ΟΙ ΘΕΣΣΑΛΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΙ ΘΕΟΙ ΤΩΝ ΚΑΘΑΡΜΩΝ

 

 

 


 

 

ΟΙ ΘΕΣΣΑΛΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΙ ΘΕΟΙ ΤΩΝ ΚΑΘΑΡΜΩΝ ΚΑΙ Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΓΙΟΡΤΗ ΞΑΝΔΙΚΑ

 

Οι Θεσσαλομακεδονικοί θεοί των καθαρμών αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας στο πλαίσιο της διδακτορικής μας διατριβής για τη θεσσαλική θεά Εν(ν)οδία ή Φεραία θεά1. Ο όρος θεσσαλομακεδονικοί θεοί αναφέρεται εδώ με την έννοια ότι ορισμένες θεσσαλικές θεότητες διαδόθηκαν στη Μακεδονία ήδη από τα κλασικά χρόνια για πολιτικούς και λατρευτικούς λόγους, καθιστώντας τις κοινές στους Θεσσαλούς και τους Μακεδόνες, τους δύο γειτονικούς λαούς της αρχαίας Ελλάδας.

Οι θεότητες που παρουσιάζονται κατά σειρά για να καταδειχθεί η σχέση τους με τη μακεδονική γιορτή Ξανδιχά που εξετάζεται εδώ  είναι η Εν(ν)οδία ή Φεραία θεά  ο Δίας Μειλίχιος- Θαύλιος  και ο Απόλλωνας Φοίβος-Ξάνθος . Στο παράρτημα γίνεται αναφορά στο έθιμο του καθαρμού των σκυλιών κατά την Καθαρή Δευτέρα, που υπήρχε στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία έως τη δεκαετία του ’60 του αιώνα μας, προκειμένου να επισημανθεί η σχέση του με τη μακεδονική γιορτή Ξανδικά και τις Θεσσαλο-μακεδονικές θεότητες των καθαρμών.

 Η θεσσαλική θεά Εν(ν)οδία ή Φεραία θεά

Οι Φερές, η δεύτερη σε σημασία και μέγεθος πόλη της Θεσσαλίας, υπήρξαν το λατρευτικό κέντρο μιας ιδιόμορφης θεάς, η οποία ήταν ευρύτερα γνωστή ως Εν(ν)οδία ή Φεραία ή Εν(ν)οδία Φεραία. Για το ποιες ήταν οι αρχικές και κύριες λειτουργίες της θεάς φαίνονται από τη θέση, όπου είχε ιδρυθεί το αρχαιότερο και σημαντικότερο ιερό, από το οποίο ξεκίνησε η λατρεία της.
Βρισκόταν στην αρχή του βόρειου νεκροταφείου της πόλης των ιστορικών χρόνων, δίπλα στο δρόμο που από τη Λάρισα κατέληγε στη βόρεια πύλη των Φερών και μάλιστα μέσα σε νεκροταφείο των πρωτογεωμετρικών χρόνων.

Στα υστεροαρχαϊκά χρόνια ιδρύθηκε στο ιερό της θεάς μνημειακός πώρινος δωρικός περίπτερος ναός. Γύρω στο 300 π.Χ. στην ίδια θέση κτίστηκε παρόμοιος μεγαλύτερος εκατόμπεδος ναός με 6x12 κίονες (διαστάσεων 16,30χ 32,60 μ.). Η λατρεία της Εν(ν)οδίας στο ιερό επιβεβαιώνεται όχι μόνο από το πλήθος των γυναικείων κοσμημάτων, από τα πήλινα γυναικεία ειδώλια, αλλά και από τις επιγραφές .

Ένα δεύτερο ιερό της Εν(ν)οδίας αποκαλύφθηκε στο δυτικό νεκροταφείο της πόλης, ενώ ένα τρίτο πιθανότατα υπήρχε στο βόρειο νεκροταφείο των Φερών.


Επίσης η θεά λατρευόταν στο λεγόμενο ιερό των «Έξι Οεαινών», στον ανατολικό λόφο της ακρόπολης των Φερών, όπως συμπεραίνεται από τον αφιερωμένο στις έξι επίσημες θεές της πόλης μνημειακό μαρμάρινο βωμό.

Τη θεά από τα γεωμετρικά χρόνια πιθανότατα αποκαλούσαν με το ονοματοποιημένο λατρευτικό επίθετο Εν(ν)οδία. Όταν η λατρεία της διαδόθηκε εκτός Φερών (αρχικά στη Θεσσαλία) ονομαζόταν Εν(ν)οδία ή Εν(ν)οδία Φεραία. Από πολύ νωρίς (μαρτυρημένα ήδη από τα κλασικά χρόνια) η Εν(ν)οδία έγινε η εθνική θεσσαλική θεά.

Εκτός Θεσσαλίας ονομαζόταν Εν(ν)οδία θεός ή Φεραία θεά. Στη γραμματεία είναι γνωστή στη Θεσσαλία και την Αθήνα, ενώ επιγραφικά είναι γνωστή σε 33 επιγραφές, οι οποίες βρέθηκαν στη Θεσσαλία (22), τη Μακεδονία (10) και την Εύβοια .

Η λατρεία της διαπιστώνεται επίσης από διάφορα άλλα μνημεία ή πιθανά ιερά και σε άλλα μέρη της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Η Εν(ν)οδία λατρευόταν στις Φερές και στο επίνειό τους, τις Παγασές, όπως επίσης στη Λάρισα, στην Κραννώνα, στον Ατραγα, στη Φάρσαλο, στο Φάκιο, στις ΦΟιώτιδες Θήβες, στην Ολοοσσώνα, στη Φάλαννα, στους Γύννους και στο Πύθιο.

Στη Μακεδονία λατρευόταν στην Πέλλα, στη Βέροια, στην Εξοχή και στην Αγία Παρασκευή Κοζάνης, στην Περσηίδα (σημ. χωριό DebreSte της επαρχίας Prilep της Δημοκρατίας των Σκοπιών) της Δερριόπου και ίσως στη Λητή της Μυγδονίας.

Τέλος, η θεά ήταν γνωστή στους Ωρεούς της Εύβοιας και στην Αθήνα.

Η έλλειψη ενός ουσιαστικού ονόματος της θεάς και η μεταγενέστερη θεοκρασία της με άλλες θεότητες, οδήγησαν την έρευνα σε διαφορετικούς δρόμους και εκτιμήσεις ως προς την ταυτότητα και τις λειτουργίες της. Η Εν(ν)οδία με βάση τις γραμματειακές πηγές ήταν το θεσσαλικό αντίστοιχο της Εκάτης, μια διαφορετική θεσσαλική Εκάτη, κόρη πιθανότατα της φεραίας Δήμητρας και του Δία Καταχθόνιου (του τοπικού Δία Θαύλιου- Μειλίχιου- Άδμητου).

Στις επιγραφές η Εν(ν)οδία είναι γνωστή με εννέα προσωνυμίες. Το επίθετό Φεραία που είναι εθνικό μαρτυρείται σε επιγραφή της Φάλαννας (3ος αι. π.Χ.).

Στην παλαιότερη όμως αναθηματική επιγραφή της θεάς (450-425 π.Χ.), που βρέθηκε στη Λάρισα, η Εν(ν)οδία μαρτυρείται με την προσωνυμία Αστική. Πρόκειται για μια θεά, που λατρευόταν όχι μόνο στο ύπαιθρο, στους δρόμους και στα νεκροταφεία, αλλά και μέσα στην πόλη (το «άστυ»).

Το επίθετο Οσία της θεάς, που μαρτυρείται σε επιγραφή του β' τέταρτου του 3ου αι. π.Χ.  και η οποία ήταν εντοιχισμένη σε θυμέλη (= χθόνιο βωμό) σε ιερό της στη Βέροια, δείχνει μία από τις βασικές λειτουργίες της, που μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα στη μελέτη μας. Η Εν(ν)οδία Οσία είναι θεά των καθαρμών από τα μιάσματα (του φόνου, της γέννησης, του θανάτου και όχι μόνο), η οποία επόπτευε, εκτός των άλλων, τις νόμιμες και καθιερωμένες τιμές προς τους νεκρούς. Αυτή η λειτουργία της, όπως θα δούμε παρακάτω, συμπεραίνεται επίσης από τη σχέση της α) με το Δία Μειλίχιο-Θαύλιο - Φόνιο, τον τιμωρό θεό των φονιάδων, β) με τον Απόλλωνα-Φοίβο-Ξάνθο, τον κατεξοχή θεό των καθαρμών, και γ) με το ιερό της ζώο, το σκυλί, που θυσιαζόταν στους καθαρμούς.

Ως Πατρώα η θεά μαρτυρείται σε αναθηματικές επιγραφές των Παγασών, του επινείου των Φερών (α' μισό του 4ου αι. π.Χ.), και του περραιβικού Πυθίου (1ος αι. π.Χ.). Πρόκειται για την πατροπαράδοτη και πανάρχαια θεά των Θεσσαλών.

Η Εν(ν)οδία ως Σταθμία μαρτυρείται σε αναθηματική επιγραφή της Λάρισας (3ος - α' μισό του 2ου αι. π.Χ.). Πιθανότατα θα μπορούσε να σημαίνει τη θεά, που λατρευόταν στα πρόθυρα και τα πρόπυλα, μια θεά δηλαδή των εισόδων, μια προπύλαια και αποτροπαϊκή θεότητα, όπως ήταν η Εν(ν)οδία Αλεξεατίδα , η οποία είναι γνωστή σε μια άλλη αναθηματική επιγραφή από την ίδια πόλη (α' μισό του 3ου αι. μ.Χ.).

Η Εν(ν)οδία Μυκαϊκή, η θεά που μυκάται ή προκαλεί μυκηθμό, γνωστή από επιγραφή της Λάρισας (αρχές 2ου αι. π.Χ.), πιθανότατα σχετίζεται με τον Ποσειδώνα και τους σεισμούς. Τέλος, η Εν(ν)οδία Κύριλλος, που μαρτυρείται σε αναθηματική επιγραφή των Φερών (β' μισό του 2ου αι. π.Χ.), ήταν μια κουροτρόφος θεότητα, προστάτιδα των κοριτσιών, των παιδιών και γενικότερα των γυναικών.

Όμοιες ή άλλες ιδιότητες-λειτουργίες της Εν(ν)οδίας συμπεραίνονται επίσης από τη μελέτη των γραμματειακών πηγών.

Στις Ευμενίδες (στ. 723-728) του Αισχύλου (458 π.Χ.) η θεά του θανάτου των Φερών χαρακτηρίζεται ως αρχαία. Πρόκειται για την τοπική θεά του γνωστού μύθου της Άλκηστης και του Άδμητου. Είναι δηλαδή η πατροπαράδοτη και πανάρχαια θεά των Φερών, που η λατρεία της πιθανότατα είχε διαδοθεί εκτός Φερών και Θεσσαλίας, πριν από τα κλασικά χρόνια, αφού είναι γνωστή στην Αθήνα ως αρχαία ήδη από τα μέσα του 5ου αι. π.Χ.

Η Εν(ν)οδία ως θεά του θανάτου και των νόμιμων τιμών προς τους νεκρούς αναφέρεται στην Αντιγόνη (στ. 1199- 1204) του Σοφοκλή, που γράφτηκε πριν το 442 π.Χ.

Ο Ευριπίδης στο έργο του 7ων (στ. 1048-1057) δηλώνει τις βασικές ιδιότητες της Εν(ν)οδίας, της κόρης της Δήμητρας, κάνοντας υπαινιγμό για το όνομά της με το ουσιαστικό εφόδων, καθώς και με το ρήμα όδωσον (όδόω = κατευοδώνω).

Στο χωρίο αυτό η Εν(ν)οδία είναι η θεά των δρόμων και του θανάτου, η αφέντρα των φαντασμάτων και της μαγείας.

Στην Ελένη (στ. 569-570) του Ευριπίδη, η Εκάτη και η Εν(ν)οδία αναφέρονται παράλληλα, ως θεότητες που έχουν στη δικαιοδοσία τους τα φαντάσματα.

Η σημαντικότερη όμως γραμματειακή πηγή για την Εν(ν)οδία σε σχέση με τη μαγεία είναι ο Πολύαινος (Στρατηγήματα, VIII, 43). Σύμφωνα με το στρατήγημα αυτό η Χρυσάμη, η ιέρεια της θεσσαλικής θεάς Εν(ν)οδίας, κάνοντας χρήση φαρμάκων επιτυγχάνει την εξόντωση των αντιπάλων και την κατάληψη των Ερυθρών της Μ. Ασίας από τους Έλληνες, κατά την πρώτη ιωνική αποίκηση (11ος-Ι0ος αι. π.Χ.).

Δηλαδή, η Εν(ν)οδία διαμέσου της Θεσσαλής ιέρειάς της, της Χρυσάμης, η οποία πιθανότατα καταγόταν από το λατρευτικό κέντρο της θεάς, τις Φερές, γίνεται
επαρωγός οέθλων, όπως ίσως για τους Φεραίους τυράννους που τη λάτρευαν ιδιαίτερα. Μάλιστα, ο Αλέξανδρος των Φερών, τύραννος ωμός, θηριώδης και γνώστης της φαρμακίας, ο οποίος προπαγάνδιζε την Εν(ν)οδία στα νομίσματά του, είχε για φύλακες στο παλάτι του τα γνωστά κατά την αρχαιότητα σκυλιά των Φερών, ζώα που ήταν ιερά για την Εν(ν)οδία. Για το ότι η θεά ήταν έπαρωγός άέθλων φαίνεται επίσης από το ανάγλυφο της Κραννώνας, που βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο.

Εδώ η Εν(ν)οδία παριστάνεται όρθια δαδοφόρος δίπλα στη δαιμονική της σκύλα, ευλογώντας με το δεξί της χέρι το νικηφόρο άλογο του αναθέτη .

Η Εν(ν)οδία στην τέχνη παριστάνεται επίσης ως έφιππη θεά, που φοράει πέπλο και ιμάτιο, κρατώντας δάδα ή δάδες.

Επίσης, παριστάνεται πεζή, δίπλα σε άλογο και σκυλί, κρατώντας δάδα ή δάδες.

 Η Εν(ν)οδία παριστάνεται ακόμα όρθια, κρατώντας δάδες ή φιάλη, χωρίς τα ιερά της ζώα.
Η θεά έχει για σύμβολό της τις μακριές ή κοντές δάδες, τα ιερά της ζώα είναι το άλογο και η σκύλα, ενώ τα ιερά φυτά της είναι η μυρτιά και το ρόδο.

Η Εν(ν)οδία ήταν θεά των οδοιπόρων, των δρόμων, των τριστράτων και των προπύλων. Η ύπαρξη αρκετών «Εκαταίων» στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, περιοχές όπου η θεά Εν(ν)οδία, το θεσσαλικό αντίστοιχο της Εκάτης, είχε ισχυρή λατρεία και παράλληλα η διαπίστωση της παντελούς σχεδόν απουσίας της λατρείας της Εκάτης στις περιοχές αυτές, οδηγούν στην άποψη ότι η Εν(ν)οδία παραστάθηκε και ως τρίμορφη από τα ελληνιστικά χρόνια.
Η θεά στη Θεσσαλία σχετίστηκε στη λατρεία με το Δία, με τον Ποσειδώνα, τη Δήμητρα, την Άρτεμη των Φερών, με τον Απόλλωνα και τις Μοίρες, καθώς και με τον Ερμή.

Από τη θεοκρασία της με την πανελλήνια θεά Άρτεμη δημιουργήθηκε στις Φερές η λατρεία της Άρτεμης των Φερών —Άρτεμης Φεραίας— Άρτεμης Εν(ν)οδίας, που η μέχρι τοόρα έρευνα ταύτιζε με την Εν(ν)οδία.

Η λατρεία αυτή διαδόθηκε εκτός Φερών ήδη από τα προκλασικά χρόνια. Μαρτυρείται επιγραφικά και αρχαιολογικά στην υπόλοιπη Θεσσαλία (Δημητριάδα, Φθιώτιδες Θήβες, Κραννώνα, Δάρισα, Αζωρο), στη νότια Ελλάδα (Οπούντας, Σικυώνα, Αργος, Νεμέα, Επίδαυρος), στην Αίγυπτο (Κόπτος), στη Μεγάλη Ελλάδα (Συρακούσες) και στην αποικία των Συρακουσών Ίσσα, στο ομώνυμο νησί της Αδριατικής.

Η Εν(ν)οδία (εκτός Θεσσαλίας) συσχετίστηκε με την Εκάτη και έτσι δημιουργήθηκε η λατρεία της Ενοδίας Εκάτης, η οποία είναι γνωστή μόνο φιλολογικά στην Αθήνα και στη Ρώμη.

 Η Ενοδία Εκάτη δεν διαπιστώνεται επιγραφικά στη λατρεία, αλλά ούτε μπορεί να διακριθεί εικονογραφικά στην τέχνη.

Η Εκάτη με την προσωνυμία Ενοδία είναι γνωστή στο Άργος, στην Αίγινα, στην Κολοφώνα, στην Έφεσο, στο Βυζάντιο και στη Λάρδο της Ρόδου.

Οι παραπάνω λατρείες, που χρονολογούνται από την υστεροελληνιστική εποχή και μετά, δεν φαίνεται να σχετίζονται άμεσα με τη θεσσαλική θεά Εν(ν)οδία.

Η θεά αυτή των Φερών παρέμεινε αυτοτελής τουλάχιστον στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία έως και την ύστερη αρχαιότητα.

 



 

 Ο Δίας Μειλίχιος

Η βλαστική λειτουργία του Δία Άφριου, που έχει επιβεβαιωθεί επιγραφικά στο μεγάλο ιερό της Εν(ν)οδίας στις Φερές, συνδέεται μ’ αυτήν του Δία Μειλίχιου, του καθάρσιου θεού του Κάτω Κόσμου, αλλά και της γονιμότητας, ο οποίος φέρει κέρας αφθονίας και ενσαρκώνεται σε φίδι. Ως θεός των νεκρών, του Κάτω Κόσμου και του θανάτου, ήλεγχε τις παραγωγικές δυνάμεις της γης και παρείχε πλούτο στους ανθρώπους. Με ειδική λατρεία γινόταν ευμενής, πράος και μειλίχιος, σε αντίθεση με τον Άδη, που ήταν άμείλιχος ήό’ άδάμαστος (Ιλιάδα, Θ', στ. 158), καθώς και με το Θάνατο, που δεν καμπτόταν με κανένα δώρο.

Η λατρεία του Δία Μειλίχιου μαρτυρείται σε δύο επιγραφές της Λάρισας. Στη μία μάλιστα από αυτές ο θεός ήταν σύνναος με την Εν(ν)οδία και τον Ποσειδώνα σε ιωνικό ναΐσκο, που ίδρυσε ο γνωστός Λαρισαίος αριστοκράτης και πολιτικός Μάκων, ο γιος του Ομφαλίωνος, πιθανότατα στην έλεύθερη ’Αγορά της πόλης.

Ακόμα η λατρεία του Δία Μειλίχιου είναι γνωστή στις Φθιώτιδες Θήβες, όπου λατρεύονταν και οι Μειλίχιοι θεοί. Ο θεός μαρτυρείται και στη Μαγνησία, όπου διαπιστώνεται από μια μαρμάρινη στήλη από τη Δημητριάδα, ανάθημα του Διονυσίου, που χρονολογείται στο α' μισό του 2ου αι. π.Χ., καθώς και από μια αναθηματική επιγραφή (3ος αι. π.Χ.) χαραγμένη σε βράχο στην πρόσοψη φυσικής σπηλιάς (Μειλιχιεΐον), σε κοντινή απόσταση από την ανατολική πύλη της πόλης (πιθανότατα της γνωστής από τις ιστορικές πηγές Μαγνησίας), που βρίσκεται στο λόφο Γορίτσα του Βόλου.

Ο Δίας Μειλίχιος στη Θεσσαλία ήταν θεός του Κάτω Κόσμου, σύνναος της Εν(ν)οδίας, της δυσεξιλέωτης θεάς των νεκρών. Οι δύο θεότητες με τον εξευμενισμό τους, μετά από ειδικές ιεροπραξίες και καθαρμούς γίνονταν μειλίχιες και ευμενείς.

Η Εν(ν)οδία στη Βέροια, όπως προαναφέρθηκε, είναι γνωστή με την προσωνυμία Οσία, σε σχέση ίσως με το Δία Μειλίχιο, με τους καθαρμούς από τα μιάσματα και τις τιμές προς τους νεκρούς.

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι ο Δίας Μειλίχιος λατρευόταν επίσημα από το Φίλιππο Ε' στην Πέλλα, όπως αποδεικνύεται από μια αναθηματική επιγραφή, χαραγμένη σε ορθογώνια μαρμάρινη πλάκα, η οποία προέρχεται από κάποιο ιερό του θεού στην Πέλλα. Αρχικά η πλάκα πιθανότατα θα ήταν εντοιχισμένη με θυμέλη (= χθόνιο βωμό), που αφιέρωσε ο βασιλιάς. Σημειώνεται ακόμα ότι ο Δίας Μειλίχιος πιθανότατα συλλατρευόταν με την Εν(ν)οδία στο ιερό της θεάς στην Εξοχή, όπως δείχνουν, πρώτον, ένα μαρμάρινο σε τέσσερις επάλληλες σπείρες φίδι με ανασηκωμένο κεφάλι, που χρονολογείται στα ελληνιστικά χρόνια και δεύτερον, ένα μαρμάρινο αγαλμάτιο όρθιου κατενώπιον ιματιοφόρου θεού, που κρατάει φιάλη στο δεξί χέρι και κέρας αφθονίας, με ελισσόμενο φίδι γύρω του στο αριστερό του χέρι (α' μισό του 2ου αι.π.Χ.).

Τα αρχαιολογικά ευρήματα από το μικρό ιερό της Εν(ν)οδίας στο δυτικό νεκροταφείο των Φερών, όπου ο Δίας Μειλίχιος συλλατρευόταν με την Εν(ν)οδία ενισχύουν την παραπάνω ερμηνεία των ευρημάτων.

Στο ιερό αυτό βρέθηκαν η μαρμάρινη αναθηματική στήλη στην Εν(ν)οδία και το Δία Μειλίχιο, ένα πήλινο κουλουριασμένο φίδι με ανασηκωμένο κεφάλι, τμήμα μικρού πήλινου κεφαλιού γενειοφόρου θεού και ένα άλλο πήλινο κεφάλι, λίγο μικρότερο του φυσικού, του ίδιου θεού, πιθανότατα του Δία Μειλίχιου.

Ο Δίας Θαύλιος

Ο θεός που συλλατρευόταν με την Εν(ν)οδία στο μεγάλο ιερό της στις Φερές ήταν ο Δίας Θαύλιος. Πρόκειται για μια κατεξοχήν τοπική λατρεία του θεού, αφού μαρτυρείται σε πέντε αναθηματικές στήλες, που βρέθηκαν σ’ αυτό. Μάλιστα, μεταξύ των στηλών συγκαταλέγονται η αετωματική στήλη με τα ακρωτήρια, στην οποία παριστάνεται ανάγλυφη ενεπίγραφη μαρμάρινη στήλη με οριζόντια επίστεψη και η στήλη, που φέρει αναθηματική επιγραφή   με κατάλογο Φεραίων (τέλος 4ου - αρχές 3ου αι. π.Χ.).

Η τελευταία είναι αφιερωμένη τόσο στο Δία Θαύλιο, όσο και στο Δία Άφριο.

Αυτό είναι ενδεικτικό για τη σχέση μεταξύ των δύο λειτουργιών του Δία, καθώς και με την Εν(ν)οδία. Σε μια στήλη του 4ου αι. π.Χ., αφιερωμένη στο Δία Θαύλιο, που προέρχεται από το ιερό του θεού στο δυτικό νεκροταφείο του Άτραγα πιθανότατα παρατηρείται το φαινόμενο της ιεροσύνης μελών μιας ορισμένης φρατρίας.

Στο ίδιο ιερό βρέθηκε ακόμα μια άλλη αναθηματική μαρμάρινη στήλη στο Δία Θαύλιο (τέλος 3ου αι. π.Χ.).

Επίσης, στο λόφο της Αγίας Παρασκευής των Φαρσάλων μαρτυρείται επιγραφικά λατρεία του Δία Θαύλιου (4ος αι. π.Χ.). Εδώ, οί άγχίσταί τών περί Παρμενίσκον αφιερώνουν στο θεό κάποια στήλη, επιγράφοντας το βράχο όπου στηριζόταν σε τόρμο.
Ένας βωμός στο Δία Θαύλιο, των μέσων του 4ου αι. π.Χ., που προέρχεται από την πόλη, η οποία βρίσκεται στο «Ύψωμα 325», μεταξύ των χωριών Καστρί (πρώην Κολοκλόμπας) και Ξυλάδες των Φαρσάλων, αμέσως ανατολικά του Ενιπέα, μαρτυρεί ότι η λατρεία του θεού αυτού των Φερών στην Τετράδα Φθιώτιδα δεν ήταν μεμονωμένη. Τέλος, στην ακρόπολη της Λάρισας μαρτυρείται επιγραφικά τέμενος του Δία Φόνιου. Το ιερό πρέπει να ταυτίζεται μ’ αυτό του Δία Θαύλιου, όπως δείχνουν δύο μαρμάρινες ενεπίγραφες στήλες, μια μικρή στήλη με αετωματική επίστεψη του τέλους του 4ου αι.
π.Χ., εντοιχισμένη στην παλαιοχριστιανική βασιλική του Αγίου Αχιλλίου, καθώς και μια μνημειακή στήλη του β' μισού του 4ου αι. π.Χ., που πιθανόν προέρχεται από την ακρόπολη. Οι στήλες φέρουν αναθηματικές επιγραφές στο Δία Θαύλιο. Ο θεός αυτός ταυτίζεται με το Δία Φόνιο, γιατί Θαύλιος
 σημαίνει Φόνιος. Επομένως, πρόκειται για το θεό των καθαρμών από το μίασμα του φόνου, που σχετιζόταν με το θάνατο και τον Κάτω Κόσμο.

Οι έως τα σήμερα προσπάθειες της έρευνας με βάση τις σχετικές, αλλά μεταγενέστερες μαρτυρίες, παρόλο που σχετίζουν το μακεδονικό θεό Θαύλ(λ)ιο με το Δία Θαύλιο της Θεσσαλίας, με το Δία Θαύλωνα, τον ήρωα Θαύλωνα και το γένος των Θαυλωνιδών στην Αθήνα, καθώς και με τη δωρική γιορτή των Θαυλίων, δεν έχουν ξεκαθαρίσει το πρόβλημα. Σύμφωνα με τον Ησύχιο, Θαύμος ή Θαύλος ονομαζόταν ο Άρης στη μακεδονική γλώσσα (λ. Θαϋμος η Θαϋλος· Άρης Μακεδονίως). Καταρχήν, υποστηρίχθηκε από την έρευνα ότι η γραφή Θαϋμος πρέπει να διορθωθεί σε Θαύλος.

 Ο Nilsson ήδη από την αρχή του αιώνα μας υποστήριξε με έμφαση ότι πρόκειται για αρχαίο ελληνικό επίθετο, που στη Μακεδονία δόθηκε στον Άρη, ενώ στη Θεσσαλία
στο Δία.

Ποιος όμως ήταν στην πραγματικότητα αυτός ο θεός, που λατρευόταν από τους Έλληνες κάτω από την ονοματοποιημένη προσωνυμία Θαύλος Θαύλιος;

Οι μεταγενέστερες πηγές μας πληροφορούν ότι ένα γένος ιθαγενών της Αθήνας λεγόταν Θαυλωνίδες και ότι επώνυμος ήρωας του γένους αυτού ήταν ο Θαύλων, ο οποίος σκότωσε πρώτος βόδι με πέλεκη. Η έρευνα δεν είναι σίγουρη, αν οι Θαυλωνίδες ήταν ιερατικό γένος στην Αθήνα, που είχε το προγονικό δικαίωμα της Ουσίας του ταύρου προς τιμήν του Δία Πολιέα και αν ο Θαύλων ήταν ο επώνυμος του γένους. Προχωρώντας όμως στη σκέψη μας, μπορούμε να αναφερθούμε στον Άρατο , ο οποίος σημειώνει ότι η Δίκη έφυγε από τη γη, εξαιτίας του μίσους της απέναντι στο χάλκινο γένος των ανθρώπων, οι οποίοι πρώτοι κατασκεύασαν μάχαιραν ανοόίαν, σφάζοντας και τρώγοντας τούς αρότηρας βούς.

Οι πρώτοι μάλιστα που έκαναν το παραπάνω έγκλημα, σύμφωνα με τον Άρατο, ήταν οι Αθηναίοι. Οδηγούμαστε έτσι στα αττικά δικαστήρια και στη γιορτή των Βουφονίων. Ως γνωστόν, η αθηναϊκή γιορτή Διπολίεια ή Διιπόλια (= Βουφόνια) ήταν αφιερωμένη στο Δία Πολιέα και σκοπό είχε τη γονιμότητα της γης και την ευόδωση της παραγωγής. Με βάση τα παραπάνω, μπορεί να υποστηριχθεί ότι Θαύλων ήταν ο βουφόνος και Θαύλια τα Βουφόνια.

Ο Δίας Θαύλιος σχετίστηκε επίσης από την έρευνα με τη δωρική γιορτή Θαύλια. Σύμφωνα με τον Ησύχιο, οι Ταραντίνοι είχαν μια γιορτή, που ονομαζόταν Θαύλια και η οποία γινόταν προς τιμήν του Κτέατου, του ενός από τους δύο Μολίονες, που σκότωσε ο Ηρακλής στις Κλεωνές. Επομένως Οαυλίζω προφανώς σημαίνει γιορτάζω τα Θαύλια, δηλαδή τα Βουφόνια (θυσία βοδιού προς τιμήν νεκρού ή νεκρών, που δολοφονήθηκαν).

Η μαρτυρημένη λατρεία του Δία Θαύλιου στις Φερές και γενικότερα στη Θεσσαλία είναι βασική για την κατανόηση των παραπάνω γραμματειακών πηγών.

Ο Δίας Θαύλιος ήταν ο Θεσσαλικός θεός του Κάτω Κόσμου και των νεκρών, που εξοργιζόταν από το έγκλημα του φόνου και τιμωρούσε άμεσα και χωρίς οίκτο τους φονιάδες. Μόνο μέσω ειδικών ιεροτελεστιών με καθορισμένο τυπικό ο θεός αυτός, όπως και η σύνναός του Εν(ν)οδία, εξευμενιζόταν και γινόταν Μειλίχιος, καθαίροντας τους φονιάδες από το μίασμα του αίματος. Έτσι, όπως θα δούμε παρακάτω. θεωρείται σημαντικό ότι ο μύθος τοποθετεί τη θητεία του Απόλλωνα στις Φερές, κοντά στον τοπικό θεό του θανάτου Άδμητο (= Δία Καταχθόνιο = Δία Θαύλιο = Δία Φόνιο), για να καθαρθεί στη συνέχεια στα Τέμπη και να γίνει ο κατεξοχήν καθάρσιος και όσιος θεός.

Είναι γνωστό ότι η πολιτική ζωή των Θεσσαλικών πόλεων και ιδιαίτερα αυτή των Φερών καταδυναστευόταν από συνεχείς στάσεις και δολοφονίες των ηγεμόνων τους, ενώ συχνές ήταν οι δολοφονίες και οι διώξεις των υποστηρικτών τους. Επομένως, θεότητες, όπως ήταν η Εν(ν)οδία, που λατρευόταν μάλιστα και με την ειδική προσωνυμία Οσία, στην οποία ανήκε η δικαιοδοσία της κάθαρσης από τα μιάσματα ή όπως ο Δίας Θαύλιος, που τιμωρούσε τους φόνους ή όπως ο Απόλλιυνας Φοίβος-Ξάνθος, που επειδή είχε τιμωρηθεί και στη συνέχεια καθαρθεί από το φόνο, θεωρείτο ο κατεξοχήν καθάρσιος θεός, ήταν κοινωνικά και πολιτικά αναγκαίες για τους Φεραίους και τους άλλους Θεσσαλούς. Πιθανότατα την ίδια κοινωνική και λατρευτική ανάγκη απέκτησαν μέσω των Θεσσαλών οι Μακεδόνες ήδη από τα κλασικά χρόνια με τις άμεσες πολιτικές και άλλες στενές σχέσεις των δύο γειτονικών λαών.

Ο Απόλλωνας Φοίβος-Ξάνθος

Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, τα Τέμπη, οι Φερές και το επίνειό τους, οι Παγασές, καθώς και η Μαγνησία σχετίζονταν άμεσα με τη λατρεία του Απόλλωνα.

Όπως προαναφέρθηκε, ο θεός είχε καταδικαστεί από το Δία να θητεύσει κοντά στο βασιλιά των Φερών Άδμητο ή να πεθάνει, κατεβαίνοντας στον Κάτω Κόσμο, όπου κυρίαρχος βασιλιάς ήταν ο Άδμητος (= Δίας Καταχθόνιος), χάνοντας συγχρόνως τη θεϊκή του υπόσταση.

Αιτία της παραπάνω τιμωρίας ήταν ο φόνος του δράκοντα Πύθωνα (ή της δράκαινας Δελφύνης) ή του βασιλιά των Δελφών Πύθωνα Δράκοντα ή κατά τη θεσσαλική εκδοχή, επειδή σκότωσε τους κατασκευαστές του κεραυνού Κύκλωπες, εκδικούμενος την κατακεραύνωση από το Δία του γιου του, του Ασκληπιού, που ανάσταινε ακόμα και νεκρούς.

Μετά την έκτιση της ποινής του ο θεός καθάρθηκε από το μίασμα του φόνου, από τους τοπικούς θεούς του Κάτω Κόσμου και των καθαρμών, δηλαδή από την τοπική θεά του θανάτου των Φερών, την Εν(ν)οδία και από τον Αδμητο, το Δία Θαύλιο – Δία Μειλίχιο, πήγε στα Τέμπη, πλύθηκε στο νερό του Πηνειού και χρησιμοποιώντας την εξαγνιστική δάφνη της κοιλάδας, έγινε όσιος, άγνός καί Φοίβος.
Στον τόπο του καθαρμού ιδρύθηκε ιερό του Απόλλωνα Πυθίου, όπως διαπιστώνεται από τις αναθηματικές επιγραφές, που βρέθηκαν σ’ αυτό. Ο Απόλλωνας μετά την κάθαρσή του ανέκτησε τη θεϊκή του δύναμη και ξεκίνησε για τους Δελφούς θριαμβευτής, στεφανωμένος με την τεμπική δάφνη και κρατώντας κλαδί του ίδιου φυτού στο δεξιό χέρι του. Η λατρεία του Απόλλωνα στις Φερές μέχρι τώρα δεν μαρτυρείται επιγραφικά, αλλά τα θεοφόρα ονόματα και οι γραμματειακές πηγές πιστοποιούν τη λατρεία του σ’ αυτές. Ο θεός πιθανότατα συλλατρευόταν με τον Ασκληπιό, το ιερό του οποίου τοποθετείται στον Άγιο Χαράλαμπο. Ο Απόλλωνας, που η λατρεία του συνάγεται από επιγραφές του 4ου αι. π.Χ. από τη Φάρσαλο, στη Θεσσαλία πρέπει να σχετιζόταν με την Εν(ν)οδία όχι μόνο με την ιδιότητα του Αγυιέα, αλλά και με τις ιδιότητες του Αλεξίκακου, του Αποτρόπαιου, του Προστατήριου, του Θυραίου και του Προπύλαιου, γνωστές αντίστοιχες λειτουργίες της Εν(ν)οδίας. Οι προστατευτικές δυνάμεις του Απόλλωνα Αγυιέα προέρχονται από τη φύση του αποτροπαϊκού θεού των καθαρμών.

Κατά τη θητεία του στις Φερές ο Απόλλωνας έβοσκε τα ζώα του Άδμητου, γι’ αυτό και πήρε την προσωνυμία Νόμιος. Μάλιστα, η σχέση του Απόλλωνα Νόμιου με την Εν(ν)οδία υποδηλώνεται σ’ ένα χωρίο του Ιπποκράτη (που έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στη Θεσσαλία, όπου και πέθανε στη Λάρισα). Το χωρίο αυτό αναφέρεται σε μια μορφή της επιληψίας, για την οποία υποστήριζαν ότι προκαλείτο από την Ένοδία και τον Απόλλωνα νόμιο. Ως γνωστόν, κατά τη διάρκεια της δουλείας του ο Απόλλωνας,
εκτός του ότι έβοσκε τα ζώα του Αδμήτου στην περιοχή της Βοιβηίδας ή του Αμφρύσσου ή της Πιερίας, βοήθησε τον Άδμητο να μνηστευτεί την Άλκηστη και για χάρη του έζευξε σε άρμα λιοντάρι και κάπρο. Ο Άδμητος όμως κατά το γάμο ξέχασε να θυσιάσει, ώστε να εξευμενίσει την τοπική θεά του Κάτω Κόσμου, γι’ αυτό και τον καταδίκασε σε θάνατο, στέλνοντας ως προμήνυμα στο νυφικό του θάλαμο σπείρες φιδιών.

Ο Απόλλωνας όμως εξαπάτησε την αρχαία θεά και έσωσε τον προστατευόμενό του, μεθώντας με κρασί τις Μοίρες (Μοίρας δολώσας) και αλλάζοντας την απόφασή τους. Ο Άδμητος δεν θα πέθαινε αμέσως και ακόμα θα γλίτωνε στο μέλλον, αν κάποιο συγγενικό του πρόσωπο δεχόταν να πεθάνει στη θέση του (Ευριπίδης, Άλκηστης, στ. 12-
14). Όταν ο Θάνατος ήρθε ξανά για να τον πάρει στον Κάτω Κόσμο, ο Απόλλωνας εγκατέλειψε το παλάτι του Αδμητου και κανένας άλλος δεν δέχτηκε να πεθάνει στη θέση του, εκτός από τη γυναίκα του. Ο Ηρακλής ξανάφερε όμως πίσω την Άλκηστη (Ευριπίδης, Άλκησης, στ. 837-860). Κατά μία άλλη εκδοχή η Κόρη-Περσεφόνη ήταν αυτή, που την ξανάστειλε στον Πάνω Κόσμο (Πλάτων, Συμπόσιο, 179b-c. Απολλόδωρος, A', 105). Έτσι, δεν φαίνεται καθόλου τυχαίο, που ο Απόλλωνας παρουσιάζεται να έχει άμεση σχέση με τις Μοίρες και την τοπική θεά του θανάτου, που τοπικά αποκαλείτο
Εν(ν)οδία. Η λατρεία των Μοιρών στις Φερές επιβεβαιώθηκε πρόσφατα από μια αναθηματική αεωματική στήλη των πρώιμων ελληνιστικών χρόνων, που βρέθηκε το 1987 στο βόρειο νεκροταφείο, στην ίδια δηλαδή περιοχή από όπου προέρχεται και η προαναφερθείσα (κεφ. I) αναθηματική στήλη στην Εν(ν)οδία Κόριλλο. Η συλλατρεία των Μοιρών με την Εν(ν)οδία Κύριλλο οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ήταν θεότητες της γέννησης, του γάμου και του θανάτου, προστάτριες του τοκετού και κουροτρόφοι.
 

Ο μύθος της Άλκηστης, όπως είναι γνωστός από τον Ευριπίδη και από τις άλλες πηγές, είναι σύνθετος και έχει αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης των φιλολόγων και θρησκειολόγων. Έχει υποστηριχθεί από την έρευνα ότι συνδυάζει την πάλη του ηρώα με το θάνατο και τη λαϊκή ιστορία της νύφης, που σώζει το σύζυγό της ή την πόλη της. Από τα στοιχεία που αναφέρουν ο Ευριπίδης και ο Απολλόδωρος γίνεται αντιληπτό ότι υπήρχαν αρκετές διασκευές του μύθου, οι οποίες συνδυάστηκαν. Στο μύθο βασικό ρόλο παίζουν ο Απόλλωνας, οι Μοίρες, ο Θάνατος και η τοπική θεά του Κάτω Κόσμου, που
οι πηγές αναφέρουν ως «αρχαία θεά», ως Κόρη, ως Περσεφόνη ή ως Άρτεμη. Άδμητος πιθανότατα σημαίνει τον ακαταδάμαστο κυρίαρχο του Κάτω Κόσμου. Πρόκειται για ένα όνομα, που δικαιωματικά ανήκει στο Θάνατο ή στον Άδη (
Ιλιάδα, Β', στ. 158), αλλά που δεν πρέπει να ταυτίζεται μ’ αυτόν.

Έχει υποστηριχθεί από την έρευνα, ότι ο παλιός τοπικός θεός του Κάτω Κόσμου Άδμητος αργότερα έγινε μυθικός βασιλιάς των Φερών, αλλά ο χθόνιος χαρακτήρας του δεν λησμονήθηκε. Ο βασιλιάς και η σύζυγός του στον Κάτω Κόσμο ήταν οικοδεσπότες, που καλωσόριζαν κάθε θεό και άνθρωπο, που κατέβαινε στο βασίλειό τους, όπως τον Απόλλωνα και τον Ηρακλή. Στο συγκρητισμό των διάφορων ιστοριών και διασκευών, που δημιούργησαν τον κλασικό μύθο της Άλκηστης, ο Άδμητος γίνεται ο επιμελητής της φιλοξενίας στο καταχθόνιο βασίλειο και συγχέεται με το σύζυγο της Άλκηστης, της νύφης που θυσιάζει τον εαυτό της. Γι’ αυτό και η Άλκηστη παίρνει τη θέση της οικοδέσποινας του βασιλείου των νεκρών. Όπως υποστηρίχθηκε από τους ερευνητές, η Άλκηστη, θεά εξαιρετικής αλκής, πάρεδρος του Άδμητου, έχει όνομα κατάλληλο για την τοπική βασίλισσα του Κάτω Κόσμου και των νεκρών.
Ανάμνηση αυτής της αντίληψης αποτελεί η αναφορά του Ευριπίδη (Ευριπίδης,
Άλκηστης, στ. 997-1005), ότι ο τάφος της Άλκηστης, δεν θα ήταν όπως των άλλων νεκρών, αλλά θα ήταν βωμός δίπλα στο δρόμο, που θα δεχόταν λατρεία από τους διαβάτες, και ότι η Αλκηστη θα γινόταν πια μια μάκαιρα δαίμων και πάρεδρος των θεών του Κάτω Κόσμου (Ευριπίδης, Άλκηστης, στ. 744-746).

Όπως σημειώθηκε και παραπάνω, το μεγάλο ιερό της Εν(ν)οδίας, όπου διαπιστώνεται η λατρεία της από τα πρωτογεωμετρικά χρόνια, βρισκόταν έξω από την πόλη και δίπλα στο δρόμο προς τη Λάρισα, μέσα σε πρωτογεωμετρικό νεκροταφείο. Οι φιλολογικές πηγές τοποθετούν χρονικά το μύθο της Άλκηστης, που συνδεόταν άμεσα με την τοπική θεά του θανάτου και τη λατρεία του Απόλλωνα στη μυκηναϊκή εποχή, αλλά το σίγουρο είναι ότι ήταν γνωστός στην Αθήνα και στη Σπάρτη ήδη πριν από τα μέσα του 5ου αι. π.χ.

 Η μακεδονική γιορτή Ξανδικά

Ξανδικά ήταν μια σημαντική γιορτή των Μακεδόνων, στην οποία γινόταν ο καθαρμός του μακεδονικού στρατού. Η πρώτη του μήνα Ξανδικού σχετίζεται με την αρχή των πολεμικών επιχειρήσεων, που εγκαινιαζόταν με τον καθαρμό του στρατού. Συνήθως πριν από την πρώτη εκστρατεία (όταν δεν απουσίαζε ο στρατός με το βασιλιά) γινόταν στην πρωτεύουσα του μακεδονικού κράτους ο μαγικός-αποτροπαϊκός καθαρμός του, με τον «περισκυλακισμό», στην πάνδημη γιορτή των Ξανδικών, στην οποία συνέρρεαν Μακεδόνες από την πρωτεύουσα, από τις κώμες της, αλλά και από τις γύρω πόλεις. Οι πηγές δεν μας πληροφορούν, πού ακριβώς γινόταν ο «περισκυλακισμός», αλλά πιθανότατα ο τόπος ήταν έξω από την πόλη, σε περιοχή νεκροταφείου, που διασχιζόταν από δρόμο ή ακόμα σε ένα ειδικά ιδρυμένο για το σκοπό αυτό ιερό. Κοβόταν στη μέση ένα σκυλί (πιθανότατα θηλυκό και μαύρο) και τα δύο τμήματά του τοποθετούνταν πάνω σε δύο ξύλινους στύλους, σε αντικρυστή διάταξη στις δύο πλευρές του δρόμου, δεξιά το μπροστινό τμήμα με το κεφάλι και αριστερά το πισινό. Μέσα από αυτά περνούσαν οί έν όπλοις Μακεδόνες με την εξής σειρά: πρώτα τα κειμήλια της βασιλείας, δηλαδή τά σημεία και τα όπλα των προγενέστερων βασιλιάδων, που τα

κουβαλούσαν επιλεγμένα άτομα. Μετά ακολουθούσε ο βασιλιάς με τους γιους του, αν είχε, η βασιλική φρουρά, οι βασιλικοί σωματοφύλακες, οι ίλες των ιππέων, οι υπασπιστές, οι θωρακοφόροι και οι λογχοφόροι, οι πεζέταιροι της φοβερής μακεδονικής φάλαγγας με ορθωμένες τις σάρισσες και τα άλλα βοηθητικά αγήματα του στρατού. Στη συνέχεια διεξαγόταν εικονική μάχη μεταξύ δύο επιλεγμένων τμημάτων του καθαρμένου στρατού με πλήρη εξάρτυση και με επικεφαλής δύο αρχηγούς. Εικονική μάχη προφανώς σημαίνει στρατιωτικές κινήσεις με τους ήχους σαλπίγγων και παραγγελμάτων (προελάσεις και κυκλωτικές κινήσεις, αλλαγές στοίχων και θέσεων των όπλων, κτυπήματα, αλαλαγμοί κ.λπ.).

Οι πηγές επίσης δεν μας αποκαλύπτουν ποιος ήταν ο σκοπός των Ξανδικών, δηλαδή της εικονικής μάχης και του «περισκυλακισμού», που προηγείτο. Μάλλον δεν επρόκειτο μόνο για στρατιωτικές επιδείξεις, που είχαν σκοπό να καταδειχθεί στους Μακεδόνες και στους παρευρισκομένους ξένους η ικανότητα του μακεδονικού στρατού.

 Η εικονική μάχη θα είχε και αποτροπαϊκό χαρακτήρα, το διώξιμο δηλαδή των δαιμόνων και κάθε κακού (π.χ. των επιδημιών).

Αυτό που επέφερε τον καθαρμό και προετοίμαζε τους πολεμιστές για τη μάχη ήταν το πέρασμα μέσα από μια συμβολική πύλη-δίοδο με το διαμελισμένο θύμα και το χυμένο αίμα. Η διάβαση αυτή λειτουργούσε ως μαγική «ζώνη απορρόφησης» (κυρίως μέσω του ειδικού σφαγίου) των ανοσιών και ακαθάρτων πράξεων, επιφέροντας με τον ειδικό αυτό καθαρμό την ενότητα και το ετοιμοπόλεμο του στρατού για τη νέα πολεμική περίοδο. Η έρευνα δεν έχει καταλήξει, αν ο «περισκυλακισμός» ήταν θεσσαλικό ή ανατολικό έθιμο. Μήπως ο «περισκυλακισμός» ήταν θεσσαλικό έθιμο σε σχέση με την   

Εν(ν)οδία, το Δία Μειλίχιο-Θαύλιο και τον Απόλλωνα Φοίβο, που εισήχθηκε στη Μακεδονία από τη Θεσσαλία, όταν ο Φίλιππος Β' έγινε αρχηγός του θεσσαλικού στρατού και άρχοντας των Θεσσαλών (352 π.Χ.);

Όπως είδαμε παραπάνω, ο χαρακτήρας της γιορτής (πάνδημη παρουσία των Μακεδόνων, «περισκυλακισμός», εικονική μάχη, βραδινό συμπόσιο) φαίνεται ότι ήταν πολυσήμαντος. Θα περιείχε επίσης και στοιχεία συμπαθητικής μαγείας, που αφορούσε την ανθοφορία των δένδρων, τη γονιμότητα και την καρποφορία της γης (διά τήν των ωρών καί τον έαρος εύκρασίαν). Η χώρα όχι μόνο έπρεπε να είναι αμίαντη και άθικτη, αλλά και παραγωγική.

Ο Ξανθικός ήταν ο έκτος μήνας του μακεδονικού έτους, ο οποίος αντιστοιχούσε με τον έκτο μήνα του ημερολογίου των θεσσαλικών πόλεων, τον Άφριο (ή τον έκτο μήνα του ημερολογίου του Κοινού των Θεσσαλών, τον Απολλώνιο), τον ανοιξιάτικο μήνα του πρασινίσματος και της ανθοφορίας των δένδρων.

Οι γραμματειακές πηγές δεν μας πληροφορούν ποιος ήταν ο Ξάνθος, προς τιμήν του οποίου γινόταν η παραπάνω γιορτή. Κατά την άποψή μας, δεν ευσταθεί η γνώμη ότι πρόκειται για προσωνυμία του βροτολοιγοΰ Άρη ή ότι ήταν ένας τοπικός ήρωας ή θεός. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο, που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα αυτόνομο θεό ή ήρωα. Αντίθετα φαίνεται να είναι, όπως υποστηρίχθηκε από μερικούς ερευνητές, ονοματοποιημένο επίθετο του Απόλλωνα. Έτσι, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ο μήνας Ξανδικός και η γιορτή Ξανδικά προέρχονται από την προσωνυμία ή το ονοματοποιημένο επίθετο Ξάνθος (πιθανότατα στα μακεδονικά «Ξάνδος») του Απόλλωνα, που είναι παρόμοιο με το επίθετο Φοίβος του θεού.

 Σημαίνει τον ολοκάθαρο, το λαμπρό και ξανθό θεό, ο οποίος πρώτος έδωσε
το παράδειγμα με την καθαρτήρια «θητεία» του στις Φερές για το φόνο που διέπραξε, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Μετά την τιμωρία του ο θεός καθάρθηκε και εξαγνίστηκε στην έξοδο των Τεμπών, προς τη μακεδονική Πιερία, και έτσι έγινε Όσιος, Φοίβος και κατά συνέπεια Ξάνθος. Είναι γνωστόν ότι σε ορισμένες λατρείες συναντιόνται επικλήσεις θεών, χωρίς να αναφέρονται τα ονόματά τους.

Στην Ελλάδα το θηλυκό σκυλί ήταν το ιερό ζώο της Εν(ν)οδίας και του Ασκληπιού, θεοτήτων που οι λατρείες τους κατάγονταν από τη Θεσσαλία. Το σκυλί έγινε ιερό ζώο και άλλων θεοτήτων, ιδίως της Εκάτης, προς τιμήν της οποίας θυσιαζόταν σε διάφορα μέρη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού κόσμου. Το ζώο συνδέθηκε με το θάνατο και τον Κάτω Κόσμο ήδη από την προϊστορική εποχή. Τα σκυλιά αποτελούσαν για τους Χετταίους, τους Πέρσες, τους Έλληνες και τους Ρωμαίους συνηθισμένο μέσο ατομικού ή δημόσιου καθαρμού. Οι Έλληνες δεν τα θυσίαζαν μόνο στην Εκάτη (Αθήνα, Θράκη, Σαμοθράκη, Συρακούσες, Κολοφώνα και αλλού), αλλά και στη Σελήνη, στην Ειλείθυια, στην Ειλιονεία (Άργος), στη Γενετυλλίδα (-ες) (Αθήνα, Φώκαια), στην Αφροδίτη Ερυκίνη (Σικελία), στη χθόνια Ήρα (ποταμός Σύλαρις), στον Άρη (Βοιωτία), στον Ξάνθο (= Απόλλωνα Ξάνθο στη Μακεδονία), στον Ερμή, στον Ήφαιστο Αδρανό (Αδρανός Σικελίας), καθώς και στον Ενυάλιο (Σπάρτη, Καρία).

 Οι Ρωμαίοι θυσίαζαν σκυλί στη Γενείτη Μάνη, στο Φαύνο κατά τη γιορτή Λύκαια (Αουπερκάλια), καθώς και σε μερικούς άλλους θεούς (Δία, Σιλβανό, Ηρακλή, Αάρες κλπ.). Το σκυλί επίσης παρατηρείται και στην εικονογραφία της Καππαδοκικής θεάς Μας, θεότητας του πολέμου και της αιματοχυσίας, που πιθανότατα έχει χεττιτική
καταγωγή.

Το σκυλί συνόδευε τους ανθρώπους, αλλά και τους ήρωες και τους θεούς  στα κυνήγια τους. Ως νυχτερινοί φύλακες των σπιτιών και των κοπαδιών τα σκυλιά αγρυπνούσαν στα πρόθυρα ή πρόπυλα των σπιτιών, στις εισόδους των μαντριών και των στάβλων των ζώων.

Με την όσφρηση και την ακοή τους, καθώς και με τις νυχτερινές υλακές τους προειδοποιούσαν τους ανθρώπους για επερχόμενο κίνδυνο.

Σύχναζαν στους δρόμους, στα τρίστρατα και τα νεκροταφεία, αναζητώντας φαγητό. Έτρωγαν τα πτώματα που δεν είχαν ταφεί, ενώ το κρέας τους συνήθως δεν τρώγονταν από τους Έλληνες, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις. Έτσι, τα ζώα αυτά συνδέθηκαν στην ελληνική θρησκεία ιδιαίτερα με τις θεότητες των δρόμων, της νύχτας, του θανάτου, της μαγείας και των καθαρμών, όπως ήταν η Εκάτη και η Εν(ν)οδία.

Το σκυλί που είχε χθόνιο συμβολισμό και ήταν το ιερό ζώο της Εκάτης αποτελεί ένα από τα καθοριστικά στοιχεία της εικονογραφίας της Εν(ν)οδίας και το ζώο επομένως συνδέεται στενά με αυτήν. Η Εν(ν)οδία στα αναθηματικά ανάγλυφα της Κραννώνας , της Πτολεμαΐδας και της Λάρισας , καθώς και στα πήλινα μπούστα της Περσηίδας συνοδεύεται από σκυλί. Στο ανάγλυφο της Αγίας Παρασκευής εικονίζεται σκυλί ανάμεσα στα μπροστινά πόδια του αλόγου, ενώ το ζώο παριστάνεται και στο ανάγλυφο θυμιατήρι της Εξοχής, που αφιέρωσε ο Νίκανδρος Παρμενίωνα στην Εν(ν)οδία. Σκυλιά επίσης παρατηρούνται και σε τρία άλλα μνημεία, του Λούβρου, της Λητής  και της Πέλλας , τα οποία φέρουν παραστάσεις μιας θεάς, που θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως Εν(ν)οδία. Το σκυλί στο μαρμάρινο ελληνιστικό αγαλμάτιο της Πέλλας παριστάνεται καθιστό δίπλα στη θεά, όπως ακριβώς κάθεται και το μαρμάρινο επιτύμβιο σκυλί των μέσων του 4ου αι. π.Χ..

 Η επιγραφικά βεβαιωμένη παρουσία της λατρείας της Εν(ν)οδίας στην Πέλλα ήδη από τα τέλη του 5ου αι. π.Χ., η σχέση της θεάς με τον πόλεμο και το μακεδονικό στρατό, όπως συνάγεται από το επίγραμμα ενός ανώνυμου ποιητή προς τιμήν του Φιλίππου Ε', η σχέση της θεάς με το σκυλί, το ζώο των καθαρμών, η λατρεία της Εν(ν)οδίας ως Οσίας στη Βέροια, αλλά και στην Πέλλα, καθώς και η στενή  σχέση της τόσο με τον Απόλλωνα Φοίβο (= Ξάνθο), όσο και με το Δία Μειλίχιο-Θαύλιο, οδηγούν στην άποψη ότι η Εν(ν)οδία έπαιζε βασικό ρόλο στον καθαρμό του μακεδονικού στρατού, όπως και οι παραπάνω θεοί στους οποίους αναφερθήκαμε διεξοδικά.

 

 


 

   

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΟΥ ΚΑΘΑΡΜΟΥ ΤΩΝ ΣΚΥΛΙΩΝ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

Ένα από τα δοκιμασμένα έθιμα ορισμένων κοινωνιών στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, που είχε καθαρτική και ως εκ τούτου ευεργετική δύναμη για την υγεία, την ευτυχία και την πρόοδο των ανθρώπων, ήταν το έθιμο του καθαρμού των σκυλιών κατά την Καθαρή Δευτέρα. Στην αρχή γίνεται περιγραφή του εθίμου, όπως αυτό γινόταν πριν από μερικά χρόνια σε ορισμένα χωριά της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας.

Η αναζήτηση, η ερμηνεία, η διαχρονικότητα και η εξέλιξη του εθίμου δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση, παρόλο που διασώζονται οι βασικές χαρακτηριστικές λεπτομέρειές του. Η καταγωγή του εθίμου μπορεί να αναχθεί έως την ελληνική αρχαιότητα, ενώ η σύνδεσή του με τη μακεδονική γιορτή Ξανδικά και τις θεσσαλομακεδονικές θεότητες των καθαρμών είναι πολύ πιθανή.

 Το έθιμο

Το πρωινό της Καθαρής Δευτέρας γινόταν έως τη δεκαετία του ’60 σε ορισμένα χωριά της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας ένα ιδιόμορφο καθαρτήριο έθιμο.

Στη Θεσσαλία το έθιμο διεξαγόταν στην περιοχή του Βελεστίνου (= Φερές) (στα χωριά Ριζόμυλο και Μεγάλο Μοναστήρι του νομού Μαγνησίας). Στη Μακεδονία αναφέρεται στην Παλαιά Πέλλα, καθώς και στους γειτονικούς οικισμούς Μικρό Μοναστήρι, Βαλτοχώρι, Άδενδρο, Βραχιά, Κύμινα, Νέα Μάλγαρα, Αλεξάνδρεια, αλλά και σε άλλα χωριά, που βρίσκονται στην πεδινή περιοχή, μεταξύ του Αξιού και του Αλιάκμονα. Η λεπτομερής περιγραφή του εθίμου κατά περιοχές, πρώτα στη Θεσσαλία και μετά στη Μακεδονία, όπως μας τις περιέγραψαν γέροντες κάτοικοι των παραπάνω οικισμών ή τις κατέγραψαν διάφοροι ερευνητές, είναι αναγκαία για την κατανόησή του.

Το πρωί της Καθαρής Δευτέρας όλοι οι κάτοικοι του Ριζόμυλου συγκεντρώνονταν στην πλατεία, όπου συνήθως στα χωριά γίνονται οι ψυχαγωγικές συγκεντρώσεις, για τις γιορτές και τις άλλες εκδηλώσεις. Εδώ στήνονταν από τους άνδρες του χωριού δύο ψηλοί πάσσαλοι, που απείχαν ο ένας από τον άλλο 5-6 μ. Στο πάνω μέρος τους στερεώνονταν με ένα δοκάρι. Έπειτα οι νέοι έτρεχαν στους δρόμους του χωριού και συλλάμβαναν τα σκυλιά, μεταφέροντάς τα στον τόπο της δοκιμασίας τους. Εκεί, αφού έδεναν το ζώο με μακρύ σχοινί από τριχιά, που είχαν πρώτα στριφογυρίσει, το κρεμούσαν από το οριζόντιο δοκάρι. Το σκυλί ούρλιαζε με το ανέβασμα και το κατέβασμα,  στριφογυρίζοντας στο σχοινί. Στο τέλος απελευθερωνόταν, πέφτοντας καταζαλισμένο και έφευγε ουρλιάζοντας μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από τις φωνές των παρευρισκομένων. Αυτό το τελετουργικό επαναλαμβανόταν τόσες φορές για όσα σκυλιά είχαν πιαστεί, ενώ οι θεατές πανηγύριζαν, ξεσπώντας σε ακράτητα γέλια και ξεφωνήματα. Στη συνέχεια ακολουθούσε χορός και γλέντι γύρω από τους πασσάλους. Η μη πραγματοποίηση του εθίμου θεωρείτο από τους παλιούς Ριζομυλιώτες αμάρτημα, που θα επέφερε δυσμένεια του Θεού και συμφορές στο χωριό.

Στις πλατείες των χωριών της Παλαιάς Πέλλας (πρώην Άγιοι Απόστολοι - Αλλάχ Κιλισέ, σήμερα Δήμος Πέλλας), του Μικρού Μοναστηριού (πρώην Ζορμπάς), του Βαλτοχωρίου (πρώην Σαριτσά-Σαρίτσιοβον), του Αδενδρου (πρώην Κιρτσαλάρ), του Παρθενίου (πρώην Τσοχαλάρ), της Βραχιάς (πρώην Κα'ίλή), των Κύμινων (πρώην Γιαννιτσέα) και των Νέων Μαλγάρων, που βρίσκονται στα δυτικά του Αξιού, το πρωί της Καθαρής Δευτέρας συγκεντρώνονταν όλοι οι κάτοικοι και έστηναν δύο ψηλούς πασσάλους (5-6 μ.), που απείχαν μεταξύ τους 5-6 μ. Στην κορυφή των πασσάλων, όταν
δεν υπήρχε διχάλα, κατασκευαζόταν λάξευμα σε σχήμα V ή τοποθετούνταν σιδερένιοι κρίκοι, από όπου περνούσε μακρύ σχοινί από τριχιά, το οποίο κρεμόταν και από τις δύο πλευρές τους. Στη συνέχεια οι νέοι του χωριού γυρνούσαν στους δρόμους και έπιαναν όλα τα αδέσποτα σκυλιά με μακρύ ξύλο, που είχε στην άκρη θηλειά ή τα έβαζαν σε τσουβάλια, τα οποία μεταφέρονταν στον τόπο διεξαγωγής του εθίμου. Εκεί με τη σειρά ένα-ένα, τα τοποθετούσαν μέσα στο στριφογυρισμένο σχοινί, που βρισκόταν αρχικά χαμηλά, ανάμεσα στους δύο πασσάλους και γύρω από τη μέση του σώματος των σκυλιών. Στη συνέχεια τραβούσαν τα δύο άκρα του σχοινιού από τις δύο πλευρές.

Με το ανέβασμα του σχοινιού τα σκυλιά στριφογύριζαν ουρλιάζοντας, προκαλώντας επευφημίες και γέλια στους θεατές. Στο τέλος με απότομο τράβηγμα τα σκυλιά ανυψώνονταν, απελευθερώνονταν, έπεφταν καταζαλισμένα και έφευγαν ουρλιάζοντας.

Στην Αλεξάνδρεια το έθιμο παρουσίαζε κάποιες ιδιαιτερότητες στις λεπτομέρειες. Οι κάτοικοι συγκεντρώνονταν, κουβαλώντας μαζί τα σκυλιά του σπιτιού τους, γύρω από ένα μεγάλο λάκκο («μπουλτούκα»), που διατηρούσε όλο το χρόνο νερό, εξαιτίας του χαμηλού υψομέτρου της περιοχής και της έως τότε έλλειψης καναλιών για την απομάκρυνσή του. Εκεί έμπηγαν σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετα σημεία δύο γερά και ψηλά παλούκια με διχάλες στις κορυφές. Πάνω στους στύλους τέντωναν διπλά σχοινιά από τριχιά, που μπορούσαν να τα μετακινούν με κατάλληλο τράβηγμα. Μόλις έπαιζαν τα νταούλια, αυτοί που χειρίζονταν τα σχοινιά στα παλούκια έφτιαχναν θηλειές, στριφογυρίζοντας επιτήδεια το σχοινί. Στη συνέχεια περνούσαν τα σκυλιά στο σχοινί. Όταν ήταν όλα έτοιμα τραβούσαν τα σχοινιά, τα δύο δεμένα σκυλιά ανυψώνονταν στο τεντωμένο σχοινί και συναντιούνταν στη μέση του λάκκου, οπότε άρχιζαν να γαβγίζουν και να δαγκώνονται μεταξύ τους, ενώ παράλληλα στριφογύριζαν, καθώς ξετυλίγονταν οι θηλειές. Τότε χαλάρωναν τα σχοινιά, τα δεμένα ζώα έπεφταν στο νερό, μετά ξανατραβούσαν τα σχοινιά, τα σκυλιά ανυψώνονταν και στριφογύριζαν ουρλιάζοντας. Όταν ξετυλιγόταν εντελώς η θηλειά, τα σκυλιά έπεφταν από ψηλά στο νερό και κολυμπώντας απομακρύνονταν πανικόβλητα. Το ίδιο γινόταν και με τα υπόλοιπα σκυλιά.
Τα νταούλια και οι ζουρνάδες έπαιζαν συνεχώς, τα σκυλιά γάβγιζαν και ούρλιαζαν, ενώ ο κόσμος γύρω γελούσε και ξεφώνιζε με το βασάνισμά τους.

Σ’ όλες τις περιπτώσεις, αν ρωτήσει κανείς τους γεροντότερους κατοίκους των χωριών, για το ποια ήταν η σημασία του εθίμου, με το βασάνισμα ουσιαστικά των σκυλιών, απαντούν ότι αυτό γινόταν για να τα εξαγνίσουν και να τα προφυλάξουν από τη λύσσα. Όπως διαπιστώνεται από τα δρώμενα, το παραπάνω έθιμο, με το πέρασμα του χρόνου και από τόπο σε τόπο παρουσίασε ορισμένες αλλοιώσεις, αλλά το σκηνικό και η βασική δομή του παρέμεινε η ίδια. Ουσιαστικά πρόκειται για καθαρμό ορισμένων ανθρώπινων κοινωνιών με τελετουργικό μέσο το σκυλί.

Βασικά σκηνικά στοιχεία της τελετής ήταν:
α) ο καθορισμένος χρόνος (το πρωί της Καθαρής Δευτέρας, που συμπίπτει με τις αρχές του Μαρτίου, με την επάνοδο δηλαδή της Άνοιξης),
β) η πάνδημη παρουσία (πανήγυρη) της κοινότητας σε ανοικτό δημόσιο χώρο,
γ) η χρήση δύο ξύλινων στύλων με σχοινιά, και
δ) η επανάληψη της ίδιας διαδικασίας για όλα τα σκυλιά.

Ο λαογράφος Β. Αγγέλης εντόπισε το έθιμο σε χωριά της περιοχής του Βελεστίνου (αρχαίων Φερών) Θεσσαλίας και επεχείρησε να ερμηνεύσει το έθιμο, συνδέοντάς το με τους Ρωμαίους.

Προφανώς ο σκοπός του παραπάνω εθίμου ήταν η απαλλαγή των ζώων και κατά συνέπεια των ανθρώπων (των χώρων της ιδιωτικής και της κοινωνικής τους δράσης) από κάθε κακό, γιατί πίστευαν ότι τα ζώα έκρυβαν μέσα τους τις αρρώστιες ή τα πονηρά και τα κακά πνεύματα, που τις προκαλούσαν.

Ο Γ. Μοσχόπουλος, που γνωρίζει το έθιμο μόνο στην Αλεξάνδρεια της Ημαθίας, βρίσκεται στο σωστό δρόμο, συνδέοντάς το με την αρχαία γιορτή Ξανδικά, υποστηρίζοντας ότι περιέχει στοιχεία της πανάρχαιας τελετής των Μακεδόνων, κατά την οποία έκοβαν ένα σκυλί σε δύο κομμάτια και οι πάνοπλοι Μακεδόνες στρατιώτες με το βασιλιά επικεφαλής έκαναν παρέλαση μεταξύ των δύο τμημάτων του.

Η ευρύτερη έρευνα για το παραπάνω έθιμο μας οδήγησε στη σύνδεσή του με τη μακεδονική γιορτή Ξανδικά και τις Θεσσαλομακεδονικές θεότητες των καθαρμών.

Μετά την ήττα των Μακεδόνων στην Πύδνα (168 π.Χ.) και την τελική υποταγή της Μακεδονίας στους Ρωμαίους (148 π.Χ.) η γιορτή Ξανδικά πιθανότατα θα άλλαξε χαρακτήρα, αφού πλέον καταργήθηκαν η βασιλεία, το μακεδονικό κράτος και ο εθνικός στρατός. Όμως η πάνδημη γιορτή με το πολλαπλό της περιεχόμενο, θα ήταν δύσκολο να ξεριζωθεί από το μακεδονικό έθνος. Έτσι δεν θα ήταν παρακινδυνευμένο να υποστηριχθεί η άποψη ότι μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση η γιορτή τροποποιήθηκε και προσαρμόστηκε στα νέα πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα, διατηρώντας τα βασικά της στοιχεία.

Το έθιμο του καθαρμού των σκυλιών που διατηρούνταν στα μεταγενέστερα χρόνια μόνο σε κάποιες περιοχές της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας και που από την αρχαιότητα έως τη δεκαετία του ’60 τείνει στην αποβαρβάρωσή του, εντάσσεται ανάμεσα στις άλλες τελετές της Αποκριάς, που γίνονταν σ’ όλες τις ελληνικές περιοχές. Σύμφωνα με τη λαϊκή γνώμη το έθιμο ήταν απαραίτητο, γιατί είχε κύριο σκοπό να αποτρέψει τις επιδημίες, εξασφαλίζοντας έτσι την υγεία, την ευεξία των ανθρώπων, αλλά και γενικότερα την καλοχρονιά των κοινωνιών που το τελούσαν ανελλιπώς.

Όπως αναφέρθηκε, οι παραπάνω αλληλοσυνδεόμενες θεότητες των καθαρμών ήταν γνωστές κατά την αρχαιότητα στις Φερές και τη Θεσσαλία, καθώς και στη Μακεδονία, δηλαδή στις περιοχές όπου γινόταν μέχρι και πρόσφατα το έθιμο του καθαρμού των σκυλιών. Μάλιστα, στο Ριζόμυλο, που βρίσκεται κοντά στις Φερές, έχει εντοπιστεί η σημαντικότερη κώμη των Φερών. Η περιοχή δυτικά του Αξιού (με τα χωριά Πέλλα, Μικρό Μοναστήρι, Βαλτοχώρι, Άδενδρο, Κύμινα, Νέα Μάλγαρα και Αλεξάνδρεια) κατά τη ρωμαϊκή και την πρωτοβυζαντινή εποχή κατοικείτο από Μακεδόνες. Οι ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι κατά τα μεσαιωνικά χρόνια οι κάτοικοι της παραπάνω περιοχής ήταν Έλληνες και γραικωμένοι κελτογενείς Σαγουδάτοι.
Σημειώνεται ακόμα, ότι το παλιό όνομα της Αλεξάνδρειας (όπου το έθιμο ήταν ιδιαίτερα ριζωμένο), το Γηδάς, σύμφωνα με νεότερη άποψη της έρευνας πρέπει να θεωρηθεί ελληνικό.

Λαμβάνοντας υπόψη, πρώτον, τα βασικά στοιχεία του εθίμου (η πάνδημη παρουσία κατά την Καθαρή Δευτέρα, η ύπαρξη δύο στύλων και ο καθαρμός με μέσο το σκυλί), δεύτερον, ότι το έθιμο συναντάται στη Θεσσαλία σε χωριά της περιοχής του Βελεστίνου, τα οποία βρίσκονται πάνω στον κύριο δρόμο επικοινωνίας της Θεσσαλίας με τον Παγασητικό κόλπο και τη νότια Ελλάδα, ενώ στη Μακεδονία συναντάται σε οικισμούς που βρίσκονται πάνω στους κύριους οδικούς άξονες της Κάτω Μακεδονίας, τρίτον, ότι οι περιοχές όπου συναντάται το έθιμο κατοικούνταν κατά την ελληνική και τη ρωμαϊκή
αρχαιότητα από ελληνικούς πληθυσμούς, ενώ στα μεσαιωνικά και τα μεταγενέστερα χρόνια από Έλληνες και γραικωμένους Κελτογενείς πληθυσμούς, και
τέταρτον, ότι κατά την αρχαιότητα στις περιοχές αυτές υπήρχαν μεγάλες πόλεις (Φερές, Βέροια και Πέλλα), όπου οι λατρείες του Απόλλωνα Φοίβου (= Ξάνθου), του Δία Μειλίχιου-Θαύλιου και της Εν(ν)οδίας ή Φεραίας θεάς έχουν διαπιστωθεί επιγραφικά και αρχαιολογικά, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ο πυρήνας του παραπάνω εθίμου κατάγεται από τον «περισκυλακισμό» του μακεδονικού στρατού που γινόταν στη γιορτή Ξανθικά, κατά την 1η του μήνα Ξανδικού, στην αρχή της Άνοιξης, όπου βασικό ρόλο φαίνεται ότι έπαιζαν έως και την ύστερη αρχαιότητα οι παραπάνω αλληλοσυνδεόμενες
θεσσαλομακεδονικές θεότητες των καθαρμών.

 

Δεν Επιτρέπονται οι Μπάσταρδοι

 


 

Δεν Επιτρέπονται οι Μπάσταρδοι

 Ο νόμος του Μωυσή ή του Εβραίου Γιαχβέ απαγόρευε την είσοδο των νόθων στην συναγωγή του Θεού: «Όποιος ευνουχίστηκε με θλάση ή αποκοπή των γεννητικών του οργάνων, δεν μπορεί να γίνει δεκτός στην κοινότητα του Γιαχβέ. Νόθος δεν μπορεί να γίνει δεκτός στην κοινότητα του Γιαχβέ ακόμα κι ως τη δέκατη γενιά των απογόνων του. (Δευτερονόμιον 23:2-3).

Παρά την σαφήνεια του “νόμου”, αυτός προφανώς δεν τέθηκε σε ισχύ όταν οι απόγονοι των «μπάσταρδων» απέκτησαν σημαντική κοινωνική θέση. Οι γενεαλογίες των εβραϊκών γραφών παρουσιάζουν, παραδείγματος χάριν, τον Δαβίδ να είναι απόγονος ένατης γενιάς του Φαρές, του νόθου γιου του Ιούδα και της Ταμάρ (Γένεσις 38:24-30, Ρουθ 4:18, Χρονικών Α! 2:5-14). Προφανώς, στον Δαβίδ δεν απαγορεύτηκε η είσοδος μέσα στην συναγωγή παρά το ότι ήταν απόγονος κάποιου που ήταν νόθος. 

 Οι λάτρεις, βέβαια, των εβραϊκών γραφών θα υποστηρίξουν ότι ο Δαβίδ απαλλάχθηκε από τον περιορισμό, επειδή, εάν ο Φαρές θεωρείται πρώτη γενεά, τότε ο Δαβίδ ήταν η δέκατη και επομένως δικαιούταν να εισέλθει στην συναγωγή. Το επιχείρημα των Αλάνθαστων είναι ότι ο περιορισμός επεκτάθηκε ακόμη και στην δέκατη γενεά αλλά δεν περιέλαβε την δέκατη, έτσι οι φανατικοί παραπλανημένοι οπαδοί πιστεύουν ότι έχουν σημειώσει μια ακόμη νίκη στην ατέρμονη αναζήτησή τους να εξηγήσουν τις ασυνέπειες των εβραϊκών γραφών που εμείς οι επιβλαβείς ορθολογιστές συνεχίζουμε να επισημαίνουμε. 

 Η εξήγησή τους, εντούτοις, είναι ακριβώς άλλο ένα “πιάσιμο από τα μαλλιά”, επειδή η έκφραση στα αρχικά εβραϊκά δεν σήμαινε ακόμη και ως, όπως παρουσιάζει η ακόλουθη κυριολεκτική μετάφραση: 

Ένας νόθος να μην εισέλθει στην συναγωγή του Γιαχβέ ακόμη και μια δέκατη γενεά του να μην εισέλθει στην συναγωγή του Γιαχβέ.

Η ιδέα ως ή  μέχρι δεν ήταν στον αρχικό κείμενο. Η έκφραση, έπειτα, δεν σήμαινε ότι οι απόγονοι των μπάσταρδων επρόκειτο να εκδιωχθούν από την συναγωγή  μέχρι την αλλά μη συμπεριλαμβανομένης της δέκατης γενεάς. Η προφανής πρόθεσή της ήταν να δείξει μια μόνιμη, αιώνια εξορία. Οι νόθοι απόγονοι ήταν απλά ανεπιθύμητα πρόσωπα στην “ιερή” συναγωγή του Γιαχβέ, ανεξάρτητα από το πόσο πολύ καιρό πριν η αδιακρισία είχε εμφανιστεί -- εκτός από, όπως έχουμε σημειώσει, περιπτώσεις σημαντικής κοινωνικής θέσης. 

 Είμαστε βέβαιοι πως οι Αλάνθαστοι θα επιμένουν ότι η πρόθεση του περιορισμού των νόθων ήταν να τους απαγορεύσουν μόνο μέχρι την δέκατη γενεά, η οποία θα είχε επιτρέψει στον Δαβίδ να γλιστρήσει μέσα ακριβώς κάτω από το χρονικό όριο. Χάριν του επιχειρήματος, θα τους παραχωρήσουμε το λογοπαίγνιο και μετά θα τους ζητήσουμε να εξηγήσουν γιατί οι απόγονοι του Ααρών, του πρώτου αρχιερέα του Ισραήλ, δεν απαγορεύθηκαν από τη συναγωγή " μέχρι" την δέκατη γενιά;

 Σύμφωνα με την Έξοδο 6:23, ο Ααρών παντρεύτηκε μια γυναίκα που ονομαζόταν Ελισάβετ, η οποία ήταν «κόρη του Αμιναδάβ, αδελφή του Ναχσών.» Η σημασία αυτού μπορεί να φανεί όταν εξετάσουμε την γενεαλογία του νόθου Φαρές. Ο Αμιναδάβ ήταν τέταρτης γενιάς απόγονος του Φαρές (Ρουθ 4:18, Χρονικών Α! 2:5-9), έτσι η σύζυγος του Ααρών ήταν πέμπτης. Οι γιοι του Ααρών από την Ελισάβετ (Ναδάβ, Αβιούδ, Ελεάζαρ, και Ιθάμαρ, (Έξοδος 6:23), ήταν επομένως έκτης γενιάς απόγονοι του νόθου Φαρές, και όλοι χειροτονήθηκαν ιερείς στην συναγωγή του Γιαχβέ (Αριθμοί 3:3). Αυτό είναι συνεπώς το ίδιο με το "εισήχθησαν στην κοινότητα του Γιαχβέ." 

 Ο Ναδάβ και ο Αβιούδ έπεσαν σε δυσμένεια και, με τον συνηθισμένο χαρακτηριστικό τρόπο του Εβραίου Γιαχβέ, σκοτώθηκαν (Λευϊτικόν 10:1-2), αλλά ο Ελεάζαρ διακρίθηκε κυρίως στις ιερατικές δραστηριότητες καθ’ όλην την διάρκεια των 40ετών περιπλανήσεών του στην ερημιά. Οι λάτρεις των εβραϊκών γραφών δεν μπορούν να υποστηρίξουν ότι η προγραφή των νόθων από την συναγωγή εμφανίστηκε μετά την χειροτόνηση των γιων του Ααρών, επειδή ο Ελεάζαρ υπηρέτησε ως ο ιερέας πολύ μετά από τα γεγονότα που καταγράφηκαν στο Δευτερονόμιον, όπου ορίστηκε ο περιορισμός των νόθων. Ο Ελεάζαρ αναφέρεται στις ιερατικές λειτουργίες σε όλον τον Ιησού του Ναυή και δεν πέθανε παρά μόνο στο τέλος του βιβλίου (Ιησούς του Ναυή 24:33). Σε αυτό το σημείο, ο γιος του Ελεάζαρ Φινεές (μόνο έβδομης γενιάς απόγονος του Φαρές) πήρε την θέση του Ελεάζαρ και υπηρέτησε μέχρι το Κριταί 20:29. Στην πραγματικότητα, ο Εβραίος Γιαχβέ είχε παράσχει στον Φινεές και τους απογόνους του "το συμβόλαιο μιας αιώνιας ιεροσύνης" από την στιγμή που ο Φινεές σκότωσε με το δόρυ του έναν Ισραηλίτη και μια γυναίκα Μαδιανίτισσα (Αριθμοί 25:6-13). Σε εκείνη την περίπτωση, ο Γιαχβέ φάνηκε αδιάφορος για την άμεση καταγωγή του Φινεές από τον νόθο Φαρές. 

Θα επιθυμούσε κάποιος από τους Εμπνευσμένους Αλάνθαστους να μας εξηγήσει τι ήθελαν να πουν οι Εμπνευσμένοι πρόγονοί του με όλα αυτά;

Φιλικά

John Atheos

 

 


 

Οι θνήσκοντες Θεοί και ο θάνατος του Μεγάλου Πανός

 



Οι θνήσκοντες Θεοί και ο θάνατος του Μεγάλου Πανός

 

 Το δράμα ενός θνήσκοντος θεού, ενός θεού δηλαδή που πεθαίνει και αργότερα επιστρέφει στην ζωή, αποτελεί ένα βασικό μέρος αρκετών εθνικών θρησκειών και μοιάζει στις διάφορες παραλλαγές του να είναι κοινός τόπος των περισσότερων λαϊκών λατρειών που αναπτύχθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου και Δυτικής Ασίας.

Τα βασικά συστατικά αυτού του μύθου εμφανίζονται και σε βορειότερες παραδόσεις, όπως λ.χ. στην τευτονική, όπου συναντάμε τον θάνατο του θεού Όντιν από σταύρωση και την ανάστασή του μετά το πέρας μίας περιόδου εννέα ημερών. 

 Όμως αρκετά πιο ολοκληρωμένη εικόνα των βασικών στοιχείων και των τελετουργιών που συνοδεύουν το μύθο του θνήσκοντος θεού έχουμε όταν στρέψουμε το βλέμμα σε θεούς όπως ο Βαβυλωνιακός Βααλ ή Βήλος, ο Αιγύπτιος Όσιρις, ο Σουμέριος Ταμμούζ αλλά και ο Διόνυσος και ο κρητικός Δίας.

Μελετώντας συγκριτικά τους μύθους που συνοδεύουν αυτούς τους θεούς μπορούμε ανασυνθέτοντας να διαπιστώσουμε τα κεντρικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν αυτό το δράμα. Πρέπει βέβαια να λάβουμε υπόψη πως μια λατρεία που οι απαρχές της βρίσκονται στην λατρεία της φύσης, μπορεί αργότερα να πάρει και άλλες μορφές εκτός της ανάδειξης της "αενάου κινήσεως" και της αναγέννησης της φύσης, όπως αυτό συνέβη στο Διονυσιακό Δράμα με την πολυεπίπεδη συμβολιστική του.

Οι μύθοι λοιπόν των πασχόντων αυτών θεών, αν και έχουν την ίδια βάση, βρίσκονται σε διάφορα επίπεδα εξέλιξης όσον αφορά το νοηματικό και συμβολικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται. Τα κύρια στοιχεία της κοινής βάσης μπορούν, λίγο απλουστευτικά, να δοθούν ως εξής.

ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ: Ο θεός αναχωρεί για να λάβει μέρος σε μια εκστρατεία, ένα κυνήγι. ή μια ηρωική ενέργεια άλλης μορφής, όπως λ.χ. η κάθοδος στον Άδη. 

Στο μέρος της άφιξής του, ο θεός λαβώνεται και πεθαίνει, αρκετές φορές λόγω της συμπαιγνίας άλλων αντιπάλων του δυνάμεων, συχνά θεϊκών, σε άλλες περιπτώσεις από το ίδιο το θήραμα που κυνηγάει.

Μπορούμε ενδεικτικά να αναφέρουμε τις περιπτώσεις του Βάαλ, του Όσιρι και του Άδωνι . Ο Άδωνις κατά την διάρκεια κυνηγιού πέφτει λαβωμένος από το χτύπημα ενός κάπρου, ο Βάαλ ξανά σε κυνήγι σκοτώνεται από τέρατα και ο Όσιρις ύστερα από δολερή ενέργεια του αντιπάλου θεού Σήθ.  

ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ: Με κάποιο τρόπο, ο θάνατος του θεού γίνεται γνωστός και το μήνυμα αμέσως μεταφέρεται σε όλους.

Φράσεις αυτής της αναγγελίας, όπως οι παρακάτω, είναι στην φόρμα τους κοινές σε όλες τις λατρείες του θνήσκοντος θεού. " νεκρός είναι ο άξιος Βάαλ", "ώλετο ο καλός Άδωνις".

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι πολλές φορές η μορφή του θεού αντικαθίσταται από κάποιον ήρωα ή και θνητό. Αυτό είναι εμφανές στις τραγωδίες όπου τον ρόλο του θεού παίρνει λ.χ..ο Ιππόλυτος ή ο Πενθέας. Την αναγγελία του θανάτου του θεού, συχνά ακολουθεί η αναζήτησή του από κάποιον, συνήθως από κάποια συγγενική δύναμη.

Έχουμε για παράδειγμα την αναζήτηση του Όσιρι από την Ισιδα, του Άδωνι από την Αστάρτη , του Ταμμούζ από την Ιστάρ, αλλά και σε παραλληλισμό, όπως είπαμε στην περίπτωση των Τραγωδιών, τα κομμάτια του σπαραγμένου Πενθέα, βρίσκει ο Κάδμος.

 ΘΡΗΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ: Οι πιστοί θρηνούν την απώλεια του αξιολάτρευτου θεού και τον μαρασμό της φύσης που έρχεται ως συνέπεια.

Οι τελετουργίες που αναπαριστούν αυτούς τους θρήνους, γίνονταν κάθε χρόνο από τους Ιερείς του πάσχοντος θεού και πολλές φορές οι πιστοί τις θεωρούσαν αναγκαίες για να επιστρέψει αυτός και να αναγεννηθεί η φύση που με την απώλεια του πέθανε και αυτή. Για τον λόγο αυτόν, οι τελετουργίες λάμβαναν χώρα στο τέλος του Χειμώνα και ην αρχή της Άνοιξης που συχνά ήταν και η αλλαγή του έτους.

Κεντρικό σημείο των τελετουργιών αποτελεί το μέρος θανάτου του θεού ή η τοποθεσία του τάφου του (αν αυτά είναι γνωστά ).

Συνήθως, ο τάφος βρίσκεται σε σπηλιά ( όπου εκτός ελαχίστων περιπτώσεων γεννήθηκε και ο θεός, οπότε και θα επιστρέψει από το ίδιο μέρος) όπως στην περίπτωση του κρητικού Δία και του Ιδαίου Άντρου.

Η σπηλιά συμβολίζει την πύλη από όπου ο θεός εξέρχεται από τούτο τον κόσμο, την πορεία από το φως της ζωής στο συμβολικό σκοτάδι του θανάτου.

Σε κάποιες περιπτώσεις όπως αυτή των θεών της Μεσοποταμίας ο τάφος βρίσκεται μέσα σε ναό ( τα γνωστά Ζιγκουράτ ) ο οποίος αναπαράγει την ίδια ετερότητα σε σχέση με τον έξω κόσμο όπως η σπηλιά.

Εικάζεται ότι στα άδυτα των Δελφών βρισκόταν και ο τάφος του Διονύσου. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο τάφος του Άδωνι βρισκόταν κάτω από το ναό της Αστάρτης στην Βηθλεέμ, πού αργότερα  αναγορεύθηκε σε τάφο του Τζέσουα από τον Κωνσταντίνο.

Η οικειοποίηση των μύθων των εθνών της Ανατολικής Μεσογείου από τον Χριστιανισμό γίνεται ακόμα και σε αυτό το σημείο παραπάνω από εμφανής.

Πρέπει εδώ να αναφέρουμε πως οι θρήνοι λάμβαναν πολλές φορές άμετρο χαρακτήρα ως προς τον τρόπο έκφρασης των πιστών, με λυγμούς κραυγές κ.τ.λ. κάτι που, βέβαια, δεν συμβάδιζε με την ελληνική ψυχή και φιλοσοφία γενικότερα, και γι' αυτό, το σημείο αυτό του "θείου δράματος" στην Ελλάδα υποβαθμίστηκε ή και σχεδόν εξαφανίστηκε.

Όμως κάποιες λαϊκές θρησκευτικές ομάδες, και ιδιαίτερα οι γυναικείες, βρέθηκαν σε ένα κενό θρησκευτικής έκφρασης που αναπληρώθηκε με την αποδοχή του Άδωνι και την ευρεία του στήριξη από αυτές ακριβώς τις μάζες, αποδοχή που εξηγείται ακριβώς με τους παραπάνω λόγους.

Έτσι, ο ξένος θεός Άδωνις, έδωσε ό,τι με την ανωτερότητα και αξιοπρέπειά του δεν μπορούσε να δώσει ο Έλληνας Διόνυσος.

 Η ίδια αμετροπρέπεια παρατηρείται και σήμερα κατά τον στολισμό και την περιφορά του Επιταφίου του Τζέσουα κατά την Μεγάλη Εβδομάδα των χριστιανών, η οποίες αποτελούν τελετουργίες αυτούσια Αδώνειες.

 ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ: Βασικό στοιχείο του θείου δράματος αποτελούν οι επικλήσεις των πιστών για την "θεοφάνεια", την επιστροφή του θεού στον κόσμο των ζωντανών.

Στις τελετουργίες καλέσματος μπορεί να περιλαμβάνονται διάφορες πρακτικές όπως το "κράξιμο" του θεού από τους πιστούς, η θυσία στις χθόνιες θεότητες για να τον απελευθερώσουν αλλά και το κάλεσμα μέσω ιερατικών μουσικών οργάνων όπως η σάλπιγγα.

Αναφορικά, το σάλπισμα το βρίσκουμε την δεύτερη μέρα των τελετών του δράματος του Άττι στην Ρώμη, το κράξιμο στα Λήναια όπου ο δαδούχος προστάζει τους πιστούς " Καλείτε θεόν" και εκείνοι λένε την επίκληση " Σεμελήιε Ιακχε Πλουτοδότα" και την θυσία στις τελετές της Αλκυονίας Λίμνης από όπου κατεβαίνει και επιστρέφει από τον κάτω κόσμο ο θεός.

    Ο Πλούταρχος μας λέει πως οι πιστοί ρίχνανε ένα αρνί στην άβυσσο, προσφορά στον "πυλάοχον" του κάτω κόσμου και καλούσαν το θεό με μικρές σάλπιγγες κρυμμένες σε θυρσούς. Το κάλεσμα του θεού, ακολουθεί η ανάσταση του την οποία υποδέχονται οι πιστοί με κραυγές χαράς εναγκαλισμούς και ευχαριστίες.

Η ανάσταση μπορεί να έχει την μορφή επιστροφής από τον Άδη ( Βήλος- Μαρντούκ), την αναγέννηση με μαγικό τρόπο ( με βότανο στον παράλληλο μύθο του Γλαύκου), και την πραγματική βρεφική αναγέννηση ( σπαραγμένος Ζαγρέας ).

 Ο ΘΝΗΣΚΟΝ ΠΑΝΑΣ

Μια ιστορία που περιέχει κάποια από τα βασικά στοιχεία του μύθου και των τελετουργιών που συνοδεύουν έναν θνήσκοντα θεό, μας αφηγείται ο Πλούταρχος και αφορά τον θεό Πάνα.

Μας μιλάει λοιπόν ο Πλούταρχος για ένα εμπορικό πλοίο που κατευθυνόταν στην Ιταλία με καπετάνιο τον Αιγύπτιο Θαμούν.

