ΤΑ ΜΑΡΙΝΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑ
Το ‘φερε η τύχη και μ’ άφησε ο Μήτσος πεντακόσια μέτρα απ’ τον Άγιο Βασίλειο.
Μήτσο, προς αποφυγήν παρεξηγήσεως, λένε τ’ αμάξι μου. Δεν το βάφτισα εγώ
έτσι, το βάφτισε πριν τ’ αγοράσω εγώ ο πρώτος του ιδιοκτήτης, ο ταξίαρχος, και
βέβαια τ’ όνομα τού ‘μείνε, - άσχετα που δημοσίως ποτέ δεν το μεταχειρίζομαι,
γιατί, έτσι πιστεύω, στους ανθρώπους και στ’ αυτοκίνητα τα ονόματα ποτέ δεν
αλλάζουν. Κάπνιζα λοιπόν και σκεφτόμουνα τι διάβολο να ‘παθε.
Είναι ένα Σίμκα του ’71, Σίμκα-Κράισλερ για την ακρίβεια, το Σπέσιαλ, και
το ‘χω σε άθλια κατάσταση, γιατί - ενώ έχω πλήθος ανταλλακτικά- δεν αξιώθηκα
ποτέ να βρω τα λεφτά και, κυρίως, να πάρω την απόφαση να το φτιάξω. Το πρόβλημα
δεν είναι στη μηχανή' είναι στις λαμαρίνες, που είναι όλες σάπιες, και
χρειάζονται έναν Πακτωλό λεφτά για να φτιαχτούνε' έτσι, επειδή με πονάει να
φαίνεται τ’ αυτοκίνητό μου σακαράκα, αφήνω και τη μηχανή να πηγαίνει κατά
διαβόλου, ενώ στην πραγματικότητα δεν θέλει τίποτα, καμιά φλάντζα εδώ, κανά
λάστιχο παρά πέρα, ά, και να βάζω νερό και λάδια πού και πού. Κατά συνέπεια μ’
αφήνει πότε-πότε, για μαλακίες, για ένα τίποτα, κι εγώ, ο μαλάκας, άσχετος από
μηχανή 40 χρόνια οδηγός, κάθομαι και καπνίζω και σκέφτομαι τι μπορεί να ‘παθε
τ’ αμάξι και πώς μπορεί να μη χάσω το πλοίο.
Διότι έφευγα για Σαμοθράκη πρέπει να σας πω, και μη μου πείτε «καλά ρε
τρελλέ, με 40 χρονών αμάξι βγήκες για ταξίδι;» γιατί θα σας απαντήσω ότι πρώτον
δεν είναι 40 χρονών, είναι 39, του ’71 μοντέλο, και δεύτερον ότι ο
υποφαινόμενος, δηλαδή εγώ, είμαι του ’51 μοντέλο και στίβω πέτρα άμα λάχει.
Αφού λοιπόν εγώ, το αφεντικό, δουλεύω ακόμα και δεν καταλαβαίνω τίποτα, απαιτώ
το ίδιο κι απ’ τον
εργάτη
μου, δηλαδή το Σίμκα, που στο κάτω-κάτω είναι και πιτσιρίκι μπροστά μου.
Κατέβηκα λοιπόν κι άνοιξα το καπό.
Τώρα, όσον αφορά την μηχανή, δύο βασικά πράγματα - όσο κι αν είμαι
ντουγάνι, τα καταλαβαίνω. Πρώτον κοιτάμε τα λάδια, ωραία, έχουμε λάδια, και
τώρα κοιτάμε τα νερά, γιατί ανέβασε και θερμοκρασία ο δείκτης. Ανοίγουμε την
τάπα, με προσοχή μη μας έρθει στα μούτρα απ’ την πίεση και τα λοιπά, και
βλέπουμε ότι δεν υπάρχει σταγόνα νερό. Μάλιστα. Δηλαδή πάλι καλά που έσβησε,
διότι αλλιώς θα την πετάγαμε την αντίκα. Πήγα στο πίσω κάθισμα και πήρα ένα
δίλιτρο πλαστικό μπουκάλι κόκα-κόλας με νερό, που το ‘χω πάντα μαζί μου για να
καθαρίζω τα τζάμια, επειδή δεν δουλεύουν οι τζαμοκαθαριστήρες. Έκανε μία
«χλουπ» και το πήρε όλο με άνεση. Ευτυχώς δίπλα είχε μπουγατσατζίδικο, πήγα και
ξαναγέμισα, ευγενέστατοι οι άνθρωποι. Άλλες 3 βόλτες χρειάστηκα. Μέχρι τώρα δεν
ήξερα πόσο νερό παίρνει όλο το σύστημα, τώρα ξέρω: 8 λίτρα παίρνει. Μετά έβαλα
προσεκτικά την τάπα στην θέση της, έκλεισα το καπό και μπήκα πάλι στ’ αμάξι.
Έβαλα μπροστά. Πήρε με τη μία.
Κοίταξα τα όργανα, (διότι έχει και όργανα το ταμπλό, και δουλεύουν όλα
θαυμάσια εκτός από το ρολόι), και είδα ότι οι ενδείξεις ήταν όλες άριστες:
θερμοκρασία, πίεση λαδιού, βενζίνη, όλα άψογα. Και η μηχανή ακούγονταν μιά
χαρά. Έβαλα πρώτη και, όχι χωρίς κάποια αίσθηση ηρωισμού, ξεκίνησα. Ευτυχώς ο
Περιστερώνας ήταν κοντά.
Λέω "ευτυχώς", γιατί σταματάω Πάντα στον Περιστερώνα για καφέ
όποτε πηγαίνω Σαμοθράκη. Και, μια και σταμάτησα, είπα να ρίξω πάλι μια ματιά
στα νερά. Και λείπαν έξι λίτρα. Από κάπου έχανε. Και πολύ.
Ο βενζινάς ήταν φιλικότατος: «Να!» μου είπε. «Από ‘δω χάνει. Δες! Το
λάστιχο είναι κομμένο». Τι κομμένο, διαλυμένο ήταν. Τον κοίταξα. «Τι να σου
πω», μου λέει, «μηχανικός δεν υπάρχει, αλλά και να υπήρχε τι θα μπορούσε να
κάνει; Χρειάζεται -βλέπεις;- καινούργιο κολάρο. Και πού να βρεις τέτοιο κολάρο.
Οδική Βοήθεια δεν έχεις;»
Δεν είχα. Ούτε ασφάλεια γενικώς είχα, διότι είχε λήξει. Ούτε Κ.Τ.Ε.Ο. είχα
περάσει, αλλά αυτά, τα υπόλοιπα, δεν του τα είπα. Έμεινα να κοιτάζω το κομμένο
λάστιχο, κι αυτός πήγε να βάλει βενζίνη δίπλα, σ’ ένα άλλο αυτοκίνητο που μόλις
είχε σταματήσει. Κι όπως κοίταζα τα μυστηριώδη βάθη της μηχανής, νιώθω ένα χέρι
στον ώμο μου, και γυρνάω και βλέπω τον Γιωργάκη.
Τώρα, όταν λέμε “Γιωργάκης”, μιλάμε για έναν τσίφτη 23 χρονών, - όπου να
‘ναι τα κλείνει -, στο μπόι μου σχεδόν, δηλαδή ψηλός, και λυγερός και κούκλος
πανάθεμά τον.
Τέσσερα χρόνια είχα να τον δω. Ή να τον ακούσω.
«Τζωρτζ!», φωνάζω, αγκαλιές, φιλιά, τον σπρώχνω να τον ξανακοιτάξω, «τι
κάνεις ρε μπαγάσα;» του λέω.
«Καλά είμαι», μου λέει. Δείχνει χαρούμενος που με βλέπει. «Εσύ τι
κάνεις».
«Πάω Σαμοθράκη», του λέω ευέλικτα. «Σαμοθράκη...» συλλαβίζει
αργά, και τα μάτια του μεγαλώνουν. Θυμάται. Έχουμε πάει μαζί στη Σαμοθράκη.
Δώδεκα; Δεκατρία χρόνια θα ‘χει; Τόσα.
Ποτέ δεν είχα καταλάβει αν πέρασε καλά στη Σαμοθράκη. Σκοτωνότανε βέβαια
συνέχεια με τη μάνα του, αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα' μπορεί τελικά να είχε
περάσει καλά. Πάντως φαίνεται ότι οι αναμνήσεις του είναι καλές.
«Ωραία ήτανε», καταλήγει. «Θυμάσαι;» μου λέει εμένα.
Πώς δε θυμάμαι. «Καλά ρε», λέω, «εσύ τι νόμιζες, ότι ξεκούτιανα;» Γελάει.
«Κι όχι μόνο θυμάμαι, αλλά και τα κατσικάκια που κατέβαζες, ένα-ένα τα
θυμάμαι, - εσύ, που κανονικά δεν τα ‘βαζες στο στόμα σου- και
που έλεγες συνεχώς “βαριέμαι, βαριέμαι, βαρέθηκα, θα βαρεθώ, αν
βαρεθώ όμως θα φύγουμε” θυμάμαι», γελάει, «και που βούτηξες στη βάθρα
του Φονιά, που εγώ φοβόμουνα να μπω...»
«Ναι», με διακόπτει, «σιγά μη φοβόσουνα! Έκανες ότι φοβάσαι για να μου
δώσεις θάρρος εμένα, τι, νόμιζες ότι δεν το καταλάβαινα;»
Εγώ βέβαια στ’ αλήθεια φοβόμουνα, μην πάθω καμμιά κρυοπληξία δηλαδή, (γιατί
το νερό ήτανε παγωμένο), αλλά κάνω την πάπια, διότι και να επιμείνω ότι
φοβόμουνα δεν θα με πιστέψει, άσε που με συμφέρει κι όλας έτσι που τα θυμάται.
«Τέλος πάντων», λέω, «ας αφήσου με τη Σαμοθράκη, εσύ πες μου ρε
μπαγάσα, τι κάνεις; Για πού το ‘βαλές; Διακοπές, ε;»
«Α, μπα», μου λέει, «για δυό - τρεις μέρες πάμε στην Ολυμπιάδα, διακοπές
πήγαμε, τρεις βδομάδες στα νησιά ήμασταν».
Τότε σκέφτομαι και κοιτάω μέσα στ’ αμάξι του. Βλέπω ένα κορίτσι στο
μπροστινό κάθισμα, αλλά ο Γιωργάκης δε λέει τίποτα και προτιμά) να μην κάνω
κανένα σχόλιο. Δεν είχα προλάβει να τον δω με κορίτσι.
«Το αμαξάκι καινούργιο;» του δείχνω με το μάτι.
«Ε,
βέβαια», μου λέει, «καλό βγήκε;» του λέω, «ούου», μου λέει, «καιρό το
‘χεις;» του λέω, «κοντά ένα χρόνο», μου λέει, «φαίνεται
τζάμι», του λέω. «Ε, βέβαια», μου λέει. «Και με τη σχολή πότε
τελειώνεις;» τον ρωτάω.
«Ε, έχω ακόμη», απαντάει. «Καλά κάνεις», του λέω' «γρήγορα τ’ αμάξι, αργά
το πανεπιστήμιο. Σωστός!»
Γελάμε. «Και για φαντάρος πότε σχεδιάζεις;» ρωτάω. «Ε», μου λέει, «άσε
πρώτα να τελειώσω και μετά βλέπουμε. Έχω καιρό». «Βρε καλά κάνεις», του λέω'
«εγώ, που υπηρετώ τόσα χρόνια την πατρίδα, τι κατάλαβα;»
Ξεκαρδίζεται. Ξέρει ότι δεν πήγα φαντάρος. «Πάντως τον μισό δρόμο μέχρι τη
Φερράρι τον έκανες», αλλάζω πάλι κουβέντα. «Ε όχι και τον μισό δρόμο», λέει.
«Ακόμα έχουμε...». Γελάμε και οι δύο.
Χαίρομαι που στεκόμαστε έτσι και γελάμε. Κοντά 9 χρόνια τον είχα κοντά μου
και τον μεγάλωνα, δηλαδή τρίχες τον μεγάλωνα, μόνος του μεγάλωσε. Εγώ
προσπαθούσα μονάχα να βάζω μέλι στις γκρατζουνιές, αυτό έκανα.
«Εσύ ακόμα με το Σίμκα είσαι;» ρωτάει ρητορικά.
«Εμ, δε βλέπεις;» λέω κι εγώ ρητορικότερα.
«Βρε το θηρίο», λέει με προφανή εκτίμηση, «αντέχει ακόμα το σκυλί. Πόσο
χρονώ είναι; 30;» Τότε διόλου δεν το εκτιμούσε.
«Τι 30», του λέω, «39 και βάλε είναι, του 71 μοντέλο είναι. Αλλά τι να το
κάνω που είναι θηρίο; Θηρίο - ξεθηρίο άμα δεν το χαϊδεύεις και λίγο χέσε μέσα.
Να, πάλι μ’ άφησε».
Σηκώνει το κεφάλι του. «Τίποτα δεν έχει», μου λέει, «ένα κολλάρο σχίστηκε».
«Δεν ξέρω τι έχει», λέω φιλοσοφικά, «εγώ εκείνο που ξέρω είναι ότι το αμάξι δεν
κινείται».
Είχε χώσει πάλι το κεφάλι μέσα και κάτι έκανε με τα χέρια του. «Πάρτο!» μου
λέει, και μου δίνει κάτι πίσω απ’ την πλάτη του. Το παίρνω, είναι το λάστιχο,
είναι, είπαμε, σε αθλία κατάσταση, μου ‘κανε και χάλια τα χέρια μου. «Τι να το
κάνω;» του λέω. «Καν’ το κορνίζα!» φωνάζει απ’ το βάθος του καπό, δεν γελάω, «ή
κράτα το για δείγμα μπας και βρεις κάποια στιγμή κανένα ίδιο». «Μπα», πετιέται
ο βενζινάς, που έχει έρθει δίπλα και κοιτάει, «πού να βρει ίδιο, δεν υπάρχουν
στην αγορά, πού να βρει κολάρο για 30 χρονών αυτοκίνητο». «39», τον διορθώνω. Ο
Γιωργάκης έβγαλε πάλι το κεφάλι του. Κοίταξε αριστερά-δεξιά. Ήτανε δίπλα μιά
βρύση με λάστιχο ποτίσματος επάνω. «Μάστορα», λέει στον βενζινά, «σε πειράζει
να κόψω 20-30 πόντους λάστιχο;» «Δεν χρειάζεται», λέει ο βενζινάς, «έχω
καινούργιο στην αποθήκη, πάω να σου φέρω, μισό μέτρο φτάνει;» «20-30 πόντους
φτάνει», λέει ο Γ ιωργάκης.
Φιλοτιμήθηκε ο άνθρωπος, πήγε κι ήρθε. Ο Γιωργάκης κάτι έκανε με τα χέρια
του. «Αυτά τα λάστιχα είναι ειδικά για ν’ αντέχουν θερμοκρασίες», άρχισε να μου
εξηγεί μέσα από τη μηχανή. «Εγώ όμως έβγαλα το λάστιχο από το καλοριφέρ, το
έβαλα στη θέση του κομμένου, και απλά ήθελα ένα γερό λάστιχο για το κλείσιμο,
αυτό δεν χρειάζεται να ‘ναι ειδικό, εκεί το νερό που κυκλοφορεί είναι κρύο».
Έβγαλε το κεφάλι του, τεντώθηκε και με κοίταξε. «Έτοιμος», μου λέει. «Απλά
κάποια στιγμή πρέπει να το φτιάξεις κανονικά, γιατί έτσι δεν έχεις καλοριφέρ».
«Ποιος το γαμάει το καλοριφέρ Αυγουστιάτικα», λέω. «Νοέμβρη - Δεκέμβρη
βλέπουμε». Γελάσαμε. Τον κοίταξα. Μετά κοίταξα τον βενζινά με υπερηφάνεια.
«Πάντως μάστορα», του λέω, «χωρίς το λάστιχό σου δεν θα γινότανε τίποτα».
Γελάσαμε και οι τρεις. Μετά ο Γιωργάκης έξυσε το κεφάλι του. «Άντε», λέει,
λίγο μασημένα, «σιγά-σιγά καλύτερα να φεύγουμε. Θα ‘χει σκάση κι αυτή η καημένη
τόση ώρα εκεί μέσα». Πάλι δεν ρώτησα τίποτα. Το μόνο που είχα ήταν να τον
αποχαιρετήσω. «Έχεις δίκιο», του λέω. «Άντε! Να πάτε στο καλό!»
Τον έπιασα απ’ τους ώμους. «Κι ένα μεγάλο μπράβο ρε Τζώρτζ», του λέω.
«Είσαι φοβερός! Και χίλια ευχαριστώ να σου πω λίγα είναι, μ’ έσωσες». «Σιγά»,
μου λέει, «τι έκανα, δεν ήταν τίποτα». Κοιταζόμασταν. Πέρασαν μερικά
δευτερόλεπτα. Ένα-ένα. «Άντε», του λέω, «κάντε την τώρα, και να περάστε καλά,
μ’ ακούς; Και κάντε και καμιά βουτιά και για μένα». «Γιατί, εσύ τι θα κάνεις
στη Σαμοθράκη;» μου λέει. «Για σκέψου το λίγο!» του λέω. «Ωχ!» λέει, «κατάλαβα,
κατσίκια και τσίπουρα μέχρι πρωίας!» Γελάσαμε. Τον έπιασα και τον φίλησα
σταυρωτά. Με φίλησε κι αυτός. Τον έσπρωξα προς το αυτοκίνητο.
«Και όπως είπαμε!» του φωνάζω. «Ζώνη ασφαλείας και ΔΕΝ τρέχουμε!» Γέλασε
πάλι. Μπήκε μέσα, ένα χέρι κουνήθηκε στο παράθυρο κι έφυγε βολίδα. Πάντως ζώνη
ασφαλείας, - τον είδα-, έβαλε.
Μετά μπήκα κι εγώ στ’ αμάξι μου, κορνάρισα ευγενέστατα στον βενζινά, και
ξεκίνησα. Πήγαινα αργά, γιατί δεν βιαζόμουνα. Δεν είχα και μυαλό για να
οδηγήσω. Έξω απ’ τη Νέα Μάδυτο έκανα δεξιά, προς το χωριό, έκανα μανούβρα επί
τόπου και γύρισα ντουγρού πίσω, χωρίς στάση. Ο δυόσμος - έχω αυτοφυή δυόσμο
στον κήπο- ξεχείλιζε ανθισμένος και μοσχοβολούσε.
Κάθισα στη βεράντα. «Ηδύοσμος», σκεφτόμουνα. Ο πατέρας μου είχε ανακαλύψει
ότι ο δυόσμος ?-η λέξη- (βγαίνει από το
“ηδύοσμος”, - αυτός με την απολαυστική μυρωδιά -, και είχε κολλήσει στο βαζάκι
όπου τον φύλαγε μια ετικέτα, και “ηδύοσμος” είχε γράψει επάνω με τα ωραία του
γράμματα. Αργότερα βέβαια εγώ είχα πετάξει την ετικέτα, γιατί δεν μου αρέσουν
οι ετικέτες στα βάζα. Ύστερα θυμήθηκα που κάπου είχα ακούσει για
“διοσμαρίνια”. Λένε, άραγε, έτσι κάπου τον δυόσμο; Ή μήπως τα διοσμαρίνια δεν
είναι παρά τα “Διός μαρίνια”, τα μαρίνια του Δία, τα μαρίνια του Θεού; Σηκώθηκα
κι έκοψα μια αγκαλιά δυόσμο, να τον πάω στο Βογιατζή, και την πέταξα στ’ αμάξι,
στη θέση του συνοδηγού.
Κάθισα πάλι στη βεράντα. Νύχτωσε και ξημέρωσε. Μετά κοιμήθηκα καμιά- δυο
ώρες και ξεκίνησα πάλι για Σαμοθράκη. Στο δρόμο δεν είχα κανένα πρόβλημα, μόνο
που στην Καβάλα πλακώθηκα στα τσίπουρα και μετά, εξ αιτίας και της αϋπνίας, έξω
από το Πόρτο Λάγος ψιλοκατέρευσα, με αποτέλεσμα να πάω σ’ ένα κάμπινγκ εκεί,
στο Φανάρι, με σκοπό να πάρω έναν υπνάκο να συνέλθω, και τελικά πέρασα εκεί τη
νύχτα και με φάγανε και τα κουνούπια. Πάντως την άλλη μέρα έφτασα μια χαρά στη
Σαμοθράκη. Εκεί όμως, δεν πρόλαβα να βγω απ’ την Καμαριώτισσα, το Σίμκα μ’
άφησε πάλι. Ευτυχώς δεν ήταν τίποτα σοβαρό, μπουζί και πλατίνες.
«Τι ωραίος δυόσμος!» είπε ο άνθρωπος που μ’ εξυπηρέτησε. Περιέργως ήταν
ακόμα ολόφρεσκος, σαν μόλις να τον είχα κόψει. Του τον έδωσα όλον, με το ζόρι
του τον έδωσα, ντρεπότανε να τον πάρει. Μετά πήγα να βρω τον Βογιατζή.
«Για να δω τι σου κάναν εδώ!» είπε με στυφό ύφος ο Βογιατζής μελετώντας τη
μηχανή. Του αρέσει να κάνη παρατηρήσεις. «Μμμ...» είπε. «Ξέρεις ότι τώρα δεν
έχεις καλοριφέρ;»
«Το ξέρω», του είπα.
«Κάτι στάζει εδώ», είπε. Ανησύχησα. Έσκυψα βιαστικά να δω. «Πού;» ρώτησα.
Μού ‘δείξε. «Τίποτα», είπε, «δεν είναι, γράσο είναι».
Έφυγε να πάει να τηγανίσει τα ψάρια κι άφησε το καπό ανοιχτό. Έβαλα το
δάχτυλό μου εκεί που είχε δείξει, το μύρισα και μετά το έγλειψα. Δεν ήτανε
γράσο. Ήτανε μέλι.
Έμεινα στη Σαμοθράκη μια βδομάδα, όπως ήταν προγραμματισμένο, έγινε ό,τι
έγινε, και μετά γύρισα πίσω. Έφτασα μαύρη νύχτα, γιατί το καράβι έφευγε
απόγεμα, και οδηγούσα και αργά γιατί δεν έχω καλά φώτα.
Ακόμα τ’ αμάξι μοσχοβολούσε δυόσμο.
(Του Κλήμη Στακτόπουλου)