Ιερός ποιητής,
ασκητής, μύστης, μυσταγωγός, Ιεροφάντης...
Τέτοιες λαμπάδες άναψε
στο πνεύμα του Άγγελου Σικελιανού η κριτική. Ο ποιητικός μας πατριάρχης, ο
Παλαμάς, τον αναγνώρισε ως ’Απολλώνιο λυράρη, «πού αδελφώνει τα’ αρχαία με τα
νέα».
Κι αυτός ο τελευταίος
χαρακτηρισμός είναι η πεμπτουσία του ποιητικού έργου του Σικελιανού.
Ο ίδιος ο Παλαμάς,
«βλαστός πού φύτρωσε στο Ελλαδικό χώμα», αισθάνεται μια διαμάχη ανάμεσα στην
Ελληνική αρχαία κληρονομιά και τον χριστιανισμό, με όλο το «αχολόγημα της
χριστιανής καμπάνας», δεν ξεχνά πώς η γη αυτή έχει θεό τον Απόλλωνα αλλά και
μ’ όλο πού φαντάζεται τον Εσταυρωμένο σαν έναν Άδωνη, δεν παύει να διερωτάται,
αν ο φανερωμός της αλήθειας θα βρεθεί στον Όλυμπο ή τον Γολγοθά. Ο
Σικελιανός, όμως, πέτυχε την πλήρη ενότητα, ξεσκεπάζοντας, με του
στίχου το ρυθμό, κρυμμένες άλλοτε αλήθειες στα άδυτα των λαϊκών θρησκειών και
στις απόκρυφες κόγχες του μυστηριακού εσωτερισμού. Και όταν ξεκινούσε για την
Πράξη, με τις Δελφικές Εορτές, για «να ξυπνήσουμε τη μεγάλη απρόσωπη μνήμη
της γης και να διατηρήσουμε την ιεραρχία και τάξη κάποιων αιωνίων
αξιών», και όταν προχωρούσε με τον Λόγο, στο ποιητικό του έργο, ένα είχε
τάξει σκοπό: Να ρίξει γέφυρα πάνω από τους ελληνικούς αιώνες και να
κοινωνήσει τούς ανθρώπους —τούς άξιους— με την αρχαία, την αιώνια, τη μοναδική
αλήθεια, που αλλάζει στο πέρασμα του χρόνου μορφές, αλλά διατηρεί τον
ουσιαστικό της πυρήνα, ίδιο, ακέραιο.
Για τον Σικελιανό, δεν
υπήρχε δίλημμα ανάμεσα στον Όλυμπο και τον Γολγοθά, γιατί η νέα θρησκεία,
απλώς, χάρισε στους ανθρώπους, τους πολλούς, την αρχαία απόκρυφη αλήθεια, πού
ήταν για τους λίγους μύστες φυλαγμένη.
Φθέγξομαι οίς θέμις
εστί, θύρας δ’ επίθεσθε βεβήλοις...
είς θεός εν
πάντεσσι, τί σοι δίχα ταυτ’ αγορεύω...
Εις έστ’ αυτογενής,
ενός έκγονα πάντα τέτυ κται.
Είς εστ’ αυτοτελής,
αυτού δε υπό πάντα τελείται.
(Ορφικά αποσπάσματα)
Και στην κηδεία του
Παλαμά, οραματίζεται να δέχονται την ψυχή του όχι μόνον ο Σολωμός και ο
Αισχύλος, αλλά και ο Ηράκλειτος, ακόμη πιο ψηλά ο Ορφέας και ο ίδιος ο Ίακχος.
Πιστεύει πώς ήρθε «ο
Ιερός Καιρός» για τη μεγάλη σύνδεσή για τη μεγάλη αποκάλυψη πώς η Άμπελος του
Διονύσου και του Ιησού είναι μία, ο ίδιος συμβολισμός, το ίδιο
φωτεινό άστρο, από τα αρχαία μυστήρια λαμπερό τώρα σε όλους τούς ανθρώπους.
Και δε διστάζει, στους
δύο μεγαλύτερους σταθμούς της χριστιανικής λατρείας, Γέννηση και Σταύρωση να
συμπλέκει ν’ αδελφώνει «τ’ αρχαία με τα νέα».
«Τάχα παιδί γεννιέται
απόψε, πάλι, νέο ο απ’ αιώνων Θεός ; »
Αλλ’ ώ Μητέρα— νύχτα,
μάταια στυλώνω την ακοή μου
πίσω απ’ το κλάμα
αυτό, μήπως αδράξω
στ’ αυτί μου βάδισμα
σκυλιών
μακρά σε στάνη της
Βηθλεέμ,..
«Παιδί γεννιέται απόψε, αλήθεια, νέο,
ο απ’ αιώνων Θεός...
Γλυκό μου βρέφος,
Διόνυσέ μου και Χριστέ μου...»
(Λυρικά Β'. Διόνυσος
επί λίκνω)
Ω Πάσχα,
πανσεβάσμιο Πάσχα !
Ω Ίακχε !
Απόλλωνα !
Ιησού !
Πως βρέφος άπλωσες το χέρι στο σταφύλι !
Πώς αρμόνισες τη λύρα,
αντρίτις, στή χαρά !
(Πρόλογος στη Ζωή :
Διόνυσος- Ιησούς)
ποίημά του με το ψευδώνυμο «Δημήτριος Διόνυσος», γιός του Διονύσου και της
Δήμητρας. Για τα παιδικά του χρόνια, στην πατρίδα του Λευκάδα, έχει γράψει
τον «Ύμνο του μεγάλου νόστου», όπου αποκαλύπτει ότι οι αφέγγαρες
νυχτιές, όταν πρωτοδιάβαινε στ’ αμπέλια, σιωπηλός και βυθίζοντας τη σκέψη του
στον έναστρο ουρανό,
του χάρισαν τον «κρυφό αρραβώνα της μοίρας του», του σφράγισαν όλη την
μετέπειτα πνευματική του πορεία.
και πλούσιο, μαντικό
το πνέμα μου
στεριώσατε — αλύγιστο ένα ρέμα
βαθύ, πολεμικό
και στην ψυχή μου
θρέψατε τούς στοχασμούς
ως θρέψει σε θεία
κληματαριά
η αδρή απονύχτερη
δροσιά τσαμπιά τρανά σε βρέφη,
πανώρια και βαριά !
παρακολουθεί «μια
γενιά θεών», πίνει «το κρασί το μυστικό και μαύρο», δηλαδή μυείται στα μυστήρια
του κόσμου, σύμφωνα με τα τυπικά του Ορφισμού (νύχτα, υπό τούς ήχους της λύρας
στον μυστικό Διθύραμβο) και αποκτά την γνώσι για την εξέλιξη της ζωής διά μέσου
των μορφών, είναι πια λυτρωμένος :
κρυμμένος σαν αετός,
με περιμένει, εκεί πού
πια ο θείος αρχίζει ζόφος,
ο πρώτος μου
εαυτός.
Και αφηγείται ότι
αξιώθηκε, ύστερα από νύχτες εξαγνισμού και μυστηριακού «οργίου», να «φάγει από
το τύμπανο και να πιει από το κύμβαλο» και να δοκιμάσει τον κυκεώνα, το
υδρόμελι πού έπιναν οι μυούμενοι, την δεκάτη ημέρα, σαν σύμβολο της γλυκύτατος
πού έμελλε να διαδεχτεί την ταραχή των δοκιμασιών.
Ιερή Ελευσίνα
ήπια στερνός το αδρό
πιοτό σου,
και η ζωή πλημμύρησε
βαθιά μου
σ’ άκρη απαντοχή.
Στο «Αντίδωρο»,
απάνθισμα του έργου του, εισάγει και τα σχήματα τα
συμβολικά:
Μια σφραγίδα, όπου
συνδυάζονται τα ονόματα του Διονύσου και του Χρίστου, και έναν σφραγιδόλιθο,
όπου παριστάνεται ο Ορφεύς Εσταυρωμένος.
Αλλά και οι
χριστιανοί, στην εποχή των ρωμαϊκών κατατρεγμών, έπαιρναν συχνά τις Ορφικές
παραστάσεις για να κρύψουν τη νέα Πίστη, χωρίς να αισθάνονται ότι πέφτουν σε
βεβήλωση, αφού τόση ομοιότητα είχαν τα δύο δόγματα. Έτσι χρησιμοποιήθηκε η
Άμπελος του Ορφέα (με την μυστική προσθήκη των πρώτων χριστιανών, ότι η νέα
θρησκεία είναι « η αληθινή άμπελος»), η λύρα του Ορφέα σαν σύμβολο ειρήνης και
αρμονίας, μα και ο ίδιος ο Ορφέας, πού τον λάτρευαν στην Πέργαμο ως «βουκόλο»,
ζωγραφίστηκε στις ρωμαϊκές κατακόμβες, με την κρυφή έννοια του καλού
ποιμένος» της νέας
θρησκείας.
«Ήσαν χρήσιμες - καθώς γράφει ο καθηγητής Γκάθρι, του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ - αυτές οι προφυλάξεις εκείνο τον καιρό, να χρησιμοποιούν συμβολισμό πού δεν θα ξένιζε τον ειδωλολατρικό κόσμο, αλλά και πού η έννοιά του δεν θα ξέφευγε από εκείνους, όπου απευθυνόταν αληθινά».
Σ’ αυτόν τον
αινιγματικό, εν πάση περιπτώσει, σφραγιδόλιθο (πού είναι πάρα πολύ πιθανό
να χρησιμοποιήθηκε από χριστιανούς, γιατί ο Κλήμης Αλεξανδρεύς αναφέρει ότι
υπήρχε τέτοια συνήθεια και ο ίδιος συνιστούσε ορισμένα σύμβολα, ανάμεσα τους
και την Ορφική λύρα), αναγόμενο στον 3ο ή 4ο αιώνα της εποχής μας, εικονίζεται
ένας άνθρωπος σταυρωμένος κάτω από τον ουράνιο θόλο, πού τον
αντιπροσωπεύουν η
ημισέληνος και επτά άστρα. Ο σφραγιδόλιθος είναι καμωμένος από αιματίτη και
συμβολίζει ότι ο Ορφέας, μετά τον διαμελισμό του ή την ανεξακρίβωτη ιστορικά
σταύρωση του, ξαναβρίσκεται ολόκληρος, ανασταίνεται, για τα μάτια των
μεμυημένων. Και ο Σικελιανός ψάλλει:
Ω μυστικά
κατορθωμένο σώμα - σώμα
της θυσίας, αντίδωρο
άμετρων ψυχών,
Εσταυρωμένε Βάκχε,
ώ τσακισμένη από το
βάρος των τσαμπιών
αθάνατη κληματαριά!
Αρχανδρική μου
ξανασάρκωση στον ίσκιο!
Αρχανδρική μου
ξανασάρκωση στον ήλιο!
Ελληνική μου
ξανασάρκωση στην πλάση!...
Θα σε φτάσω! Θα σε
φτάσω!
(Πρόλογος ατή Ζωή: Το
κατορθωμένο σώμα)
Ο ποιητής λέει ότι
αυτή η στροφή «συμβολίζει πώς το σώμα της Ποίησης, όσο κι’ αν μεριάζεται, δεν
κομματιάζεται ουσιαστικά, αλλά υπάρχει πάντα ολόκληρο μέσα σε κάθε της
κομμάτι».
Αλλά είναι φανερό πώς
ο συμβολισμός είναι πολύ ευρύτερος και φθάνει μέχρι την «ωμοφαγία» των
’Ορφικών. Αυτή τη γνώμη, τη στηρίζει, ολόκληρο το έργο του Σικελιανού, όπου
μπορεί να παρακολουθήσει κανείς, βήμα με βήμα, την Ορφική του μύηση.
Υπάρχει, πρώτα-πρώτα,
η Νύχτα, πού απλώνει το μυστηριακό σκοτάδι της. Όλες οι μυήσεις, νύχτα
τελούνται, σαν να συμβολίζουν ότι ο βέβηλος οφείλει να ξεκινήσει από το σκοτάδι
για να ανεβεί προς το φώς.
στη Νύχτα αυτήν από καιρούς, Βασίλισσά μου,
όταν η Αργώ, πού’ χα μονάχος μου σταφνίσει,
γεμάτη μ’ ήρωες, όλο κ’ έσκιζε το κύμα,
κι όλα ως να τ’ άφηνε από πίσω από την πρύμνα...
Στην πλώρα ανέβηκεν
Αυτός και, με την όψη
σκωμένη στ’ άστρα, μοναχός του αρχίνησε έτσι :
«Ένα λυχνάρι στα
σκοτάδια μας είν’ ο ήλιος,
και μια συμπόνια στην έρμια μας, το φεγγάρι...
Μα η μαύρη νύχτα
στέλνει πλούσιο το έλεός της...
Τι πότε
βγάνει την ψυχή από το κορμί μας
στον ύπνο μέσα, σα σπαθί από το θηκάρι,
πότε σ’ αγρύπνιες μυστικές μάς κράζει απάνω,
να μετρηθούμε με την άβυσσο...
Σύντροφοι, πριν βγει
το φώς
και μες στα δίχτυα του
μάς κλείσει
αχ, κι ας προλάβουμε
να ιδούμε στα σκοτάδια,
σ’ ένα βλεφάρου ανοιγοσφάλισμα...
Τί, αλί μας, μάτια δεν
είν’ ακόμα αυτά, μόν’ είναι τρύπες
μες στα κρανία μας,
και πιο πάνω απ’ όλα τ’ άστρα
έχει ο ’Απόλλωνας τις ρίζες του βυθίσει !...
Μόν’ τάξετε όλη σας τη
δύναμη στα σκότη,
τί ο ήλιος φτάνει και ψαρεύει την ψυχή Σας
σε δίχτυα ολόχρυσα, και βγαίνει το φεγγάρι
και σπαταλάτε μέσα σ’ όνειρα το νου Σας.
Μα Εσάς ο νους Σας
έχει ρίζες στον Αιθέρα,
και τα χρυσά του ήλιου να σπάσει δίχτυα πρέπει,
κι’ απάνω απ’ τα όνειρα να πιάσει την πηγή του ! »
(Ο Δαίδαλος στην
Κρήτη)
Υπάρχουν, υστέρα, τα
τρία Ορφικά Σύμβολα : Το Άγιο Κλήμα, το Ιερό Στάχυ και το Μυστικό Ρόδο.
Ο Σικελιανός τα
ερμηνεύει ένα-ένα. Το κλήμα συμβολίζει τον άνθρωπο σαν σάρκα και
πνεύμα. Όπως το κλήμα «βυζαίνει τα σκοτάδια της Γής και
πίνει απ’ τα ουράνια δρόσο» και συνταιριάζει στις φλέβες του, το σκότος με το
Φώς, έτσι και ο άνθρωπος, στη διφυή του σύσταση, έχει τη δύναμη να
αποβλέψει στην «Άγια Μέθη», την πνευματική λύτρωση. Το στάχυ δεν
είναι παρά το σύμβολο της αναγεννήσεως της ζωής, πού το χρησιμοποίησε και
ο ’Ιησούς.
Όσο για το Ρόδο των
Ορφικών, πού υπενθυμίζει τα Μυστήρια της Ίσιδος, ο ποιητής, στην τραγωδία « Ο
Διθύραμβος του Ρόδου», το επιφυλάσσει για εκείνους τούς ανθρώπους, πού θα
φθάσουν στην ψηλότερη μύηση, πού είναι η ειρήνη και η
αγάπη προς όλα τα όντα.
Ο Σικελιανός δεν θέλει
τούς ανθρώπους να καθυλωθούν στης Γής τη λάσπη, άλλ’ ούτε
να ξεχάσουνε την τωρινή τους πατρίδα.
Ταπεινοί, ελεύθεροι
από φιλοδοξία, φθασμένοι στη σύνθεση του κόσμου, να ζούνε μέσα
στον κόσμο, παραγωγικοί, ειρηνοποιοί.
Καθώς έλεγε ο
Ορφέας :
«Φυλαχτείτε από
του πλούσιου το τραπέζι
τί άλλο πλατύ
τραπέζι από της Γής δεν είναι.
Και μη χωρίστε από τη
Γή, θαρρώντας
ψηλότερα από τούτη να
καθίστε
σε θρόνο δόξας
ψεύτικης,
το θρόνο της Γής σαν
έχετε όλο.
Αλλ’ ό,τι βγαίνει από
τη Γή, στυλώστε το,
είτ’ αμπέλι, είτε
δεντρί, κι’ αν γέρνει,
δώσετέ του και το ίδιο
Σας ραβδί
να το στεριώσει, το
ίδιο Σας δόρυ...
Έτσι πού, μια μέρα,
ο Όρθιος Σκοπός να
λάμψει απ’ άκρη σ’ άκρη
της Γής, και
απέραντου βασίλειου σκήπτρο,
το Ρόδο να ’χει κάθε
λαός στο χέρι!»
«Όλο ν’
αθλείς!», διατάζει και ο Ορφέας.
Και ακόμα υπάρχει στην
ποίηση του Σικελιανού η Ορφική, η κρυφιόμυστη Σιγή. Είναι η «αιώνια Σιγή», η
«ολάνθιστη Σιωπή», η «Ηλύσια σιωπή», τραγουδημένη σε όλους τούς τόνους,
η σιωπή «πού φανερώνει όλη τη δύναμη του νου και ξεσκεπάζει τα απόκρυφα
μυστήρια της καρδιάς».
Πέραν όμως από τα
εξωτερικά γνωρίσματα του Ορφισμού, πού όλα απαντώνται στην ποίηση του
Σικελιανού, υπάρχει, μεταπλασμένη
σε στίχους, όλη η
φιλοσοφία του «πατρός των μυσταγωγών».
Αν και στη «θεογονία»
του διαλαλεί πώς μένει «ελεύθερος Βωμός», από όλα τα «άγια βρέφη» της μυθολογίας,
ο Σικελιανός είναι ένας Ορφικός. Όχι μονάχα στην ποίηση του, μα και στην καθημερινή
του ζωή, του άρεσε να επαναλαμβάνει το «Ορφαϊκόν ομοούσιον», την ενότητα των
πάντων. Στον «Δαίδαλο στην Κρήτη» κηρύττει πώς η γη κι ο ουρανός είν’ ένα
πράμα, και η γη μπορεί να σμίξει με τ’ αστέρια καθώς βαθύ σμίγει χωράφι με
χωράφι. Και στον «Διθύραμβο του Ρόδου» δεν δίνει σημασία ποιος από όλους τούς
μαθητές του Ορφέα θα μιλήσει, γιατί όλοι είναι μια ψυχή, όλοι είναι ένα. Παραδέχεται
ακόμη ο Σικελιανός τον «μεγάλο Νόμο της ’Αναλογίας», πού επαναλαμβάνει στο
πέρασμα των πολιτισμών τις ίδιες αιώνιες αρχές και θυμίζει όχι μονάχα τον
Ορφέα, αλλά και Ερμή τον Τρισμέγιστο.
Ακολουθώντας το
«Ορφαϊκόν ομοούσιον», ενδύει με τον λαμπρό του στίχου του χιτώνα την πίστη των
Ορφικών, πώς το σώμα του ανθρώπου είναι φυλακή του αληθινού εαυτού του, του
πνευματικού, εκείνου πού έλκει από τον Ουρανό την καταγωγή του και πώς έχει
επάνω στην γη προορισμό να εκπαιδευτεί και να ξαναγυρίσει νοσταλγός στη φωτεινή
πηγή του, στο άφραστο Εν.
Να πώς μιλάει ο
ποιητής για το δράμα της εξορίας της ανθρώπινης ψυχής πάνω στη γη :
Του μυρμηγκιού ποτέ δε
σκέφθηκες τη μοίρα;
Πρωτογεννιέται με
φτερά, μα ξάφνου πάλι
τα χάνει ετούτα τα
φτερά και μες στο χώμα
κουφοδουλεύει, κι
ουρανός το χώμα του είναι.
(Δαίδαλος στη Κρήτη)
πώς το σκουλήκι
ξαφνικά φτερά θα βγάλει;
Ετσ’ η ψυχή του κάθε
ανθρώπου κρύβει ακέριο
μέσα της Θεό, να
λυτρωθεί πλατιά πού πρέπει...
(Διθύραμβος του Ρόδου)
Τι εγώ είμαι απάνω απ’
το σταυρό κι απάνω απ’ τα καρφιά μου.
Σα μέγα κλήμα τα
τσαμπιά πόχει βαρειά κρεμάσει
και το κρασί της πιο
τρανής θα σάς ποτίσει Μέθης.
Με μένα αν ενωθήκατε,
κι όλον τον κόσμο ενώστε...
Δεν κάτεχα τ’ όνομά
σου,
ώ Μούσα
ξέχωρη στις Μούσες,
άγιος πύργος,
μοναχή!
Κι’ ώ θάμα,
άμοιαστο θάμα,
ως το πρωτάκουσα
βαθιά!
Γιατί δεν ήταν
μιά πού σ' έκραζε και
σ’ ονομάτιζε φωνή!
Μα ώ, Καλωσύνη !
τ' όνομά σου
έξυπνα από παντού,
σαν όταν ατά νησιά τού
Αιγαίου,
άπ’ τα μελτέμια πού
φυσάνε ακράτητα,
οι καμπάνες, με
τον άνεμο, χτυπάνε μοναχές!..
Είναι η βαθιά πίστη
στη γη, όχι η φυγή από τον κόσμο, είναι η νοσταλγία, παράλληλα, και όχι η
αφέλεια πώς εδώ είναι η αρχή και το τέλος της ζωής, είναι η σοφή διάκριση
ανάμεσα στα εφήμερα και τα άφθαρτα είναι η προθυμία για υπηρεσία είναι, τέλος,
η απέραντη αισιοδοξία, αφού «αν είναι η μέρα βροχερή, σέρνει πιο πλούσιο φώς,
μα κι ο σεισμός βαθύτερη τη χτίση θεμελιώνει»...
Αρματωμένος με τέτοια
πανοπλία, μια ημέρα ο ποιητής ξεκίνησε από την Αθήνα για την ’Ελευσίνα,
περνώντας από την Ιερά Οδό, το μεγάλο «δρόμο της Ψυχής». Τον προσπερνούσαν
βοϊδάμαξες γεμάτες θημωνιές ή ξύλα και ανθρώπινοι ίσκιοι Μα σα να χάθηκε όλος ο
κόσμος κι απόμεινε μονάχα η φύσις, θρονιάστηκε σε μία πέτρα, στην
άκρη του δρόμου ριζωμένη και σαν μέσα σε φαντασία πέρα από τα
χρόνια, βλέπει τρεις ίσκιους: έναν Ατσίγγανο με δύο αλυσωμένες αρκούδες. Και
πιο πολύ πρόσεχε την μεγάλη αρκούδα και την είδε σαν σύμβολο μαρτυρικό όλου του
κόσμου, τωρινού και περασμένου, σύμβολο όλου τού πανάρχαιου πόνου, του κόσμου
πού δεν πλήρωσε ακόμα το φόρο της ψυχής και βρίσκεται στον Άδη. Σκλάβος κι
αυτός του κόσμου, έριξε τη δραχμή του στο ντέφι...
«Θά ρτει τάχα ποτέ, θέ
νά ρτει η ώρα πού η ψυχή της αρκούδας και του Γύφτου, κ’ η ψυχή μου, πού
Μυημένη την κράζω, θα γιορτάσουν μαζί;»
Κι’ ως προχωρούσα, κ’
εβράδιαζε, ξανάνιωσα άπ’ την ίδια πληγή, πού η μοίρα μ’ άνοιξε, το σκότος να
μπαίνει ορμητικά μες στην καρδιά μου, καθώς από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει το
κύμα σε καράβι πού ολοένα βουλιάζει...
Κι’ όμως τέτοια ως να
διψούσε πλημμύρα η καρδιά μου, σα βυθιστεί ως να πνίγηκε ακέρια στα σκοτάδια,
σά βυθίστηκε ακέρια στα σκοτάδια, ένα μούρμουρο απλώθη απάνωθέ μου, ένα
μούρμουρο,
κι’ έμοιαζ’ έλεε : «Θά
ρτει...»
«Είμαι παιδί της Γής και του έναστρου Ουρανού, αλλά πατρίδα μου είναι ο Ουρανός».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου