Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

TI ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ?



TI ΕΙΝΑΙ  ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ?

IMMANUEL KANΤ -Απάντηση στο ερώτημα: «Τι είναι διαφωτισμός;» [Δεκέμβριος 1784]

Τον Δεκέμβριο του 1784 δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Berlinische Monatsschrift το περίφημο άρθρο του Immanuel Kant (1724-1804) στο οποίο περιλαμβανόταν ο γνωστός ορισμός του διαφωτισμού.

Διαφωτισμός είναι η έξοδος τον ανθρώπου από την ανωριμότητά του για την οποία ευθύνεται ο ίδιος. Ανωριμότητα είναι η αδυναμία του ανθρώπου να μεταχειρίζεται το νου του χωρίς την καθοδήγηση κάποιου άλλου.

Γι’ αυτή την ανωριμότητά του ο άνθρωπος φταίει όταν η αιτία της έγκειται όχι στην ανεπάρκεια του νου του, αλλά στην έλλειψη αποφασιστικότητας και θάρρους να μεταχειριστεί το νου του χωρίς την καθοδήγηση ενός άλλου.

Sapere aude! Να έχεις το θάρρος να μεταχειρίζεσαι τον δικό σου νου! Αυτή είναι η εμβληματική φράση του διαφωτισμού.

Η οκνηρία και η δειλία είναι οι αιτίες για τις οποίες τόσο πολλοί άνθρωποι προτιμούν να παραμένουν σ’ όλη τους τη ζωή ανώριμοι, μόλο που η φύση τούς έχει ήδη αποδεσμεύσει από την ξένη καθοδήγηση (naturaliter majorennes), και ορισμένοι άλλοι γίνονται τόσο εύκολα κηδεμόνες τους.

Βολεύει ιδιαίτερα να είναι κάποιος ανώριμος.

Σαν να έχω ένα βιβλίο που να σκέφτεται  για λογαριασμό  μου,  έναν  πνευματικό ποιμένα που να έχει συνείδηση για λογαριασμό μου, ένα γιατρό που να καθορίζει για λογαριασμό μου τη δίαιτά μου κ.ο.κ. Εγώ ο ίδιος δεν θα χρειάζεται να καταβάλω καμιά προσπάθεια.

Δεν θα είμαι αναγκασμένος να σκεφτώ, αρκεί μόνο να μπορώ να πληρώνω· την οχληρή δουλειά θα την αναλάβουν άλλοι για λογαριασμό μου.

Η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων (ανάμεσά τους όλο το ωραίο φύλο) θεωρεί το βήμα προς την ωριμότητα όχι μόνο επίπονο, αλλά και πολύ επικίνδυνο.

Γι’ αυτή την κατάσταση έχουν ήδη φροντίσει εκείνοι οι «κηδεμόνες» που έχουν αναλάβει με μεγάλη προθυμία τη γενική εποπτεία των άλλων.

Αφού πρώτα αποκουτιαίνουν τα κατοικίδια ζώα τους και φροντίζουν επιμελώς να απαγορεύσουν σ’ αυτά τα ήσυχα πλάσματα να αποτολμήσουν έστω κι ένα βήμα έξω από την κούνια (Gängelwagen) στην οποία τα έχουν κλείσει, ύστερα τους επισημαίνουν τον κίνδυνο που διατρέχουν αν δοκιμάσουν να περπατήσουν μόνα τους.

Βέβαια ο κίνδυνος αυτός δεν είναι και τόσο μεγάλος, γιατί τελικά, αφού πέσουν μερικές φορές, μετά θα μάθουν ασφαλώς να περπατούν. Ωστόσο, ακόμα και ένα τέτοιο παράδειγμα κάνει τους ανθρώπους να δειλιάσουν και συνήθως τους αποθαρρύνει από κάθε παραπέρα απόπειρα.

