κλειστή. Ήταν μάλιστα κλειδωμένη, και το κλειδί μου δεν ταίριαζε στην κλειδαριά. Στην αρχή παραξενεύτηκα, αλλά μετά σκέφτηκα ότι απλώς μου είχανε δώσει λάθος κλειδί. ΥΣΤΕΡΑ συνειδητοποίησα πως ήμουν κλεισμένος μέσα.

Κάθισα λιγάκι, σκέφτηκα, και κατόπιν αποφάσισα να βγω από το παράθυρο.
Είχα ένα στενό και ψηλό παράθυρο που έβλεπε πίσω, σ’ ένα φωταγωγό, που εγώ τον
έλεγα χαϊδευτικά αεραγωγό, διότι μόνο αέρας έμπαινε, φως στην ουσία κανένα.

Εδώ που τα λέμε ούτε αέρας καλά-καλά δεν έμπαινε. Πήγα λοιπόν στο παράθυρο, το άνοιξα, και μελέτησα την κατάσταση.

Ο αεραγωγός είχε πλάτος δύο επί δύο.

Δεν φαίνονταν πουθενά άλλα παράθυρα, αλλά υπήρχε εκεί μια παμπάλαια μαύρη στριφογυριστή σκάλα, σκουριασμένη του σκοτωμού και προφανώς από χρόνια αχρησιμοποίητη, που ανέβαινε πολύ ψηλά προς τα πάνω, και κατέβαινε άλλο τόσο χαμηλά προς τα κάτω, Κύριος οίδε πού' εγώ δεν ήξερα, ούτε και μπορούσα να δω άλλωστε, μετά από ένα σημείο όλα χανόντανε μέσα στο λυκόφως, γιατί λυκόφως είχε πάντα εκεί, ένα άσχημο λυκόφως. Τελικά μπερδεύτηκα, μ’ έπιασαν μεγάλοι δισταγμοί κι αμφιταλαντεύσεις ως προς το τι να επιχειρήσω, άνοδο ή κάθοδο, κι έτσι γύρισα με σκοπό να ξαπλώσω πάλι και να σκεφτώ.

Ήταν όμως ακόμα υγρή η βούλα στο μαξιλάρι, κι έτσι, νευριασμένος, το άρπαξα και το πέταξα χάμω. Είδα όμως, σχεδόν με τρόμο, ότι υπήρχε πάνω στο σεντόνι μια ίδια βούλα. Ακριβώς όμοια. Κι αυτή υγρή. Κοίταξα ξανά το μαξιλάρι, και διαπίστωσα ότι, -όπως ήτανε προφανές άλλωστε-, η βούλα το είχε μουσκέψει τελείως ολόκληρο, κι έτσι είχε περάσει και στο σεντόνι. 

Τέλος πάντων ξάπλωσα, τραβηγμένος λίγο προς τα κάτω και προσέχοντας πολύ να μη μ’ αγγίζει η βούλα, και σκεφτόμουνα το πρόβλημά μου.

Δεν κατέληγα όμως πουθενά, κι έτσι αποφάσισα να δω τι θα γίνει με τον αποκλεισμό μου μέσα στο δωμάτιο.

Σκέφτηκα λιγάκι, κι αποφάσισα να δοκιμάσω πρώτα ν’ ανέβω προς τα πάνω.
Δρασκέλισα λοιπόν το περβάζι, έπιασα τη σκάλα, και, καταλερωμένος από τη
σκουριά και τη σκόνη, άρχισα ν’ ανεβαίνω.

Η σκάλα έτριζε άσχημα, αλλά λογικά δεν έπρεπε ν’ ανησυχεί απ’ το βάρος μου. Έτσι συνέχιζα. Ήταν όμως κουραστική η ανάβαση, κουραστικό το στριφογύρισμα γύρω απ’ τον άξονα της σκάλας, κι ακόμα πιο κουραστική η συνεχής ΘΕΑ του άξονα, που τον κοίταζα συνεχώς με την ελπίδα να οδηγεί κάπου και δεν οδηγούσε, και κάπου τά έπαιξα. 

Ένιωθα ότι ώρες σκαρφάλωνα, κι ακόμα δεν έβλεπα ουρανό. Έκανα λοιπόν μεταβολή, κι άρχισα να κατεβαίνω.

Δεν πέρασε όμως μισό λεπτό, και είδα μ’ έκπληξη απερίγραπτη ένα παράθυρο 
αριστερά μου. Σκέφτηκα πώς οι στροφές με ζαλίσανε και δεν το είδα ανεβαίνοντας.
Πήδηξα αμέσως μέσα, αλλά διαπίστωσα πως απλούστατα ήταν το δωμάτιό μου.
Γέλασα. «Καλά κατάλαβα πως με γέλασαν οι στροφές», σκέφτηκα.

Δεν ξέρω αν ήταν οι στροφές, αλλά ΣΙΓΟΥΡΑ κάτι με είχε γελάσει, γιατί ήμουν πραγματικά ψόφιος, σαν να ανέβαινα στ’ αλήθεια επί ώρες τη σκάλα.

Πήγα λοιπόν κατάκοπος να πέσω, αλλά σταμάτησα με το στομάχι στο στόμα.
Η βούλα είχε απλωθεί. Ήδη είχε μουσκέψει το μισό κρεββάτι.

Έκανα πίσω, μα βρήκα μετά θάρρος, πλησίασα, και κάθισα στην άκρη του κρεββατιού, στο στεγνό μέρος, κουβαριασμένος, με την πλάτη στον τοίχο, αγκαλιάζοντας τα γόνατά μου, που τα ‘χα τραβηγμένα ψηλά στο στήθος μου.

Είχα φαίνεται πυρετό, γιατί τα δόντια μου χτυπούσαν, χωρίς να κρυώνω.
Ωστόσο κοιμήθηκα, κι έβλεπα ένα όνειρο φρικαλέο, ότι κάτι με πλησίαζε, χωρίς βέβαια τελικά να με φτάνει, αλλά συνεχώς με πλησίαζε.

Ξύπνησα. Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει, γιατί το ρολόι μου, -που έτσι κι αλλιώς είχε αποδειχθεί αναξιόπιστο-, είχε σταματήσει, κι όσο για φως, ούτως ή άλλως δεν έμπαινε καθόλου μέσα, και είχα νύχτα-μέρα αναμμένο το ηλεκτρικό.

Ξαφνικά σκέφτηκα να πάρω το εσωτερικό τηλέφωνο και να ρωτήσω τη ρεσεψιόν για όλα -πώς δεν το σκέφτηκα πιο πριν ο βλάκας; Πήρα λοιπόν, αλλά δεν απαντούσε κανείς. «Στο διάολο», σκέφτηκα, «κωλοξενοδοχείο! Ποιος ξέρει πού θα κοπροσκυλιάζει ο ρεσεψιονίστας». Κοίταξα τσατισμένος το ντιβάνι, τη βούλα με τα κοκκώδη καφετιά στίγματα, και αποφάσισα να βγω πάλι στη σκάλα, να τραβήξω αυτή τη φορά προς τα κάτω κι όπου θέλει ας με βγάλει.

Πήρα λοιπόν πάλι την κατιούσα, -παλιά μου τέχνη κόσκινο-, και, πριν προλάβω να πω «κίμινο», είδα, στον τοίχο μπρος μου, κάτι που μου φάνηκε σαν τζαμόπορτα και σταμάτησα. Ύστερα, προσέχοντας καλύτερα, είδα ότι δεν ήταν πόρτα, δεν υπήρχε τρόπος ν’ ανοίξει, απλά ένα κομμάτι του τοίχου δύο επί δύο ήτανε γυάλινο. 

Απόρησα, γιατί γυάλινος τοίχος σ’ αυτόν τον τάφο, και είδα ότι πίσω απ’ το τζάμι δεν υπήρχε παρά μια συνηθισμένη κουζίνα φωτισμένη με φώτα νέον. 

Μπροστά στον γυάλινο τοίχο, με τη μύτη κολλημένη στο τζάμι, στεκόταν ένα αγοράκι ως τεσσάρων χρονών, πολύ συμπαθητικό, με πολύ τρομαγμένα και σιωπηλά μάτια και με κοίταζε. Δεν του χαμογέλασα, για να μην του δώσω θάρρος, και τότε ήρθε μια πολύ σιχαμερή γυναίκα με μεγάλα δόντια, το πήρε απ’ το χέρι, κι εκείνο αδιαμαρτύρητα γύρισε κι έφυγε μαζί της. Αυτό πολύ μ’ εξενεύρισε εγκατέλειψα την όποια τάση είχα για έρευνα, γύρισα, κι ανέβηκα πάλι στο δωμάτιό μου κλωτσώντας τα σκαλοπάτια.

Όφειλα να το περιμένω, κι εδώ που τα λέμε το περίμενα, να δω τη βούλα με τα καφετιά στίγματα απλωμένη σ’ ολόκληρο το κρεββάτι. Το περίμενα, μα -και γιαυτό είμαι ασυγχώρητος- και πάλι δεν κρατήθηκα. Άρχισα να ουρλιάζω βουβά, και χτύπησα με τη γροθιά μου τους τοίχους ώσπου μάτωσα.

Κάποια στιγμή όμως βρήκα πάλι την ψυχραιμία μου, και, μια και δεν ήξερα τι άλλο να κάνω, πήδηξα πάλι απ’ το παράθυρο, και κουτρουβάλησα πάλι προς τα κάτω.

Ξανά βρέθηκα μπροστά στον γυάλινο τοίχο. Ήταν πάλι εκεί το παιδί, και με κοιτούσε όπως πρώτα.

Αυτή τη φορά, χωρίς να το θέλω, του χαμογέλασα. Τότε το παιδί κούνησε τα χείλη του και μου μίλησε. Μα δεν ακούστηκε βέβαια ήχος πίσω απ’ το τζάμι, και δεν κατάλαβα.

«Δεν κατάλαβα», είπα. «Δεν καταλαβαίνω. Ξαναπές το αγόρι μου».

Το παιδί ξαναμίλησε, μα πάλι κάτι μου ξέφευγε.

Πλησίασα, και κόλλησα σχεδόν κι εγώ πάνω στο τζάμι, έγινα ένα μαζί του μπας κι ακούσω. Το παιδί μιλούσε έντονα, σφιγγότανε σαν να προσπαθούσε να προφέρει λέξεις που δεν ήξερε, σφιγγόμουνα κι εγώ μπας και καταλάβω.

Και ξαφνικά κατάλαβα.

Σαν τρελός έφυγα προς τα πάνω. Να μην το φανταστώ μόνος μου γαμώ το κεφάλι μου!

Η βούλα μου, αμάν η βούλα μου!

Πήδηξα με φούρια στο δωμάτιο, κι έμεινα κάγκελο.

Η πόρτα ορθάνοιχτη, και καινούργια καθαρά σεντόνια μαξιλάρια, στρώματα καινούργια, όλα τσίλικα.

Στο διάδρομο ήταν μια καμαριέρα.

Πήδηξα σαν τίγρης απάνω της.

«Σκύλλα», είπα, «το σεντόνι! Πού είναι το σεντόνι μου;»

«Σας έβαλα καθαρά κύριε...» ψέλλισε.

«Στρίγγλα καταραμένη, το παλιό θέλω. Το παλιό! Φέρ’ το μου αμέσως!»

«Αμέσως κύριε!» είπε.

«Σκύλλα!» είπα εγώ' «Σκύλλα καταραμένη!»

Ξαφνικά άφησε μια φωνούλα κι έπεσε με το κεφάλι μπροστά. Φαίνεται της
είχα σφίξει το λαιμό περισσότερο απ’ ότι έπρεπε. Φτού!

Δεν μπορούσα να κρατήσω λίγο τα χέρια μου; Τώρα θα μου το ‘χε φέρει πίσω.

Έτρεμα ολόκληρος.

Η ενοχή μου μ’ έπνιγε.

Από δική μου υπαιτιότητα, από απροσεξία και αμέλεια έχανα τη βούλα.

Και ξαφνικά άνθρωποι άρχισαν να έρχονται από παντού.

Τράβηξα μια μπουνιά στο στομάχι του ξενοδόχου, πέταξα ανάσκελα έναν παπά που βρέθηκε στο δρόμο μου, όρμησα έξω ολοταχώς, κι από τότε κρύβομαι...

Και χτές είδα κάτι γελαστές κοπέλες της Περσίας στον ύπνο μου...

 

Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

 



Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Κάθε μορφή της πραγματι­κότητας με την αιώνια κίνηση μεταβάλλεται.

Έχουμε μία στα­θερότητα μεταβολής.

Αν και οι δύο λέξεις σταθερό και μεταβο­λή είναι αντίθετες, ωστόσο σαν έννοια η μεταβολή έχει την ιδιότητα να υπάρχει πάντοτε, άρα εκφράζει κάτι το σταθερό. Μ' αυτή τη βάση και με ευρύ­τερη έννοια θάνατος στην πραγματικότητα δεν υπάρχει, αλλά μία συνέχεια, μεταβολή, μεταμόρφωση.

Εμείς οι άν­θρωποι συμμετέχουμε σ' αυτή την αιώνια μεταβολή, στην κί­νηση.

Η κίνηση είναι ένας από τούς γενικούς νόμους της Φυσικής Πραγματικότητας, πού καλύπτει το υλικό, ζωικό, ψυχικό και πνευματικό φάσμα.

Σε κάθε ενέργεια μιας δύνα­μης εμφανίζονται αμέσως τρεις καταστάσεις «δράση - αδράνεια - αντίδραση».

Επειδή υπάρχει αδράνεια εμφανίζεται η αντίδραση ταυτόχρονα με τη δρά­ση. Αυτό το φαινόμενο προε­κτείνεται στον πνευματικό και ψυχικό κόσμο μας.

Η επέκταση της δράσης - αδράνειας - αντιδρώσης και στον ψυχοπνευματικό μας χώρο έχει τεράστια επίδραση στη στάση, πού παίρ­νουμε κάθε φορά στην εξελικτική πορεία της ζωής μας.

Σε κάθε πνευματική μεταβολή έ­χουμε και την αντίστοιχη πνευ­ματική αντίδραση από λόγους αδράνειας.

Αυτά είναι γενικά φαινόμενα.

Έτσι βλέπουμε τούς πραγματικούς πνευματι­κούς ανθρώπους. πού αγωνίζονται για καινούργιες ιδέες να δέχονται την αντίδραση από άλλους.

Ο θάνατος είναι μία φυσιο­λογική μεταβολή.

Αλλά ο άν­θρωπος δεν τον βλέπει μόνο σα φυσιολογική, τον αισθάνεται και ψυχοπνευματικά.

Επομένως αντιδρά σ' αυτή τη μεταβολή από την αδράνεια, πού κατέχεται.

Σε κάθε κίνηση διακρίνου­με το χρόνο και τη μορφή.

Σε κάποια χρονική στιγμή η μορφή έχει ορισμένη εικόνα, πού για την προηγούμενη η την επόμενη στιγμή είναι ορόσημο, αποτελεί μηδέν.

Για εμάς τούς ανθρώπους ο θάνατος είναι το ορόσημο, το μηδέν κι όμως εί­ναι το τέλος μίας κατάστασης κι’ αρχή κάποιας άλλης.

Βρίσκε­ται στο ευρύτερο κύκλωμα της μεταβολής.

Για τις δύο καταστάσεις την προηγούμενη και την επόμενη το οριακό σημείο 0(μηδέν) όπως λέμε στα Μαθηματικά τυπολογικό, είναι μηδέν.

Αυτό το μηδέν στην ανθρώπινη ζωή είναι ο θάνατος.

Και η μεγάλη αντίδραση, πού δημιουργεί, αποτελεί τον φόβο του θανάτου.

Σε κάθε μεγάλη αλλαγή αντιδρά η ανθρώπινη υπόσταση με το φόβο.

Αν ξαφνικά δούμε αλλαγμένο ριζικά το πρόσωπο ενός γνω­στού μας ανθρώπου, θα φοβη­θούμε. Ή ακόμη αν δούμε την καταστροφή κάποιου συνηθι­σμένου τοπίου ή τού σπιτιού μας. το ίδιο συναίσθημα θα μάς κυριεύσει.

Αν δούμε το θάνατο σαν μη­δέν, τότε ο φόβος μας μεγαλώ­νει.

Αν όμως τον δούμε σαν ένα από τα πολλά ορόσημα μιας απέραντης συνέχειας της πραγματικότητας, χωρίς αντιδράσεις, τότε αποτελεί κάτι το αρμονικό.

Γίνεται ο θάνατος μία κατάσταση της ζωής. Ο ανθρώπινος οργανισμός εκπληρώνει κάποιο σκοπό, όπως συμβαίνει στην ανόργανη ύλη μέχρι την πολύ­πλοκη οργανική. Τότε έχουμε τη μεταβολή, την αλλαγή για να πάρει η ανθρώπινη ύπαρξη κά­ποιον άλλο δρόμο, μπορεί στη μετενσάρκωση, μπορεί σ' άλλη μορφή υλική ή ζωική.

Αυτό δεν αποδείχτηκε ακόμη ορθολογικά και επιστημονικά.

Θρησκείες, Φιλοσοφικά συστή­ματα και Μυστικιστικές οργανώσεις δίνουν συνέχεια διάφο­ρες εικόνες για τη μετά το ορόσημο τού θανάτου κατάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης.

Ωστόσο ο θάνατος σαν γεγο­νός μιας τεράστιας αλλαγής θ' αποτελεί το φόβο για όσους δεν τον βλέπουν με ευρύτερη σημασία.

Κυκεώνας του Ολύμπου

Κυκεώνας του Ολύμπου Οι Αρχαίοι Έλληνες έδιναν περισσότερη αξία στην δημόσια ζωή και λιγότερο στην ιδιωτική. Για τον λόγο αυτό ανέπτυξαν μ...