Περνώντας κοντά από τους Παξούς οι επιβάτες του πλοίου άκουσαν μια φωνή από την στεριά να καλεί τον καπετάνιο. Αφού εκείνος αντεκάλεσε αρκετές φορές ζητώντας να μάθει ποιος τον ζητά, η μυστηριώδης φωνή του παρήγγειλε όταν περάσει από το Παλώδες να αναγγείλει πως " Παν ο Μέγας τέθνηκε".

    Εκπληρώνοντας την αποστολή του ο Θαμούν, φώναξε πως ο μέγας Παν πέθανε και πριν καλά - καλά προλάβει να ολοκληρώσει την αναγγελία του, από την στεριά ακούστηκε μέγα πλήθος να θρηνεί την απώλεια του θεού.

Το περίεργο σε αυτήν την ιστορία είναι αν και μια συμβολιστική του θεού Πάνα τον θέλει να είναι και θεός της φύσης και της γονιμοποιάς της δύναμης, δεν υπάρχει πουθενά κάποια αναφορά που να υπονοεί πως αυτός κατείχε τον ρόλο ενός θνήσκοντος θεού, όπως ο Διόνυσος.

Βέβαια, αρκετοί μελετητές, διακρίνοντας πολύ ορθά την αδιαμφισβήτητη ομοιότητα ( εξίσωση ) του ονόματος του καπετάνιου (Θαμούν) με τον Σουμέριο θεό (Ταμμούζ), αποδίδουν την ιστορία του Πλουτάρχου σε μια παρεξήγηση.

Όμως ακόμα και αυτή η ερμηνεία της ιστορίας αφήνει κενά γιατί θα πρέπει να δεχθούμε πως ο ίδιος ο Πλούταρχος δεν γνώριζε καλά ή αγνοούσε τους μύθους που συνοδεύουν τον θεό Πάνα κάτι που ασφαλώς μπορεί να αμφισβητηθεί έντονα από την στιγμή που ο Πλούταρχος είναι ένας από τους πιο ολοκληρωμένους φιλοσόφους της εποχής του.

Μια άλλη ερμηνεία που μπορεί να δοθεί, είναι να ήθελε ο φιλόσοφος και μύστης να περάσει μέσω συμβολισμών ένα μήνυμα.

Ζώντας σε μια εποχή παρακμής του κλασσικού πνεύματος, κάτω από τον Ρωμαϊκό ζυγό, ο Πλούταρχος ίσως με αυτό τον τρόπο προλογίζει ή και προφητεύει το τέλος της Ελληνικής σκέψης που κράτησε για περίπου τρεις αιώνες μετά από αυτόν, με τους τελευταίους εθνικούς φιλοσόφους όπως τον Κέλσο, τον Λιβάνιο, τον Ελληνικής παιδείας Λουκιανό κ.α.

Έτσι, επειδή ο θεός Παν αν και όχι Ολύμπιος συνδέεται με πλήθος θεϊκών ενεργειών και τεχνών, όπως η μαντική, η μουσική, η αρσενική γονιμοποιός δύναμη, αλλά και με ανώτερες εξουσίες ( εξουσία πάνω στις μοίρες, πάνω στα πλάσματα της φύσης και πολλές άλλες) χρησιμοποιείται από τον Πλούταρχο ως συμβολισμός ενός όλου της Ελληνικής ψυχής, του "Παν"-τός της. Για να το καταφέρει αυτό ο Πλούταρχος, τοποθετεί σε μια ιστορία τον θεό, εμφανίζοντας τον ως θνήσκοντα.

Βλέπουμε πώς στον παρά-μύθο αυτόν, έχουμε κάποια από τα βασικά στοιχεία του δράματος, την αναγγελία του θανάτου χωρίς όμως να προηγείται αναχώρηση, και τον θρήνο που ακολουθεί μαζί με τις επιπτώσεις του θανάτου του θεού στην φύση.  Σταματώντας όμως την ιστορία στο σημείο αυτό και χωρίς να υπάρχει κάποιος μύθος  που να μπορεί να την συνεχίσει, ο Πλούταρχος, στερεί τον θεό από την επιστροφή.

Έτσι ό,τι ο θεός συμβολίζει ( ίσως την φύση, ίσως την τέχνη της μαντικής ή το προαναφερθέν όλον) πεθαίνει μαζί του χωρίς πιθανότητες αναγέννησης και οι  συνέπειες του θανάτου του παραμένουν "ες αεί" χωρίς διαδικασία αναστροφής, χωρίς το "κράξιμο" (κάλεσμα) του θεού για να γυρίσει.

Και σε αυτήν την ερμηνεία βέβαια υπάρχει ένα τρωτό σημείο το οποίο είναι το γεγονός ότι στην εποχή του Πλουτάρχου ο θεός Πάνας απολάμβανε πολλές τιμές, με πλήθος ναών, τοπωνυμίων και λαϊκών λατρειών, οπότε και είναι αξιοπερίεργο το γιατί θέλησε ο φιλόσοφος να χρησιμοποιήσει το όνομα αυτού του θεού και όχι κάποιου άλλου του οποίου η λατρεία ήταν παραμελημένη και έφθινε, εκτός αν θεωρήσουμε πως έτσι  ισχυροποιείται το μήνυμα, αφού ακόμα και ο μέγας Παν μπορεί να πεθάνει.

Τέλος, θα πρέπει να δώσουμε και μια τρίτη εκδοχή, αυτή της ύστερης παραποίησης του κειμένου.

    Είναι πολύ πιθανό, μιας και έχει συμβεί ξανά (ας θυμηθούμε το "είπατε τώ βασιλεί."), το κείμενο να έπεσε αργότερα θύμα κάποιου χριστιανού με διάθεση προπαγάνδας εκ των έσω.

Όποια ερμηνεία όμως και αν θελήσουμε να δώσουμε, το γεγονός παραμένει πως ο θεός Παν είναι ζωντανός, μέρος μας και εμείς μέρος αυτού.

Αν δεν υπήρχε αυτός, ως συνέπεια εξάλειψης ενός κοσμικού νόμου και ενός μέρους της Τάξης του σύμπαντος, δεν θα υπήρχαμε και εμείς.

Ακόμη καλύτερα είναι να θυμηθούμε λίγους στίχους του μεγάλου ποιητή Κ. Παλαμά από το ποίημα του που τιτλοφορείται "Προς τον Απόλλωνα":

 

ΑΘΕΛΗΤΑ ΚΡΥΜΜΕΝΗ


Ο ΜΕΓΑΣ ΠΑΝ ΔΕΝ ΠΕΘΑΝΕ

 

Ο ΠΑΝΑΣ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ

 


 

Κλαύδιος Πτολεμαίος, Αστρονόμος & Αστρολόγος

 



Κλαύδιος Πτολεμαίος, Αστρονόμος & Αστρολόγος

 

Μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά σε ένα σύστημα οι δύο μεγάλες αντίπαλες, αστρονομία και αστρολογία;

Για ένα μεγάλο επιστήμονα της αρχαιότητας όπως ο Κλαύδιος Πτολεμαίος αυτό ήταν απόλυτα εφικτό.

Παρά τη μεγάλη φήμη που συνοδεύει από την αρχαιότητα το έργο του Κλαύδιου Πτολεμαίου, πολύ λίγα στοιχεία είναι γνωστά για τη ζωή του.

Υπάρχει διαφωνία ακόμα και σχετικά με τις χρονολογίες της γέννησης και του θανάτου του.

Το βέβαιο είναι ότι γεννήθηκε στην Πτολεμαΐδα της Αιγύπτου κάπου στα τέλη του 1ου μ.Χ. αιώνα, αλλά έζησε και δίδαξε στην Αλεξάνδρεια μέχρι το θάνατο του, κατά πάσα πιθανότητα σε βαθιά γεράματα.

Χάρη στην «Παλατινή Ανθολογία» μάλιστα (η ανθολογία ελληνικών επιγραμμάτων της ρωμαϊκής εποχής που σώζονται μέχρι σήμερα) η φωνή του φτάνει ατόφια ως εμάς: «Ξέρω ότι είμαι θνητός και εφήμερος, αλλά όταν εξερευνώ τις ελικοειδείς πορείες των άστρων, τα πόδια μου δεν πατούν πια στη γη: πλάι στον ίδιο το Δία χορταίνω αμβροσία, το φαγητό των θεών», γράφει χαρακτηριστικά.

Ο Πτολεμαίος είναι ο συγγραφέας τριών βιβλίων που θεωρήθηκαν κλασικά από τους συγχρόνους του και άσκησαν πολύ μεγάλη επίδραση τόσο στον αραβικό πολιτισμό (ο οποίος άνθισε από τον 8ο μέχρι το 13ο αιώνα περίπου) όσο και στον ευρωπαϊκό μεσαίωνα και στην Αναγέννηση.

    Το πρώτο είναι η αστρονομική πραγματεία «Η Μεγάλη  Σύνταξις», η οποία στην εποχή μας είναι πιο γνωστή με τη λατινική απόδοση του αραβικού τίτλου «Αλμαγέστη»  («Κιτάμπ αλ Μετζίστι», «Βιβλίο της Μεγίστης»), το δεύτερο η «Γεωγραφία» και το τρίτο η περίφημη «Τετράβιβλος».

Τα  όρια της Γης

 Στα επιστημονικά ενδιαφέροντα του Πτολεμαίου δεν υπήρχε μόνο ο ουρανός αλλά και η Γη. Με τη «Γεωγραφία» του επιχείρησε να δώσει μια εικόνα της υδρογείου συνοψίζοντας τις γεωγραφικές γνώσεις που υπήρχαν στην εποχή του, ενώ παράλληλα έδινε οδηγίες για το πώς να φτιάχνει κανείς γεωγραφικούς χάρτες. 

Στην ουσία το βιβλίο αυτό αποτελεί τον πρώτο παγκόσμιο άτλαντα.

Παρόλο που οι χάρτες του Πτολεμαίου δεν διασώθηκαν, καθώς ήταν μάλλον δύσκολο να αντιγραφούν, υπήρχαν ωστόσο στο κείμενο συντεταγμένες καθώς και οδηγίες, στις οποίες βασίστηκαν βυζαντινοί και Ιταλοί λόγιοι πολλούς αιώνες αργότερα για να τους ανασχεδιάσουν και να τους εμπλουτίσουν με νέες γνώσεις.

Η οικουμένη του Πτολεμαίου εκτεινόταν από τα Κανάρια Νησιά μέχρι την Κίνα και από τον Αρκτικό Ωκεανό μέχρι την Ανατολική Ινδία και την Αφρική. Από τα γραπτά, του φαίνεται ωστόσο ότι είχε πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι η υδρόγειος ήταν ακόμα μεγαλύτερη.

 Τα όρια του ουρανού

     Η φήμη και η εκτίμηση που απολάμβανε από τους συγχρόνους του οφειλόταν κατά μεγάλο μέρος στις αστρονομικές παρατηρήσεις που εξέθεσε με σαφήνεια και ακρίβεια στους δεκατρείς τόμους της «Αλμαγέστης».

Εκτός των άλλων, το βιβλίο αυτό αποτελεί την πιο σημαντική πηγή πληροφοριών που διαθέτουμε σήμερα σχετικά με την αστρονομία του αρχαίου κόσμου, αφού αντλεί πολλά στοιχεία και από έργα προγενέστερων αστρονόμων που δεν σώζονται (όπως για παράδειγμα τα συγγράμματα του Ιππάρχου, του επονομαζόμενου «πατέρα της
αστρονομίας»).

Ο Πτολεμαίος υιοθέτησε τη γεωκεντρική θεωρία που πρεσβεύει ότι το κέντρο του κόσμου είναι η ακίνητη και σφαιρική Γη (γύροι από την οποία κινούνται σε κυκλικές τροχιές όλα τα ουράνια σώματα) και μελέτησε την κίνηση των πλανητών για να φτιάξει ένα επαρκές γεωμετρικό μοντέλο, με βάση το οποίο να μπορεί κανείς να υπολογίσει τις θέσεις τους στο παρελθόν ή στο μέλλον.

Στην «Αλμαγέστη» ο Πτολεμαίος μιλά επίσης για τις εκλείψεις, τις ισημερίες και δίνει έναν κατάλογο 1.000 περίπου άστρων, πολλά από τα οποία καταγράφονταν τότε για πρώτη φορά.

Το βιβλίο διασώθηκε χάρη στους Άραβες λόγιους και επιστήμονες που το μετέφρασαν και το χρησιμοποίησαν ως οδηγό στις δικές τους αστρονομικές παρατηρήσεις και μελέτες.

Στη μεσαιωνική Ευρώπη ήταν κάτι σαν αστρονομική Βίβλος: το «απόλυτο» σύγγραμμα που έδινε απαντήσεις σε κάθε απορία σχετικά με τον ουρανό και τα άστρα.

Δύο φορές μεταφράστηκε από τα αραβικά στα λατινικά μέχρι να βρεθεί το 15ο αιώνα ένα αυθεντικό ελληνικό χειρόγραφο.

Θα χρειαστεί να έρθουν ο Κοπέρνικος και ο Γαλιλαίος για να επικρατήσει η ηλιοκεντρική θεωρία (σύμφωνα με την οποία η Γη γυρίζει γύρω από τον Ήλιο και όχι το αντίθετο) και να περάσουμε πια σε νέα εποχή στην αστρονομία.

 Η αστρολογία ως επιστήμη

 Για τον Πτολεμαίο η αστρολογία ανήκει στην επιστήμη επειδή υπακούει στους φυσικούς νόμους.

Εξίσου διάσημο με την «Αλμαγέστη» ήταν στην αρχαιότητα και στους μεσαιωνικούς χρόνους η «Τετράβιβλος» (πραγματεία σε τέσσερα βιβλία δηλαδή), στην οποία συνοψίζει τις αστρολογικές γνώσεις και παραδόσεις ολόκληρου του αρχαίου κόσμο εκθέτοντας παράλληλα τις αρχές της ωροσκοπικής αστρολογίας.

Βασικά πρόκειται για θεωρητικό βιβλίο και όχι για εγχειρίδιο πρακτικής χρήσης.
Κύριο μέλη μα του Πτολεμαίου είναι να βάλει την αστρολογία σε ένα φιλοσοφικό επιστημονικό πλαίσιο, διασφαλίζοντας την από την κριτική των οπαδών του ορθολογισμού και της θρησκείας.

Έτσι επιχειρεί να συστηματοποιήσει την αστρολογική γνώση, ενώ παράλληλα δεν διστάζει να απορρίψει την αριθμολογία, τη μαντεία και όλες τις πρακτικές στις οποίες δεν βρίσκει καμία λογική βάση.

Μπορεί να πει κανείς ότι αστρονομία και αστρολογία είναι κατά τον Πτολεμαίο επιστήμες που αλληλοσυμπληρώνονται.

Αν η «Αλμαγέστη» ασχολείται με την περιγραφή των ουράνιων  σωμάτων και της συμπεριφοράς τους, η «Τετράβιβλος» αφορά ένα εξίσου σημαντικό θέμα, το πώς επηρεάζουν αυτά τα ουράνια σώματα τη ζωή των ανθρώπων.

 Η αστρολογία στην καθημερινή ζωή

 Ο Πτολεμαίος δεν απορρίπτει σε καμία περίπτωση τη χρήση της αστρολογίας στην καθημερινότητα.

Θεωρεί ωστόσο ότι πρέπει κανείς να λαμβάνει πάντα υπόψη του τόσο πολλές παραμέτρους και εκδοχές (άστε είναι ουσιαστικά αδύνατο να προκόψουν ακριβή συμπεράσματα ή προβλέψεις για τα μελλούμενα.

Ως εκ τούτου, σε πρακτικό επίπεδο, η αστρολογία δεν είναι σε θέση παρά να προσφέρει μόνο συμβουλές ή παραινέσεις, στις οποίες δεν μπορούμε να βασιζόμαστε πλήρως για να προγραμματίζουμε τη ζωή μας.

Ποιος αστρολόγος που σέβεται τον εαυτό του στην εποχή μας θα απέφευγε να προσυπογράψει μια τέτοια άποψη;

 



ΟΙ ΓΕΛΑΣΤΕΣ ΚΟΠΕΛΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΣΙΑΣ

 



ΟΙ ΓΕΛΑΣΤΕΣ ΚΟΠΕΛΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΣΙΑΣ

 

Το κεφάλι μου άφησε μια υγρή βούλα στο μαξιλάρι μου.

Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που μου πέρασε απ’ το μυαλό εκείνο το πρωί, -αν ήταν πρωί-, ότι το κεφάλι μου έφταιγε η βούλα έστεκε στο προσκεφάλι μου, κι εγώ καθόμουν με απορία μεγάλη και την κοίταζα, προσπαθώντας να δω τι σόι πράμα είναι, και να ανακαλύψω, αν μπορέσω, τι ακριβώς την προκάλεσε.

Ήταν μια μεγάλη βούλα, στο σχήμα ακριβώς του προσώπου μου, με μεγάλα καφετιά στίγματα στη μέση.

Σκέφτηκα μήπως δάκρυα τη φτιάξανε, σκέφτηκα μήπως ιδρώτας, μα δεν με ικανοποίησαν οι εξηγήσεις αυτές. Μου ήρθε μεγάλη όρεξη να πάρω τη μαξιλαροθήκη και να την πάω σε κανένα εργαστήριο για ανάλυση.

Μα κατόπιν σκέφτηκα ξένο το μαξιλάρι, φασαρίες με το ξενοδοχείο, τι τα θέλεις, κι όσο για εργαστήριο δεν μου περίσσευαν λεφτά ούτε για ένα γυάλισμα παπούτσια, πόσο μάλλον για να πληρώσω το εργαστήριο, και πού να το βρω το εργαστήριο.

Έτσι, με μισή καρδιά, απέρριψα τελείως αυτήν την ιδέα. Ύστερα θέλησα πάρα πολύ να ήταν εδώ η μητέρα μου, να τη ρωτήσω τι είναι. Μα η μητέρα μου ήταν 500 χιλιόμετρα μακριά, κι εξακολουθούσε να είναι, όσο κι αν εγώ την ήθελα κοντά μου.

Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα πως είχα κοιμηθεί, όπως πάντα, με την πόρτα ανοιχτή. Ίσως λοιπόν να ‘χε εξωτερική προέλευση η βούλα.

Πήγα προς την πόρτα, αλλά είδα πως ήταν κλειστή. Ήταν μάλιστα κλειδωμένη, και το κλειδί μου δεν ταίριαζε στην κλειδαριά. Στην αρχή παραξενεύτηκα, αλλά μετά σκέφτηκα ότι απλώς μου είχανε δώσει λάθος κλειδί. ΥΣΤΕΡΑ συνειδητοποίησα πως ήμουν κλεισμένος μέσα.

Κάθισα λιγάκι, σκέφτηκα, και κατόπιν αποφάσισα να βγω από το παράθυρο.
Είχα ένα στενό και ψηλό παράθυρο που έβλεπε πίσω, σ’ ένα φωταγωγό, που εγώ τον
έλεγα χαϊδευτικά αεραγωγό, διότι μόνο αέρας έμπαινε, φως στην ουσία κανένα.

Εδώ που τα λέμε ούτε αέρας καλά-καλά δεν έμπαινε. Πήγα λοιπόν στο παράθυρο, το άνοιξα, και μελέτησα την κατάσταση.

Ο αεραγωγός είχε πλάτος δύο επί δύο.

Δεν φαίνονταν πουθενά άλλα παράθυρα, αλλά υπήρχε εκεί μια παμπάλαια μαύρη στριφογυριστή σκάλα, σκουριασμένη του σκοτωμού και προφανώς από χρόνια αχρησιμοποίητη, που ανέβαινε πολύ ψηλά προς τα πάνω, και κατέβαινε άλλο τόσο χαμηλά προς τα κάτω, Κύριος οίδε πού' εγώ δεν ήξερα, ούτε και μπορούσα να δω άλλωστε, μετά από ένα σημείο όλα χανόντανε μέσα στο λυκόφως, γιατί λυκόφως είχε πάντα εκεί, ένα άσχημο λυκόφως. Τελικά μπερδεύτηκα, μ’ έπιασαν μεγάλοι δισταγμοί κι αμφιταλαντεύσεις ως προς το τι να επιχειρήσω, άνοδο ή κάθοδο, κι έτσι γύρισα με σκοπό να ξαπλώσω πάλι και να σκεφτώ.

Ήταν όμως ακόμα υγρή η βούλα στο μαξιλάρι, κι έτσι, νευριασμένος, το άρπαξα και το πέταξα χάμω. Είδα όμως, σχεδόν με τρόμο, ότι υπήρχε πάνω στο σεντόνι μια ίδια βούλα. Ακριβώς όμοια. Κι αυτή υγρή. Κοίταξα ξανά το μαξιλάρι, και διαπίστωσα ότι, -όπως ήτανε προφανές άλλωστε-, η βούλα το είχε μουσκέψει τελείως ολόκληρο, κι έτσι είχε περάσει και στο σεντόνι. 

Τέλος πάντων ξάπλωσα, τραβηγμένος λίγο προς τα κάτω και προσέχοντας πολύ να μη μ’ αγγίζει η βούλα, και σκεφτόμουνα το πρόβλημά μου.

Δεν κατέληγα όμως πουθενά, κι έτσι αποφάσισα να δω τι θα γίνει με τον αποκλεισμό μου μέσα στο δωμάτιο.

Σκέφτηκα λιγάκι, κι αποφάσισα να δοκιμάσω πρώτα ν’ ανέβω προς τα πάνω.
Δρασκέλισα λοιπόν το περβάζι, έπιασα τη σκάλα, και, καταλερωμένος από τη
σκουριά και τη σκόνη, άρχισα ν’ ανεβαίνω.

Η σκάλα έτριζε άσχημα, αλλά λογικά δεν έπρεπε ν’ ανησυχεί απ’ το βάρος μου. Έτσι συνέχιζα. Ήταν όμως κουραστική η ανάβαση, κουραστικό το στριφογύρισμα γύρω απ’ τον άξονα της σκάλας, κι ακόμα πιο κουραστική η συνεχής ΘΕΑ του άξονα, που τον κοίταζα συνεχώς με την ελπίδα να οδηγεί κάπου και δεν οδηγούσε, και κάπου τά έπαιξα. 

Ένιωθα ότι ώρες σκαρφάλωνα, κι ακόμα δεν έβλεπα ουρανό. Έκανα λοιπόν μεταβολή, κι άρχισα να κατεβαίνω.

Δεν πέρασε όμως μισό λεπτό, και είδα μ’ έκπληξη απερίγραπτη ένα παράθυρο 
αριστερά μου. Σκέφτηκα πώς οι στροφές με ζαλίσανε και δεν το είδα ανεβαίνοντας.
Πήδηξα αμέσως μέσα, αλλά διαπίστωσα πως απλούστατα ήταν το δωμάτιό μου.
Γέλασα. «Καλά κατάλαβα πως με γέλασαν οι στροφές», σκέφτηκα.

Δεν ξέρω αν ήταν οι στροφές, αλλά ΣΙΓΟΥΡΑ κάτι με είχε γελάσει, γιατί ήμουν πραγματικά ψόφιος, σαν να ανέβαινα στ’ αλήθεια επί ώρες τη σκάλα.

Πήγα λοιπόν κατάκοπος να πέσω, αλλά σταμάτησα με το στομάχι στο στόμα.
Η βούλα είχε απλωθεί. Ήδη είχε μουσκέψει το μισό κρεββάτι.

Έκανα πίσω, μα βρήκα μετά θάρρος, πλησίασα, και κάθισα στην άκρη του κρεββατιού, στο στεγνό μέρος, κουβαριασμένος, με την πλάτη στον τοίχο, αγκαλιάζοντας τα γόνατά μου, που τα ‘χα τραβηγμένα ψηλά στο στήθος μου.

Είχα φαίνεται πυρετό, γιατί τα δόντια μου χτυπούσαν, χωρίς να κρυώνω.
Ωστόσο κοιμήθηκα, κι έβλεπα ένα όνειρο φρικαλέο, ότι κάτι με πλησίαζε, χωρίς βέβαια τελικά να με φτάνει, αλλά συνεχώς με πλησίαζε.

Ξύπνησα. Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει, γιατί το ρολόι μου, -που έτσι κι αλλιώς είχε αποδειχθεί αναξιόπιστο-, είχε σταματήσει, κι όσο για φως, ούτως ή άλλως δεν έμπαινε καθόλου μέσα, και είχα νύχτα-μέρα αναμμένο το ηλεκτρικό.

Ξαφνικά σκέφτηκα να πάρω το εσωτερικό τηλέφωνο και να ρωτήσω τη ρεσεψιόν για όλα -πώς δεν το σκέφτηκα πιο πριν ο βλάκας; Πήρα λοιπόν, αλλά δεν απαντούσε κανείς. «Στο διάολο», σκέφτηκα, «κωλοξενοδοχείο! Ποιος ξέρει πού θα κοπροσκυλιάζει ο ρεσεψιονίστας». Κοίταξα τσατισμένος το ντιβάνι, τη βούλα με τα κοκκώδη καφετιά στίγματα, και αποφάσισα να βγω πάλι στη σκάλα, να τραβήξω αυτή τη φορά προς τα κάτω κι όπου θέλει ας με βγάλει.

Πήρα λοιπόν πάλι την κατιούσα, -παλιά μου τέχνη κόσκινο-, και, πριν προλάβω να πω «κίμινο», είδα, στον τοίχο μπρος μου, κάτι που μου φάνηκε σαν τζαμόπορτα και σταμάτησα. Ύστερα, προσέχοντας καλύτερα, είδα ότι δεν ήταν πόρτα, δεν υπήρχε τρόπος ν’ ανοίξει, απλά ένα κομμάτι του τοίχου δύο επί δύο ήτανε γυάλινο. 

Απόρησα, γιατί γυάλινος τοίχος σ’ αυτόν τον τάφο, και είδα ότι πίσω απ’ το τζάμι δεν υπήρχε παρά μια συνηθισμένη κουζίνα φωτισμένη με φώτα νέον. 

Μπροστά στον γυάλινο τοίχο, με τη μύτη κολλημένη στο τζάμι, στεκόταν ένα αγοράκι ως τεσσάρων χρονών, πολύ συμπαθητικό, με πολύ τρομαγμένα και σιωπηλά μάτια και με κοίταζε. Δεν του χαμογέλασα, για να μην του δώσω θάρρος, και τότε ήρθε μια πολύ σιχαμερή γυναίκα με μεγάλα δόντια, το πήρε απ’ το χέρι, κι εκείνο αδιαμαρτύρητα γύρισε κι έφυγε μαζί της. Αυτό πολύ μ’ εξενεύρισε εγκατέλειψα την όποια τάση είχα για έρευνα, γύρισα, κι ανέβηκα πάλι στο δωμάτιό μου κλωτσώντας τα σκαλοπάτια.

Όφειλα να το περιμένω, κι εδώ που τα λέμε το περίμενα, να δω τη βούλα με τα καφετιά στίγματα απλωμένη σ’ ολόκληρο το κρεββάτι. Το περίμενα, μα -και γιαυτό είμαι ασυγχώρητος- και πάλι δεν κρατήθηκα. Άρχισα να ουρλιάζω βουβά, και χτύπησα με τη γροθιά μου τους τοίχους ώσπου μάτωσα.

Κάποια στιγμή όμως βρήκα πάλι την ψυχραιμία μου, και, μια και δεν ήξερα τι άλλο να κάνω, πήδηξα πάλι απ’ το παράθυρο, και κουτρουβάλησα πάλι προς τα κάτω.

Ξανά βρέθηκα μπροστά στον γυάλινο τοίχο. Ήταν πάλι εκεί το παιδί, και με κοιτούσε όπως πρώτα.

Αυτή τη φορά, χωρίς να το θέλω, του χαμογέλασα. Τότε το παιδί κούνησε τα χείλη του και μου μίλησε. Μα δεν ακούστηκε βέβαια ήχος πίσω απ’ το τζάμι, και δεν κατάλαβα.

«Δεν κατάλαβα», είπα. «Δεν καταλαβαίνω. Ξαναπές το αγόρι μου».

Το παιδί ξαναμίλησε, μα πάλι κάτι μου ξέφευγε.

Πλησίασα, και κόλλησα σχεδόν κι εγώ πάνω στο τζάμι, έγινα ένα μαζί του μπας κι ακούσω. Το παιδί μιλούσε έντονα, σφιγγότανε σαν να προσπαθούσε να προφέρει λέξεις που δεν ήξερε, σφιγγόμουνα κι εγώ μπας και καταλάβω.

Και ξαφνικά κατάλαβα.

Σαν τρελός έφυγα προς τα πάνω. Να μην το φανταστώ μόνος μου γαμώ το κεφάλι μου!

Η βούλα μου, αμάν η βούλα μου!

Πήδηξα με φούρια στο δωμάτιο, κι έμεινα κάγκελο.

Η πόρτα ορθάνοιχτη, και καινούργια καθαρά σεντόνια μαξιλάρια, στρώματα καινούργια, όλα τσίλικα.

Στο διάδρομο ήταν μια καμαριέρα.

Πήδηξα σαν τίγρης απάνω της.

«Σκύλλα», είπα, «το σεντόνι! Πού είναι το σεντόνι μου;»

«Σας έβαλα καθαρά κύριε...» ψέλλισε.

«Στρίγγλα καταραμένη, το παλιό θέλω. Το παλιό! Φέρ’ το μου αμέσως!»

«Αμέσως κύριε!» είπε.

«Σκύλλα!» είπα εγώ' «Σκύλλα καταραμένη!»

Ξαφνικά άφησε μια φωνούλα κι έπεσε με το κεφάλι μπροστά. Φαίνεται της
είχα σφίξει το λαιμό περισσότερο απ’ ότι έπρεπε. Φτού!

Δεν μπορούσα να κρατήσω λίγο τα χέρια μου; Τώρα θα μου το ‘χε φέρει πίσω.

Έτρεμα ολόκληρος.

Η ενοχή μου μ’ έπνιγε.

Από δική μου υπαιτιότητα, από απροσεξία και αμέλεια έχανα τη βούλα.

Και ξαφνικά άνθρωποι άρχισαν να έρχονται από παντού.

Τράβηξα μια μπουνιά στο στομάχι του ξενοδόχου, πέταξα ανάσκελα έναν παπά που βρέθηκε στο δρόμο μου, όρμησα έξω ολοταχώς, κι από τότε κρύβομαι...

Και χτές είδα κάτι γελαστές κοπέλες της Περσίας στον ύπνο μου...

 

ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ

  ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ ΛΙΝΚΟΛΝ Πολιτικός και 16ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών ( Χότζενσβιλ, Κεντάκυ 1809, Ουάσινγκτον 1865). Προσέλ...