Δεν Επιτρέπονται οι Μπάσταρδοι

 


 

Δεν Επιτρέπονται οι Μπάσταρδοι

 Ο νόμος του Μωυσή ή του Εβραίου Γιαχβέ απαγόρευε την είσοδο των νόθων στην συναγωγή του Θεού: «Όποιος ευνουχίστηκε με θλάση ή αποκοπή των γεννητικών του οργάνων, δεν μπορεί να γίνει δεκτός στην κοινότητα του Γιαχβέ. Νόθος δεν μπορεί να γίνει δεκτός στην κοινότητα του Γιαχβέ ακόμα κι ως τη δέκατη γενιά των απογόνων του. (Δευτερονόμιον 23:2-3).

Παρά την σαφήνεια του “νόμου”, αυτός προφανώς δεν τέθηκε σε ισχύ όταν οι απόγονοι των «μπάσταρδων» απέκτησαν σημαντική κοινωνική θέση. Οι γενεαλογίες των εβραϊκών γραφών παρουσιάζουν, παραδείγματος χάριν, τον Δαβίδ να είναι απόγονος ένατης γενιάς του Φαρές, του νόθου γιου του Ιούδα και της Ταμάρ (Γένεσις 38:24-30, Ρουθ 4:18, Χρονικών Α! 2:5-14). Προφανώς, στον Δαβίδ δεν απαγορεύτηκε η είσοδος μέσα στην συναγωγή παρά το ότι ήταν απόγονος κάποιου που ήταν νόθος. 

 Οι λάτρεις, βέβαια, των εβραϊκών γραφών θα υποστηρίξουν ότι ο Δαβίδ απαλλάχθηκε από τον περιορισμό, επειδή, εάν ο Φαρές θεωρείται πρώτη γενεά, τότε ο Δαβίδ ήταν η δέκατη και επομένως δικαιούταν να εισέλθει στην συναγωγή. Το επιχείρημα των Αλάνθαστων είναι ότι ο περιορισμός επεκτάθηκε ακόμη και στην δέκατη γενεά αλλά δεν περιέλαβε την δέκατη, έτσι οι φανατικοί παραπλανημένοι οπαδοί πιστεύουν ότι έχουν σημειώσει μια ακόμη νίκη στην ατέρμονη αναζήτησή τους να εξηγήσουν τις ασυνέπειες των εβραϊκών γραφών που εμείς οι επιβλαβείς ορθολογιστές συνεχίζουμε να επισημαίνουμε. 

 Η εξήγησή τους, εντούτοις, είναι ακριβώς άλλο ένα “πιάσιμο από τα μαλλιά”, επειδή η έκφραση στα αρχικά εβραϊκά δεν σήμαινε ακόμη και ως, όπως παρουσιάζει η ακόλουθη κυριολεκτική μετάφραση: 

Ένας νόθος να μην εισέλθει στην συναγωγή του Γιαχβέ ακόμη και μια δέκατη γενεά του να μην εισέλθει στην συναγωγή του Γιαχβέ.

Η ιδέα ως ή  μέχρι δεν ήταν στον αρχικό κείμενο. Η έκφραση, έπειτα, δεν σήμαινε ότι οι απόγονοι των μπάσταρδων επρόκειτο να εκδιωχθούν από την συναγωγή  μέχρι την αλλά μη συμπεριλαμβανομένης της δέκατης γενεάς. Η προφανής πρόθεσή της ήταν να δείξει μια μόνιμη, αιώνια εξορία. Οι νόθοι απόγονοι ήταν απλά ανεπιθύμητα πρόσωπα στην “ιερή” συναγωγή του Γιαχβέ, ανεξάρτητα από το πόσο πολύ καιρό πριν η αδιακρισία είχε εμφανιστεί -- εκτός από, όπως έχουμε σημειώσει, περιπτώσεις σημαντικής κοινωνικής θέσης. 

 Είμαστε βέβαιοι πως οι Αλάνθαστοι θα επιμένουν ότι η πρόθεση του περιορισμού των νόθων ήταν να τους απαγορεύσουν μόνο μέχρι την δέκατη γενεά, η οποία θα είχε επιτρέψει στον Δαβίδ να γλιστρήσει μέσα ακριβώς κάτω από το χρονικό όριο. Χάριν του επιχειρήματος, θα τους παραχωρήσουμε το λογοπαίγνιο και μετά θα τους ζητήσουμε να εξηγήσουν γιατί οι απόγονοι του Ααρών, του πρώτου αρχιερέα του Ισραήλ, δεν απαγορεύθηκαν από τη συναγωγή " μέχρι" την δέκατη γενιά;

 Σύμφωνα με την Έξοδο 6:23, ο Ααρών παντρεύτηκε μια γυναίκα που ονομαζόταν Ελισάβετ, η οποία ήταν «κόρη του Αμιναδάβ, αδελφή του Ναχσών.» Η σημασία αυτού μπορεί να φανεί όταν εξετάσουμε την γενεαλογία του νόθου Φαρές. Ο Αμιναδάβ ήταν τέταρτης γενιάς απόγονος του Φαρές (Ρουθ 4:18, Χρονικών Α! 2:5-9), έτσι η σύζυγος του Ααρών ήταν πέμπτης. Οι γιοι του Ααρών από την Ελισάβετ (Ναδάβ, Αβιούδ, Ελεάζαρ, και Ιθάμαρ, (Έξοδος 6:23), ήταν επομένως έκτης γενιάς απόγονοι του νόθου Φαρές, και όλοι χειροτονήθηκαν ιερείς στην συναγωγή του Γιαχβέ (Αριθμοί 3:3). Αυτό είναι συνεπώς το ίδιο με το "εισήχθησαν στην κοινότητα του Γιαχβέ." 

 Ο Ναδάβ και ο Αβιούδ έπεσαν σε δυσμένεια και, με τον συνηθισμένο χαρακτηριστικό τρόπο του Εβραίου Γιαχβέ, σκοτώθηκαν (Λευϊτικόν 10:1-2), αλλά ο Ελεάζαρ διακρίθηκε κυρίως στις ιερατικές δραστηριότητες καθ’ όλην την διάρκεια των 40ετών περιπλανήσεών του στην ερημιά. Οι λάτρεις των εβραϊκών γραφών δεν μπορούν να υποστηρίξουν ότι η προγραφή των νόθων από την συναγωγή εμφανίστηκε μετά την χειροτόνηση των γιων του Ααρών, επειδή ο Ελεάζαρ υπηρέτησε ως ο ιερέας πολύ μετά από τα γεγονότα που καταγράφηκαν στο Δευτερονόμιον, όπου ορίστηκε ο περιορισμός των νόθων. Ο Ελεάζαρ αναφέρεται στις ιερατικές λειτουργίες σε όλον τον Ιησού του Ναυή και δεν πέθανε παρά μόνο στο τέλος του βιβλίου (Ιησούς του Ναυή 24:33). Σε αυτό το σημείο, ο γιος του Ελεάζαρ Φινεές (μόνο έβδομης γενιάς απόγονος του Φαρές) πήρε την θέση του Ελεάζαρ και υπηρέτησε μέχρι το Κριταί 20:29. Στην πραγματικότητα, ο Εβραίος Γιαχβέ είχε παράσχει στον Φινεές και τους απογόνους του "το συμβόλαιο μιας αιώνιας ιεροσύνης" από την στιγμή που ο Φινεές σκότωσε με το δόρυ του έναν Ισραηλίτη και μια γυναίκα Μαδιανίτισσα (Αριθμοί 25:6-13). Σε εκείνη την περίπτωση, ο Γιαχβέ φάνηκε αδιάφορος για την άμεση καταγωγή του Φινεές από τον νόθο Φαρές. 

Θα επιθυμούσε κάποιος από τους Εμπνευσμένους Αλάνθαστους να μας εξηγήσει τι ήθελαν να πουν οι Εμπνευσμένοι πρόγονοί του με όλα αυτά;

Φιλικά

John Atheos

 

 


 

Οι θνήσκοντες Θεοί και ο θάνατος του Μεγάλου Πανός

 



Οι θνήσκοντες Θεοί και ο θάνατος του Μεγάλου Πανός

 

 Το δράμα ενός θνήσκοντος θεού, ενός θεού δηλαδή που πεθαίνει και αργότερα επιστρέφει στην ζωή, αποτελεί ένα βασικό μέρος αρκετών εθνικών θρησκειών και μοιάζει στις διάφορες παραλλαγές του να είναι κοινός τόπος των περισσότερων λαϊκών λατρειών που αναπτύχθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου και Δυτικής Ασίας.

Τα βασικά συστατικά αυτού του μύθου εμφανίζονται και σε βορειότερες παραδόσεις, όπως λ.χ. στην τευτονική, όπου συναντάμε τον θάνατο του θεού Όντιν από σταύρωση και την ανάστασή του μετά το πέρας μίας περιόδου εννέα ημερών. 

 Όμως αρκετά πιο ολοκληρωμένη εικόνα των βασικών στοιχείων και των τελετουργιών που συνοδεύουν το μύθο του θνήσκοντος θεού έχουμε όταν στρέψουμε το βλέμμα σε θεούς όπως ο Βαβυλωνιακός Βααλ ή Βήλος, ο Αιγύπτιος Όσιρις, ο Σουμέριος Ταμμούζ αλλά και ο Διόνυσος και ο κρητικός Δίας.

Μελετώντας συγκριτικά τους μύθους που συνοδεύουν αυτούς τους θεούς μπορούμε ανασυνθέτοντας να διαπιστώσουμε τα κεντρικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν αυτό το δράμα. Πρέπει βέβαια να λάβουμε υπόψη πως μια λατρεία που οι απαρχές της βρίσκονται στην λατρεία της φύσης, μπορεί αργότερα να πάρει και άλλες μορφές εκτός της ανάδειξης της "αενάου κινήσεως" και της αναγέννησης της φύσης, όπως αυτό συνέβη στο Διονυσιακό Δράμα με την πολυεπίπεδη συμβολιστική του.

Οι μύθοι λοιπόν των πασχόντων αυτών θεών, αν και έχουν την ίδια βάση, βρίσκονται σε διάφορα επίπεδα εξέλιξης όσον αφορά το νοηματικό και συμβολικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται. Τα κύρια στοιχεία της κοινής βάσης μπορούν, λίγο απλουστευτικά, να δοθούν ως εξής.

ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ: Ο θεός αναχωρεί για να λάβει μέρος σε μια εκστρατεία, ένα κυνήγι. ή μια ηρωική ενέργεια άλλης μορφής, όπως λ.χ. η κάθοδος στον Άδη. 

Στο μέρος της άφιξής του, ο θεός λαβώνεται και πεθαίνει, αρκετές φορές λόγω της συμπαιγνίας άλλων αντιπάλων του δυνάμεων, συχνά θεϊκών, σε άλλες περιπτώσεις από το ίδιο το θήραμα που κυνηγάει.

Μπορούμε ενδεικτικά να αναφέρουμε τις περιπτώσεις του Βάαλ, του Όσιρι και του Άδωνι . Ο Άδωνις κατά την διάρκεια κυνηγιού πέφτει λαβωμένος από το χτύπημα ενός κάπρου, ο Βάαλ ξανά σε κυνήγι σκοτώνεται από τέρατα και ο Όσιρις ύστερα από δολερή ενέργεια του αντιπάλου θεού Σήθ.  

ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ: Με κάποιο τρόπο, ο θάνατος του θεού γίνεται γνωστός και το μήνυμα αμέσως μεταφέρεται σε όλους.

Φράσεις αυτής της αναγγελίας, όπως οι παρακάτω, είναι στην φόρμα τους κοινές σε όλες τις λατρείες του θνήσκοντος θεού. " νεκρός είναι ο άξιος Βάαλ", "ώλετο ο καλός Άδωνις".

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι πολλές φορές η μορφή του θεού αντικαθίσταται από κάποιον ήρωα ή και θνητό. Αυτό είναι εμφανές στις τραγωδίες όπου τον ρόλο του θεού παίρνει λ.χ..ο Ιππόλυτος ή ο Πενθέας. Την αναγγελία του θανάτου του θεού, συχνά ακολουθεί η αναζήτησή του από κάποιον, συνήθως από κάποια συγγενική δύναμη.

Έχουμε για παράδειγμα την αναζήτηση του Όσιρι από την Ισιδα, του Άδωνι από την Αστάρτη , του Ταμμούζ από την Ιστάρ, αλλά και σε παραλληλισμό, όπως είπαμε στην περίπτωση των Τραγωδιών, τα κομμάτια του σπαραγμένου Πενθέα, βρίσκει ο Κάδμος.

 ΘΡΗΝΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ: Οι πιστοί θρηνούν την απώλεια του αξιολάτρευτου θεού και τον μαρασμό της φύσης που έρχεται ως συνέπεια.

Οι τελετουργίες που αναπαριστούν αυτούς τους θρήνους, γίνονταν κάθε χρόνο από τους Ιερείς του πάσχοντος θεού και πολλές φορές οι πιστοί τις θεωρούσαν αναγκαίες για να επιστρέψει αυτός και να αναγεννηθεί η φύση που με την απώλεια του πέθανε και αυτή. Για τον λόγο αυτόν, οι τελετουργίες λάμβαναν χώρα στο τέλος του Χειμώνα και ην αρχή της Άνοιξης που συχνά ήταν και η αλλαγή του έτους.

Κεντρικό σημείο των τελετουργιών αποτελεί το μέρος θανάτου του θεού ή η τοποθεσία του τάφου του (αν αυτά είναι γνωστά ).

Συνήθως, ο τάφος βρίσκεται σε σπηλιά ( όπου εκτός ελαχίστων περιπτώσεων γεννήθηκε και ο θεός, οπότε και θα επιστρέψει από το ίδιο μέρος) όπως στην περίπτωση του κρητικού Δία και του Ιδαίου Άντρου.

Η σπηλιά συμβολίζει την πύλη από όπου ο θεός εξέρχεται από τούτο τον κόσμο, την πορεία από το φως της ζωής στο συμβολικό σκοτάδι του θανάτου.

Σε κάποιες περιπτώσεις όπως αυτή των θεών της Μεσοποταμίας ο τάφος βρίσκεται μέσα σε ναό ( τα γνωστά Ζιγκουράτ ) ο οποίος αναπαράγει την ίδια ετερότητα σε σχέση με τον έξω κόσμο όπως η σπηλιά.

Εικάζεται ότι στα άδυτα των Δελφών βρισκόταν και ο τάφος του Διονύσου. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο τάφος του Άδωνι βρισκόταν κάτω από το ναό της Αστάρτης στην Βηθλεέμ, πού αργότερα  αναγορεύθηκε σε τάφο του Τζέσουα από τον Κωνσταντίνο.

Η οικειοποίηση των μύθων των εθνών της Ανατολικής Μεσογείου από τον Χριστιανισμό γίνεται ακόμα και σε αυτό το σημείο παραπάνω από εμφανής.

Πρέπει εδώ να αναφέρουμε πως οι θρήνοι λάμβαναν πολλές φορές άμετρο χαρακτήρα ως προς τον τρόπο έκφρασης των πιστών, με λυγμούς κραυγές κ.τ.λ. κάτι που, βέβαια, δεν συμβάδιζε με την ελληνική ψυχή και φιλοσοφία γενικότερα, και γι' αυτό, το σημείο αυτό του "θείου δράματος" στην Ελλάδα υποβαθμίστηκε ή και σχεδόν εξαφανίστηκε.

Όμως κάποιες λαϊκές θρησκευτικές ομάδες, και ιδιαίτερα οι γυναικείες, βρέθηκαν σε ένα κενό θρησκευτικής έκφρασης που αναπληρώθηκε με την αποδοχή του Άδωνι και την ευρεία του στήριξη από αυτές ακριβώς τις μάζες, αποδοχή που εξηγείται ακριβώς με τους παραπάνω λόγους.

Έτσι, ο ξένος θεός Άδωνις, έδωσε ό,τι με την ανωτερότητα και αξιοπρέπειά του δεν μπορούσε να δώσει ο Έλληνας Διόνυσος.

 Η ίδια αμετροπρέπεια παρατηρείται και σήμερα κατά τον στολισμό και την περιφορά του Επιταφίου του Τζέσουα κατά την Μεγάλη Εβδομάδα των χριστιανών, η οποίες αποτελούν τελετουργίες αυτούσια Αδώνειες.

 ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ: Βασικό στοιχείο του θείου δράματος αποτελούν οι επικλήσεις των πιστών για την "θεοφάνεια", την επιστροφή του θεού στον κόσμο των ζωντανών.

Στις τελετουργίες καλέσματος μπορεί να περιλαμβάνονται διάφορες πρακτικές όπως το "κράξιμο" του θεού από τους πιστούς, η θυσία στις χθόνιες θεότητες για να τον απελευθερώσουν αλλά και το κάλεσμα μέσω ιερατικών μουσικών οργάνων όπως η σάλπιγγα.

Αναφορικά, το σάλπισμα το βρίσκουμε την δεύτερη μέρα των τελετών του δράματος του Άττι στην Ρώμη, το κράξιμο στα Λήναια όπου ο δαδούχος προστάζει τους πιστούς " Καλείτε θεόν" και εκείνοι λένε την επίκληση " Σεμελήιε Ιακχε Πλουτοδότα" και την θυσία στις τελετές της Αλκυονίας Λίμνης από όπου κατεβαίνει και επιστρέφει από τον κάτω κόσμο ο θεός.

    Ο Πλούταρχος μας λέει πως οι πιστοί ρίχνανε ένα αρνί στην άβυσσο, προσφορά στον "πυλάοχον" του κάτω κόσμου και καλούσαν το θεό με μικρές σάλπιγγες κρυμμένες σε θυρσούς. Το κάλεσμα του θεού, ακολουθεί η ανάσταση του την οποία υποδέχονται οι πιστοί με κραυγές χαράς εναγκαλισμούς και ευχαριστίες.

Η ανάσταση μπορεί να έχει την μορφή επιστροφής από τον Άδη ( Βήλος- Μαρντούκ), την αναγέννηση με μαγικό τρόπο ( με βότανο στον παράλληλο μύθο του Γλαύκου), και την πραγματική βρεφική αναγέννηση ( σπαραγμένος Ζαγρέας ).

 Ο ΘΝΗΣΚΟΝ ΠΑΝΑΣ

Μια ιστορία που περιέχει κάποια από τα βασικά στοιχεία του μύθου και των τελετουργιών που συνοδεύουν έναν θνήσκοντα θεό, μας αφηγείται ο Πλούταρχος και αφορά τον θεό Πάνα.

Μας μιλάει λοιπόν ο Πλούταρχος για ένα εμπορικό πλοίο που κατευθυνόταν στην Ιταλία με καπετάνιο τον Αιγύπτιο Θαμούν.

Περνώντας κοντά από τους Παξούς οι επιβάτες του πλοίου άκουσαν μια φωνή από την στεριά να καλεί τον καπετάνιο. Αφού εκείνος αντεκάλεσε αρκετές φορές ζητώντας να μάθει ποιος τον ζητά, η μυστηριώδης φωνή του παρήγγειλε όταν περάσει από το Παλώδες να αναγγείλει πως " Παν ο Μέγας τέθνηκε".

    Εκπληρώνοντας την αποστολή του ο Θαμούν, φώναξε πως ο μέγας Παν πέθανε και πριν καλά - καλά προλάβει να ολοκληρώσει την αναγγελία του, από την στεριά ακούστηκε μέγα πλήθος να θρηνεί την απώλεια του θεού.

Το περίεργο σε αυτήν την ιστορία είναι αν και μια συμβολιστική του θεού Πάνα τον θέλει να είναι και θεός της φύσης και της γονιμοποιάς της δύναμης, δεν υπάρχει πουθενά κάποια αναφορά που να υπονοεί πως αυτός κατείχε τον ρόλο ενός θνήσκοντος θεού, όπως ο Διόνυσος.

Βέβαια, αρκετοί μελετητές, διακρίνοντας πολύ ορθά την αδιαμφισβήτητη ομοιότητα ( εξίσωση ) του ονόματος του καπετάνιου (Θαμούν) με τον Σουμέριο θεό (Ταμμούζ), αποδίδουν την ιστορία του Πλουτάρχου σε μια παρεξήγηση.

Όμως ακόμα και αυτή η ερμηνεία της ιστορίας αφήνει κενά γιατί θα πρέπει να δεχθούμε πως ο ίδιος ο Πλούταρχος δεν γνώριζε καλά ή αγνοούσε τους μύθους που συνοδεύουν τον θεό Πάνα κάτι που ασφαλώς μπορεί να αμφισβητηθεί έντονα από την στιγμή που ο Πλούταρχος είναι ένας από τους πιο ολοκληρωμένους φιλοσόφους της εποχής του.

Μια άλλη ερμηνεία που μπορεί να δοθεί, είναι να ήθελε ο φιλόσοφος και μύστης να περάσει μέσω συμβολισμών ένα μήνυμα.

Ζώντας σε μια εποχή παρακμής του κλασσικού πνεύματος, κάτω από τον Ρωμαϊκό ζυγό, ο Πλούταρχος ίσως με αυτό τον τρόπο προλογίζει ή και προφητεύει το τέλος της Ελληνικής σκέψης που κράτησε για περίπου τρεις αιώνες μετά από αυτόν, με τους τελευταίους εθνικούς φιλοσόφους όπως τον Κέλσο, τον Λιβάνιο, τον Ελληνικής παιδείας Λουκιανό κ.α.

Έτσι, επειδή ο θεός Παν αν και όχι Ολύμπιος συνδέεται με πλήθος θεϊκών ενεργειών και τεχνών, όπως η μαντική, η μουσική, η αρσενική γονιμοποιός δύναμη, αλλά και με ανώτερες εξουσίες ( εξουσία πάνω στις μοίρες, πάνω στα πλάσματα της φύσης και πολλές άλλες) χρησιμοποιείται από τον Πλούταρχο ως συμβολισμός ενός όλου της Ελληνικής ψυχής, του "Παν"-τός της. Για να το καταφέρει αυτό ο Πλούταρχος, τοποθετεί σε μια ιστορία τον θεό, εμφανίζοντας τον ως θνήσκοντα.

Βλέπουμε πώς στον παρά-μύθο αυτόν, έχουμε κάποια από τα βασικά στοιχεία του δράματος, την αναγγελία του θανάτου χωρίς όμως να προηγείται αναχώρηση, και τον θρήνο που ακολουθεί μαζί με τις επιπτώσεις του θανάτου του θεού στην φύση.  Σταματώντας όμως την ιστορία στο σημείο αυτό και χωρίς να υπάρχει κάποιος μύθος  που να μπορεί να την συνεχίσει, ο Πλούταρχος, στερεί τον θεό από την επιστροφή.

Έτσι ό,τι ο θεός συμβολίζει ( ίσως την φύση, ίσως την τέχνη της μαντικής ή το προαναφερθέν όλον) πεθαίνει μαζί του χωρίς πιθανότητες αναγέννησης και οι  συνέπειες του θανάτου του παραμένουν "ες αεί" χωρίς διαδικασία αναστροφής, χωρίς το "κράξιμο" (κάλεσμα) του θεού για να γυρίσει.

Και σε αυτήν την ερμηνεία βέβαια υπάρχει ένα τρωτό σημείο το οποίο είναι το γεγονός ότι στην εποχή του Πλουτάρχου ο θεός Πάνας απολάμβανε πολλές τιμές, με πλήθος ναών, τοπωνυμίων και λαϊκών λατρειών, οπότε και είναι αξιοπερίεργο το γιατί θέλησε ο φιλόσοφος να χρησιμοποιήσει το όνομα αυτού του θεού και όχι κάποιου άλλου του οποίου η λατρεία ήταν παραμελημένη και έφθινε, εκτός αν θεωρήσουμε πως έτσι  ισχυροποιείται το μήνυμα, αφού ακόμα και ο μέγας Παν μπορεί να πεθάνει.

Τέλος, θα πρέπει να δώσουμε και μια τρίτη εκδοχή, αυτή της ύστερης παραποίησης του κειμένου.

    Είναι πολύ πιθανό, μιας και έχει συμβεί ξανά (ας θυμηθούμε το "είπατε τώ βασιλεί."), το κείμενο να έπεσε αργότερα θύμα κάποιου χριστιανού με διάθεση προπαγάνδας εκ των έσω.

Όποια ερμηνεία όμως και αν θελήσουμε να δώσουμε, το γεγονός παραμένει πως ο θεός Παν είναι ζωντανός, μέρος μας και εμείς μέρος αυτού.

Αν δεν υπήρχε αυτός, ως συνέπεια εξάλειψης ενός κοσμικού νόμου και ενός μέρους της Τάξης του σύμπαντος, δεν θα υπήρχαμε και εμείς.

Ακόμη καλύτερα είναι να θυμηθούμε λίγους στίχους του μεγάλου ποιητή Κ. Παλαμά από το ποίημα του που τιτλοφορείται "Προς τον Απόλλωνα":

 

ΑΘΕΛΗΤΑ ΚΡΥΜΜΕΝΗ


Ο ΜΕΓΑΣ ΠΑΝ ΔΕΝ ΠΕΘΑΝΕ

 

Ο ΠΑΝΑΣ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ

 


 

Κλαύδιος Πτολεμαίος, Αστρονόμος & Αστρολόγος

 



Κλαύδιος Πτολεμαίος, Αστρονόμος & Αστρολόγος

 

Μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά σε ένα σύστημα οι δύο μεγάλες αντίπαλες, αστρονομία και αστρολογία;

Για ένα μεγάλο επιστήμονα της αρχαιότητας όπως ο Κλαύδιος Πτολεμαίος αυτό ήταν απόλυτα εφικτό.

Παρά τη μεγάλη φήμη που συνοδεύει από την αρχαιότητα το έργο του Κλαύδιου Πτολεμαίου, πολύ λίγα στοιχεία είναι γνωστά για τη ζωή του.

Υπάρχει διαφωνία ακόμα και σχετικά με τις χρονολογίες της γέννησης και του θανάτου του.

Το βέβαιο είναι ότι γεννήθηκε στην Πτολεμαΐδα της Αιγύπτου κάπου στα τέλη του 1ου μ.Χ. αιώνα, αλλά έζησε και δίδαξε στην Αλεξάνδρεια μέχρι το θάνατο του, κατά πάσα πιθανότητα σε βαθιά γεράματα.

Χάρη στην «Παλατινή Ανθολογία» μάλιστα (η ανθολογία ελληνικών επιγραμμάτων της ρωμαϊκής εποχής που σώζονται μέχρι σήμερα) η φωνή του φτάνει ατόφια ως εμάς: «Ξέρω ότι είμαι θνητός και εφήμερος, αλλά όταν εξερευνώ τις ελικοειδείς πορείες των άστρων, τα πόδια μου δεν πατούν πια στη γη: πλάι στον ίδιο το Δία χορταίνω αμβροσία, το φαγητό των θεών», γράφει χαρακτηριστικά.

Ο Πτολεμαίος είναι ο συγγραφέας τριών βιβλίων που θεωρήθηκαν κλασικά από τους συγχρόνους του και άσκησαν πολύ μεγάλη επίδραση τόσο στον αραβικό πολιτισμό (ο οποίος άνθισε από τον 8ο μέχρι το 13ο αιώνα περίπου) όσο και στον ευρωπαϊκό μεσαίωνα και στην Αναγέννηση.

    Το πρώτο είναι η αστρονομική πραγματεία «Η Μεγάλη  Σύνταξις», η οποία στην εποχή μας είναι πιο γνωστή με τη λατινική απόδοση του αραβικού τίτλου «Αλμαγέστη»  («Κιτάμπ αλ Μετζίστι», «Βιβλίο της Μεγίστης»), το δεύτερο η «Γεωγραφία» και το τρίτο η περίφημη «Τετράβιβλος».

Τα  όρια της Γης

 Στα επιστημονικά ενδιαφέροντα του Πτολεμαίου δεν υπήρχε μόνο ο ουρανός αλλά και η Γη. Με τη «Γεωγραφία» του επιχείρησε να δώσει μια εικόνα της υδρογείου συνοψίζοντας τις γεωγραφικές γνώσεις που υπήρχαν στην εποχή του, ενώ παράλληλα έδινε οδηγίες για το πώς να φτιάχνει κανείς γεωγραφικούς χάρτες. 

Στην ουσία το βιβλίο αυτό αποτελεί τον πρώτο παγκόσμιο άτλαντα.

Παρόλο που οι χάρτες του Πτολεμαίου δεν διασώθηκαν, καθώς ήταν μάλλον δύσκολο να αντιγραφούν, υπήρχαν ωστόσο στο κείμενο συντεταγμένες καθώς και οδηγίες, στις οποίες βασίστηκαν βυζαντινοί και Ιταλοί λόγιοι πολλούς αιώνες αργότερα για να τους ανασχεδιάσουν και να τους εμπλουτίσουν με νέες γνώσεις.

Η οικουμένη του Πτολεμαίου εκτεινόταν από τα Κανάρια Νησιά μέχρι την Κίνα και από τον Αρκτικό Ωκεανό μέχρι την Ανατολική Ινδία και την Αφρική. Από τα γραπτά, του φαίνεται ωστόσο ότι είχε πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι η υδρόγειος ήταν ακόμα μεγαλύτερη.

 Τα όρια του ουρανού

     Η φήμη και η εκτίμηση που απολάμβανε από τους συγχρόνους του οφειλόταν κατά μεγάλο μέρος στις αστρονομικές παρατηρήσεις που εξέθεσε με σαφήνεια και ακρίβεια στους δεκατρείς τόμους της «Αλμαγέστης».

Εκτός των άλλων, το βιβλίο αυτό αποτελεί την πιο σημαντική πηγή πληροφοριών που διαθέτουμε σήμερα σχετικά με την αστρονομία του αρχαίου κόσμου, αφού αντλεί πολλά στοιχεία και από έργα προγενέστερων αστρονόμων που δεν σώζονται (όπως για παράδειγμα τα συγγράμματα του Ιππάρχου, του επονομαζόμενου «πατέρα της
αστρονομίας»).

Ο Πτολεμαίος υιοθέτησε τη γεωκεντρική θεωρία που πρεσβεύει ότι το κέντρο του κόσμου είναι η ακίνητη και σφαιρική Γη (γύροι από την οποία κινούνται σε κυκλικές τροχιές όλα τα ουράνια σώματα) και μελέτησε την κίνηση των πλανητών για να φτιάξει ένα επαρκές γεωμετρικό μοντέλο, με βάση το οποίο να μπορεί κανείς να υπολογίσει τις θέσεις τους στο παρελθόν ή στο μέλλον.

Στην «Αλμαγέστη» ο Πτολεμαίος μιλά επίσης για τις εκλείψεις, τις ισημερίες και δίνει έναν κατάλογο 1.000 περίπου άστρων, πολλά από τα οποία καταγράφονταν τότε για πρώτη φορά.

Το βιβλίο διασώθηκε χάρη στους Άραβες λόγιους και επιστήμονες που το μετέφρασαν και το χρησιμοποίησαν ως οδηγό στις δικές τους αστρονομικές παρατηρήσεις και μελέτες.

Στη μεσαιωνική Ευρώπη ήταν κάτι σαν αστρονομική Βίβλος: το «απόλυτο» σύγγραμμα που έδινε απαντήσεις σε κάθε απορία σχετικά με τον ουρανό και τα άστρα.

Δύο φορές μεταφράστηκε από τα αραβικά στα λατινικά μέχρι να βρεθεί το 15ο αιώνα ένα αυθεντικό ελληνικό χειρόγραφο.

Θα χρειαστεί να έρθουν ο Κοπέρνικος και ο Γαλιλαίος για να επικρατήσει η ηλιοκεντρική θεωρία (σύμφωνα με την οποία η Γη γυρίζει γύρω από τον Ήλιο και όχι το αντίθετο) και να περάσουμε πια σε νέα εποχή στην αστρονομία.

 Η αστρολογία ως επιστήμη

 Για τον Πτολεμαίο η αστρολογία ανήκει στην επιστήμη επειδή υπακούει στους φυσικούς νόμους.

Εξίσου διάσημο με την «Αλμαγέστη» ήταν στην αρχαιότητα και στους μεσαιωνικούς χρόνους η «Τετράβιβλος» (πραγματεία σε τέσσερα βιβλία δηλαδή), στην οποία συνοψίζει τις αστρολογικές γνώσεις και παραδόσεις ολόκληρου του αρχαίου κόσμο εκθέτοντας παράλληλα τις αρχές της ωροσκοπικής αστρολογίας.

Βασικά πρόκειται για θεωρητικό βιβλίο και όχι για εγχειρίδιο πρακτικής χρήσης.
Κύριο μέλη μα του Πτολεμαίου είναι να βάλει την αστρολογία σε ένα φιλοσοφικό επιστημονικό πλαίσιο, διασφαλίζοντας την από την κριτική των οπαδών του ορθολογισμού και της θρησκείας.

Έτσι επιχειρεί να συστηματοποιήσει την αστρολογική γνώση, ενώ παράλληλα δεν διστάζει να απορρίψει την αριθμολογία, τη μαντεία και όλες τις πρακτικές στις οποίες δεν βρίσκει καμία λογική βάση.

Μπορεί να πει κανείς ότι αστρονομία και αστρολογία είναι κατά τον Πτολεμαίο επιστήμες που αλληλοσυμπληρώνονται.

Αν η «Αλμαγέστη» ασχολείται με την περιγραφή των ουράνιων  σωμάτων και της συμπεριφοράς τους, η «Τετράβιβλος» αφορά ένα εξίσου σημαντικό θέμα, το πώς επηρεάζουν αυτά τα ουράνια σώματα τη ζωή των ανθρώπων.

 Η αστρολογία στην καθημερινή ζωή

 Ο Πτολεμαίος δεν απορρίπτει σε καμία περίπτωση τη χρήση της αστρολογίας στην καθημερινότητα.

Θεωρεί ωστόσο ότι πρέπει κανείς να λαμβάνει πάντα υπόψη του τόσο πολλές παραμέτρους και εκδοχές (άστε είναι ουσιαστικά αδύνατο να προκόψουν ακριβή συμπεράσματα ή προβλέψεις για τα μελλούμενα.

Ως εκ τούτου, σε πρακτικό επίπεδο, η αστρολογία δεν είναι σε θέση παρά να προσφέρει μόνο συμβουλές ή παραινέσεις, στις οποίες δεν μπορούμε να βασιζόμαστε πλήρως για να προγραμματίζουμε τη ζωή μας.

Ποιος αστρολόγος που σέβεται τον εαυτό του στην εποχή μας θα απέφευγε να προσυπογράψει μια τέτοια άποψη;

 



ΟΙ ΓΕΛΑΣΤΕΣ ΚΟΠΕΛΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΣΙΑΣ

 



ΟΙ ΓΕΛΑΣΤΕΣ ΚΟΠΕΛΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΣΙΑΣ

 

Το κεφάλι μου άφησε μια υγρή βούλα στο μαξιλάρι μου.

Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που μου πέρασε απ’ το μυαλό εκείνο το πρωί, -αν ήταν πρωί-, ότι το κεφάλι μου έφταιγε η βούλα έστεκε στο προσκεφάλι μου, κι εγώ καθόμουν με απορία μεγάλη και την κοίταζα, προσπαθώντας να δω τι σόι πράμα είναι, και να ανακαλύψω, αν μπορέσω, τι ακριβώς την προκάλεσε.

Ήταν μια μεγάλη βούλα, στο σχήμα ακριβώς του προσώπου μου, με μεγάλα καφετιά στίγματα στη μέση.

Σκέφτηκα μήπως δάκρυα τη φτιάξανε, σκέφτηκα μήπως ιδρώτας, μα δεν με ικανοποίησαν οι εξηγήσεις αυτές. Μου ήρθε μεγάλη όρεξη να πάρω τη μαξιλαροθήκη και να την πάω σε κανένα εργαστήριο για ανάλυση.

Μα κατόπιν σκέφτηκα ξένο το μαξιλάρι, φασαρίες με το ξενοδοχείο, τι τα θέλεις, κι όσο για εργαστήριο δεν μου περίσσευαν λεφτά ούτε για ένα γυάλισμα παπούτσια, πόσο μάλλον για να πληρώσω το εργαστήριο, και πού να το βρω το εργαστήριο.

Έτσι, με μισή καρδιά, απέρριψα τελείως αυτήν την ιδέα. Ύστερα θέλησα πάρα πολύ να ήταν εδώ η μητέρα μου, να τη ρωτήσω τι είναι. Μα η μητέρα μου ήταν 500 χιλιόμετρα μακριά, κι εξακολουθούσε να είναι, όσο κι αν εγώ την ήθελα κοντά μου.

Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα πως είχα κοιμηθεί, όπως πάντα, με την πόρτα ανοιχτή. Ίσως λοιπόν να ‘χε εξωτερική προέλευση η βούλα.

Πήγα προς την πόρτα, αλλά είδα πως ήταν κλειστή. Ήταν μάλιστα κλειδωμένη, και το κλειδί μου δεν ταίριαζε στην κλειδαριά. Στην αρχή παραξενεύτηκα, αλλά μετά σκέφτηκα ότι απλώς μου είχανε δώσει λάθος κλειδί. ΥΣΤΕΡΑ συνειδητοποίησα πως ήμουν κλεισμένος μέσα.

Κάθισα λιγάκι, σκέφτηκα, και κατόπιν αποφάσισα να βγω από το παράθυρο.
Είχα ένα στενό και ψηλό παράθυρο που έβλεπε πίσω, σ’ ένα φωταγωγό, που εγώ τον
έλεγα χαϊδευτικά αεραγωγό, διότι μόνο αέρας έμπαινε, φως στην ουσία κανένα.

Εδώ που τα λέμε ούτε αέρας καλά-καλά δεν έμπαινε. Πήγα λοιπόν στο παράθυρο, το άνοιξα, και μελέτησα την κατάσταση.

Ο αεραγωγός είχε πλάτος δύο επί δύο.

Δεν φαίνονταν πουθενά άλλα παράθυρα, αλλά υπήρχε εκεί μια παμπάλαια μαύρη στριφογυριστή σκάλα, σκουριασμένη του σκοτωμού και προφανώς από χρόνια αχρησιμοποίητη, που ανέβαινε πολύ ψηλά προς τα πάνω, και κατέβαινε άλλο τόσο χαμηλά προς τα κάτω, Κύριος οίδε πού' εγώ δεν ήξερα, ούτε και μπορούσα να δω άλλωστε, μετά από ένα σημείο όλα χανόντανε μέσα στο λυκόφως, γιατί λυκόφως είχε πάντα εκεί, ένα άσχημο λυκόφως. Τελικά μπερδεύτηκα, μ’ έπιασαν μεγάλοι δισταγμοί κι αμφιταλαντεύσεις ως προς το τι να επιχειρήσω, άνοδο ή κάθοδο, κι έτσι γύρισα με σκοπό να ξαπλώσω πάλι και να σκεφτώ.

Ήταν όμως ακόμα υγρή η βούλα στο μαξιλάρι, κι έτσι, νευριασμένος, το άρπαξα και το πέταξα χάμω. Είδα όμως, σχεδόν με τρόμο, ότι υπήρχε πάνω στο σεντόνι μια ίδια βούλα. Ακριβώς όμοια. Κι αυτή υγρή. Κοίταξα ξανά το μαξιλάρι, και διαπίστωσα ότι, -όπως ήτανε προφανές άλλωστε-, η βούλα το είχε μουσκέψει τελείως ολόκληρο, κι έτσι είχε περάσει και στο σεντόνι. 

Τέλος πάντων ξάπλωσα, τραβηγμένος λίγο προς τα κάτω και προσέχοντας πολύ να μη μ’ αγγίζει η βούλα, και σκεφτόμουνα το πρόβλημά μου.

Δεν κατέληγα όμως πουθενά, κι έτσι αποφάσισα να δω τι θα γίνει με τον αποκλεισμό μου μέσα στο δωμάτιο.

Σκέφτηκα λιγάκι, κι αποφάσισα να δοκιμάσω πρώτα ν’ ανέβω προς τα πάνω.
Δρασκέλισα λοιπόν το περβάζι, έπιασα τη σκάλα, και, καταλερωμένος από τη
σκουριά και τη σκόνη, άρχισα ν’ ανεβαίνω.

Η σκάλα έτριζε άσχημα, αλλά λογικά δεν έπρεπε ν’ ανησυχεί απ’ το βάρος μου. Έτσι συνέχιζα. Ήταν όμως κουραστική η ανάβαση, κουραστικό το στριφογύρισμα γύρω απ’ τον άξονα της σκάλας, κι ακόμα πιο κουραστική η συνεχής ΘΕΑ του άξονα, που τον κοίταζα συνεχώς με την ελπίδα να οδηγεί κάπου και δεν οδηγούσε, και κάπου τά έπαιξα. 

Ένιωθα ότι ώρες σκαρφάλωνα, κι ακόμα δεν έβλεπα ουρανό. Έκανα λοιπόν μεταβολή, κι άρχισα να κατεβαίνω.

Δεν πέρασε όμως μισό λεπτό, και είδα μ’ έκπληξη απερίγραπτη ένα παράθυρο 
αριστερά μου. Σκέφτηκα πώς οι στροφές με ζαλίσανε και δεν το είδα ανεβαίνοντας.
Πήδηξα αμέσως μέσα, αλλά διαπίστωσα πως απλούστατα ήταν το δωμάτιό μου.
Γέλασα. «Καλά κατάλαβα πως με γέλασαν οι στροφές», σκέφτηκα.

Δεν ξέρω αν ήταν οι στροφές, αλλά ΣΙΓΟΥΡΑ κάτι με είχε γελάσει, γιατί ήμουν πραγματικά ψόφιος, σαν να ανέβαινα στ’ αλήθεια επί ώρες τη σκάλα.

Πήγα λοιπόν κατάκοπος να πέσω, αλλά σταμάτησα με το στομάχι στο στόμα.
Η βούλα είχε απλωθεί. Ήδη είχε μουσκέψει το μισό κρεββάτι.

Έκανα πίσω, μα βρήκα μετά θάρρος, πλησίασα, και κάθισα στην άκρη του κρεββατιού, στο στεγνό μέρος, κουβαριασμένος, με την πλάτη στον τοίχο, αγκαλιάζοντας τα γόνατά μου, που τα ‘χα τραβηγμένα ψηλά στο στήθος μου.

Είχα φαίνεται πυρετό, γιατί τα δόντια μου χτυπούσαν, χωρίς να κρυώνω.
Ωστόσο κοιμήθηκα, κι έβλεπα ένα όνειρο φρικαλέο, ότι κάτι με πλησίαζε, χωρίς βέβαια τελικά να με φτάνει, αλλά συνεχώς με πλησίαζε.

Ξύπνησα. Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει, γιατί το ρολόι μου, -που έτσι κι αλλιώς είχε αποδειχθεί αναξιόπιστο-, είχε σταματήσει, κι όσο για φως, ούτως ή άλλως δεν έμπαινε καθόλου μέσα, και είχα νύχτα-μέρα αναμμένο το ηλεκτρικό.

Ξαφνικά σκέφτηκα να πάρω το εσωτερικό τηλέφωνο και να ρωτήσω τη ρεσεψιόν για όλα -πώς δεν το σκέφτηκα πιο πριν ο βλάκας; Πήρα λοιπόν, αλλά δεν απαντούσε κανείς. «Στο διάολο», σκέφτηκα, «κωλοξενοδοχείο! Ποιος ξέρει πού θα κοπροσκυλιάζει ο ρεσεψιονίστας». Κοίταξα τσατισμένος το ντιβάνι, τη βούλα με τα κοκκώδη καφετιά στίγματα, και αποφάσισα να βγω πάλι στη σκάλα, να τραβήξω αυτή τη φορά προς τα κάτω κι όπου θέλει ας με βγάλει.

Πήρα λοιπόν πάλι την κατιούσα, -παλιά μου τέχνη κόσκινο-, και, πριν προλάβω να πω «κίμινο», είδα, στον τοίχο μπρος μου, κάτι που μου φάνηκε σαν τζαμόπορτα και σταμάτησα. Ύστερα, προσέχοντας καλύτερα, είδα ότι δεν ήταν πόρτα, δεν υπήρχε τρόπος ν’ ανοίξει, απλά ένα κομμάτι του τοίχου δύο επί δύο ήτανε γυάλινο. 

Απόρησα, γιατί γυάλινος τοίχος σ’ αυτόν τον τάφο, και είδα ότι πίσω απ’ το τζάμι δεν υπήρχε παρά μια συνηθισμένη κουζίνα φωτισμένη με φώτα νέον. 

Μπροστά στον γυάλινο τοίχο, με τη μύτη κολλημένη στο τζάμι, στεκόταν ένα αγοράκι ως τεσσάρων χρονών, πολύ συμπαθητικό, με πολύ τρομαγμένα και σιωπηλά μάτια και με κοίταζε. Δεν του χαμογέλασα, για να μην του δώσω θάρρος, και τότε ήρθε μια πολύ σιχαμερή γυναίκα με μεγάλα δόντια, το πήρε απ’ το χέρι, κι εκείνο αδιαμαρτύρητα γύρισε κι έφυγε μαζί της. Αυτό πολύ μ’ εξενεύρισε εγκατέλειψα την όποια τάση είχα για έρευνα, γύρισα, κι ανέβηκα πάλι στο δωμάτιό μου κλωτσώντας τα σκαλοπάτια.

Όφειλα να το περιμένω, κι εδώ που τα λέμε το περίμενα, να δω τη βούλα με τα καφετιά στίγματα απλωμένη σ’ ολόκληρο το κρεββάτι. Το περίμενα, μα -και γιαυτό είμαι ασυγχώρητος- και πάλι δεν κρατήθηκα. Άρχισα να ουρλιάζω βουβά, και χτύπησα με τη γροθιά μου τους τοίχους ώσπου μάτωσα.

Κάποια στιγμή όμως βρήκα πάλι την ψυχραιμία μου, και, μια και δεν ήξερα τι άλλο να κάνω, πήδηξα πάλι απ’ το παράθυρο, και κουτρουβάλησα πάλι προς τα κάτω.

Ξανά βρέθηκα μπροστά στον γυάλινο τοίχο. Ήταν πάλι εκεί το παιδί, και με κοιτούσε όπως πρώτα.

Αυτή τη φορά, χωρίς να το θέλω, του χαμογέλασα. Τότε το παιδί κούνησε τα χείλη του και μου μίλησε. Μα δεν ακούστηκε βέβαια ήχος πίσω απ’ το τζάμι, και δεν κατάλαβα.

«Δεν κατάλαβα», είπα. «Δεν καταλαβαίνω. Ξαναπές το αγόρι μου».

Το παιδί ξαναμίλησε, μα πάλι κάτι μου ξέφευγε.

Πλησίασα, και κόλλησα σχεδόν κι εγώ πάνω στο τζάμι, έγινα ένα μαζί του μπας κι ακούσω. Το παιδί μιλούσε έντονα, σφιγγότανε σαν να προσπαθούσε να προφέρει λέξεις που δεν ήξερε, σφιγγόμουνα κι εγώ μπας και καταλάβω.

Και ξαφνικά κατάλαβα.

Σαν τρελός έφυγα προς τα πάνω. Να μην το φανταστώ μόνος μου γαμώ το κεφάλι μου!

Η βούλα μου, αμάν η βούλα μου!

Πήδηξα με φούρια στο δωμάτιο, κι έμεινα κάγκελο.

Η πόρτα ορθάνοιχτη, και καινούργια καθαρά σεντόνια μαξιλάρια, στρώματα καινούργια, όλα τσίλικα.

Στο διάδρομο ήταν μια καμαριέρα.

Πήδηξα σαν τίγρης απάνω της.

«Σκύλλα», είπα, «το σεντόνι! Πού είναι το σεντόνι μου;»

«Σας έβαλα καθαρά κύριε...» ψέλλισε.

«Στρίγγλα καταραμένη, το παλιό θέλω. Το παλιό! Φέρ’ το μου αμέσως!»

«Αμέσως κύριε!» είπε.

«Σκύλλα!» είπα εγώ' «Σκύλλα καταραμένη!»

Ξαφνικά άφησε μια φωνούλα κι έπεσε με το κεφάλι μπροστά. Φαίνεται της
είχα σφίξει το λαιμό περισσότερο απ’ ότι έπρεπε. Φτού!

Δεν μπορούσα να κρατήσω λίγο τα χέρια μου; Τώρα θα μου το ‘χε φέρει πίσω.

Έτρεμα ολόκληρος.

Η ενοχή μου μ’ έπνιγε.

Από δική μου υπαιτιότητα, από απροσεξία και αμέλεια έχανα τη βούλα.

Και ξαφνικά άνθρωποι άρχισαν να έρχονται από παντού.

Τράβηξα μια μπουνιά στο στομάχι του ξενοδόχου, πέταξα ανάσκελα έναν παπά που βρέθηκε στο δρόμο μου, όρμησα έξω ολοταχώς, κι από τότε κρύβομαι...

Και χτές είδα κάτι γελαστές κοπέλες της Περσίας στον ύπνο μου...

 

Τα αρχαία ελληνικά μυστήρια


 

  

Τα αρχαία ελληνικά μυστήρια

 

Η λέξη Μυστήριο στην αρχαία Ελλάδα σήμαινε το απόρρητο, το μυστικό, το άρρητο μέρος μιας τελετής ή λατρείας οι οποίες δεν γινόταν φανερές σε άτομα που δεν είχαν μυηθεί. Όπως φαίνεται και ετυμολογικά η λέξη παράγεται από το ρήμα Μυείν δηλαδή κλείνω και αναφέρεται κυρίως στα μάτια και στα χείλη. Εκείνοι που μυούνται στα μυστήρια του υπερβατικού, απαγορεύεται να τα ανακοινώσουν σε άλλους μη μυημένους πρέπει να κλείνουν το στόμα τους.         

Τα αρχαία Μυστήρια ήταν ίσως η ανώτερη πνευματική κληρονομιά στην αρχαία Ελλάδα. Ήταν κυρίως κρυφές λατρείες, όπου έπρεπε πρώτα κανείς να μυηθεί, κοινώς να εισαχθεί. Ο οπαδός αυτής της λατρείας ονομαζόταν Μύστης και το πρόσωπο που τον
εισήγαγε σ' αυτή Μυσταγωγός.

Κάθε μυστηριακή κοινότητα είχε τα κοινά γεύματα ,τους κοινούς χορούς και τις ιεροτελεστίες , όπου άνθρωποι που έσμιξαν στο ίδιο χορό, που συμμετείχαν στα ίδια δρώμενα ένιωθαν για πάντα ενωμένοι. Στην εσωτερική έννοιά τους παρουσίαζαν τις αιώνιες αλήθειες είτε ήταν φυσικές είτε ήταν πνευματικές που διατηρήθηκαν στο πέρασμα χιλιάδων ετών.

Από τα λίγα που γνωρίζουμε για αυτά φαίνεται ότι παρουσίαζαν αλληγορικές αναπαραστάσεις που συμβολίζουν τα πεπρωμένα των ψυχών μετά θάνατον, το νόμο και την ενότητα που συνδέουν όλα τα όντα.

Επίσης ήταν τελετουργίες για την ευκαρπία της γης , για την πολυπόθητη βροχή.

Και υπήρχαν πάντα τοπικά μυστήρια ,αλλά και μυστήρια που απόκτησαν πανελλήνια εμβέλεια όπως τα Ελευσίνια, τα Ορφικά , τα Κρητικά και τα Καβείρια.

Όλα σχεδόν επηρεασμένα από αυτά της Αίγυπτου, αναδιοργανώθηκαν με την παρέμβαση μεγάλων μυστών και ιεροφαντών που θήτευσαν πριν στα Αιγυπτιακά ιερά όπως ο Κάδμος ,ο Ορφέας, ο Φερεκύδης , ο Επιμενίδης , ο Πυθαγόρας.

Στα μυστήρια όλων των εποχών και όλων των θρησκειών οι άνθρωποι επιδιώκουν τη βοήθεια του θεού ή των θεών. Και την επιδιώκουν από την στιγμή που μπόρεσαν να συλλάβουν την ιδέα των πανίσχυρων θεών και του υπερβατικού τους κόσμου.

Τα μυστήρια εμφανίζονται σε ένα αρκετά αναπτυγμένο πολιτιστικό στάδιο του ανθρώπου .

Η σύλληψη της έννοιας των θεών, των πνευμάτων και ενός υπερβατικού κόσμου που υπάρχει πέρα από τις αισθητές δυνατότητες του ανθρώπου , αποτελούν την αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη των μυστηρίων.

Βασικό στοιχείο στην τέλεση των μυστηρίων ήταν ο κύκλος των μυημένων.

Αλλά έως ένα βαθμό συμμετείχαν και μη μυημένοι διαφορετικά δεν θα υπήρχε συνέχεια στα μυστήρια αν δεν υπήρχαν μυημένοι.

Εκεί μπορούσαν να λάβουν μέρος μόνο όσοι πετύχαιναν μετά από προετοιμασίες δοκιμασιών και υποσχέσεων (π.χ περί εχεμύθειας) και μόνο τότε γίνονταν δεκτοί στο χώρο των μυημένων.

Στους χώρους εκείνους που υπήρχε εξωτερική και εσωτερική λειτουργία ιδιαίτερη έμφαση δινόταν στην ψυχική ανύψωση του ανθρώπου προς την  πνευματική του ολοκλήρωση και τελειοποίηση μέσω του καθαρμού και  του εξαγνισμού , για να κατακτήσει ο μυημένος με την ψυχή του την αγάπη και την πνευματική ελευθερία.

Το κυριότερο μέρος από την  εξωτερική μύηση ήταν οι καθαρμοί και οι εξαγνισμοί , όπου το μέρος αυτό των Μυστηρίων ονομαζόταν καθάρσια ή και καθαρμοί.   

Όλα τα μυστήρια του κόσμου έχουν για κέντρο τους τη Μητέρα-Γη που  στους διάφορους λαούς παίρνει και ιδιαίτερα ονόματα. Στους  Σουμέριους λέγεται Ιναννά, στους Βαβυλώνιους Ιστάρ, στη Συρία Αστάρτη, στη Φοινίκη Ανάθ, στην Αίγυπτο Ίσιδα, στη Μικρά Ασία λέγεται Μεγάλη Μητέρα, Κυβέλη, Δινδυμήνη, Μα , στους Έλληνες Δήμητρα ή Ρέα κ.λ.π.

Στον χώρο του Αιγαίου υπάρχει το κοινό επίκεντρο της Μεγάλης  Μητέρας Γης με τις αντίστοιχες της Δυτικής Μικράς Ασίας, όπου στην αρχή  μάλλον δεν χρειαζόταν να αναφερθεί το όνομά της. Αργότερα πήρε το  όνομα Ρέα (που σημαίνει Γη - Γαία ) και επίσης Δήμητρα (Γη Μήτηρ).  

Στα πρώτα μυστήρια στον κόσμο του Αιγαίου υπάρχει και αρσενικός  θνήσκων θεός όπως σε όλα τα μυστήρια της Μέσης Ανατολής.

Στις  νεότερες ανακαινίσεις των μυστηρίων εκλείπει ο θνήσκων θεός και στη θέση μπαίνει η "Κόρη - Περσεφόνη".

Ο ουράνιος σύζυγος εξακολουθεί να υπάρχει , αλλά με διάφορα ονόματα όπως: Δίας, Ποσειδώνας, Ίακχος ή και ακόμα είναι ανώνυμος θεός.

Παρατηρούμε ότι στα Διονυσιακά-Ορφικά και στα Κρητικά εξακολουθεί να παίζει κύριο ρόλο ο θνήσκων θεός όπως ο Διόνυσος που ταυτίζεται με τον Όσιρη και ο Ορφέας.

Πάντως στον κόσμο του Αιγαίου και της Ελλάδας γενικότερα τα μυστήρια γίνονταν δύο φορές το χρόνο, το φθινόπωρο με τη σπορά και ) την άνοιξη όταν τα σπαρτά θέλουν βροχή, αλλά, σε κάθε περιοχή τα μυστήρια τελούνταν ανάλογα με το κλίμα.

 ΤΑ ΕΛΕΥΣΙΝΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ

 Η κόρη έπαιζε ασταμάτητα στα λιβάδια που τόσο πολύ αγαπούσε.

Ήταν η εποχή που η ζωή εκδηλωνόταν στη γη με πολλά χρώματα.

 Μέσα στο παιχνίδι η κόρη είδε ένα θεσπέσιο λουλούδι, ένα Νάρκισσο κι έτρεξε να τον πάρει. Εκεί κοντά έβοσκε τους χοίρους του ο Ευουλέας και μόλις η κόρη άγγιξε το Νάρκισσο ο Πλούτωνας βρήκε την ευκαιρία να την πάρει κοντά του, ανοίγοντας ένα χάσμα όπου μαζί με την Περσεφόνη έπεσαν και οι χοίροι του Ευουλέα.

  Η μητέρα της έτρεξε να τη βρει δίχως αποτέλεσμα και καθώς η λύπη της Θεάς συνεχιζόταν , ο Δίας θέλοντας να τη βοηθήσει έκανε μία συμφωνία με τον Πλούτωνα. 

Το 1/3 του χρόνου να είναι βασίλισσα του κάτω κόσμου και τα 2/3 να είναι επάνω στη γη με την μητέρα της "Οι θεοί αυτών των μυστηρίων είναι δύο ζεύγη , η Μητέρα - Κόρη και ο Θεός - Θεά

Ο μύθος της Δήμητρας και της Περσεφόνης αποτελεί το κέντρο της λατρείας των Ελευσινίων. Θεωρείται ότι τα Ελευσίνια Μυστήρια ιδρύθηκαν από τον Εύμολπο το 400 π.Χ κι ότι άρχισαν να λειτουργούν επίσημα τον 8ο αιώνα π.Χ υπήρχαν τα μικρά (Ελάσσονα) τα εν Άγραις και τα μεγάλα (Μείζονα) μυστήρια. Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές , δεν πρέπει να ταυτίζονται τα μικρά (Ελευσίνια) με τα Ελευσίνια Μυστήρια. Υπήρχε σαφής διάκριση μεταξύ των Ελευσινίων και των Μυστηρίων, διότι για την τιμή της Δήμητρας και της Κόρης γίνονταν πολλές γιορτές και οι πιο επίσημες ήταν όπως
αναφέραμε τα Ελευσίνια, τα Θεσμοφόρια , τα Αλώα και τα Θαλύσια. Κατά τη διάρκεια του Ανθεστηρίωνα (Β' 15ήμερο Φεβρουάριου και Α' 15ήμερο Μαρτίου) την εποχή της Άνοιξης, τελούνταν τα Ελευσίνια ή τα "Εν Άστει" ενώ τα "Μυστήρια εν Ελευσίνι" τα ονομαζόμενα μεγάλα τελούνταν το μήνα Βοηδρομιώνα (Β΄15ήμερο Σεπτεμβρίου και Α΄15δήμεροΟκτωβρίου). Σύμφωνα με μιαάλλη εκδοχή , και οι δύο γιορτές τελούνταν στην Ελευσίνα αλλά τα μεν Μυστήρια ήταν η καθαρά θρησκευτική τελετή στην οποία έπαιρναν μέρος μόνο οι μύστες, ενώ τα δε Ελευσίνια ήταν αγώνες προς τιμήν της Δήμητρας κι ονομάστηκαν έτσι επειδή τελούνταν στην Ελευσίνα. Άλλοι μελετητές υποστηρίζουν ότι και στα μικρά τελούνταν Ιερές μυητικές  τελετουργίες προς τιμή της Θεάς Περσεφόνης (Κόρης) και ήταν  εισαγωγικές και προπαρασκευαστικές για τα Μεγάλα Μυστήρια.  

  Οι μυούμενοι θυσίαζαν δέλφακα (χοιρίδιο) και με τα νερά του ποταμού  (Ιλισσός) καθαρίζονταν από τα μιάσματα με τη βοήθεια ειδικού ιερέα  που λεγόταν "Υδρανός". Ακολουθούσε μέγας όρκος τους μπροστά στον όσιο Ευμολπίδη "Ιεροφάντη" της Ελευσινίας Δήμητρος καικατήχησή τους από τον τελευταίο, αναγκαία για την προπαρασκευή των μυστών για τα μετά από πέντε ενιαυτούς λεγάμενα Μεγάλα Ελευσίνια (Εποπτεία). Στο τέλος, οι μυούμενοι ενθρονίζονταν και οι ιερείς χόρευαν τελετουργικά γύρω απ' αυτούς ως σημείο αποδοχής στον κύκλο της πρώτης μύησης.                                      

 Από τις δεκαπέντε έως τις είκοσι δύο του μήνα Βοηδρομιώνα τελούνταν ανά πενταετία στην Ελευσίνα τα Μεγάλα Μυστήρια που κατέληγαν σε επιφάνεια της Θεάς Περσεφόνης και μύηση των μυστών στο "υπέρτατο μυστικό της ζωής". Η πρώτη ημέρα της μύησης λεγόταν "Αγυρμός", δηλαδή συγκέντρωση και περνούσε με την προσέλευση
των υποψηφίων μυστών στο Ιερό της Ελευσίνας.

  Η δεύτερη ημέρα λεγόταν "Άλαδαι Μύσται" και περνούσε με πομπή προς τη θάλασσα και καθαρμούς στα νερά της. Την τρίτη ημέρα καθιερωνόταν απόλυτη νηστεία κι άρχιζε η χορήγηση του περίφημου ποτού "Κυκεών".

  Η νηστεία σταματούσε το ίδιο βράδυ με λίγα "ιερά τρόφιμα" που δίνονταν στους μυούμενους μέσα από μια "Μυστική Κύστη". Την τέταρτη ημέρα προσφέρονταν θυσίες στις θεότητες της Ελευσίνας και χορεύονταν ιερατικοί κυκλικοί χοροί.

  Την πέμπτη ημέρα "Λαμπαδηφορία" οι  μυούμενοι με πυρσό στο χέρι σχημάτιζαν ανά δύο σιωπηλή πομπή με επικεφαλής τον "Δαδούχο" ιερέα κι έμπαιναν στο Ναό της Θεάς Δήμητρας.

  Η έκτη ημέρα λεγόταν "Ίακχος” και ήταν αφιερωμένη σε λατρευτικές πράξεις προς τιμή  του θεοπαίδα Ιάκχου με περιφορά του αγάλματος του (στεφανωμένου με μυρσίνη σε ένδειξη πένθους) και των ιερών του αντικειμένων (Λικμός, Κάλαθος, Φαλλός) από τον Κεραμεικό στην Ελευσίνα μέσω της "Ιεράς Οδού".

  Η νύχτα προς την έβδομη ημέρα λεγόταν "Ιερά Νύξ" και εγκαινίαζε τη Μεγάλη Μύηση που ολοκληρωνόταν την ένατη ημέρα με την τελική Ιεροφάνεια και τη Θεαματική επιφάνεια της Θεάς Περσεφόνης που ανερχόταν από τον Άδη. Επίσης τα σύμβολα που αναφέρονται ότι χρησιμοποιούσαν στα μυστήρια αυτά είναι τα εξής :Η σφαίρα , το στάχυ και η χλόη , το φίδι , η άκανθος , ο υάκινθος , το σπειρωτό φίδι το κουκουνάρι , το αυγό και Κλάδος Πίτυος .             

  Στα Ελευσίνια γύρω 176 μ.Χ μυήθηκε και ο Μ, Αυρήλιος ενώ στα Μυστήρια αυτά δεν γίνονταν δεκτοί ανθρωποκτόνοι, ιερόσυλοι, εναγείς, μάγοι και άθεοι (στους τελευταίους κατατάσσονταν την ύστερη αρχαιότητα οι Επικούριοι και οι Χριστιανοί). Τα Μυστήρια έπαψαν να τελούνται το 395 μ.Χ με την πλήρη καταστροφή και πυρπόληση των Ιερών από τον Γότθο χριστιανό Αλάριχο και τη μαρτυρική θανάτωση
σύσσωμου του ιερατείου πάνω στην πυρά.

 



 ΤΑ ΟΡΦΙΚΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ                                     


     Ο Ορφέας στάθηκε το έμψυχο πνεύμα της ιερής Ελλάδας , αυτός που αφύπνισε τη θεία ψυχή. Η επτάχορδη λύρα του αγκαλιάζει το σύμπαν. Κάθε χορδή της αντιστοιχεί σ’ ένα ρυθμό της ανθρώπινης ψυχής .περιέχει το νόμο μιας επιστήμης και μιας τέχνης.

 Η θεουργική και διονυσιακή ώθηση, που κατόρθωσε να μεταδώσει στην Ελλάδα ο Ορφέας, μεταφέρθηκε μέσα απ' αυτήν σε όλη την Ευρώπη. Εμφανίστηκε στη Θράκη ήταν βασιλικής καταγωγής και με τη μελωδική φωνή του ασκούσε παράδοξη έλξη. Ξαφνικά ο νέος αυτός εξαφανίστηκε. Έλεγαν ότι πέθανε, ότι κατέβηκε στον Άδη.

Είχε φύγει για την Αίγυπτο όπου μυήθηκε και ξαναγύρισε μετά από πολλά χρόνια με ένα όνομα μύησης που πήρε από τους δασκάλους του.

Τώρα ονομαζόταν Ορφέας ή Αρφα που σημαίνει "Εκείνος που γιατρεύει με το φως".                                                              

  Οι ιερείς της Ροδόπης υποδέχτηκαν τον μύστη της Αιγύπτου σαν  σωτήρα.

Σε λίγο η επίδρασή του θα εισχωρήσει σε όλα τα ιερά της  Ελλάδας.

Αυτός καθιέρωσε τη βασιλεία του Δία στη Θράκη και του  Απόλλωνα στους Δελφούς, που έβαλε τις βάσεις του Αμφικτιονικού Συνεδρίου, το οποίο υπήρξε η κοινοτική ενότητα της Ελλάδας.

Τέλος με τη δημιουργία των Μυστηρίων διαμόρφωσε τη θρησκευτική ψυχή της πατρίδας του. Στην κορυφή της της μύησης συγχώνευσε τη θρησκεία του Δία με τη θρησκεία του Διονύσου, σε μια παγκόσμια σκέψη.

Οι μύστες ασπάζονταν από τα διδάγματα του το αγνό φως των υπέρτατων αληθειών. 

Και αυτό  το ίδιο φως έφθανε ως τον λαό κάπως μετριασμένο, όχι όμως και λιγότερο ευεργετικό, κάτω από το πέπλο της ποίησης και των μαγευτικών γιορτών.

Κατ' αυτό τον τρόπο έγινε ο αρχιερέας της Θράκης, μέγας ιερέας του Ολυμπίου Δία, και για τους μύστες, αυτός που αποκάλυπτε τον Ουράνιο Διόνυσο.

Ο μύθος της Ευριδίκης έχει μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά όχι σαν ιστορία αγάπης.

Είναι ένα θεολογικό κομμάτι που οικειοποιήθηκε στην αρχή ο Διόνυσος. Η Σεμέλη, η πρασινισμένη γη, προβάλλει από κάτω, χρόνο με το χρόνο μαζί της έρχεται κι ο Διόνυσος ,ενώ εξαιτίας κάποιου αισθήματος ιπποτισμού οι άντρες είπαν ότι πηγαίνει για τη φέρει. Ο ρόλος του Διόνυσου περνά στον Ορφέα.

Πάντως το πάντρεμα μεταξύ του Διονύσου Ζαγρέα και του Ορφισμού δεν ήταν καθόλου εύκολο. Ο Ορφέας ως ιερέας του Διονύσου σφετερίστηκε την ανάστασή και το θάνατό του απ' όπου ξεπήδησε η όμορφη ιστορία αγάπης. Εύκολα προστέθηκε ένα στοιχείο-ταμπού, κοινό σε πολλές πρωτόγονες ιστορίες. Χθόνιες τελετές συχνά επικαλούνταν εμπεριέχοντας την ιδέα "να μην στραφεί κάποιος πίσω" (αμεταστραπί). Στα Ορφικά Μυστήρια υπήρχαν διάφορες τελετουργίες εξαγνισμού, οι διάφορες αποχές όπως η απαγόρευση της κρεοφαγίας.

Ο Ορφισμός επηρέασε και τον Πυθαγόρα που έγινε ζηλωτής του τρόπου έκφρασης του Ορφέα. Στα χρόνια δε του Πεισίστρατου ήταν πολύ δύσκολο να ξεχωρίσουν τα γνήσια Ορφικά από τα Πυθαγόρεια. Όσοι μυούνταν στα Ορφικά Μυστήρια τηρούσαν με θρησκευτική ευλάβεια μυστικές διατάξεις , οι οποίες είχαν μεγάλης ομοιότητα με τις Πυθαγορικές αρχές. Αποτελούνταν από 9 βαθμούς και διαιρούνταν σε 3 κατηγορίες.

Σε αυτά που αφορούσαν τη διαμόρφωση του ανθρώπου κι έδειχναν την προέλευσή του, σε αυτά που δίδασκαν τις δυνάμεις της φύσης, τις ποικιλίες των οργάνων των διαφόρων μορφών και μεγάλα και ιερά στα οποία δεν έπρεπε να αναφέρουν ούτε λέξη για την ύπαρξή τους.

Στην πρώτη ομάδα μυούνταν άντρες και γυναίκες και υποβάλλονταν σε πενταετή σιγή. Στη δεύτερη μυούνταν μόνο εξαγνισμένοι στο σώμα και στο νου και καθαροί από ανομήματα. Στην τρίτη μυούνταν μόνο φωτισμένοι και εμπνευσμένοι νέοι και αγνές κοπέλες με ψυχικό κάλλος.                                                                                      

Οι Ορφικοί Ύμνοι , μύθοι και εξορκισμοί αν και γραμμένοι σε διαφορετικές εποχές από διαφορετικούς συγγραφείς .(μολονότι το όνομα του Ορφέα αρκετές φορές δεν αναφέρεται πουθενά) εκφράζουν θέματα που εντάσσονται στα πλαίσια του Ορφισμού, μιας ονομασίας που έφτασε να είναι θρησκευτική τάση αν και μερικοί μελετητές τον
θεωρούν ως θρησκεία που είχε εισαχθεί από άλλες χώρες, ενώ άλλοι ως αίρεση και άλλοι ως ρεύμα ελληνικής προέλευσης με ξένες επιδράσεις (όπως η αντίληψη της Ορφικής Κοσμογονίας με το Κοσμικό Αυγό και η αθανασία της Ψυχής με την αντίληψη του Ορφικού Τροχού ή του Κύκλου του ακατάπαυστου εξαγνισμού.




 

ΤΑ ΚΡΗΤΙΚΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ    

 

Η γη είναι ζωντανή και κάθε χρόνο γεννά καρπούς με τους οποίους τρέφονται τα ζώα και ο άνθρωπος. Κάθε μορφή ζωής στηρίζεται στους καρπούς που γεννά η γη.

 Ήταν μια ανακάλυψη, μία επαναστατική σκέψη που επηρέασε τις κατοπινές σκέψεις του ανθρώπου στη δημιουργία των διαφόρων πολιτισμών που θα αναπτύξει.

Η ΓΗ γεννά. Αλλά για να γεννήσει έπρεπε να έχει επαφή με κάποιο αρσενικό.

Στην Πελασγική Κρήτη το κύριο μέρος της λατρείας ήταν εστιασμένο στη Μεγάλη Μητέρα, τη Ρέα-Γη σε ύστερους χρόνους, που συμβόλιζε την ανανεωτική παραγωγική φροντίδα της φύσης.

Η Θεά Μητέρα είναι η χθόνια θεά με τα φίδια , η πότνια Θηρών με λιοντάρια και αγρίμια κ.λ.π . Μαζί της λατρεύεται ο δυνατός γονιμοποιός θεός (φαίνεται στη μορφή
του ταύρου) και το νεαρό ζευγάρι του αγοριού και της κόρης που πεθαίνουν ή χάνονται το φθινόπωρο και ξαναγυρίζουν την άνοιξη στο φως και τη ζωή φανερώνοντας την περιοδική μορφή της 
φύσης .      

Αρκετοί υποστηρίζουν ότι τα Κρητικά Μυστήρια διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:

Α) Στα μυστήρια της Μεγάλης Μητέρας Ρέας-Γης                   

Β) Στα μυστήρια του Κρηταγενή Ιδαίου Δία.                                                           

Πιθανολογείται ότι τα Μυστήρια της Μεγάλης Μητέρας ήταν διαχωρισμένα σε Μικρά και σε Μεγάλα.

Στα Μικρά ήταν αφιερωμένα στη Θεά Μητέρα Ρέα, που τη διαδέχεται στη λατρεία η Θεά Δίκτυννα Δήμητρα και η κόρη της Δικτυναία Βριτόμαρτυ-Άρτεμη ή η ίδια μορφή της Θεάς Ειλειθυίας, Ελευθώς ή Ελευσίας και όπου έπρεπε να γίνει προπαρασκευή των γυναικών που θα μυηθούν σ' αυτά να γίνουν αγνές και καθαρές τόσο ψυχικά όσο και
σωματικά για να μπορέσουν να προχωρήσουν στα Μεγάλα Μυστήρια.

Επίσης έτσι φανερώνεται γιατί είχαν χωριστά το Ιερό Σπήλαιο της Ειλειθυίας η οποία ήταν θεά της αναπαραγωγής και του τοκετού σε σχέση με τη θεά Βριτόμαρτυ  δηλαδή τη γλυκιά παρθένο ή την  Άρτεμη. Σε αυτά τα μυστήρια | διδάσκονταν οι παραδόσεις των Θεών και ηρώων καθώς και οι συμβολισμοί της Μεγάλης Μητέρας καθώς και οι δυνάμεις και ιδιότητές της στα τέσσερα γνωστά στοιχεία (γη- όφις, νερό- ιχθύς, αέρα-περιστέρα, φωτιά- λέων).

Μυούνταν επίσης στην κατασκευή του συμβολικού μίτου της Αριάδνης (από εδώ πιθανόν να παράγεται το όνομα Μίτρα που δήλωνε την Αφροδίτη συμβολίζοντας επίσης το υφάδι  ως νήμα της ζωής ή και την  παρθενική ζώνη.

Στα Μεγάλα Μυστήρια υπήρχαν  βαθμοί μυστικών τελετουργιών προς τη θεά των Όφεων που συμβόλιζε τη μεγάλη θεά . Πριν όμως απ' αυτά ξεκινούσαν λιτανείες, λατρευτικές προσφορές που προσφέρονταν στο Ιερό Δένδρο, αλλά και στη στήλη του Διπλού Πέλεκυ που βρισκόταν στο κέντρο Ιερού ή Σπηλαίου δείχνοντας έτσι την ιερότητα του χώρου.

Το Ιερό Δένδρο ως σύμβολο από την άλλη συμβόλιζε την μητέρα που προσφέρει τον καρπό της ζωής. Η εκρίζωσή του γινόταν στο τέλος της σοδειάς του χρόνου και ακολουθούσαν επικλήσεις και άσματα για την αναβλάστησή του αποβλέποντας στη διαιώνισή του.

Η Ρέα , κόρη του Ουρανού και της Γης , σύζυγος του Κρόνου και  μητέρα του Δία, λατρευόταν κάτω από το Ιερό Δένδρο στις ψηλές  κορυφές των βουνών όπως και στα Ιερά Σπήλαια. Είχε επίσης και  επίθετο Αμμάς Πελασγικής προελεύσεως που σήμαινε τη μητέρα κάτι που αναγραμματισμένο υπάρχει και σήμερα με τη λέξη "μαμά".

Σύμφωνα με το μύθο , όταν ήρθε η ώρα να γεννήσει η Ρέα το μελλοντικό πατέρα των θεών , το Δία ήρθε κι έκρυψε το παιδί σε ένα σπήλαιο (του όρους Αιγαίου ή στο βουνό Δίκτη ή στο βουνό Ίδη) για να μην το καταβροχθίσει ο σύζυγός της ο Κρόνος.

Όταν άρχισαν οι πόνοι του τοκετού , στηρίχτηκε με τα χέρια στο έδαφος. Αμέσως το βουνό έβγαλε με μιας τόσα πνεύματα ή θεούς, όσα ήταν τα δάκτυλα της ετοιμογέννητης. Τα όντα αυτά διευκόλυναν τη γέννα της θεάς και ονομάζονται Ιδαίοι Δάκτυλοι, από το βουνό Ίδη και τα δάκτυλα της Ρέας , αλλά και κατά μία άλλη εκδοχή ονομάζονται επίσης Κουρήτες και Κορύβαντες διότι το όνομα των πρώτων σημαίνει νέοι και γιατί οι δεύτεροι ήταν ήδη συνοδοί της Ρέας. Αυτοί σύμφωνα με το μύθο ήταν οπλισμένοι με ξίφος και ασπίδα και χόρευαν έναν πολεμικό χορό γύρω από το νεογέννητο παιδί της Ρέας. Με τα όπλα τους έκαναν τόσο θόρυβο σκεπάζοντας τα κλάματα του παιδιού έτσι
ώστε να μην το ακούσει ο Κρόνος. Για τα Μυστήρια του Κρηταγενή Δία έχουμε κάποια στοιχεία που μας δίνει ο Θαλήτας από τη Γόρτυνα Κρήτης (διάσημος μύστης που έζησε τον Θ' π.Χ αιώνα) αναφέροντας ότι οι μυούμενοι στα μυστήρια αυτά διδάσκονταν την Ιατρική , την καθαρτική, την μουσική, την ορχηστρική και τη μουσική τέχνη.

Στα μυστήρια αυτά έπαιρναν μέρος οι Κουρήτες (τα μυστήρια αυτά ονομάζονταν και Κορυβαντικά), ιερείς που διακρίνονταν για τη σοφία  τους. Υπήρχαν κι εδώ βαθμοί μυήσεων και γινόταν προπαρασκευές με συμβολικούς καθαρμούς.                                     Έπειτα ακολουθούσαν δοκιμασίες αξιότητας όπως τα ταυροκαθάψια που μετέπειτα έγινε δημοφιλές και στις τοπικές γιορτές. Μέρος επίσης της τελετής ήταν και η πυρρίχη, ο ένοπλος χορός.

Τον μυούμενο τον οδηγούσαν μέσα σε ένα σπήλαιο όπου έμενε έγκλειστος για ένα διάστημα 27 ημερών.

Αναφέρεται επίσης ότι την εποχή του Πυθαγόρα του Σάμιου τα κρητικά μυστήρια ονομάζονταν "Μυστήρια του Μόργου" διότι ο Μόργος ήταν ένας από τους Ιδαίους Δακτύλους .                                                                                                                   

Ο Πορφύριος αναφέρει ότι όταν ο Πυθαγόρας πήγε στην Κρήτη για να  μυηθεί έκανε καθαρμούς στην παραλία της Κρήτης , νηστεύοντας 9 ημέρες κι έπειτα πήγε στο Ιδαίο Άντρο όπου γίνονταν η μύηση.

Λέγεται επίσης ότι ο Πυθαγόρας διδάχθηκε από τους Ιδαίους Δακτύλους ότι ο Ζευς δεν είχε ακόμη θεοποιηθεί κι ότι ήταν θνητός εφόσον μέσα στο Ιδαίο Άντρο υπήρχε ο τάφος του. Γι' αυτό το λόγο ξέσπασαν διαμάχες στην Ελλάδα όπου π.χ ο ποιητής Καλλίμαχος κατάκρινε τον Πυθαγόρα για ασέβεια , παρουσιάζοντας τον Δία ως θνητό.

Ο Πλάτων μας πληροφορεί ότι οι Κορύβαντες έκαναν την τελετή ενθρόνισης σε όποιον μυούσαν στα Μυστήρια.

Το γενικό συμπέρασμα πάντως των μυητικών τελετών είναι ο πλασματικός "θάνατος" και η "αναβίωση" του μύστη που αφήνει την  παλιά του κατάσταση κι ανασταίνεται σε μια υψηλότερη σφαίρα.

 




ΤΑ ΚΑΒΕΙΡΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ


    Τα Καβείρια Μυστήρια πιθανολογείται να ήταν πελασγικής, Φρυγικής ή Φοινικικής προέλευσης . Αν και η λατρεία τους ήταν σχεδόν εξαπλωμένη σε όλη την Ελλάδα όπως και στην Μικρά Ασία έχουμε τα λιγότερα στοιχεία γι' αυτά τα Μυστήρια

Κατά τον Ηρόδοτο οι Πελασγοί ίδρυσαν τα Καβείρια. Ο ίδιος όπως και ο βασιλιάς της Σπάρτης Λύσανδρος είχαν μυηθεί στα μυστήρια της Σαμοθράκης.                                                                    

Ο Στησίμβροτος από τη Θάσο, τον οποίο αναφέρει και ο Στράβων υποστήριζε ότι οι Κάβειροι προέρχονταν από το βουνό Κάβειρο της Φρυγίας όπου επίσης υπάρχει και πόλη Καβείρια και Κάβειρα στον Πόντο.

Επίσης άλλοι υποστηρίζουν ότι οι δαίμονες αυτοί ήρθαν από την Φοινίκη (απ' όπου είχε έρθει κατά μία εκδοχή ο Κάδμος).

Τέλος άλλοι λένε ότι οι Κάβειροι είναι θεότητες που έρχονται από την Αίγυπτο με τον Κάδμο που έζησε στη Μέμφιδα κι ύστερα στην Τύρο της Φοινίκης.

Το καβίρ στις σημιτικές γλώσσες σημαίνει μεγάλος, στην αραβική γράφεται Kebir ενώ στα σανσκριτικά το Kawiras σημαίνει επίσης μεγάλος.

Από την άλλη πλευρά όμως κάποιοι υποστηρίζουν ότι αυτό το όνομα είναι ελληνικό και φαίνεται από το ρήμα καίω (καίειν - KaFeipoi) εφόσον και οι Κάβειροι έχουν σχέση μα τη φωτιά εφόσον  ήταν παιδιά του Ήφαιστου.                                              

Κατά τον Ηρόδοτο που επισκέφθηκε την Αίγυπτο ο μεγάλος θεός της  Μέμφιδας ήταν ο Φθά ή Πτά που αποδίδεται στα ελληνικά με το όνομα Ήφαιστος.

Στην ελληνική μυθολογία οι Κάβειροι αλλά και οι θηλυκές Καβειρίδες είναι παιδιά του Ηφαίστου και της Καβειρώς. Σε μία άλλη παραλλαγή του μύθου ο Ήφαιστος και η Καβειρώ απέκτησαν τον Κάδμιλο και παιδιά του είναι οι Κάβειροι και οι Καβειρίδες .                                                                                                                   

Οι Κάβειροι είναι στην ουσία δαίμονες της γονιμικής μαγείας κάτι που προσδιορίζεται με τα όρθια αιδοία που αναπαριστάνονται. Τον ίδιο  ρόλο άλλωστε έχουν οι Σάτυροι και οι Σιληνοί στα Διονυσιακά  Μυστήρια.

Αναφορές του Ομήρου τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια μας δείχνουν ότι ο Αγαμέμνονας και ο Οδυσσέας, ανήκαν στον κύκλο των μυημένων αυτών των μυστηρίων.

Ο Φίλιππος ο Β' γνώρισε την μελλοντική του γυναίκα την Ολυμπιάδα  (μητέρα του Αλέξανδρου) ενώ ήταν ιέρεια στα Μυστήρια της Σαμοθράκης, όταν αυτός πήγε να μυηθεί.                                                                                                                   

Η διαφορά από τα άλλα μεγάλα τοπικά κέντρα Μυστηρίων της Ελλάδος ήταν η μεγάλη εμβέλεια που είχαν αλλά και το ότι σ’ αυτά μπορούσαν να συμμετέχουν άνθρωποι χωρίς διάκριση φυλής, κοινωνικής τάξης και  φύλου.                                                            

 Και αυτά τα Μυστήρια αποτελούνταν από διάφορους βαθμούς μύησης και διαιρούνταν σε Μικρά και Μεγάλα Μυστήρια. Έχουμε κι εδώ τη λατρεία της Μεγάλης Θεάς που συσχετιζόταν με ιερούς βράχους πάνω στους οποίους γίνονταν προσφορές ή θυσίες.

Το όνομα της μεγάλης θεάς ήταν Αξίερος Αργότερα οι Έλληνες την ταύτισαν με τη Δήμητρα. Την έλεγαν Οδηγήτρια (Αλέκ σημαίνει προστάτης σχέση με το φως, όπως την ίδια Αλέξανδρου).

Ο αντίστοιχος αρσενικός θεός ήταν ο Κάδμιλος που αργότερα κι αυτός ταυτίστηκε με τον Ερμή. Ο Κάδμιλος σε μία στήλη κρατά το κηρύκειο όπου μέσα υπάρχουν δύο μεγάλα φίδια που συμβόλιζαν τα δύο κοσμικά πνεύματα τους Κάβειρους που τους αναπαριστούσαν σαν δύο δίδυμους αδελφούς , ιθυφαλλικούς και γυμνούς .

Οι Έλληνες τους ταύτισαν με τους Διόσκουρους, τους Δίδυμους γιους του Δία τον
Κάστορα και τον Πολυδεύκη.

Οι δύο πρώτες θεότητες είχαν κυρίως χθόνιο και υπόγειο χαρακτήρα .

Η μία είναι ο θεός του κάτω κόσμου και η άλλη η σύζυγός του που οι Έλληνες αργότερα ταύτισαν με τον Άδη και την Περσεφόνη. Στην προελληνική γλώσσα λέγονται Αξιόκερσος και Αξιόκερσα.                     

Οι χαρακτήρες όμως των Κάβειρων αλλά και ο αριθμός τους είναι διαφορετικοί από τόπο σε τόπο.                                                                                                                   

( Π.χ στη Λήμνο και στη Μακεδονία λατρευόταν μία τριάδα , ενώ στη Θήβα ένα ζευγάρι αρσενικών θεών , ο Κάβειρος κι ο Παις ). Τα  ονόματά τους όμως οι πιστοί δεν τα πρόφεραν, αλλά απλώς τους ονόμαζαν "Άνακτες", όπως στην Ελευσίνα οι "Θεοί" . Το δε πρόθεμα "άξιος" σήμαινε "άγιος". 

Η μεγαλύτερη εξάπλωση αυτών των Μυστηρίων άρχισε τον 3ο π.Χ αι. όπου ευνοήθηκαν από την Μακεδονική πολιτική. Στην Όλυνθο της Χαλκιδικής βρέθηκε επιγραφή που συντελεί στο γεγονός ότι εκεί υπήρχε ναός των Κάβειρων.

Επίσης νομίσματα της Θεσσαλονίκης έφεραν την επιγραφή ΚΑΒΕΙΡΟΣ, ενώ άλλα ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΝ ΚΑΒΕΙΡΟΙ. Επίσης στη Θεσσαλονίκη γίνονταν γιορτές και αγώνες με τα ονόματα Καβείρια Πύθια και Καβείρια επινίκια.

Η συμμετοχή στα μυστήρια δεν ήταν αναγκαστική για όσους πήγαιναν στο ιερό των Μεγάλων Θεών, όπως συνέβαινε στην Ελευσίνα. Το ιερό ήταν ανοιχτό στον καθένα για τη λατρεία των θεών σε όλες τις δημόσιες εκδηλώσεις.

   Ο Θέωνας ο Σμυρναίος συγγραφέας του 2ου μ.Χ αι. υποστηρίζει πως η μύηση στα Καβείρια αποτελούνταν από πέντε μέρη που είναι τα εξής:

Καθαρμός.                                                                                                 

Παράδοση της τελετής,     

Εποπτεία                           

Ανάδεση στεφάνων 


Τελειοποίηση και ευδαιμονία.


Η λειτουργία των Καβειρίων άρχιζε με την δοκιμασία της προηγούμενης διαγωγής τους. Η εξομολόγηση ήταν υποχρεωτική καθαρίζοντας ψυχικά τους υποψήφιους.

Κατά τη μύηση έβαζαν τον υποψήφιο πάνω σε θρόνο γι' αυτό και η μύηση ονομαζόταν
θρονισμός.

Στο κεφάλι του μυούμενου έβαζαν στεφάνι ελιάς και γύρω από την κοιλιά μία κόκκινη λωρίδα που θα τον προφύλαγε από κάθε κίνδυνο.

Μετά ακολουθούσε ο ιερός χορός, όπου οι μυημένοι χόρευαν γύρω του. Στο ιερατείο των Καβειρίων υπήρχαν οι εξής: Ο Κόης ή Κοίης που ήταν ο εξομολογητής ιερέας, οι Ανακτοτελεστές που αποφάσιζαν ποιοι απ' αυτούς που προσέρχονταν ήταν άξιοι να μυηθούν και η Λουτροφόρος που ήταν ιέρεια που ήταν υπεύθυνη για τους καθαρμούς
των υποψηφίων. 

Οι μυήσεις γίνονταν σε ορισμένη εποχή του χρόνου και διαρκούσαν 9 ημέρες.

Σ' αυτή τη χρονική διάρκεια έσβηναν όλα τα  φώτα στο νησί και πένθος απλωνόταν σε όλο το νησί. Νηστεία και  θρήνος ήταν οι εκδηλώσεις του πένθους μέχρι να έρθει το καινούριο  φως από το ιερό νησί της Δήλου.

 Το φως το έφερναν με πλοίο. Αν το πλοίο έρχονταν νωρίτερα περιφερόταν ανοιχτά του νησιού. Όταν έφτανε η στιγμή το πλοίο έμπαινε στο λιμάνι , οι άνθρωποι έπαιρναν το φως πιστεύοντας ότι έτσι καθαρμένοι από κάθε κακό έμπαιναν σε καινούρια ζωή,
αναγεννιόντουσαν κάνοντας μια νέα αρχή .

Στη συμβολική τέλεση των μυστηρίων έχουμε την θυσία και ανάσταση του Καδμίλου ο οποίος αργότερα νυμφεύεται τη χαμένη Κόρη.
Αναστημένος πια ο Καδμίλος τελεί τον ιερό γάμο που είναι και το μεγάλο μυστήριο. Σε ετρουσκικά αγγεία τη θυσία του Καδμίλου την κάνουν αδέλφια του οι Κάβειροι και στην ανάσταση που την κάνει ο Ερμής παρευρίσκονται μόνο τα αδέλφια του.

Στα Καβείρια θάβεται το αρσενικό όπως σε όλα τα μυστήρια της Μέσης Ανατολής ενώ στην Ελευσίνα θάβεται η Περσεφόνη.

Στα Καβείρια ο θνήσκων θεός είναι αρσενικός που συμβολίζει τον σπόρο και ανασταίνεται για να δώσει νέα ζωή κάτι που επικράτησε και στη χριστιανική θρησκεία.

Γενικώς τα Καβείρια Μυστήρια στην λειτουργία τους είχαν τον θεμελιώδη σκοπό στο να επιδιώκουν την ηθικοποίηση των ανθρώπων όπως το αναφέρει και ο Διόδωρος Σικελιώτης λέγοντας "..οι μυούμενοι γίνονταν ευσεβέστεροι, δικαιότεροι και κατά πάντων καλλίτεροι".

Επίσης σε αυτά γίνονταν και διδασκαλίες για τη γέννηση του κόσμου και του ανθρώπου.                                                                                                                   

Δηλαδή πέρα από τη λατρεία τους και τη θρησκευτική τους υπόσταση  είχαν και τον χαρακτήρα της κοινωνικής αρετής όπως άλλωστε όλα τα μυστήρια (είτε ήταν μικρά ή τοπικά είτε ήταν μεγάλα) της αρχαίας Ελλάδας.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΔΟΜΗ 

ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ            

ΜΕΛΕΤΗ ΕΠΙ ΤΩΝ ΕΛΕΥΣΙΝΙΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΑΝΤΕΙΩΝ (ΛΕΦΑΚΗ ΔΟΜΙΝΟΥ)     

ΕΟΡΤΕΣ ΚΑΙ ΙΕΡΟΠΡΑΞΙΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ (ΒΛ. ΡΑΣΙΑΣ) 

ΤΑ ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ (Γ.ΣΙΕΤΤΟΣ) 

ΤΑ ΕΛΕΥΣΙΝΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ (Γ.ΣΙΕΤΤΟΣ)                                         

ΤΑ ΚΡΗΤΙΚΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ (Γ.ΣΙΕΤΤΟΣ)

ΤΑ ΚΑΒΕΙΡΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ( Γ. ΣΙΕΤΤΟΣ)

ΤΑ ΚΑΒΕΙΡΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ (Π. ΡΟΔΑΚΗΣ)

ΟΡΦΕΥΣ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΥΣΤΗΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΟΣ (Π. ΦΡΑΓΚΕΛΛΗΣ)
ΟΡΦΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
(JANE ELLEN HARRISON

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΤΩΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΩΝ Α' ΤΟΜΟΣ (ΣΤ. ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ - Μ.ΔΑΝΕΖΗΣ)

Κυκεώνας του Ολύμπου

Κυκεώνας του Ολύμπου Οι Αρχαίοι Έλληνες έδιναν περισσότερη αξία στην δημόσια ζωή και λιγότερο στην ιδιωτική. Για τον λόγο αυτό ανέπτυξαν μ...