ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

 


Eνα απόσπασμα από την ιστοσελίδα του Στ. Γ. Φραγκόπουλου  Εκπαιδευτικού.

ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Από τα χριστιανικά κείμενα των πρώτων αιώνων προκύπτει ανάγλυφα η αντιπαλότητα των ηγετών της χριστιανικής Εκκλησίας έναντι του ελληνικού πολιτισμού και των έργων του, παρά την προβαλλόμενη σήμερα δήθεν σύζευξη ελληνισμού και χριστιανισμού που θρυλείται ότι κατέληξε στον «ελληνοχριστιανικό πολιτισμό» - ένα ιδεολόγημα που συνοδεύει το σύγχρονο ελληνικό κράτος και αξιοποιήθηκε κυρίως από τα δικτατορικά καθεστώτα. Αυτή η αντιπαλότητα δεν ήταν απλώς μία θεμιτή άμιλλα, ένας ανταγωνισμός ιδεών και προτάσεων, αλλά μία σαφής εχθρότητα και πρόθεση συκοφάντησης. 

Ανεξάρτητα από αυτή τη συγκρουσιακή τοποθέτηση, εκείνη την εποχή μεθοδευόταν ταυτόχρονα η συστηματική αντιγραφή και ενσωμάτωση στα χριστιανικά κείμενα απόψεων και συλλογισμών Ελλήνων (Σωκράτης, Πλάτων, Αριστοτέλης) αλλά και Ρωμαίων (Κικέρων, Σενέκας) φιλοσόφων, αλλά και η παραποίηση ιδεών και φιλοσοφικών προτάσεων. Ο K.Deschner παραθέτει στο βιβλίο του «Kriminalgeschichte des Christentums»  πλαστογραφημένες «επιστολές», δήθεν μεταξύ του Σενέκα και του Παύλου, τις οποίες είχαν επινοήσει διάφοροι «εκκλησιαστικοί πατέρες» και από τις οποίες συμπεραίνεται η σύγκλιση της ελληνορωμαϊκής φιλοσοφίας με τις (μέχρι τότε ακόμα αδιαμόρφωτες) χριστιανικές απόψεις. Αυτή η υποκλοπή αλλοτρίων ιδεών δεν ήταν, φυσικά, τότε γνωστή, αλλά από τη μέση βυζαντινή εποχή και μέχρι σήμερα προβάλλεται ακριβώς το αρχικά αποσιωπούμενο και αξιοποιείται για τη στήριξη του ιδεολογήματος περί ενότητας και συνέχισης του ελληνικού πολιτισμού δια του χριστιανισμού.

Η χριστιανική πλευρά διατυπώνει ως αντίλογο την άποψη ότι, πρώτον, οι χριστιανοί εκδικούνταν με τις βιαιοπραγίες τους τις αιματηρές διώξεις που είχαν υποστεί για πολλές δεκαετίες και, δεύτερον, όπου στα χριστιανικά κείμενα αναφέρονται καταγγελίες, ύβρεις και αναθεματισμοί κατά των Ελλήνων, δεν νοούνται οι εκπρόσωποι του ελληνικού πνεύματος και οι Έλληνες ή έστω οι ελληνόφωνοι πολίτες, αλλά γενικώς οι «ειδωλολάτρες». 

Στο πρώτο σημείο δεν είναι δύσκολο να απαντηθεί, αφενός ότι, ένα πιθανόν δικαιολογημένο συναίσθημα πικρίας, το οποίο μετετράπη σε εκδικητικότητα στο αριθμητικά έτσι κι αλλιώς ακόμα περιορισμένο πλήθος των οπαδών, δεν θα έπρεπε να βρίσκει συνέχεια στα λόγια και τα έργα των κορυφαίων εκπροσώπων της «θρησκείας της αγάπης». Αφετέρου είναι σημαντικό να τονιστεί ότι, οι όποιες διώξεις και σφαγές κατά των χριστιανών δεν διοργανώνονταν από τους Έλληνες φιλοσόφους ή οποιουσδήποτε Έλληνες διανοούμενους, αλλά από τη ρωμαϊκή διοίκηση και το μισθοφορικό αυτοκρατορικό στρατό. Οι Ρωμαίοι στρατηγοί με αυτήν ακριβώς τη διοίκηση και τον ίδιο μισθοφορικό στρατό υιοθέτησαν αργότερα και επέβαλαν το χριστιανισμό ως μοναδική και αποκλειστική θρησκεία και επιδόθηκαν, μαζί με τους εκπροσώπους του εκκλησιαστικού μηχανισμού, στην κατασυκοφάντηση του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού και την καταστροφή μεγάλου μέρους των μέχρι σήμερα θαυμαζόμενων, κάθε είδους και μορφής, έργων του!

Όσον αφορά δε το δεύτερο σημείο του αντιλόγου, ότι δηλαδή με τον όρο «ελληνικός» χαρακτηριζόταν ο «ειδωλολάτρης», ό,τι κι αν σήμαινε τότε και μπορεί να σημαίνει σήμερα ουσιαστικά αυτή η λέξη, τα κείμενα που ακολουθούν φαίνεται να μαρτυρούν κάτι διαφορετικό:

Ο επίσκοπος Ρώμης, πάπας Γελάσιος (Gelasius) που έζησε κατά τον 5ο αιώνα (πέθανε το 496) απηύθυνε επιστολές στον αυτοκράτορα και στη διοίκηση του ρωμαϊκού κράτους, στις οποίες καταφέρεται κατά των, όπως γράφει σε πάμπολλα σημεία, «σχισματικών Ελλήνων». (E. Caspar, Geschichte des Papstums II, 1930 και W. Ullmann: Gelasius I, 1981) Αφορμή για τη συγγραφή αυτών των επιστολών ήταν αντιδικίες για κάποια δογματικά ζητήματα πίστης.  ο σημερινός αναγνώστης διαβλέπει, βέβαια, συγκρούσεις για επιρροή και εξουσία μεταξύ των επισκόπων Ρώμης, Κων/πολης και Αλεξάνδρειας, πράγμα που δεν ενδιαφέρει όμως εδώ άμεσα. Προφανώς, οι αναγνώστες εκείνης της εποχής των επιστολών του Γελάσιου, στο παλάτι, στο στρατό, στην εκκλησία και στη διοίκηση, δεν καταλαβαίνουν ότι ο επίσκοπος Ρώμης κατακεραυνώνει και χλευάζει τους «ειδωλολάτρες», όταν διαβάζουν ότι οι «σχισματικοί Έλληνες δεν θα βρουν συγχώρεση ούτε μετά θάνατον ... » αλλά, ακριβώς αυτό που καταλαβαίνει καθένας και σήμερα: εννοεί τις ηγετικές ομάδες της ανατολικής εκκλησίας. «Έλληνες» ήταν λοιπόν τον 5ο αιώνα οι Ελληνίζοντες!

