ΑΠΑΝΤΗΣΗ TOY DIDEROT ΣΤΟΝ ΒΟΛΤΑΙΡΟ
Κύριε,
Η στιγμή που έλαβα την επιστολή σας ήταν μία από τις
ομορφότερες της ζωής μου.
Σας είμαι απείρως υπόχρεος για το δώρο με το οποίο
συνοδευόταν.
Δε θα μπορούσατε να στείλετε το έργο σας σε κάποιον
που να είναι μεγαλύτερος θαυμαστής σας από μένα. Φυλάσσουμε σαν κάτι πολύτιμο
τα σημάδια της ευμένειας των μεγάλων εγώ, που δεν έχω γνωρίσει ποτέ πραγματικά
διάκριση μεταξύ των ανθρώπων, εκτός από εκείνη που επιβάλλουν οι προσωπικές
αρετές, τοποθετώ αυτή την έκφραση της εκτίμησής σας τόσο πιο πάνω από τα
δείγματα εύνοιας των ισχυρών, όσο οι ισχυροί είναι πιο κάτω από σας.
Τώρα, ας σκεφτεί ο λαός ό,τι θέλει για την Επιστολή μου για
τους τυφλούς εσείς δεν την απορρίψατε· οι φίλοι μου θα τη βρουν
καλή, αυτό μου αρκεί.
Δεν ενστερνίζομαι τα πιστεύω του Saunderson περισσότερο απ’ ό,τι εσείς αλλά
αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να συμβαίνει επειδή βλέπω. Αυτές οι σχέσεις, που σε
μας προκαλούν τόσο ζωηρή έκπληξη, δεν έχουν την ίδια λάμψη
για έναν τυφλό. Εκείνος ζει σε ένα αιώνιο σκοτάδι και το σκοτάδι
αυτό θα πρέπει να προσθέτει πολλή ισχύ στους μεταφυσικούς του
συλλογισμούς. Είναι συνήθως κατά τη διάρκεια της νύχτας που πυκνώνει η ομίχλη,
που μου κρύβει την ύπαρξη του θεού· η ανατολή του ήλιου όμως τη διαλύει πάντα.
Αλλά τα σκοτάδια διαρκούν συνεχώς για έναν τυφλό, και
ο ήλιος δεν ανατέλλει παρά μόνο για όσους βλέπουν. Δεν πρέπει να φαντάζεστε
ότι ο Saunderson πρέπει να αντιλαμβάνεται αυτό που
εσείς θα είχατε αντιληφθεί στη θέση του, δεν μπορείτε να υποκαταστήσετε κανέναν
δίχως να αλλάξετε ολοκληρωτικά το ερώτημα.
Να κάποιοι συλλογισμοί που δε θα είχα παραλείψει να
αποδώσω στον Saunderson, χωρίς το φόβο που έχω για όσους
τόσο καλά μου περιγράψατε.
Αν δεν είχαν υπάρξει ποτέ όντα, θα τον είχα βάλει να
πει, δε θα είχαν υπάρξει ποτέ διότι, για να δώσει κανείς στον εαυτό
του ύπαρξη, πρέπει να ενεργήσει, και για να ενεργήσει, πρέπει να είναι. Αν δεν
είχαν υπάρξει ποτέ παρά μόνο υλικά όντα, δε θα είχαν υπάρξει ποτέ πνευματικά-
διότι τα πνευματικά όντα ή θα είχαν δώσει τα ίδια στον εαυτό τους την ύπαρξη, ή
θα την είχαν δεχτεί από τα υλικά όντα- αν είχαν δώσει τα ίδια στον
εαυτό τους την ύπαρξη, θα είχαν ενεργήσει προτού ακόμη αρχίσουν να υπάρχουν-
αν την είχαν δεχτεί από τα υλικά όντα, θα ήταν τρόποι ή τουλάχιστον
αποτελέσματα της ύλης, πράγμα που δεν είναι καθόλου αυτό που εσείς έχετε κατά
νου.
«Αλλά, αν δεν είχαν υπάρξει ποτέ παρά πνευματικά όντα,
θα δείτε ότι δε θα είχαν υπάρξει ποτέ και υλικά όντα. Η σωστή φιλοσοφία δε μου
επιτρέπει να υποθέσω στα πράγματα παρά αυτό μόνο που αντιλαμβάνομαι με τρόπο
ξεκάθαρο- αλλά δεν μπορώ να αντιληφθώ στο πνεύμα ιδιότητες άλλες
από εκείνες της βούλησης και της σκέψης. Και, όσο δεν μπορώ να συλλάβω ότι το
μη ον και τα υλικά όντα θα μπορούσαν να ενεργήσουν πάνω στα πνευματικά όντα,
άλλο τόσο δεν μπορώ να συλλάβω ότι η σκέψη και η βούληση θα μπορούσαν να
ενεργήσουν πάνω στα υλικά όντα ή πάνω στο μη ον. Να υποστηρίζουμε ότι δεν
μπορεί να υπάρξει δράση του μη όντος και των υλικών όντων πάνω στα αμιγώς
πνευματικά όντα, επειδή δεν έχουμε καμία αντίληψη της δυνατότητας μιας τέτοιας
δράσης, σημαίνει ότι αποδεχόμαστε ότι δεν μπορεί να υπάρξει και δράση των
αμιγώς πνευματικών όντων πάνω στα σωματικά διότι η δυνατότητα αυτής
της δράσης δεν μπορεί να γίνει περισσότερο αντιληπτή.