Κάθε άνθρωπος χωριστά είναι δύσκολο να προσπαθήσει να βγει από την ανωριμότητα, που έχει γίνει σχεδόν δεύτερη φύση του. Μάλιστα αυτό τον ευχαριστεί. Και για την ώρα είναι πραγματικά ανίκανος να μεταχειρίζεται το νου του, γιατί ποτέ δεν τον άφησαν να δοκιμάσει να το κάνει. Τα δόγματα και οι φόρμουλες, τα μηχανικά εργαλεία για μια έλλογη χρήση, ή μάλλον κατάχρηση, των φυσικών χαρισμάτων του, είναι οι αλυσίδες μιας ατέλειωτης ανωριμότητας.

Όποιος θα τις σπάσει θα σκοντάψει, με το αβέβαιο πήδημά του, ακόμα και στο πιο μικρό χαντάκι, έτσι αμάθητος που είναι σε τέτοια ελεύθερη κίνηση.

Ως εκ τούτου είναι πολύ λίγοι εκείνοι που κατόρθωσαν, καλλιεργώντας μόνοι τους το πνεύμα τους, να ξεφύγουν από την ανωριμότητα και να βαδίσουν σταθερά.

Ωστόσο, ένα κοινό (Publikum) έχει μεγαλύτερη δυνατότητα να διαφωτιστεί μόνο του. Θα έλεγα πως κάτι τέτοιο είναι υπό την αίρεση ότι θα υπάρχει ελευθερία σχεδόν αναπότρεπτο.

Γιατί πάντα θα υπάρχουν σ’ αυτό το κοινό ορισμένοι με ανεξάρτητη σκέψη, και μάλιστα θα εντοπίζονται ανάμεσα σ’ εκείνους που έχουν αναλάβει το ρόλο του κηδεμόνα της μεγάλης μάζας, σ’ εκείνους που, αφού αποτίναξαν οι ίδιοι από πάνω τους το ζυγό της ανωριμότητας, διαδίδουν τώρα γύρω τους το πνεύμα μιας έλλογης εκτίμησης της αξίας κάθε ανθρώπου και της αποστολής του (Beruf ) να σκέπτεται αυτόνομα. Εν προκειμένω αξίζει να τονίσουμε ότι το κοινό, το οποίο είχαν βάλει εκείνοι πρωτύτερα κάτω από αυτόν το ζυγό, τους υποχρεώνει έπειτα να κάνουν το ίδιο άμα αφήσουν να τους ξεσηκώσουν ορισμένοι κηδεμόνες ανίκανοι για κάθε λογής διαφωτισμό.

Είναι άκρως βλαβερό να φυτεύει κάποιος προκαταλήψεις, γιατί στο τέλος αυτές εκδικούνται όσους τις καλλιέργησαν ή τους προδρόμους τους. Για τούτο, ένα κοινό μόνο αργά μπορεί να φτάσει στο διαφωτισμό.

Με μια επανάσταση επιτυγχάνεται, ίσως, η απαλλαγή από τον προσωπικό δεσποτισμό και την καταπίεση  ανθρώπων  άπληστων  για κέρδη  και εξουσία,  ποτέ όμως μια αληθινή ανάπλαση (Reform) στον τρόπο του σκέπτεσθαι· απεναντίας, νέες προκαταλήψεις θα γίνουν, όμοια όπως οι παλιές, το καθοδηγητικό νήμα για τη μεγάλη αστόχαστη μάζα.

Γι’ αυτόν όμως το διαφωτισμό δεν χρειάζεται τίποτε άλλο παρά  ελευθερία,  και μάλιστα  η πιο αβλαβής  ανάμεσα σ’ εκείνα που θα ήταν δυνατό να λάβουν το όνομα της ελευθερίας.

Δηλαδή, η ελευθερία κάποιου να κάνει δημόσια χρήση της έλλογης δύναμής του παντού.

Ακούω, ωστόσο, να φωνάζουν απ’ όλες τις μεριές: «Μη συλλογίζεστε!». «Μη συλλογίζεστε, αλλά μόνο εκτελείτε τα γυμνάσια!» διατάζει ο αξιωματικός. «Μη συλλογίζεστε, αλλά μόνο πληρώνετε!» φωνάζει ο οικονομικός σύμβουλος. «Μη συλλογίζεστε, αλλά μόνο πιστεύετε!»  κηρύττει  ο ιερωμένος.  (Μόνο  ένας και μοναδικός Κύριος στον κόσμο λέει: «Να συλλογίζεστε όσο θέλετε και  για  ό,τι  θέλετε.  Αλλά  να  υπακούετε!».) 

Παντού  εδώ υπάρχει  περιορισμός  της  ελευθερίας. 

Ποιος  περιορισμός στέκεται όμως εμπόδιο στο διαφωτισμό; 

Και ποιος, πάλι, δεν στέκεται, αλλά, απεναντίας, τον ενισχύει;

Απαντώ ότι στον  καθένα  πρέπει  να  επιτρέπεται  ελεύθερα  η  δημόσια χρήση της λογικής δύναμής του (Vernunft) και αυτή η χρήση είναι η μόνη που μπορεί να φέρει διαφωτισμό στους ανθρώπους.

Η προσωπική χρήση της όμως μπορεί συχνά να περιορίζεται σε πολύ στενό πλαίσιο, χωρίς με αυτό να εμποδίζεται ιδιαίτερα  η πρόοδος  του διαφωτισμού. 

Με τον όρο «δημόσια χρήση» της λογικής δύναμης εννοώ τη χρήση που κάνει κάποιος ως συγγραφέας (als Gelehrter), καθώς απευθύνεται σε ολόκληρο το αναγνωστικό κοινό του.

Προσωπική χρήση καλώ τη χρήση της λογικής δύναμης στο πλαίσιο μιας κρατικής θέσης ή υπηρεσίας που έχει ανατεθεί σε κάποιον. 

Σε  ορισμένες  υπηρεσίες  που  εκτελούνται  προς  το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου είναι ανάγκη, ασφαλώς, να  υπάρχει  κάποιος  μηχανισμός,  με  την  παρέμβαση  του οποίου ορισμένα μέλη του κοινωνικού συνόλου αναγκάζονται να συμπεριφέρονται  απλώς παθητικά,  ώστε να εξασφαλίζεται έτσι μια τεχνητή ομοφωνία, την οποία η κυβέρνηση αξιοποιεί για την επίτευξη δημόσιων σκοπών ή τουλάχιστον για την αποτροπή της κατάλυσης αυτών των σκοπών.

Εδώ βέβαια δεν επιτρέπεται να συλλογίζεται κανείς· εδώ πρέπει να υπακούει.

Στο μέτρο όμως που αυτό το μέρος της μηχανής θεωρεί συνάμα τον εαυτό του και μέλος του κοινωνικού συνόλου, ή ακόμη και της παγκόσμιας κοινωνίας, ένα μέλος το οποίο, υπό την ιδιότητα του πνευματικού ανθρώπου, απευθύνεται με τα συγγραφικά έργα του σε ένα κοινό για δικό του λογαριασμό, ενδέχεται να διατυπώνει τις σκέψεις του χωρίς να παραβλάπτονται με αυτό τον τρόπο οι υπηρεσίες που έχει αναλάβει ως παθητικό μέλος να εκτελεί.

Θα ήταν έτσι πολύ επιζήμιο αν ένας αξιωματικός που πήρε από τους ανωτέρους του κάποια διαταγή άρχιζε να λεπτολογεί εις επήκοο όλων μέσα στην υπηρεσία για τη σκοπιμότητα ή τη χρησιμότητα αυτής της διαταγής. Οφείλει να υπακούει.

Από την άλλη όμως, δεν είναι εύλογο να του απαγορέψουν να κάνει παρατηρήσεις, ως συγγραφέας, για τα λάθη στις πολεμικές επιχειρήσεις και να τις παρουσιάσει στο αναγνωστικό κοινό για να τις κρίνει.

Ο πολίτης δεν μπορεί να αρνηθεί να καταβάλει τους φόρους που του έχουν επιβληθεί. Μάλιστα ενδέχεται μια επίμονη από μέρους του επίκριση τέτοιων φορολογικών υποχρεώσεων εφόσον θα είναι υποχρέωσή του να τις εκπληρώσει να τιμωρηθεί ως σκάνδαλο (που θα μπορούσε να προκαλέσει γενικότερες αντιδράσεις).

Εντούτοις, ο ίδιος αυτός άνθρωπος δεν πράττει κάτι αντίθετο προς το καθήκον ενός πολίτη όταν διατυπώνει, ως συγγραφέας, δημόσια τις σκέψεις του για το ανάρμοστο ή και το άδικο τέτοιων φορολογικών επιβαρύνσεων.

Όμοια και ένας ιερωμένος έχει υποχρέωση, όταν απευθύνεται στους μαθητές που κατηχεί ή στους ενορίτες του, να συμμορφώνεται με το δόγμα (Symbol) της Εκκλησίας την οποία υπηρετεί· γιατί με αυτό τον όρο έχει γίνει δεκτός.

Ως συγγραφέας όμως έχει πλήρη ελευθερία θα έλεγα μάλιστα και αποστολή να μοιράζεται τις σκέψεις του, εφόσον είναι καλοπροαίρετες και τις έχει σταθμίσει προσεκτικά, για οτιδήποτε λαθεμένο σχετικά με το δόγμα και να κάνει προτάσεις για τη βελτίωση των θρησκευτικών και εκκλησιαστικών πραγμάτων.

Δεν υπάρχει εν προκειμένω τίποτα που θα μπορούσε να αποτελέσει βάρος για τη συνείδησή του. Γιατί στο πλαίσιο του λειτουργήματός του, ως εντολοδόχος της Εκκλησίας, υποστηρίζει ότι δεν διδάσκει όπως ο ίδιος θα ήθελε, αλλά αισθάνεται ότι είναι διορισμένος να το κάνει σύμφωνα με τις οδηγίες που έχει λάβει και στο όνομα κάποιου άλλου. Θα πει ότι η Εκκλησία μάς διδάσκει αυτό ή το άλλο, ότι οι αποδείξεις που προβάλλει είναι αυτές.

Για χάρη της  ενορίας  του  αντλεί  κάθε  ωφέλιμο  πρακτικό  δίδαγμα από θρησκευτικά δόγματα που ο ίδιος δεν θα τα προσυπέγραφε ανεπιφύλακτα, αλλά έχει ωστόσο αναλάβει να τα κηρύττει, εφόσον δεν είναι εντελώς αδύνατο να περιέχουν κάποια κρυμμένη αλήθεια και, οπωσδήποτε, εφόσον δεν υπάρχει τουλάχιστον σ’ αυτά κάτι που να αντιστρατεύεται την εσωτερική θρησκεία (innere Religion).

Γιατί, αν είχε εντοπίσει σ’ αυτά τα δόγματα κάτι τέτοιο, δεν θα μπορούσε πια να ασκεί το λειτούργημά του κατά συνείδηση· θα ήταν αναγκασμένος να παραιτηθεί.

Επομένως, η χρήση που ένας διορισμένος ιεροκήρυκας κάνει στη λογική δύναμή του (Vernunft) όταν απευθύνεται στην ενορία του είναι απλώς προσωπική· γιατί πρόκειται πάντα για μια οικιακή συνάθροιση, έστω κι αν είναι τόσο μεγάλη.

Από αυτήν την άποψη, ως κληρικός δεν είναι και ούτε πρέπει να είναι ελεύθερος, δεδομένου ότι εκτελεί  ξένη εντολή. 

Απεναντίας,  ως πνευματικός  άνθρωπος, που μιλάει με τις συγγραφές του στο ίδιο το κοινό, δηλαδή στον κόσμο, κατά τη δημόσια χρήση της λογικής δύναμής του ο κληρικός έχει, επομένως, απεριόριστη ελευθερία να τη χρησιμοποιεί και να μιλάει για δικό του λογαριασμό. Γιατί, αν οι κηδεμόνες του λαού χρειάζονταν κηδεμόνα (στα πνευματικά ζητήματα), αυτό θα συνιστούσε ανωμαλία, που θα διαιώνιζε τις ανωμαλίες.

Δεν θα έπρεπε, ωστόσο, ένα σύνολο από ιερωμένους, ας πούμε μια εκκλησιαστική σύναξη ή μια αξιοσέβαστη «κλάσις» (ehrwurdige Klassis), όπως ονομάζεται στην Ολλανδία, να έχει το δικαίωμα να δεσμεύεται με αμοιβαίο όρκο ότι θα τηρεί ένα αναλλοίωτο δόγμα, προκειμένου να ασκεί έτσι σε κάθε μέλος του και διά μέσου αυτών σε όλο το λαό μια δίχως τέλος επικηδεμονία;

Εγώ λέγω πως αυτό είναι εντελώς αδύνατο.

Ένα τέτοιο συμβόλαιο, με το οποίο θα επιχειρούσαν να κρατήσουν για πάντα το ανθρώπινο γένος μακριά από κάθε διαφωτισμό, είναι εντελώς άκυρο· έστω κι αν επικυρωνόταν από την ανώτατη εξουσία, τα κοινοβούλια και τα πιο πανηγυρικά συνέδρια ειρήνης.

Δεν μπορεί μια εποχή να αυτοδεσμευτεί και να συνωμοτήσει ώστε η επομένη να μείνει σε μια κατάσταση στην οποία θα είναι αδύνατο να επεκτείνει τις (προπαντός πιο απαραίτητες) γνώσεις της, να τις αποκαθάρει από πλάνες, και γενικά να προχωρήσει προς την κατεύθυνση του διαφωτισμού. […]

Εντόπισα το κέντρο βάρους του διαφωτισμού, την έξοδο του ανθρώπου από την ανωριμότητα για την οποία φταίει ο ίδιος, κυρίως στα ζητήματα της θρησκείας, γιατί όσον αφορά τις τέχνες και τις επιστήμες, οι άρχοντές μας δεν ενδιαφέρονται να εμφανίζονται ως κηδεμόνες των υπηκόων τους· επιπλέον, γιατί εκείνη η ανωριμότητα δεν είναι μόνο η πιο επιζήμια, αλλά και η πιο ατιμωτική απ’ όλες.

Ο τρόπος όμως της σκέψης ενός ανώτατου άρχοντα που ευνοεί τη θρησκευτική ελευθερία προχωρεί ακόμα παραπέρα και διαβλέπει πως και σε ό,τι αφορά τη νομοθεσία είναι ακίνδυνο να επιτρέψει στους υπηκόους του να κάνουν δημόσια χρήση της λογικής δύναμής τους και να εκθέσουν δημόσια στον κόσμο τις σκέψεις τους για μια καλύτερη οργάνωσή της, ασκώντας μάλιστα και θαρραλέα κριτική στην κείμενη νομοθεσία.

Ως προς αυτό, έχουμε ένα λαμπρό παράδειγμα: κανένας μονάρχης δεν ξεπέρασε αυτόν τον οποίο εμείς τιμούμε.

Αλλά και μόνο εκείνος που, όντας ο ίδιος διαφωτισμένος, δεν φοβάται ίσκιους και έχει συνάμα στη διάθεσή του έναν πειθαρχημένο και πολυάριθμο στρατό για τη διασφάλιση της δημόσιας τάξης μπορεί να πει αυτό που μια δημοκρατία (Freistaat) δεν επιτρέπεται να το αποτολμήσει:

Να χρησιμοποιείτε το λογικό σας όσο θέλετε και για οτιδήποτε θέλετε, αρκεί μόνο να πειθαρχείτε! Εκδηλώνεται έτσι εδώ μια παράξενη, απροσδόκητη πορεία των ανθρώπινων πραγμάτων: όπως συμβαίνει κι αλλού, άμα τη δούμε σε μεγάλη κλίμακα, σχεδόν όλα σ’ αυτήν είναι παράδοξα.

Ένας μεγαλύτερος βαθμός πολιτικής ελευθερίας φαίνεται να επιδρά ευνοϊκά στην πνευματική ελευθερία του λαού.

Ωστόσο, της θέτει ανυπέρβλητους φραγμούς.

Απεναντίας, ένας μικρότερος βαθμός πολιτικής ελευθερίας δίνει στο λαό το περιθώριο να ξεδιπλώσει όλες του τις δυνάμεις.

Όταν λοιπόν η φύση ξετυλίγει, κάτω από αυτό το σκληρό περίβλημα, το φύτρο που αποτελεί και την πιο τρυφερή φροντίδα της, δηλαδή την τάση προς τον ελεύθερο στοχασμό, αυτό σιγά σιγά γυρίζει πίσω και επενεργεί στο φρόνημα του λαού (κάνοντάς τον έτσι ολοένα πιο ικανό να πράττει ελεύθερα) και εντέλει επενεργεί ακόμα και σ’ αυτές τις θεμελιώδεις αρχές της κυβέρνησης, που διαπιστώνει ότι έχει και η ίδια συμφέρον να μεταχειρίζεται τον άνθρωπο, ο οποίος είναι τώρα κάτι παραπάνω από μηχανή, ανάλογα με την αξιοπρέπειά του.

 

Königsberg in Preussen, 30 Σεπτεμβρίου 1784

©Απόσπασμα από τις εκδόσεις Κριτική


Προσευχή των Ζώων



Προσευχή των Ζώων

 

Ώ Άνθρωπε, ανώτερε μας αδελφέ, πού από την ίδια σκάλα ανεβαίνεις: Είμαστε όλοι μας κόκκοι του μεγάλου Κόσμου, ποιος μεγάλος καί ποιος μικρός.

Βραδύ και δύσκολο πάντα το ανέβασμα. Μη μας δυναστεύεις με σκληρότητα και με κόπους αδιάκοπους, πού να μη μπορούμε ποτέ να σηκώσομε τα κουρασμένα μάτια μας στ' αστέρια.

Είθε το αίσθημα της συγγενείας καί της κοινής καταγωγής μας να σε κάμη να νιώθεις πώς κι εμείς αισθανόμαστε την πείνα, τη δίψα, τον πόνο, τη θλίψη και τον χαμό ενός αγαπημένου όντος. Άφησε ν' απολαμβάνομε, καθώς καί συ, τις αμέτρητες χαρές του φυσικού κόσμου, τον αέρα, τον ήλιο, τα δροσερά ρυάκια, τα λιβά­δια και τα δάση.

Δος μας, σε παρακαλούμε, τέτοιες συνθήκες πού να λειτουρ­γούνε υγιεινά τα όργανα μας. Στα γηρατειά μας επέτρεψέ μας να δρέπομε την ανταμοιβή για την ηπιότητά μας και το ταπεινό πνεύμα υπηρεσίας πού σου δείξαμε. Γλίτωσε μας από την αγωνία του χωρι­σμού από εκείνους πού ζήσαμε πάντα κοντά τους, και αν είμαστε κατάκοπα από την δουλειά και την αρρώστια, δώσε μας έναν γρήγορο και ανώδυνο θάνατο, καθώς θα το ήθελες και για τον εαυτό σου  και για τους προσφιλείς σου.

Πρόθυμα μοιραζόμαστε τα βάρη σου αρκεί να έχομε την κα­τάλληλη τροφή και ανάπαυση κι αυτό για να μπορούμε να ξαναγυρίσομε κάθε πρωί στην υπηρεσία μας με ανανεωμένη ρώμη.

Μίλα μας καμία φορά, χάριζε μας τη συντροφιά σου, καταλα­βαίνοντας ότι, για να μετέχομε στη δική σου ζωή, στερηθήκαμε τη συντροφιά των ομοίων μας: 

Αλάφρωνε έτσι τον πόνο της μο­ναξιάς μας. 

Ενθάρρυνε μας να αναπτύσσομε τελείως τις Ικανότη­τες μας, διεύθυνε μας με υπομονή, για να μπορούμε ν' ανεβαίνομε ψηλότερα στη σκάλα της Εξελίξεως, καθώς καί για σένα το θέ­λεις.

Είθε τα ευχαριστήρια και οι ευλογίες των αμέτρητων μικρών και μεγάλων πλασμάτων της γης, της θάλασσας και των αιθέρων, να φτερουγίζουν στα όνειρα σου και να σε υποδεχθούν την ώρα πού θα πατήσεις το καινούργιο σκαλοπάτι πού θα σε οδήγηση στο ΑΓΝΩΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ.

Σου στέλνομε την προσευχή μας εν ονόματι της Ευσπλαχνίας, του Οίκτου, της Ειρήνης καί της Αγάπης, της Δικαιοσύνης και της Χρηστότητας.

 

 


Ο Θούριος

 



Στίχοι: Ρήγας “Φεραίος' Βελεστινλής

Ο Θούριος

Ως πότε παλικάρια, θα ζούμε στα στενά,
μονάχοι σα λιοντάρια, στις ράχες στα βουνά;
Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,
να φεύγωμ’ απ’ τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;

Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;
Κάλλιο είναι μιάς ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια, σκλαβιά και φυλακή.

Τι σ’ ωφελεί αν ζήσεις, και είσαι στη σκλαβιά;
στοχάσου πως σε ψένουν, καθ’ ώραν στην φωτιά.
Βεζύρης, δραγουμάνος, αφέντης κι αν σταθής
ο τύραννος αδίκως σε κάμνει να χαθής.

Δουλεύεις όλη ημέρα, σε ό,τι κι αν σε πει,
κι’ αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιει.
Ο Σούτζος, κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής
Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης, ειν’ να ιδής.

Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι αγάδες, με άδικον σπαθί.
Κι αμέτρητοι άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά αφορμή.

Ελάτε με έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν
να βάλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.

Οι νόμοι να ‘ν’ ο πρώτος, και μόνος οδηγός,
και της πατρίδος ένας, να γένει αρχηγός.
Γιατί κι η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,
να ζούμε σαν θηρία, ειν’ πιο σκληρή φωτιά.

Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον ουρανόν
ας πούμ’ απ’ την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.

Εδώ σηκώνονται οι πατριώτες όρθιοι,
και υψώνοντας τα χέρια προς τον ουρανόν,
κάνουν τον όρκον.

Ω βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε Σε,
στην γνώμην των τυράννων, να μην έλθω ποτέ.
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,
εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.

Εν όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
για να τους αφανίσω, θε νάναι σταθερός.
Πιστός εις την πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
αχώριστος για να ‘μαι, υπό τον στρατηγόν.

Κι αν παραβώ τον όρκον, ν’ αστράψ’ ο ουρανός,
και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός.

Τέλος του όρκου

Σ’ ανατολή και δύση, και νότον και βοριά,
για την πατρίδα όλοι, να ‘χωμεν μια καρδιά.
Στην πίστιν του καθ’ ένας, ελεύθερος να ζη,
στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζί.

Βουλγάροι κι Αρβανήτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,
Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή,
Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί,
πως είμαστ’ αντριωμένοι, παντού να ξακουσθή.

Όσα απ’ την τυραννίαν, πήγαν στην ξενητιά
στον τόπον του καθ’ ένας, ας έλθη τώρα πιά.
Και όσοι του πολεμου, την τέχνην αγροικούν
Εδώ ας τρέξουν όλοι, τυρράνους να νικούν.

Η Ρούμελη τους κράζει, μ’ αγκάλες ανοιχτές,
τους δίδει βιό και τόπον, αξίες και τιμές.
Ως ποτ’ οφφικιάλος, σε ξένους Βασιλείς;
έλα να γένης στύλος, δικής σου της φυλής.

Κάλλιο για την πατρίδα, κανένας να χαθή
ή να κρεμάση φούντα, για ξένον στο σπαθί.
Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πιά εχθροί,
αδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κ’ εθνικοί.

Μα όσοι θα τολμήσουν, αντίκρυ να σταθούν,
εκείνοι και δικοί μας, αν είναι, ας χαθούν.
Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά
ως πότε σταις σπηλιές σας, κοιμάστε σφαλιστά;

Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραητοί,
κι Αγράφων τα ξεφτέρια, γεννήστε μια ψυχή.
Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσετε για μια,
και αίμα των τυράννων, ρουφήξτε σα θεριά.

Του Σάββα και Δουνάβου, αδέλφια Χριστιανοί,
με τα άρματα στο χέρι, καθ’ ένας ας φανή,
Το αίμα σας ας βράση, με δίκαιον θυμόν,
μικροί μεγάλοι ομώστε, τυρράννου τον χαμόν.

Λεβέντες αντριωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
ο βάρβαρος ως πότε, θε να σας τυραννή.
Μην καρτερήτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί,
χωθήτε στο μπογάζι, μ’ εμάς και σεις μαζί.

Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των νησιών,
σαν αστραπή χυθήτε, χτυπάτε τον εχθρόν.
Της Κρήτης και της Νύδρας, θαλασσινά πουλιά,
καιρός ειν’ της πατριδος, ν’ ακούστε την λαλιά.

Κι οσ’ είστε στην αρμάδα, σαν άξια παιδιά,
οι νόμοι σας προστάζουν, να βάλετε φωτιά.
Με εμάς κι εσείς Μαλτέζοι, γεννήτε ένα κορμί,
κατά της τυραννίας, ριχθήτε με ορμή.

Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει, σας πονεί,
ζητά την συνδρομήν σας, με μητρική φωνή.
Τι σκέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον εκστατικός;
τινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός.

Τους μπούφους και κοράκους, καθόλου μην ψηφάς,
με τον ραγιά ενώσου, αν θέλης να νικάς.
Συλήστρα και Μπραίλα, Σμαήλι και Κιλί,
Μπενδέρι και Χωτήνι, εσένα προσκαλεί.

Στρατεύματα σου στείλε, κ’ εκείνα προσκυνούν
γιατί στην τυρραννίαν, να ζήσουν δεν μπορούν.
Γκιουρντζή πιά μη κοιμάσαι, σηκώσου με ορμήν,
τον Προύσια να μοιάσης, έχεις την αφορμήν.

Και συ που στο Χαλέπι, ελεύθερα φρονείς
πασιά καιρόν μη χάνεις, στον κάμπον να φανής.
Με τα στρατεύματά σου, ευθύς να συκωθής,
στης Πόλης τα φερμάνια, ποτέ να μη δοθής.

Του Μισιριού ασλάνια, για πρώτη σας δουλειά,
δικόν σας ένα μπέη, κάμετε βασιλιά.
Χαράτζι της Αιγύπτου, στην Πόλη ας μη φανή,
για να ψοφήσει ο λύκος, όπου σας τυραννεί.

Με μια καρδιά όλοι, μια γνώμη, μια ψυχή,
χτυπάτε του τυράννου, την ρίζα να χαθή.
Να ανάψουμε μια φλόγα, σε όλην την Τουρκιά,
να τρέξει από την Μπόσνα, και ως την Αραπιά.

Ψηλά στα μπαϊράκια, σηκώστε τον σταυρόν,
και σαν αστροπελέκια, χτυπατε τον εχθρόν.
Ποτέ μη στοχασθήτε, πως είναι δυνατός,
καρδιοκτυπά και τρέμει, σαν τον λαγόν κι αυτός.

Τριακόσιοι Γκιρτζιαλήδες, τον έκαμαν να ιδή,
πως δεν μπορεί με τόπια, μπροστά τους να εβγεί.
Λοιπόν γιατί αργήτε, τι στέκεσθε νεκροί;
ξυπνήστε μην είστε ενάντιοι κι εχθροί.

Πως οι προπάτορές μας, ορμούσαν σα θεριά,
για την ελευθερία, πηδούσαν στη φωτιά.
Έτσι κι ημείς, αδέλφια, ν’ αρπάξουμε για μια
τα άρματα, και να βγούμεν απ’ την πικρή σκλαβιά.

Να σφάξουμε τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν,
και Χριστιανούς και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν.
Στεργιάς και του πελάγου, να λάμψη ο σταυρός,
και στην δικαιοσύνην, να σκύψη ο εχθρός.

Ο κόσμος να γλυτώση, απ’ αύτην την πληγή,
κ’ ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την γη.

 


Κυκεώνας του Ολύμπου

Κυκεώνας του Ολύμπου Οι Αρχαίοι Έλληνες έδιναν περισσότερη αξία στην δημόσια ζωή και λιγότερο στην ιδιωτική. Για τον λόγο αυτό ανέπτυξαν μ...