Στον Ακάθιστο Ύμνο, έργο άγνωστου μελωδού του 6ου αιώνα προς τιμή της μητέρας του Ιησού, αναφέρεται σε κάποιους στίχους (γράμμα Ρ):

Χαίρε, φιλοσόφους ασόφους δεικνύουσα,
Χαίρε, τεχνολόγους αλόγους ελέγχουσα,
Χαίρε, ότι εμωράνθησαν οι δεινοί συζητηταί,
Χαίρε, ότι εμαράνθησαν οι των μύθων ποιηταί,
Χαίρε, των Αθηναίων τας πλοκάς διασπώσα ... »

Κάποιος που γνωρίζει επαρκώς την ελληνική γλώσσα αντιλαμβάνεται ότι, ακόμα κι αν ως τεχνολόγοι, δεινοί συζητητές και μύθων ποιητές δεν «περιγράφονται» οι Έλληνες επιστήμονες, φιλόσοφοι και ιστορικοί, με τους όρους Αθηναίοι και φιλόσοφοι εννοούνται αποκλειστικά οι δάσκαλοι του ελληνικού πολιτισμού που είχαν την έδρα τους στην Αθήνα και όχι αφηρημένα κάποιοι ειδωλολάτρες.

-Ο κορυφαίος χριστιανός υμνογράφος Ρωμανός ο Μελωδός περιλαμβάνει στον «Ύμνον εις Πεντηκοστήν» τους εξής στίχους (Maas Paul - Trypanis C.: A.Sancti Romani Melodi cantica - Cantica genuina, Oxford University Press, 1963):

Τί φυσώσιν και βαμβεύουσιν οι Έλληνες; 
Τί φαντάζονται προς 'Αρατον τον τρισκατάρατον; 
Τί πλανώνται προς Πλάτωνα; 
Τί Δημοσθένη στέργουσι τον ασθενή; 
Τί μη νοούσι Όμηρο όνειρον αργόν; 
Τί Πυθαγόραν θρυλούσιν τον δικαίως φιμωθέντα»

Βέβαια, ο συγκεκριμένος Ρωμανός ήταν εκχριστιανισμένος Ιουδαίος εκ Συρίας και προφανώς είχε μόνο σχέση σπουδών με τον ελληνικό πολιτισμό. Τα κείμενά του γίνονταν όμως αποδεκτά από την Εκκλησία και έτσι διασώθηκαν μέχρι σήμερα.

-Στον αποστολικό κανόνα διαβαζουμε: Απέφευγε όλα τα βιβλία τω εθνικών. Τι χρειάζεσαι τις ξένες συγγραφές, που οδηγούν μακριά από την πίστη; Τι βρίσκεις να λείπει από το θείο νόμο που το ζητάς στους εθνικούς μύθους... Γι' αυτό απέφευγε κάθε εθνικό και διαβολικό βιβλίο" (Cyril Mango, Βυζάντιο)

Είναι πολύ δύσκολο λοιπόν να γενικευτεί η αντίληψη ότι η έννοια Έλλην και ελληνικός ταυτιζόταν τότε άκριτα με τις έννοιες ειδωλολάτρης και ειδωλολατρικός! Πολύ εγγύτερα βρίσκεται το συμπέρασμα ότι, στόχος των καταγγελιών και συκοφαντιών ήταν οι Ελληνίζοντες της ύστερης Αρχαιότητας. Πέρα απ' αυτό, αν οι χριστιανοί διανοούμενοι των πρώτων αιώνων εκτιμούσαν πράγματι τα έργα του ελληνικού πολιτισμού, τον οποίον υποτίθεται ότι καλλιέργησαν στη συνέχεια, όπως ισχυρίζονται σήμερα οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας, θα έπρεπε εκείνοι οι πρωτοπόροι να έχουν διαφυλάξει αυτές τις έννοιες από τον κίνδυνο κατάχρησής τους με στόχο την εξύβριση επιφανών ανθρώπων και έργων!

Παραθέτουμε στα επόμενα μερικά ακόμα αποσπάσματα από χριστιανικά κείμενα που καταφέρονται κατά των Ελλήνων και του ελληνικού πολιτισμού και διατυπώνουμε πιθανές ερμηνείες γι' αυτές τις εκδηλώσεις εχθρότητας!

-Αθανάσιος ο Μέγας, (αποκαλούμενος homunculus δλδ. ανθρωπάκι, μάλλον Αιθίοπας εκ καταγωγής): «Δεν είχε αποκαλυφθεί η μωρία της ελληνικής φιλοσοφίας, παρά μόνο όταν η αληθινή σοφία του θεού φανέρωσε τον εαυτό της στη Γη» (Περί ενανθρωπίσεως, 46.17-19).

-Ιωάννης Χρυσόστομος, (εκ Δαμασκού Συρίας, αμφιλεγόμενης καταγωγής):

«Εάν δε κοιτάξεις στα ενδότερα των Ελλήνων θα δεις τέφρα και σκόνη και τίποτε υγιές, αλλά σαν τάφος ανοιγμένος είναι ο λάρυγγας αυτών, γεμάτος ακαθαρσίες και ιχώρ (έμπυο) και τα δόγματά τους γεμάτα σκουλήκια. Εμείς δε δεν παραιτούμαστε της κατ' αυτών μάχης» (Εις τον 'Αγιον Ιωάννην τον Απόστολον και Ευαγγελιστήν, 59, 370, 7-11). 

«Όσο πιο βάρβαρο ένα έθνος φαίνεται και της ελληνικής απέχει παιδείας, τόσο λαμπρότερα φαίνονται τα ημέτερα... Ούτος ο (πιστός) βάρβαρος, την οικουμένη ολάκερη κατέλαβε ... και ενώ πάντα τα των Ελλήνων σβήνουν και αφανίζονται, τούτου (του πιστού βάρβαρου) καθ' έκαστη λαμπρότερα γίνονται». (Εις Ιωάννην 59.31.33). 

«Κανείς δεν πρέπει στα παιδιά του, των (Ελλήνων) προγόνων να καλεί τα ονόματα, του πατέρα, της μητέρας, του παππού και του προπάππου, αλλά αυτά των δικαίων (της Παλαιάς Διαθήκης)». (Περί Κενοδοξίας και πώς δει τους Γονείς Ανατρέφειν τα Τέκνα (690) 641.65). 

-Βασίλειος ο Μέγας, (Καππαδόκης εκ καταγωγής):

«Είναι εχθροί οι Έλληνες, διότι διασκεδάζουν καταβροχθίζoντας με ορθάνοιχτο στόμα τον Ισραήλ. Στόμα δε λέγει εδώ ο προφήτης (βλ. Ησαΐας Θ΄11) την σοφιστική του λόγου δύναμη η οποία τα πάντα χρησιμοποίησε για να παραπλανήσει τους εν απλότητι πιστευσάντων». (Εις Προφήτην Ησαϊαν 9.230.8)

«Μη δειλιάζετε από των ελληνικών πιθανολογημάτων... τα οποία είναι σκέτα ξύλα, μάλλον δε δάδες που απώλεσαν και του δαυλού την ζωντάνια και του ξύλου την ισχύ, μη έχοντας δε ούτε και του πυρός την φωτεινότητα, αλλά σαν δάδες καπνίζουσες καταμελανώνουν και σπιλώνουν όσους τα πιάνουν και φέρνουν δάκρυα στα μάτια όσων τα πλησιάζουν. Έτσι και (των Ελλήνων) η ψευδώνυμος γνώση σε όσους την χρησιμοποιούν» (Εις Προφήτην Ησαΐαν Προοίμιον 7.196.3). 

-Ευσέβιος Καισαρείας της Παλαιστίνης, (Παλαιστίνιος εκ καταγωγής): « ... Τον φτωχό και πένητα λαό σήκωσες από τα καθόλου ζηλευτά πράγματα και από την ατιμία των παθών και από την κοπριά των ελληνικών βδελυγμάτων και κάθισες αυτόν με τους άρχοντες του Ισραήλ, τον όντως αληθινό λαό του Θεού» (Εκκλησιαστική Ιστορία, 23, 1352, 34-38

Τίτλοι κεφαλαίων: 

Πράξη σωφροσύνης είναι η εγκατάλειψη της ελληνικής πλάνης. 

Εγκαταλείψτε όσα οι Έλληνες φυσικοί φιλόσοφοι περί αρχών εισηγήθηκαν. 

Περί των αρχαιότερων Εβραίων και γιατί τας γραφάς αυτών, από των ελληνικών λόγων προτιμήσαμε. 

Γιατί μετά από λογική κρίση και σώφρονα λογισμό την ιστορία των Εβραίων παραδεχθήκαμε. (Ευσέβιος «Κλείς Πατρολογίας»). 

-Τατιανός, μέγας απολογητής, (Tatianus, Αραμαίος εκ Μεσοποταμίας): «Οι Έλληνες ούτε είχαν ούτε δημιούργησαν τίποτα δικό τους, αλλά όλα τα παρέλαβαν από τους βαρβάρους, μόνο και μόνο για να προξενήσουν κακό» (Προς Έλληνας

-Γρηγόριος εκ Ναζιανζού της Καππαδοκίας, (αποκαλούμενος Θεολόγος, πιθανόν ελληνικής καταγωγής) προς τον αδελφό του Καισάριο: «... ελληνίζεις επικίνδυνα!»

-Ιωάννης Δαμασκηνός,  Γι'αυτό, μακράν η πολύσχημος γεωμετρία ,μακράν η κενέμφατος άλγεβρα, μακράν κάθε ανθρώπινη επιστήμη και μάθησις, Εις τα εξ αποκαλείψεως δεν χρειάζεται απόδειξης αλλα πίστης (Χριστιανική απολογητική σελ 103-104)

  Αυτά αποτελούν δε μόνο μικρό τμήμα των ανθελληνικών αποσπασμάτων.  ανάλογα εδάφια από μελέτες και λόγους υπάρχουν πολλές εκατοντάδες στα πατερικά και, γενικότερα, στα εκκλησιαστικά κείμενα των Εφραίμ του Σύρου, Αναστάσιου του Σιναΐτη, Ιωάννη Δαμασκηνού, Κύριλλου Ιεροσολύμων κ.ά. Οι θεωρητικοί του χριστιανισμού, κυρίως οι Σύριοι και οι Αφρικανοί, αλλά λιγότερο οι Αλεξανδρινοί του 3ου αιώνα, καθυβρίζουν με κάθε διαθέσιμο τρόπο τις μεγάλες προσωπικότητες της ελληνικής και ρωμαϊκής φιλοσοφίας. Όλοι οι μεγάλοι φιλόσοφοι ήταν καταρχήν «τυφλοί που διδάσκουν κωφούς», ο Πλάτων είχε αντιγράψει τις ιδέες του Μωϋσή, ο στωικός Ζήνων ήταν φαιδρός και προπαγανδιστής του κανιβαλισμού (!), ο Ηράκλειτος αυτοδίδακτος (άρα άνευ αξίας!) και αλαζών, ο Αριστοτέλης δε χαμερπής, αυλοκόλακας κ.ά. Ιδιαίτερα οι συκοφαντίες και ύβρεις του Ιωάννη Χρυσοστόμου κατά των Ελλήνων και του ελληνικού πολιτισμού, γεμίζουν εύκολα ένα ολόκληρο βιβλίο !

Επιχειρώντας μία ερμηνεία γι' αυτόν τον απίστευτο καταιγισμό ύβρεων και ψευδολογιών κατά του ελληνικού πολιτισμού και των εκπροσώπων του, σημειώνουμε καταρχήν ότι, οι περισσότεροι από τους προαναφερόμενους και άλλους επιφανείς πατέρες και απολογητές του χριστιανισμού, δεν ήταν Έλληνες και, σχεδόν όλοι, είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει σε εξωελληνικό περιβάλλον. Προέρχονταν ουσιαστικά από τους ανατολικούς λαούς της Μικράς Ασίας, της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου και, το σημαντικότερο, ήταν τέκνα του ανατολικού μεταφυσικού μυστικισμού. Προφανώς είχαν γνωρίσει τον ελληνικό ορθολογικό ανθρωποκεντρισμό, όπως και ο Ρωμανός, ως ξένη ιδεολογία και τον είχαν σπουδάσει στις σχολές της εποχής, στις οποίες διδάσκονταν ο Όμηρος και οι Αθηναίοι φιλόσοφοι. Ενδιαφέρον είναι βέβαια να εκτιμηθεί, ποιοι λόγοι μπορεί να τους οδήγησαν σ' αυτή την τοποθέτηση.

Δεν θα ήταν άτοπο να υποθέσουμε ότι, η εχθρική στάση αυτών των πατέρων του χριστιανισμού απέναντι στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, δεν είχε αποκλειστικά θρησκευτικά αίτια και δεν ήταν ανεξάρτητη από πολιτικά κινήματα της εποχής και επιδιώξεις διαφόρων κοινωνικών και εθνικών ομάδων. Οι Ελληνίζοντες είχαν κατά τη μέση και ύστερη Αρχαιότητα σαφή πολιτισμική υπεροχή και η ευχέρειά τους για παρεμβάσεις και επιρροή στα κέντρα εξουσίας, στο παλάτι και στο στρατό, όπου παίρνονταν οι ουσιαστικές αποφάσεις, ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερες από αυτές άλλων εθνικών και κοινωνικών ομάδων, ανερχόμενων και/ή μονίμως παραμελημένων. Αυτές οι παρεμβάσεις των Ελληνιζόντων, συγκλητικών και ανεξάρτητων διανοουμένων, είχαν δε απώτερο σταθερό στόχο την αποδυνάμωση της απόλυτης αυτοκρατορικής ισχύος και την προώθηση κάποιων, προφανώς ασαφών, μοντέλων συμμετοχής, σε ανάμνηση της λειτουργίας των ελληνικών πόλεων. 

Για να μην επεκταθούμε δε σε γενικότερα πολιτικά και κοινωνικά θέματα της εποχής, ας αρκεστούμε εδώ στο παράδειγμα του συστηματικού διωγμού της κοσμικής, της ονομαζόμενης από τους χριστιανούς «θύραθεν παιδείας» και στο κλείσιμο της «ειδωλολατρικής» Πλατωνικής Ακαδημίας της Αθήνας από τον Ιουστινιανό το έτος 529. Αυτές οι ενέργειες δεν είχαν αποκλειστικά θρησκευτικό κίνητρο, έστω κι αν έτσι φαίνεται εκ πρώτης όψεως, αλλά πολιτικό: την αποθάρρυνση και υποβάθμιση μέσω της παιδείας των Ελληνιζόντων που απέβλεπαν στην αποδυνάμωση της απόλυτης αυτοκρατορικής ισχύος, η οποία εύρισκε στήριγμα στο χριστιανικό θεοκεντρικό οικοδόμημα. Απ' την άλλη πλευρά, το ιδεολογικό υπόστρωμα του χριστιανισμού ευνοούσε τον αυτοκρατορικό θεσμό και την απολυταρχία του, αφού αποτελούσε «ελέω θεού βασιλεία», ήταν δηλαδή προδιαγεγραμμένη και ευλογημένη από τον ίδιο το θεό! Ο Παλαιστίνιος Ευσέβιος Καισαρείας, διαπρεπής αυτοκρατορικός αυλοκόλακας, είχε καταγράψει απολογούμενος ήδη από τον 4ο αιώνα στην «Εκκλησιαστική Ιστορία» του ότι, «οι εθνικοί υποχώρησαν, όχι από τις διώξεις και τις καταστροφές των χριστιανών, αλλά γιατί είχαν πολυθεΐα και πολυαρχία. Ένας μόνον Θεός πρέπει να υπάρχει στους ουρανούς και, κατ' επέκτασιν, μοναρχία στην κοινωνία των ανθρώπων» ...

Σήμερα, είναι εύκολο να εκτιμήσουμε, κρίνοντας αναδρομικά, ότι οι λαοί γύρω από τον ελληνόφωνο χώρο της Αρχαιότητας χειραγωγούνταν πολιτισμικά και για πολλούς αιώνες από τους ελληνικούς πληθυσμούς. Αργότερα επεβλήθησαν σ' αυτούς τους λαούς βιαίως οι αντιλήψεις και πρακτικές των Ελλήνων, αρχικά στη μακεδονική και αργότερα στη ρωμαϊκή εκδοχή τους, με τις διαστρεβλώσεις και τους εκφυλισμούς που είχαν εντωμεταξύ υποστεί αυτές οι αντιλήψεις και πρακτικές. Η επιβαρημένη συλλογική ιστορική μνήμη αξιοποιήθηκε από τους διανοούμενους αυτών των λαών κατά των Ελληνιζόντων και των έργων του ελληνικού πολιτισμού, όταν στα χρόνια της ύστερης Αρχαιότητας δόθηκε η πολιτική ευκαιρία με την εμπέδωση της απολυταρχικής «ελέω θεού» εξουσίας. Ως όχημα για την εθνική και προσωπική ανέλιξη των αντιπάλων του Ελληνισμού αξιοποιήθηκε δε μια επίσης ξενόφερτη ιδεολογία, η νέα θρησκεία από την Ιουδαία. Αυτή η, από τη μονοθεϊστική φύση της, ολοκληρωτική ιδεολογία, προσαρμοσμένη στις ανάγκες της ρωμαϊκής εξουσίας για διατήρηση της συνοχής του κράτους και μακροημέρευση του εκάστοτε αυτοκράτορα στην κορυφή του, οδήγησε σε αγαστή συνεργασία κράτους και εκκλησίας, τη λεγόμενη «συναλληλία». 

Η προτεραιότητα του εθνικού και κοινωνικού στόχου έναντι του θρησκευτικού επιβεβαιώνεται και από τη συμπεριφορά των διανοουμένων χριστιανών στην περιφέρεια της αυτοκρατορίας (Λιβύη, Αίγυπτος, Παλαιστίνη, Συρία, Ανατολία κ.ά.), οι οποίοι έβλεπαν ότι το νέο σχήμα λειτουργίας του κράτους, με ενωτική ιδεολογία το χριστιανισμό, άφηνε τους λαούς τους εκτός επιρροής στην κεντρική εξουσία. Δεν είναι τυχαίο ότι σ' αυτές ακριβώς τις χώρες διαδίδονταν εύκολα οι «αιρέσεις» με συνήθως ασήμαντες διαφοροποιήσεις από τα κεντρικά θρησκευτικά δόγματα. Γνωστικισμός, μοντανισμός, μανιχαϊσμός, απολλιναρισμός, αρειανισμός, μονο- ή μιοφυσιτισμός, νεστοριανισμός, δονατισμός κ.ά. ήταν δοξασίες και αιρέσεις που δημιουργήθηκαν και/ή εξαπλώθηκαν στη Συρία, την Αίγυπτο, τη Λιβύη, την Ανατολία, την Περσία κ.α. Αποτέλεσμα αυτών των διαφοροποιήσεων και, ουσιαστικά, αποσχιστικών κινημάτων, ήταν να υφίστανται αυτοί οι λαοί, αρχικά την «πνευματική» εχθρότητα της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης, στη συνέχεια δε τη στρατιωτική καταπίεση, διώξεις και σφαγές.

Έτσι, όταν εξασθένησε η επιρροή της κεντρικής εξουσίας στις περιοχές τους και ήρθε στο προσκήνιο ο Μωαμεθανισμός, προσχώρησαν οι λαοί της τότε βυζαντινής περιφέρειας με ευκολία στη νέα θρησκεία η οποία, αφενός δεν απείχε πολύ από τη χριστιανική και αφετέρου ήταν προσαρμοσμένη πολύ καλύτερα στις συνθήκες ζωής και ανάγκες αυτών των πληθυσμών. Μια νέα θρησκεία αποτέλεσε λοιπόν και σ' αυή την περίπτωση όχημα για τη μετάβαση στην καινούργια εποχή με μεγαλύτερη δυνατότητα επιρροής των παραμελημένων εθνικών και κοινωνικών ομάδων της αυτοκρατορίας (K. Deschner: «Kriminalgeschichte des Christentums»).

Ανάλογα είναι και τα φαινόμενα κατά την εύκολη εξάπλωση των Τούρκων στη Μικρά Ασία. Τα οικονομικά και κοινωνικά κίνητρα και το αίσθημα της παραμέλησης από το κέντρο αποφάσεων ωθούσαν τους ανθρώπους στις υπότουρκες περιοχές σε μαζικές προσχωρήσεις στη θρησκεία της νέας εξουσίας, δεδομένου ότι οι προσήλυτοι απαλλάσσονταν από τον κεφαλικό φόρο (τζίζιε) που πλήρωναν οι «άπιστοι» και είχαν ελαφρότερο αγροτικό φόρο. Άλλοι λόγοι ήταν η ευκολία με την οποία αποκτούσαν διοικητικές θέσεις και αγροτικές εκτάσεις (Σπύρου Βρυώνη: «Η παρακμή του μεσαιωνικού Ελληνισμού στη Μικρά Ασία ...»).

Ενδιαφέρον είναι δε ότι, σ' αυτές τις δύσκολες περιστάσεις υποχώρησης επικαλούνταν οι χριστιανοί στην επιχειρηματολογία τους, αμυνόμενοι έναντι της ισλαμικής προπαγάνδας, τους αρχαίους φιλοσόφους. Σε δημόσιες αντιδικίες που διοργανώνονταν μεταξύ χριστιανών και μωαμεθανών ιερωμένων για να διερευνηθεί ποια ήταν η «αληθινή θρησκεία», οι χριστιανοί προέβαλαν το επιχείρημα ότι «το Κοράνι αποκλίνει από την ουσία του νόμου του θεού και από τα διδάγματα των φιλοσόφων περί αρετής... » Μέσα στην απελπισία της κατάρρευσης, πάλι οι Έλληνες και Ρωμαίοι φιλόσοφοι επιστρατεύονται (νεότεροι, π.χ. Ψελλός, Ιταλός, δεν αφέθηκαν να δημιουργήσουν ορόσημα στον προβληματισμό περί αρετής), τους οποίους αρχαίους φιλοσόφους όμως η Εκκλησία, στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες εξύβριζε και μέχρι των ημερών μας αποκαλεί (Ακάθιστος Ύμνος) «ασόφους» ...

Στην ύστερη Αρχαιότητα υπάρχουν βέβαια και μερικοί επιφανείς χριστιανοί των πρώτων αιώνων, πιθανόν ελληνικής καταγωγής, που διέθεταν κατά κανόνα αξιόλογη παιδεία και συμμετείχαν επίσης στο χορό της συκοφάντησης του Ελληνισμού. Αυτοί οι «πατέρες» συμβάλλουν επίσης με αυθαίρετους ισχυρισμούς στην προσπάθεια μηδενισμού του Ελληνισμού. Π. χ. ο Κλήμης Αλεξανδρείας (Clemens Titus Flavius), μάλλον Αθηναίος εκ γενετής, ισχυρίζεται στην αλλαγή από το 2ο στον 3ο μ.Χ. αιώνα ότι οι Έλληνες έχουν αντιγράψει τα πάντα από ανατολικούς σοφούς, «Έλληνες κλέπται πάσης γραφής!» (Στρωματείς 1,5), την ίδια στιγμή καπηλεύεται όμως ο ίδιος, συστηματικά αλλά ανομολόγητα, ιδέες της ελληνικής φιλοσοφίας και τις ενσωματώνει στο κήρυγμα και στα γραπτά του. Στην κατεδάφιση του ελληνικού πνεύματος συμμετέχουν λοιπόν και ελληνίζοντες «εκκλησιαστικοί πατέρες», όχι σπάνια με μεγαλύτερο πάθος από τους υπόλοιπους, μάλλον για να αποφύγουν το χαρακτηρισμό του επαμφοτερίζοντος.

Κι επειδή δυσκολεύονται πάρα πολύ όλοι αυτοί να αποκρύψουν την προέλευση των κεντρικών ιδεών στα γραπτά τους ή να εξαφανίσουν από τις συζητήσεις και το πνεύμα της εποχής τις ελληνικές επιρροές, εφευρίσκουν το ιδεολόγημα της «προτύπωσης»: ισχυρίζονται δηλαδή ότι η ελληνική φιλοσοφία έχει ενταχθεί από τη «θεία πρόνοια» στην προετοιμασία για υποδοχή του χριστιανισμού! Ο Ωριγένης, επιφανής «εκκλησιαστικός πατέρας» του 3ου αιώνα με ελληνική καταγωγή, καταλήγει στο «Κατά Κέλσου» σύγγραμμά του: «... φιλαληθώς περί τινων μαρτυρούμεν Ελλήνων φιλοσόφων, ότι επέγνωσαν τον θεόν, επεί ο θεός αυτοίς εφανέρωσεν...» Αυτό το επιχείρημα αντιστράφηκε όμως σύντομα εναντίον των χριστιανών, όταν η νεότερη μωαμεθανική θρησκεία επικαλέσθηκε επίσης την προτύπωση για να εξηγήσει διάφορα σημεία «αντιγραφής» της από τον ιουδαϊσμό, το χριστιανισμό και κάποιες τοπικές θρησκείες της Αραβίας!

Άλλη μια όμοια αντιστροφή επιχειρημάτων και μεθοδεύσεων προέκυψε στο θέμα της οικειοποίησης και χρήσης λατρευτικών χώρων. Περί το έτος 600 έλεγε ο επίσκοπος Ρώμης Γρηγόριος Α', ο Μέγας και άγιος της ορθόδοξης Εκκλησίας: «Πρέπει να προσέξουμε πρώτα από όλα να μην εξοργίσουμε τους ειδωλολάτρες και να μην καταστρέφουμε τους ναούς τους. Πρέπει να καταστρέφουμε μόνο τα είδωλα και έπειτα να ραντίζουμε το μέρος με αγιασμό και να τοποθετούμε μέσα του άγια λείψανα. Αν οι ναοί αυτοί είναι καλοκτισμένοι, μάς συμφέρει να τους μετατρέπουμε απλώς από χώρο λατρείας των δαιμόνων σε χώρο λατρείας του αληθινού Θεού». Περίπου 1000 χρόνια αργότερα γράφει ο Οθωμανός ιστορικός Σαν αλ-Ντιν σε μια περιγραφή της κατάκτησης της Κων/πολης που συνέταξε κατά το 16ο αιώνα: «...Οι (χριστιανικοί) ναοί της Πόλης καθαρίστηκαν από τα ποταπά είδωλα και τι βρώμικες ειδωλολατρικές ακαθαρσίες, σβήστηκαν οι εικόνες τους και στήθηκαν μωαμεθανικοί βωμοί και άμβωνες ... οι ναοί των απίστων μετατράπηκαν σε τζαμιά των πιστών και οι ακτίνες του φωτός του Ισλάμ έδιωξαν τις στρατιές του σκότους, όπου μέχρι τότε ζούσαν οι αισχροί άπιστοι ...» (P. Sherrad: Constantinople, Iconography of a Sacred City, Λονδίνο 1965.) Τα ίδια που είχαν μεθοδεύσει οι χριστιανοί εναντίον των εθνικών, επαναλαμβάνονταν από τον 11ο αιώνα και μετά στη Μικρά Ασία και από το 15ο αιώνα και στα Βαλκάνια, σε βάρος τους εκ μέρους των μωαμεθανών ...

Όταν εμπεδώθηκε στους χριστιανούς η αντίληψη για την «ασημαντότητα» του ελληνικού πολιτισμού και την «ανωτερότητα» της ιουδαϊκής κοσμοαντίληψης, ελάττωσαν οι νεότεροι εκκλησιαστικοί ηγέτες τις επιθέσεις κατά του Ελληνισμού και αφοσιώθηκαν στον αγώνα αμοιβαίας εξοντώσεως, αλλά και κατά των «αιρετικών» και κατά των Εβραίων. Στο σταδιακά συρρικνούμενο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας που είχε επικρατήσει εντωμεταξύ απόλυτα η πολιτισμικά ισχυρή και συγκροτημένη ελληνική γλώσσα και καλλιεργείτο από τους διανοουμένους το ελληνικό πνεύμα, επανερχόταν βέβαια κάθε τόσο το ερώτημα, πώς και πόσο μπορεί να σταθεί μια, και για εκείνη την εποχή, οπισθοδρομική κοσμοαντίληψη από της Ιουδαία, μπροστά στα έργα και τα διδάγματα του ελληνικού πολιτισμού; Ο εκκλησιαστικός μηχανισμός επενέβαινε τότε δυναμικά, σε στενή συνεργασία με το κράτος, κατά των Ελληνιζόντων ώστε να αποτρέπει «παρεκτροπές», οι οποίες θα έθεταν σε κίνδυνο όλο το σύστημα εξουσίας. Ακόμα και επιφανείς ιερωμένοι που διέπρεψαν στην πάροδο των αιώνων ως Ελληνιστές, δηλαδή μελετητές της ελληνικής φιλοσοφίας και γραμματείας (Μιχαήλ-Κων/νος Ψελλός, Ιωάννης Ιταλός, Γεώργιος Γεμιστός-Πλήθων κ.ά.), αναγκάζονταν, άλλοτε για λόγους πολιτικής ορθότητας και άλλοτε φοβούμενοι διώξεις, να αποσιωπούν ή να συγκαλύπτουν τις μελέτες τους, επειδή σ' αυτές «υποτάσσουν την πίστην στη φιλοσοφία

Ειδικότερα το 1082 καταδικάστηκε ο «ύπατος των φιλοσόφων» Ιωάννης Ιταλός με έντεκα αναθέματα σε υποχρεωτικό μοναστικό εγκλεισμό. Το σκεπτικό του πατριάρχη Ευστράτιου Γαρίδα που ανακοίνωσε εν συνόδω την ποινή, ανέφερε μεταξύ άλλων ότι ο Ιταλός διέδιδε «... μακάβριες διδασκαλίες των Ελλήνων (Πλάτωνα και Νεοπλατωνικών) σε σχέση με την ψυχή, τη μετεμψύχωση, το σώμα, με το οποίο θα αναστηθούν οι άνθρωποι κατά τη δεύτερη παρουσία, τήν άρνηση του εκκλησιαστικού δόγματος ότι το σύμπαν δημιουργήθηκε εκ του μηδενός ...» (Bautz Lexikon)

Στα χρόνια της έσχατης βυζαντινής παρακμής, όταν για μερικές δεκαετίες οι Οθωμανοί αποσπούσαν σχεδόν ανενόχλητοι εδάφη από την αυτοκρατορία, όσοι από τους διανοούμενος δεν είχαν διαφύγει στη Δύση, σκιαμαχούσαν στην Πόλη και σε άλλα κέντρα ως αριστοτελιστές ή πλατωνιστές και παράλληλα αντιδικούσαν υπέρ ή κατά της «ένωσης των εκκλησιών». Ο Γεώργιος Σχολάριος (ο μετέπειτα διορισθείς από τον σουλτάνο οικουμενικός πατριάρχης Γεννάδιος) προσπαθούσε την ίδια εποχή να συγκρατήσει τις εξελίξεις και έκαιγε δημόσια πλατωνικά και νεοπλατωνικά συγγράμματα, ενώ ταυτόχρονα έστελνε μηνύματα καταστολής προς κάθε κατεύθυνση. Σε επιστολές του στον κυβερνήτη της Πελοποννήσου έγραφε ο Σχολάριος: «... τους γουν δυσσεβείς και αλάστορας Ελληνιστάς και πυρί και σιδήρω και ύδατι και πάσι τρόποις εξαγάγετε τής παρούσης ζωής ... ράβδιζε, είργε, είτα γλώτταν αφαίρει, είτα χείρα απότεμνε καν και ούτω μένη κακός, θαλάττης πέμπε βυθώ.» («Παλαιολόγια - Πελοποννησιακά» από τον Σ. Λάμπρου)

Ο ίδιος υπότουρκος πατριάρχης Γεννάδιος, ο οποίος εισήλθε στο ιερατικό σώμα το 1450 και ήδη το 1453 διορίστηκε από το σουλτάνο οικουμενικός πατριάρχης, δήλωσε, όταν ρωτήθηκε αν είναι Έλλην, «... ει τις έροιτό μοι τις ειμί, αποκρινούμαι Χριστιανόν είναι» («... αν με ρωτήσει κάποιος τι είμαι, θα του απαντήσω Χριστιανός», (Ι. Κακριδής Οι Αρχαίοι Έλληνες στην Νεοελληνική Λαϊκή Παράδοση Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας Αθήνα 1978.) Εκείνα τα χρόνια κάθε άλλο παρά κατακριτέο ήταν να δηλώνεις Έλληνας, όπως χαρακτηρίζει ο Νικόλαος Καβάσιλας (1322-1391) τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης, όπως γράφει ο Κύπριος Αθανάσιος Λεπενδρηνός «περί πάντων των Ελλήνων των εν Κύπρω» και όπως πρωτοχρησιμοποιεί ο Δημήτριος Κυδώνης (γενν. 1398) τον όρο «Ελλάς» για το χαρακτηρισμό της βυζαντινής αυτοκρατορίας!

Η εξήγηση της συμπεριφοράς του Σχολάριου και άλλων ομοίων του που έζησαν αρκετούς αιώνες, έως και μια χιλιετία μετά τους προαναφερόμενους «πατέρες», είναι φυσικά διαφορετική από τις συμπεριφορές στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Καταρχήν, δηλώνει ο ίδιος ευθαρσώς ότι είναι χριστιανός και όχι Έλλην! Αυτή η «αυτοκτονική» τοποθέτησή του μπορεί να εξηγηθεί, τόσο με την πεισματική επιμονή των αντι-ενωτικών κύκλων του Βυζαντίου σε μια ξεπερασμένη και χαμένη από αιώνων υπόθεση, όσο και με την προοπτική ηγετικού ρόλου σε συνεργασία με τους «θεόσταλτους» και δήθεν βολικούς Οθωμανούς - αντίληψη που διαχεόταν στο λαό από τους τουρκόφιλους της βυζαντινής παρακμής και κατέληγε με την πάροδο του χρόνου στις αφελείς σκέψεις του Κοσμά Αιτωλού: «... έχει o Θεός τον Τούρκον ωσάν σκύλον να μας φυλάη.» Εκτιμούμε ότι για τον ρεαλιστή Σχολάριο ταιριάζει περισσότερο η δεύτερη ερμηνεία!

Οι διάδοχοι αυτών των εχθρών του Ελληνισμού διαβάζουν μέχρι σήμερα την «Κυριακή της Ορθοδοξίας» στους ναούς, μεταξύ άλλων και τα εξής:

1. Ετι τοις φρονούσι και λέγουσι, κτιστήν είναι πάσαν φυσικήν δύναμιν και ενέργειαν της τρισυποστάτου Θεότητος ως κτιστήν εκ τούτου πάντως, και αυτήν την θείαν ουσίαν αναγκαζομένοις δοξάζειν κτιστή γαρ κατά τους Αγίους ενέργεια, κτιστήν δηλώσει και φύσιν. Άκτιστον δε, άκτιστον χαρακτηρίσει ουσίαν. Καντεύθεν ήδη κινδυνεύουσιν εις αθείαν παντελή περιπίπτειν, και την Ελληνικήν μυθολογίαν, και των κτισμάτων λατρείαν τη καθαρά και αμώμω των Χριστιανών Πίστει προστριβομένοις, μη ομολογούσι δε κατά τας Αγίων θεοπνεύστου θεολογίας και το της Εκκλησίας ευσεβές φρόνημα άκτιστον είναι πάσαν φυσικήν δύναμιν και ενέργειαν της τρισυποστάτου Θεότητος ΑΝΑΘΕΜΑ ΤΡΙΣ.

2. Τοις μετά των άλλων μυθικών πλασμάτων, αφ' εαυτών και την καθ' ημάς κλίσιν μεταπλάττουσι, και τας Πλατωνικάς ιδέας ως αληθείς δεχομένοις, και αυθυπόστατον την ύλην παρά των ιδίων μορφούσθαι λέγουσι, και προφανώς διαβάλλουσι το αυτεξούσιον του Δημιουργού, του από του μη όντος ει το είναι παραγάγοντος τα πάντα, και ως Ποιητού πάσιν αρχήν και τέλος επιτιθέντος εξουσιαστικώς και δεσποτικώς ΑΝΑΘΕΜΑ ΤΡΙΣ.

3. Τοις τα Ελληνικά διεξιούσι μαθήματα, και μη δια παίδευσιν μόνον ταύτα παιδευομένοις, αλλά και ταις δόξαις αυτών ταις ματαίας επομένοις, και ως αληθέσι πιστεύουσι, και ούτως αυταίς ως το βέβαιον εχούσας εγκειμένοις ώστε και ετέρους ποτε μεν λάθρα, ποτέ δε νοερώς ενάγειν αυταίς και διδάσκειν ανενδοιάστως ΑΝΑΘΕΜΑ ΤΡΙΣ.

4. Τοις δεχομένοις, και παραδίδουσι τα μάταια και Ελληνικά ρήματα, ότι τε προϋπαρξις εστι των ψυχών και εκ του μη όντος τα πάντα εγένετο, και παρήχθησαν, ότι τέλος εστί της κολάσεως, ή αποκατάστασις αύθις της κτίσεως, και των ανθρωπίνων πραγμάτων, και δια των τοιούτων λόγων την Βασιλείαν Των Ουρανών λυομένην πάντως, και παράγουσαν εισάγουσιν, ήν αιωνίαν και ακατάλυτον αυτός τε ο Χριστός και Θεός ημών εδίδαξε, και παρέδοτο, και δια πάσης της παλαιάς και νέας Γραφής ημείς παρελάβομε, ότι και η Κόλασις ατελεύτητος και η Βασιλεία αίδιος, δια δε των τοιούτων λόγων εαυτούς τε απολλύασι, και ετέροις αιωνίας προξένοις γινομένοις ΑΝΑΘΕΜΑ ΤΡΙΣ.

5. Τοις ευσεβείν μεν επαγγελομένοις, τα των Ελλήνων δε δυσσεβή δόγματα τη και Καθολική Εκκλησία περί τε ψυχών ανθρωπίνων, και ουρανού και γής, και των άλλων κτισμάτων αναιδώς, ή μάλλον ασεβώς επεισάγουσιν ΑΝΑΘΕΜΑ ΤΡΙΣ.

6. Τοις την μωράν των έξωθεν (=Ελλήνων) φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν προτιμώσι, και τοις καθηγηταίς αυτών επομένοις, και τας τε μετεμψυχώσεις των ανθρωπίνων ψυχών, ή και ομοίως τοις αλόγοις ζώοις ταύτας απόλλυσθαι, και εις το μηδέν χωρείν δεχομένοις και δια τούτο ανάστασιν και κρίσιν και την τελευταίαν των βεβιωμένων ανταπόδοσιν αθετούσιν ΑΝΑΘΕΜΑ ΤΡΙΣ.

7. Τοις λέγουσιν, ότι οι των Ελλήνων σοφοί και πρώτοι των αιρεσιαρχών, οι παρά των επτά Αγίων και Καθολικών Συνόδων, και παρά πάντων των εν Ορθοδοξία λαμψάντων Πατέρων αναθέματι καθυποβλήθέντας, ως αλλότριοι της Καθολικής Εκκλησίας δια την εν λόγοις αυτών κίβδηλον και ρυπαράν περιουσίαν κρείττονες εισί κατά πολύ, και ενταύθα, και εν τη μελλούση κρίσει, και των ευσεβών μεν και ορθοδόξων ανδρών, άλλως δε κατά πάθος ανθρώπινον ή αγνόημα πλημμελησάντων ΑΝΑΘΕΜΑ ΤΡΙΣ.

Περίπου δώδεκα αιώνες μετά τους χλευασμούς κατά των Ελλήνων του Ρωμανού Μελωδού, τούς «αναθεματίζει» άλλος ένας ποιητής. Ο μεσαιωνικός επιδρομέας το διέπραξε με αλαζονεία, ο σύγχρονος διανοητής επανέρχεται με ταπεινότητα .
 

Καταραμένε Έλληνα!
Όπου να γυρίσω τη σκέψη μου,
όπου και να στρέψω τη ψυχή μου,
μπροστά μου σε βρίσκω.
Τέχνη λαχταρώ, ποίηση, θέατρο, αρχιτεκτονική,
εσύ μπροστά μου, πρώτος κι αξεπέραστος.
Επιστήμη αναζητώ, μαθηματικά, φιλοσοφία, ιατρική,
κορυφαίος και ανυπέρβλητος.
Για δημοκρατία διψώ, ισονομία και ισοπολιτεία,
εσύ μπροστά μου, ασυναγώνιστος κι ανεπισκίαστος.
Καταραμένε Έλληνα, καταραμένη γνώση. Γιατί να σ' αγγίξω;
Για να αισθανθώ πόσο μικρός είμαι, ασήμαντος, μηδαμινός;
Γιατί δεν μ' αφήνεις στη δυστυχία μου και στην ανεμελιά μου;

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ

  ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ ΛΙΝΚΟΛΝ Πολιτικός και 16ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών ( Χότζενσβιλ, Κεντάκυ 1809, Ουάσινγκτον 1865). Προσέλ...