«Έπεται, λοιπόν, από αυτή την ομολογία και από το
συλλογισμό μου, θα συνέχιζε ο Saunderson, ότι το σωματικό ον δεν είναι λιγότερο ανεξάρτητο από το πνευματικό ον, απ’
ό,τι το πνευματικό ον από το σωματικό ότι συνθέτουν μαζί το σύμπαν, και ότι το
σύμπαν είναι θεός. Πόση ισχύ δε θα προσέδιδε σ’ αυτό το συλλογισμό η γνώμη που
μοιράζεστε με τον Locke, ότι η σκέψη θα μπορούσε κάλλιστα
να είναι μια τροποποίηση της ύλης.»
«Αλλά, θα του αποκρινόσασταν, και τι γίνεται μ’ αυτές
τις άπειρες σχέσεις που ανακαλύπτω στα πράγματα, τι γίνεται μ’ αυτή τη θαυμαστή
τάξη που γίνεται έκδηλη από κάθε πλευρά; Για όλα αυτά τι θα μπορούσα να
σκεφτώ; —Ότι πρόκειται για μεταφυσικά όντα, που δεν υπάρχουν παρά μόνο μέσα στο
μυαλό σας, θα σας απαντούσε. Γεμίζουμε ένα τεράστιο πεδίο με πλίνθους και
κεράμους ατάκτως ερριμμένους, αλλά μέσα εκεί το σκουλήκι και τα μυρμήγκια
βρίσκουν κατοικίες αρκούντως βολικές. Τι θα λέγατε γι’ αυτά τα έντομα, αν παίρνοντας
ως πραγματικές τις σχέσεις των τόπων κατοικίας τους, εκστασιάζονταν με την
ομορφιά αυτής της υπόγειας αρχιτεκτονικής, και με την ανώτερη νόηση του
κηπουρού που διευθέτησε τα πράγματα για χάρη τους;»
Α! Κύριε, πόσο εύκολο είναι για έναν τυφλό να χαθεί
μέσα σε ένα λαβύρινθο παρόμοιων συλλογισμών και να πεθάνει άθεος, πράγμα που
ωστόσο δε συνέβη καθόλου στον Saunderson. Επικαλείται τη θεία αντίληψη του θεού του Clarke, του Leibniz, και του Νεύτωνα, όπως οι Ισραηλίτες επικαλούνται το θεό του Αβραάμ, του
Ισαάκ και του Ιακώβ, διότι βρίσκεται λίγο-πολύ σε παρόμοια θέση. Του αφήνω αυτό
που μένει στους πιο αμετάπειστους σκεπτικιστές: την ελπίδα πάντα ότι μπορεί να
κάνουν λάθος. Αλλά είτε αυτό είναι έτσι είτε όχι, δε συμφωνώ καθόλου μαζί τους.
Πιστεύω στο Θεό, μολονότι ζω πολύ καλά μαζί με τους άθεους. Έχω καταλάβει ότι
τα θέλγητρα της τάξης τους αιχμαλώτιζαν, μολονότι οι ίδιοι είχαν αρκετή ότι ενθουσιάζονταν με το ωραίο και το καλό,
και ότι δεν μπορούσαν, όταν είχαν γούστο, ούτε να ανεχτούν ένα κακό βιβλίο,
ούτε να ακούσουν με υπομονή ένα κακό κονσέρτο, ούτε να υποφέρουν στο γραφείο
τους έναν κακό πίνακα, ούτε να κάνουν μια κακή πράξη.
Να όλα όσα μου χρειάζονται. Λένε ότι όλα είναι
αναγκαιότητα. Σύμφωνα μ' αυτούς, ένας άνθρωπος που τους προσβάλλει, δεν τους
προσβάλλει με καθόλου πιο ελεύθερο τρόπο από τον τρόπο με τον οποίο τους
τραυματίζει ένα κεραμίδι που ξεκολλάει και τους πέφτει στο κεφάλι.
Όμως καθόλου δε
συγχέουν αυτές τις αιτίες, και ποτέ δεν οργίζονται με το κεραμίδι, άλλο ένα
ατόπημα που με καθησυχάζει. Είναι, λοιπόν, πολύ σημαντικό να μην μπερδεύουμε
το κώνειο με το μαϊντανό, αλλά καθόλου, αν θα πιστέψουμε ή όχι στο θεό: «Ο
κόσμος, θα έλεγε ο Montaigne, είναι μία μπάλα που την άφησε
στους φιλοσόφους για να παίζουν χωρίς να διακυβεύουν τίποτε»· και θα έλεγα σχεδόν το ίδιο για τον ίδιο
το θεό.
Θα ερχόμουν, κύριε, με όλη τη σπουδή, που μπορεί
κανείς να φανταστεί, να συζητήσω, ή μάλλον να διαφωτιστώ μαζί σας πάνω σ’ αυτές
τις πολύ υψηλές και πολύ άχρηστες αλήθειες- αλλά είμαι αλυσοδεμένος στην
απομόνωσή μου από οικογενειακές θλίψεις που δε μου αφήνουν σχεδόν καμία
ελευθερία πνεύματος- από πάμπολλες ασχολίες που θα μπορούσαν να πλουτίσουν κάθε
άλλον εκτός από μένα, και που φέρνουν αναστάτωση στις υποθέσεις μου, και
εξαντλούν τον χρόνο μου, και από ένα βίαιο πάθος που ορίζει σχεδόν ολοκληρωτικά
το είναι μου. Αχ φιλοσοφία, φιλοσοφία: σε τι λοιπόν είσαι καλή, αν ούτε τους
παροξυσμούς του πόνου και των θλίψεων μπορείς να αμβλύνεις, ούτε το κεντρί των
παθών;
Αν ποτέ αισθανθώ την ψυχή μου λίγο πιο ελεύθερη, και
το πνεύμα μου λίγο περισσότερο σε κατάσταση να υποστηρίξει την καλή γνώμη που
μου φαίνεται πως έχετε σχηματίσει για μένα, θα εμφανιστώ ξαφνικά, θα μπορέσω να
δω με τα μάτια μου αυτό τον απίστευτο άνθρωπο, του οποίου τα γραπτά κάθε φορά
με γοητεύουν, στον οποίο χρωστώ το λίγο φιλοσοφικό ύφος και πνεύμα που έχω, που
διαθέτει σε βαθμό εκπληκτικό όλα τα χαρίσματα μαζί, στον οποίο όλα τα είδη της
λογοτεχνίας είναι οικεία, και που στο καθένα από αυτά έχει διαπρέψει σα να ήταν
αυτό το μοναδικό αντικείμενο της μελέτης του. Προς το παρόν, είμαι στην
κατάσταση ενός ατόμου περιορισμένου στη δύναμη της αδράνειάς του, και που μια
τεράστια σφαίρα, που ωθείται από μια δική της θαυμαστή ταχύτητα, προσκαλεί σε
σύγκρουση.
Συγχωρήστε με, κύριε, αν την αποφεύγω προσωρινά, και
επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω ένα έργο που δεν είναι πάρα πολύ καλό, αλλά που
και πάλι αξίζει περισσότερο από μένα. Είναι τα Υπομνήματά
μου πάνω σε διάφορα θέματα μαθηματικών. Δε σας τα έστειλα
εγκαίρως, γιατί είχα μάθει ότι ήσασταν στην αυλή της Luneville, ή στον πύργο του Cirey. Στέλνω μαζί ένα αντίγραφο στον δικό σας πύργο, για τη
μαρκησία du Chatelet. Θα βρει, στο τελευταίο από αυτά
τα υπομνήματα, την απόδειξη πως οι επιβραδύνσεις, που η αντίσταση του αέρα
επιφέρει στην κίνηση του εκκρεμούς, είναι όπως τα τετράγωνα των διαγραφομένων
τόξων, και όχι όπως τα τόξα, έτσι όπως ο Νεύτων, φαίνεται να έχει υποθέσει.
Ίσως, όμως, οι διαφορές εδώ να είναι τόσο αμελητέες, που μπορούμε να πάρουμε
χωρίς κίνδυνο λάθους είτε τα τόξα είτε τετράγωνα των τόξων για την έκφραση της
επιβράδυνσης. Αυτό άλλωστε η κυρία μαρκησία du Chatelet το γνωρίζει ασφαλώς καλύτερα από
εμένα.
Θα τολμούσα να σας παρακαλέσω, κύριε, να της μεταβιβάσετε
τον πολύ ταπεινό μου σεβασμό και τις δικαιολογίες μου— είναι οι ίδιες που σας
έλεγα πριν λίγο. Με όλη την τιμή του σεβασμού και της αφοσίωσης που ένας μικρός
μαθητής οφείλει στο δάσκαλό του.
Κύριε,
Παρίσι 11 Ιουνίου 1749.
Ο πολύ ταπεινός και πολύ
υπάκουος υπηρέτης σας Diderot
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου