Η ΟΡΦΙΚΗ ΜΥΗΣΗ ΣΤΟΝ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟ

 






Η ΟΡΦΙΚΗ ΜΥΗΣΗ ΣΤΟΝ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟ

 ΟΥΔΕΜΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΥΠΕΡΤΕΡΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ

Ιερός ποιητής, ασκητής, μύστης, μυσταγωγός, Ιερο­φάντης...

Τέτοιες λαμπάδες άναψε στο πνεύμα του Άγγελου Σικελιανού η κριτική. Ο ποι­ητικός μας πατριάρχης, ο Παλαμάς, τον αναγνώρισε ως ’Απολλώνιο λυράρη, «πού αδελφώνει τα’ αρχαία με τα νέα».

Κι αυτός ο τελευταίος χαρακτηρισμός είναι η πεμπτουσία του ποιητικού έργου του Σικελιανού.

Ο ίδιος ο Παλαμάς, «βλαστός πού φύ­τρωσε στο Ελλαδικό χώμα», αισθάνεται μια διαμάχη ανάμεσα στην Ελληνική αρχαία κληρονομιά και τον χριστι­ανισμό, με όλο το «αχολόγημα της χριστιανής καμπά­νας», δεν ξεχνά πώς η γη αυτή έχει θεό τον Απόλλωνα αλλά και μ’ όλο πού φαντάζεται τον Εσταυρωμένο σαν έναν Άδωνη, δεν παύει να διερωτάται, αν ο φανερω­μός της αλήθειας θα βρεθεί στον Όλυμπο ή τον Γολγο­θά. Ο Σικελιανός, όμως,  πέτυχε την πλήρη ενότητα, ξεσκεπάζοντας, με του στί­χου το ρυθμό, κρυμμένες άλ­λοτε αλήθειες στα άδυτα των λαϊκών θρησκειών και στις απόκρυφες κόγχες του μυστηριακού εσωτερισμού. Και ό­ταν ξεκινούσε για την Πράξη, με τις Δελφικές Εορτές, για «να ξυπνήσουμε τη μεγάλη απρόσωπη μνήμη της γης και να διατηρήσουμε την ιεραρ­χία και τάξη κάποιων αιωνί­ων αξιών», και όταν προχωρούσε με τον Λόγο, στο ποιητικό του έργο, ένα είχε τά­ξει σκοπό: Να ρίξει γέφυρα  πάνω από τους ελληνικούς αιώνες και να κοινωνήσει τούς ανθρώπους —τούς άξι­ους— με την αρχαία, την αιώνια, τη μοναδική αλήθεια, που αλλάζει στο πέρασμα του χρόνου μορφές, αλλά δι­ατηρεί τον ουσιαστικό της πυρήνα, ίδιο, ακέραιο.

Για τον Σικελιανό, δεν υπήρχε δίλημμα ανάμεσα στον Ό­λυμπο και τον Γολγοθά, για­τί η νέα θρησκεία, απλώς, χάρισε στους ανθρώπους, τους πολλούς, την αρχαία απόκρυφη αλήθεια, πού ήταν για τους λίγους μύστες φυ­λαγμένη.

Φθέγξομαι οίς θέμις εστί, θύρας δ’ επίθεσθε βεβήλοις...  

είς θεός εν πάντεσσι,  τί σοι δίχα ταυτ’ αγορεύω...

Εις έστ’ αυτογενής, ενός έκγονα  πάντα τέτυ κται.

Είς εστ’ αυτοτελής, αυτού δε υπό πάντα τελείται.

(Ορφικά αποσπάσματα)

 Γι’ αυτό ο Σικελιανός δια­τηρεί την ενότητα και την συνέχεια από τα βάθη των Ελληνικών αιώνων, 1300 χρό­νια προ Χρίστου μέχρι την εποχή μας. Γι’ αυτόν είναι αθάνατοι οι θεοί της αρχαιότητας, αφού τη μυστική τους αλήθεια την διαιωνίζουν άλ­λες μορφές, είναι ο «άρρη­τος παλμός της αιωνιότητας».

Και στην κηδεία του Παλαμά, οραματίζεται να δέχονται την ψυχή του όχι μόνον ο Σολωμός και ο Αισχύλος, αλλά και ο Ηράκλειτος, ακόμη πιο ψηλά ο Ορφέας και ο ίδιος ο Ίακχος.

Πιστεύει πώς ήρθε «ο Ιε­ρός Καιρός» για τη μεγάλη σύνδεσή για τη μεγάλη αποκάλυψη πώς η Άμπελος του Διονύσου και του Ιησού είναι μία, ο ίδιος συμβο­λισμός, το ίδιο φωτεινό ά­στρο, από τα αρχαία μυστή­ρια λαμπερό τώρα σε όλους τούς ανθρώπους.

Και δε διστάζει, στους δύο μεγαλύτερους σταθμούς της χριστιανικής λατρείας, Γέννηση και Σταύρωση να συμπλέκει ν’ αδελφώνει «τ’ αρχαία με τα νέα».

«Τάχα παιδί γεννιέται απόψε, πάλι, νέο ο απ’  αιώνων Θεός ; »

Αλλ’ ώ Μητέρα— νύχτα, μάταια στυλώνω την ακοή μου

πίσω απ’ το κλάμα αυτό, μήπως αδράξω

στ’ αυτί μου βάδισμα σκυλιών

μακρά σε στάνη της Βηθλεέμ,..

          «Παιδί γεννιέται απόψε, αλήθεια, νέο,

ο απ’ αιώνων Θεός...

Γλυκό μου βρέφος, Διόνυσέ μου και Χριστέ μου...»

(Λυρικά Β'. Διόνυσος επί λίκνω)

 

Ω Πάσχα,

πανσεβάσμιο Πάσχα !

Ω Ίακχε !

Απόλλωνα !

Ιησού !

         Πως βρέφος άπλωσες το χέρι στο σταφύλι !

Πώς αρμόνισες τη λύρα, αντρίτις, στή χαρά !

(Πρόλογος στη Ζωή : Διόνυσος- Ιησούς)

         Ο συνδυασμός της αρχαίας και της νέας λατρείας αρχίζει από τα παιδικά χρόνια του ποιητή. Σε ηλικία 19 χρονών υπογράφει ένα

ποίημά του με το ψευδώνυμο «Δημήτριος Διόνυσος», γιός του Διονύσου και της Δήμητρας. Για τα παιδικά του χρόνια, στην πατρίδα του Λευκάδα, έχει γράψει τον «Ύμνο του μεγάλου νόστου», όπου αποκαλύπτει ότι οι αφέγγαρες νυχτιές, όταν πρωτοδιάβαινε στ’ αμπέλια, σιωπηλός και βυθίζοντας τη σκέψη του στον έναστρο ουρανό,
του χάρισαν τον «κρυφό αρραβώνα της μοίρας του», του σφράγισαν όλη την μετέπειτα πνευματική του πορεία.

 Νυχτιές αφέγγαρες, θερμό πού με γεμίσατε αίμα,

και πλούσιο, μαντικό

το πνέμα μου στεριώσατε — αλύγιστο ένα ρέμα

βαθύ, πολεμικό

και στην ψυχή μου θρέψατε τούς στοχασμούς

ως θρέψει σε θεία κληματαριά

η αδρή απονύχτερη δροσιά τσαμπιά τρανά σε βρέφη,

πανώρια και βαριά !

 Σ’ αυτό το ποίημά του, ο Σικελιανός προσωποποιεί τον ουρανό, με τις μυθολογικές ονομασίες των διάφορων αστερισμών, νοιώθει να τον

παρακολουθεί «μια γενιά θεών», πίνει «το κρασί το μυστικό και μαύρο», δηλαδή μυείται στα μυστήρια του κόσμου, σύμφωνα με τα τυπικά του Ορφισμού (νύχτα, υπό τούς ήχους της λύρας στον μυστικό Διθύραμβο) και αποκτά την γνώσι για την εξέλιξη της ζωής διά μέσου των μορφών, είναι πια λυτρωμέ­νος :

 Γιατί το ξέρω πιο βαθιά κι απ’ το πηχτόν αστρόφως,

κρυμμένος σαν αετός,

με περιμένει, εκεί πού πια ο θείος αρχίζει ζόφος,

ο πρώτος μου εαυτός.

 Σκηνές μυήσεως, σύμφω­να πλέον με τα διασωθέντα τυπικά, περιγράφει στον «Πρόλογο στη Ζωή» και στον «Δελφικό Λόγο».

Και αφηγείται ότι αξιώθηκε, ύστερα από νύχτες εξαγνισμού και μυστηριακού «οργίου», να «φάγει από το τύμπανο και να πιει από το κύμβαλο» και να δοκιμάσει τον κυκεώνα, το υδρόμελι πού έπιναν οι μυούμενοι, την δεκάτη ημέρα, σαν σύμβολο της γλυκύτατος πού έμελλε να διαδεχτεί την ταραχή των δοκιμασιών.

Ιερή Ελευσίνα

ήπια στερνός το αδρό πιοτό σου,

και η ζωή πλημμύρησε βαθιά μου

σ’ άκρη απαντοχή.

 Ύστερ’ απ’ τη μύηση του, εισάγει και την Θεογονία και τον συμβολισμό των Ορφικών στην ποίηση του γιατί ίσαμ’ εκεί, την πηγή των ελληνικών μύθων, η μύηση του έφθασε.

Στο «Αντίδωρο», απάνθισμα του έργου του, εισάγει και τα σχήματα τα συμβολικά:       

Μια σφραγίδα, όπου συνδυάζονται τα ονόματα του Διονύσου και του Χρίστου, και έναν σφραγιδόλιθο, όπου παριστάνεται ο Ορφεύς Εσταυρωμένος.

 Το δεύτερο αυτό σύμβολο είναι σημαντικό. Το πρωτό­τυπό του βρίσκεται στο αρχαιολογικό Μουσείο του Βε­ρολίνου και οι σπουδαστές δεν συμφώνησαν αν είναι έργο παλιού Γνωστικού (όπως δέχεται ο Σικελιανός) ή έργο Πρωτοχριστιανού. Είναι γνωστό πώς τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού οι νεοπλατωνικοί προέβαλλαν το απόκρυφο περιεχόμε­νο του Ορφισμού, πού εί­χε διαποτίσει και τα άλλα αρχαία ελληνικά Μυστήρια —τα κηρύγματα για τον Ένα θεό, για το προπατορικό αμάρτημα, την διφυή σύσταση του ανθρώπου, την προσδοκία μελλούσης ζωής και ακόμη, την διδασκαλία της αγνότητας για να υποστηρίξουν πώς δεν υστερούσαν οι μεμυημένοι της αρχαιότητας από τούς νεοφώτιστους, στο βάθος των δοξασιών.

Αλλά και οι χριστιανοί, στην εποχή των ρωμαϊκών κατα­τρεγμών, έπαιρναν συχνά τις Ορφικές παραστάσεις για να κρύψουν τη νέα Πίστη, χωρίς να αισθάνονται ότι πέφτουν σε βεβήλωση, αφού τόση ομοιότητα είχαν τα δύο δόγματα. Έτσι χρησιμοποι­ήθηκε η Άμπελος του Ορφέα (με την μυστική προσθή­κη των πρώτων χριστιανών, ότι η νέα θρησκεία είναι « η αληθινή άμπελος»), η λύρα του Ορφέα σαν σύμβολο ειρήνης και αρμονίας, μα και ο ίδιος ο Ορφέας, πού τον λάτρευαν στην Πέργα­μο ως «βουκόλο», ζωγραφί­στηκε στις ρωμαϊκές κατακόμ­βες, με την κρυφή έννοια του καλού ποιμένος» της νέας
θρησκείας.

«Ήσαν χρήσιμες - καθώς γράφει ο καθηγητής Γκάθρι, του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ - αυτές οι προφυλά­ξεις εκείνο τον καιρό, να χρησιμοποιούν συμβολισμό πού δεν θα ξένιζε τον ειδωλολατρικό κόσμο, αλλά και πού η έννοιά του δεν θα ξέφευγε από εκείνους, όπου απευθυνόταν αληθινά».

Σ’ αυτόν τον αινιγματικό, εν πάση περιπτώσει, σφραγι­δόλιθο (πού είναι πάρα πολύ πιθανό να χρησιμοποιήθηκε από χριστιανούς, για­τί ο Κλήμης Αλεξανδρεύς αναφέρει ότι υπήρχε τέτοια συνήθεια και ο ίδιος συνιστούσε ορισμένα σύμβολα, ανάμεσα τους και την Ορφι­κή λύρα), αναγόμενο στον 3ο ή 4ο αιώνα της εποχής μας, εικονίζεται ένας άνθρω­πος σταυρωμένος κάτω από τον ουράνιο θόλο, πού τον

αντιπροσωπεύουν η ημισέληνος και επτά άστρα. Ο σφρα­γιδόλιθος είναι καμωμένος από αιματίτη και συμβολί­ζει ότι ο Ορφέας, μετά τον διαμελισμό του ή την ανεξακρίβωτη ιστορικά σταύρωση του, ξαναβρίσκεται ολόκλη­ρος, ανασταίνεται, για τα μάτια των μεμυημένων. Και ο Σικελιανός ψάλλει:

Ω μυστικά κατορθωμένο σώμα - σώμα

της θυσίας, αντίδωρο άμετρων ψυχών,

Εσταυρωμένε Βάκχε,

ώ τσακισμένη από το βάρος των τσαμπιών

αθάνατη κληματαριά!

Αρχανδρική μου ξανασάρκωση στον ίσκιο!

Αρχανδρική μου ξανασάρκωση στον ήλιο!

Ελληνική μου ξανασάρκωση στην πλάση!...

Θα σε φτάσω! Θα σε φτάσω!

(Πρόλογος ατή Ζωή: Το κατορθωμένο σώμα)

Ο ποιητής λέει ότι αυτή η στροφή «συμβολίζει πώς το σώμα της Ποίησης, όσο κι’ αν μεριάζεται, δεν κομματιάζεται ουσιαστικά, αλλά υπάρχει πάντα ολόκληρο μέσα σε κάθε της κομμάτι».

Αλλά είναι φανερό πώς ο συμβολισμός είναι πολύ ευρύτερος και φθάνει μέχρι την «ωμοφαγία» των ’Ορφικών. Αυτή τη γνώμη, τη στηρίζει, ολόκληρο το έργο του Σικελιανού, όπου μπορεί να παρακολουθήσει κανείς, βήμα με βήμα, την Ορφική του μύηση.

Υπάρχει, πρώτα-πρώτα, η Νύχτα, πού απλώνει το μυστηριακό σκοτάδι της. Όλες οι μυήσεις, νύχτα τελούνται, σαν να συμβολίζουν ότι ο βέβηλος οφείλει να ξεκινήσει από το σκοτάδι για να ανεβεί προς το φώς.

 Μ’ εμύησεν ο Όρφέας

στη Νύχτα αυτήν από καιρούς, Βασίλισσά μου,
όταν η Αργώ, πού’ χα μονάχος μου σταφνίσει,
γεμάτη μ’ ήρωες, όλο κ’ έσκιζε το κύμα,
κι όλα ως να τ’ άφηνε από πίσω από την πρύμνα...

Στην πλώρα ανέβηκεν Αυτός και, με την όψη
σκωμένη στ’ άστρα, μοναχός του αρχίνησε έτσι :

«Ένα λυχνάρι στα σκοτάδια μας είν’ ο ήλιος,
και μια συμπόνια στην έρμια μας, το φεγγάρι...

Μα η μαύρη νύχτα στέλνει πλούσιο το έλεός της...

Τι  πότε βγάνει την ψυχή από το κορμί μας
στον ύπνο μέσα, σα σπαθί από το θηκάρι,
πότε σ’ αγρύπνιες  μυστικές μάς κράζει απάνω,
να μετρηθούμε με την άβυσσο...

Σύντροφοι, πριν βγει το φώς

και μες στα δίχτυα του μάς κλείσει

αχ, κι ας προλάβουμε να ιδούμε στα σκοτάδια,
σ’ ένα βλεφάρου ανοιγοσφάλισμα...

Τί, αλί μας, μάτια δεν είν’ ακόμα αυτά, μόν’ είναι τρύπες

μες στα κρανία μας, και πιο πάνω απ’ όλα τ’ άστρα
έχει ο ’Απόλλωνας τις ρίζες του βυθίσει !...

Μόν’ τάξετε όλη σας τη δύναμη στα σκότη,
τί ο ήλιος φτάνει και ψαρεύει την ψυχή Σας
σε δίχτυα ολόχρυσα, και βγαίνει το φεγγάρι
και σπαταλάτε μέσα σ’ όνειρα το νου Σας.

Μα Εσάς ο νους Σας έχει ρίζες στον Αιθέρα,
και τα χρυσά του ήλιου να σπάσει δίχτυα πρέπει,
κι’ απάνω απ’ τα όνειρα να πιάσει την πηγή του ! »

(Ο Δαίδαλος στην Κρήτη)

 Κατά τούς ’Ορφικούς, η Νύχτα θυγατέρα του Ερώτα και μητέρα του Ουρανού, της Γής και των Άστρων, έχει δύναμη ευεργετική και   μεταβιβάζει των θεών τις σκέψεις στους θνητούς. Γι’ αυτό και ο Σικελιανός τον αποκαλεί «Άγια Νύχτα» και την θεωρεί «πρώτο σκαλί» για την πνευματική άνοδο.

Υπάρχουν, υστέρα, τα τρία Ορφικά Σύμβολα : Το Άγιο Κλήμα, το Ιερό Στάχυ και το Μυστικό Ρόδο.

Ο Σικελιανός τα ερμηνεύει ένα-ένα. Το κλήμα συμβολίζει τον άνθρωπο σαν σάρ­κα και πνεύμα. Όπως το κλήμα «βυζαίνει τα σκοτάδια της Γής και πίνει απ’ τα ου­ράνια δρόσο» και συνται­ριάζει στις φλέβες του, το σκότος με το Φώς, έτσι και ο άνθρωπος, στη διφυή του σύσταση, έχει τη δύναμη να αποβλέψει στην «Άγια Μέθη», την πνευματική λύτρωση. Το στάχυ δεν είναι παρά το σύμβολο της αναγεννήσεως της ζωής, πού το χρησιμοποίησε και ο ’Ιησούς.

Όσο για το Ρόδο των Ορφικών, πού υπενθυμίζει τα Μυστή­ρια της Ίσιδος, ο ποιητής, στην τραγωδία « Ο Διθύραμ­βος του Ρόδου», το επιφυλάσσει για εκείνους τούς ανθρώπους, πού θα φθάσουν στην ψηλότερη μύηση, πού είναι η ειρήνη και η αγάπη προς όλα τα όντα.

Ο Σικελιανός δεν θέλει τούς ανθρώπους να καθυλωθούν στης Γής τη λάσπη, άλλ’ ούτε να ξεχάσουνε την τωρινή τους πατρίδα.

Τα­πεινοί, ελεύθεροι από φιλο­δοξία, φθασμένοι στη σύνθεση του κόσμου, να ζούνε μέ­σα στον κόσμο, παραγωγι­κοί, ειρηνοποιοί.

Καθώς έλεγε ο Ορφέας :

«Φυλαχτείτε  από του πλούσιου το τραπέζι

 τί άλλο πλατύ τραπέζι από της Γής δεν είναι.

Και μη χωρίστε από τη Γή, θαρρώντας

ψηλότερα από τούτη να καθίστε

σε θρόνο δόξας ψεύτικης,

το θρόνο της Γής σαν έχετε όλο.

Αλλ’ ό,τι βγαίνει από τη Γή, στυλώστε το,

είτ’ αμπέλι, είτε δεντρί, κι’ αν γέρνει,

δώσετέ του και το ίδιο Σας ραβδί

να το στεριώσει, το ίδιο Σας δόρυ...

Έτσι πού, μια μέρα,

ο Όρθιος Σκοπός να λάμψει απ’ άκρη σ’ άκρη

της Γής, και απέραντου  βασίλειου σκήπτρο,

το Ρόδο να ’χει κάθε λαός στο χέρι!»

 Για τον «Όρθιο Σκοπό», ο Σικελιανός καλεί σε διαρ­κή αγώνα.

 «Όλο ν’ αθλείς!», διατάζει και ο Ορφέας.

Και ακόμα υπάρχει στην ποίηση του Σικελιανού η Ορ­φική, η κρυφιόμυστη Σιγή. Είναι η «αιώνια Σιγή», η «ο­λάνθιστη Σιωπή», η «Ηλύσια σιωπή», τραγουδημένη σε ό­λους τούς τόνους, η σιωπή «πού φανερώνει όλη τη δύναμη του νου και ξεσκεπάζει τα απόκρυφα μυστήρια της καρδιάς».

Πέραν όμως από τα εξωτερικά γνωρίσματα του Ορ­φισμού, πού όλα απαντώνται στην ποίηση του Σικελιανού, υπάρχει, μεταπλασμένη

σε στίχους, όλη η φιλοσοφία του «πατρός των μυσταγω­γών».

Αν και στη «θεογονία» του διαλαλεί πώς μένει «ελεύθερος Βωμός», από όλα τα «άγια βρέφη» της μυθολο­γίας, ο Σικελιανός είναι ένας Ορφικός. Όχι μονάχα στην ποίηση του, μα και στην κα­θημερινή του ζωή, του άρεσε να επαναλαμβάνει το «Ορφαϊκόν ομοούσιον», την ενότητα των πάντων. Στον «Δαί­δαλο στην Κρήτη» κηρύττει πώς η γη κι ο ουρανός είν’ έ­να πράμα, και η γη μπορεί να σμίξει με τ’ αστέρια καθώς βαθύ σμίγει χωράφι με χωράφι. Και στον «Διθύραμ­βο του Ρόδου» δεν δίνει ση­μασία ποιος από όλους τούς μαθητές του Ορφέα θα μιλήσει, γιατί όλοι είναι μια ψυχή, όλοι είναι ένα. Παρα­δέχεται ακόμη ο Σικελιανός τον «μεγάλο Νόμο της ’Ανα­λογίας», πού επαναλαμβάνει στο πέρασμα των πολιτι­σμών τις ίδιες αιώνιες αρχές και θυμίζει όχι μονάχα τον Ορφέα, αλλά και Ερμή τον Τρισμέγιστο.

Ακολουθώντας το «Ορφαϊκόν ομοούσιον», ενδύει με τον λαμπρό του στίχου του χιτώνα την πίστη των Ορφικών, πώς το σώμα του ανθρώπου είναι φυλακή του αληθινού εαυτού του, του πνευματικού, εκείνου πού έλ­κει από τον Ουρανό την κα­ταγωγή του και πώς έχει επάνω στην γη προορισμό να εκπαιδευτεί και να ξαναγυρίσει νοσταλγός στη φωτεινή πηγή του, στο άφραστο Εν.

Να πώς μιλάει ο ποιητής για το δράμα της εξορίας της ανθρώπινης ψυχής πάνω στη γη :

Του μυρμηγκιού ποτέ δε σκέφθηκες τη μοίρα;

Πρωτογεννιέται με φτερά, μα ξάφνου πάλι

τα χάνει ετούτα τα φτερά και μες στο χώμα

κουφοδουλεύει, κι ουρανός το χώμα του είναι.

(Δαίδαλος στη Κρήτη)

 «Απ’ την αρχήν ως με το τέλος ποιος μαντεύει

πώς το σκουλήκι ξαφνικά φτερά θα βγάλει;

Ετσ’ η ψυχή του κάθε ανθρώπου κρύβει ακέριο

μέσα της Θεό, να λυτρωθεί πλατιά πού πρέπει...

(Διθύραμβος του Ρόδου)

         Στο «Κατορθωμένο σώμα» μιλάει για τον «παλιγγενετικό καημό», για την προσω­ρινή ανάπαυση πού παίρνει η ζωή στον χαμό των μορ­φών, ως να ξαναγυρίσει πάλι για τη νέα άθληση. Στη «Δεκάτη Μούσα» μιλάει για τον «μαγνήτη των ουράνιων» πού τραβά τις ψυχές και στη «Διοτίμα» για τον «μυστικό πένταθλο» πού έχει να διεκδικήσει η ψυχή, με την κυριαρ­χία της πάνω στις αισθήσεις. Στον «Χριστό στη Ρώμη» πια, φθάνει στο «άρρητον» του  Ορφισμού, την ένωση του μύστου με το θείον.

 Μεθύστε πια από μένανε κι αφήστε το σταυρό μου.

Τι εγώ είμαι απάνω απ’ το σταυρό κι απάνω απ’ τα καρφιά μου.

Σα μέγα κλήμα τα τσαμπιά πόχει βαρειά κρεμάσει

και το κρασί της πιο τρανής θα σάς ποτίσει Μέθης.

Με μένα αν ενωθήκατε, κι όλον τον κόσμο ενώστε...

 "Όσο για το δρόμο προς την υπερούσια λύτρωση, ο ποιητής, όπως στο «Διθύραμ­βο του Ρόδου», έτσι και στο βασικό φιλοσοφικό του έργο για τις «Πέντε συνειδήσεις», δε βρίσκει άλλον από την Καλωσύνη , πού την ονοματίζει Δεκάτη Μούσα και την υμνεί με ένθεο πάθος.

Δεν κάτεχα τ’ όνομά σου,

ώ Μούσα

ξέχωρη στις Μούσες,

άγιος πύργος,

μοναχή!

Κι’ ώ θάμα,

άμοιαστο θάμα,

ως το πρωτάκουσα βαθιά!

Γιατί δεν ήταν

μιά πού σ' έκραζε και σ’ ονομάτιζε φωνή!

Μα ώ, Καλωσύνη !

τ' όνομά σου

έξυπνα από παντού,

σαν όταν ατά νησιά τού Αιγαίου,

άπ’ τα μελτέμια πού φυσάνε ακράτητα,

οι καμπάνες, με τον άνεμο, χτυπάνε μοναχές!..

          Και στο τελευταίο από τα αφιερωμένα της «Αφροδίτης Ουρανίας» τραγούδια του, συνοψίζει τις ηθικές αρχές, πού ακολουθώντας ο άνθρωπος αδελφώνεται με τον θά­νατο κ’ είναι γαλήνια έτοι­μος για το θείο ταξίδι.

Είναι η βαθιά πίστη στη γη, όχι η φυγή από τον κόσμο, είναι η νοσταλγία, παράλληλα, και όχι η αφέλεια πώς εδώ είναι η αρχή και το τέλος της ζωής, είναι η σοφή διάκριση ανάμεσα στα εφήμερα και τα άφθαρτα είναι η προθυμία για υπηρεσία είναι, τέλος, η απέραντη αισιοδοξία, αφού «αν είναι η μέρα βροχερή, σέρνει πιο πλούσιο φώς, μα κι ο σεισμός βαθύτερη τη χτίση θεμελιώνει»...

Αρματωμένος με τέτοια πανοπλία, μια ημέρα ο ποιη­τής ξεκίνησε από την Αθήνα για την ’Ελευσίνα, περνώντας από την Ιερά Οδό, το με­γάλο «δρόμο της Ψυχής». Τον προσπερνούσαν βοϊδάμαξες γεμάτες θημωνιές ή ξύλα και ανθρώπινοι ίσκιοι Μα σα να χάθηκε όλος ο κόσμος κι απόμεινε μονάχα η φύσις, θρονιάστηκε σε μία πέτρα, στην άκρη του δρόμου ριζω­μένη και σαν μέσα σε φαντα­σία πέρα από τα χρόνια, βλέπει τρεις ίσκιους: έναν Ατσίγγανο με δύο αλυσωμέ­νες αρκούδες. Και πιο πολύ πρόσεχε την μεγάλη αρκούδα και την είδε σαν σύμβολο μαρτυρικό όλου του κόσμου, τωρινού και περασμένου, σύμ­βολο όλου τού πανάρχαιου πόνου, του κόσμου πού δεν πλήρωσε ακόμα το φόρο της ψυχής και βρίσκεται στον Ά­δη. Σκλάβος κι αυτός του κό­σμου, έριξε τη δραχμή του στο ντέφι...

 Μα ως, τέλος, ο Ατσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας ξανά τις δύο αργοβάδιστες αρκούδες, και χάθηκε στο μούχρωμα, η καρδιά μου με σήκωσε να ξαναπάρω πάλι το δρόμο οπού τέλειωνε στα ερείπια του Ιερού της Ψυχής, στην Ελευσίνα, κι’ ή καρδιά μου, ως βάδιζα, βογκούσε :

«Θά ρτει τάχα ποτέ, θέ νά ρτει η ώρα πού η ψυχή της αρκούδας και του Γύφτου, κ’ η ψυχή μου, πού Μυημένη την κράζω, θα γιορτάσουν μαζί;»

Κι’ ως προχωρούσα, κ’ εβράδιαζε, ξανάνιωσα άπ’ την ίδια πληγή, πού η μοίρα μ’ άνοιξε, το σκότος να μπαίνει ορμητικά μες στην καρδιά μου, καθώς από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει το κύμα σε καράβι πού ολοένα βουλιάζει...

Κι’ όμως τέτοια ως να διψούσε πλημμύρα η καρδιά μου, σα βυθιστεί ως να πνίγηκε ακέρια στα σκοτάδια, σά βυθίστηκε ακέρια στα σκοτάδια, ένα μούρμουρο απλώθη απάνωθέ μου, ένα μούρμουρο,

κι’ έμοιαζ’ έλεε : «Θά ρτει...»

         Έτσι, ο ποιητής ανανεώνει την πίστη των Ορφικών, πώς ένας υπέρτατος νόμος «άγει τας ψυχάς εις το σώμα και πά­λιν από του σώματος ανάγει, και τούτο κύκλο πολλάκις», δίνοντάς τους ίσες δυνατότη­τες να τρέξουν στην εξέλιξη τους, αλλά ποτίζοντάς τες κάθε φορά με το νερό της Λήθης, για να μην ευκολύνονται, ούτε και να δυσκο­λεύονται από το παλιό  φορ­τίο στην πορεία τους. Ανα­νεώνει την πίστη πώς η ζωή είναι μονάχα μία, πού πρέ­πει ν’ αδελφώνει όλα τα όντα, αφού όλοι δικαιούνται, σαν θα περνούνε στον κύκλο των ταξιδιών τους να κρα­τούν στο χέρι την τυπική Ορ­φική ταυτότητα :

«Είμαι παιδί της Γής και του έ­ναστρου Ουρανού, αλλά πατρίδα μου είναι ο Ουρανός».

Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΠΡΟΜΗΘΕΑ






 

η δικη του προμηθεα


         

Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΠΡΟΜΗΘΕΑ

 (Από μία ιδέα ενός πεζού κειμένου του Κάρελ Τσάπεκ)

Διασκευή: Μάριος Πετρίδης. Ιούλιος 2021.

ΠΡΟΣΩΠΑ:

- ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ: (βουβός ρόλος), καθισμένος στο κέντρο με φανάρι και  την πλάτη γυρισμένη στους δικαστές.

- ΥΠΟΜΗΘΕΑΣ: Πρόεδρος στο κέντρο.

- ΑΠΟΜΗΘΕΑΣ: Εισαγγελέας άκρο αριστερά.

- ΑΜΗΘΕΑΣ: Πάρεδρος δεξιά του προέδρου.

- ΑΝΤΙΜΗΘΕΑΣ: Πάρεδρος αριστερά του προέδρου.

- ΕΠΙΜΗΘΕΑΣ: Γιος του Υπομηθέα, παιδί.

- ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Σε αθέατη σκοτεινή πλευρά.   

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

ΣΚΗΝΙΚΑ: Στο βάθος ελαιόδεντρα, τέσσερα σκαμνιά, το ένα ψηλότερο. Τέσσερα αναλόγια με κρυφό φωτισμό, (για τα κείμενα). Δεξιά ψηλά αφίσα με το Πάνθεο στον Όλυμπο. Ένα αναλόγιο δεξιά της σκηνής, για τον αφηγητή.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ: Κάθεται σε ένα σκαμνί, μπροστά του μία λάμπα θυέλλης με φλόγα. Γύρο του μικρές σούβλες, χύτρες, ταψιά, ψησταριά, μικρές δάδες, πυρσοί και ένας λευκός πάπυρος.

ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ: Οι Δικαστές, με λευκούς μακριούς χιτώνες, χωρίς κορδόνι στη μέση. Τα πρόσωπα τους βαμμένα με λευκό χρώμα, το στόμα τους βαμμένο μαύρο ή σκούρο καφέ. Στο κεφάλι φορούν χρυσά στεφάνια από ελιά. Στα πόδια σανδάλια ή ξυπόλυτοι.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ: Σκηνικό, ένα τραπέζι με δύο σκαμνιά. Στο τραπέζι μία πιατέλα με κρέας και φρούτα. Μία κανάτα με κρασί και ένα ποτήρι. Φωτισμός από δεξιά, που προέρχεται από τζάκι ή φωτιά ή φουφού.

 

 ΕΙΣΑΓΩΓΗ- ΑΦΗΓΗΤΗΣ

 Τη στιγμή αυτήν, που σε παγκόσμια κλίμακα τα πνευματικά, τα πολιτιστικά και τα οικονομικά συστήματα, είναι παγιδευμένα, ναρκοθετημένα στις κομματικές και πολιτικές τοποθετήσεις….. Τη στιγμή αυτή, που οι εκκλησίες καίγονται, τα σχολεία γκρεμίζονται και το αίμα χύνεται ποτάμι, που η ατομικότητα εξουσιάζεται από παράλογους εξουσιαστές, τη στιγμή αυτή που η πνευματική ζωή βρίσκεται σε λήθαργο, στο ζενίθ της κατάπτωσης, που ο μικροαστισμός έχει παρασύρει τις κοινωνίες σ’ ένα απειθάρχητο σύνολο, που η νέα γενιά τρέφεται με απατηλά συνθήματα, που οι ποιητές εμπορεύονται την ουσία της τέχνης. 

 Αυτή την κρίσιμη στιγμή, που η αβεβαιότητα στιγματίζει τη διάθεση για δημιουργία, όλοι οι άνθρωποι του λόγου και της πέννας, έχουν αυξημένη την ευθύνη, την υποχρέωση, να  αντιπαρατάξουν τη δύναμη, το σφρίγος, την πνοή, την ενεργητικότητα τους.

Χρειάζεται αγώνας, για την απελευθέρωση του πνεύματος. Χρειάζεται Φως, περισσότερο Φως. Προμηθειακό  αιώνιο Φως.   

Στα κατάλληλα χέρια, η φωτιά μπορεί να προσφέρει Φώτιση. Σε λάθος χέρια όμως, η φωτιά μπορεί ν΄ αποδειχθεί  άκρως καταστροφική.

Η φωτιά που δώρισε ο Προμηθέας στους ανθρώπους μπορεί να τους προσφέρει πολλά οφέλη. Αλλά ταυτόχρονα μπορεί και να τους κάψει στον πόλεμο, σ΄ ένα ατύχημα ή στις φλόγες της ιεράς εξέτασης.

Το μέσο χρειάζεται την αγαθή του χρήση για έναν αγαθό σκοπό, έτσι ώστε να είναι πραγματικό δώρο.

Η φωτιά είναι εργαλείο αλλά και Φως, ανεκτίμητο δώρο στους ανθρώπους.

Είναι η απαρχή του τεχνικού πολιτισμού με διαχρονικό συμβολισμό.


                                                              Α΄ ΜΕΡΟΣ

 

ΕΝΑΡΞΗ: Οι δικαστές βήχουν, φταρνίζονται, σκαλίζουν τις μύτες τους και ξύνουν το κεφάλι τους.

 -Αφηγητής: ( Αργά και μακρόσυρτα). Με πολλά βηξίματα και ξεροβηξίματα και μετά από παρατεταμένες συνεδριάσεις, για τη συγκέντρωση των αποδεικτικών στοιχείων, τα μέλη της έκτακτης  συνόδου της Γερουσίας των Αρχιερέων ( ήχος κτύπων τρεις φορές, με μπαστούνι ή σφυρί.), μαζεύτηκαν εδώ στη σκιά του ιερού ελαιώνα.

-Υπομηθεάς: Λοιπόν κύριοι,( Χασμουρητό), αυτή η αναθεματισμένη υπόθεση, παρατράβηξε! Νομίζω ότι δε χρειάζεται να συνοψίσω τα στοιχεία. Για να προλάβω όμως οποιεσδήποτε τυπικές αντιρρήσεις, ο κατηγορούμενος Προμηθέας, αυτόχθων, κλητευθείς νομίμως ενώπιον του δικαστηρίου με την κατηγορία, ότι επινόησε τη φωτιά και ως εκ τούτου, χμ, χμ….διετάραξε την καθεστυκυίαν τάξιν των θεών.

Ομολόγησε πρώτον, ότι όντως επινόησε τη φωτιά και εκτός αυτού, ότι είναι εις θέσιν, να αναπαράγει το φαινόμενο δια μεθόδου την οποία αποκαλεί ανάφλεξιν. Τρίτον, ότι δε διεφύλαξε την ύπαρξη αυτού του μυστηρίου- αυτού του σκανδαλιστικού γεγονότος- μυστικήν και δεν το ανέφερε εις τας αρμοδίους αρχάς των ιερών μπάτσων, αλλά σκοπίμως το απεκάλυψεν και ούχι μόνον αυτό, αλλά και το παρέδωσε εις χείρας μη εντεταλμένων προσώπων, όπως απεδείχθη εκ της ήδη περατωθείσης καταθέσεως των εν λόγο  ατόμων εκ των ευεργετηθέντων ανθρώπων.  Νομίζω λοιπόν κύριοι δικαστές, πως αυτό είναι όλο και ότι μπορούμε, να προχωρήσουμε αμέσως και να τον κηρύξουμε ένοχο, καθορίζοντας και την ποινή του.

-Αποθημέας: Με συγχωρείται κύριε πρόεδρε, αλλά θεωρώ ότι λαμβανομένης υπόψιν της σημασίας αυτού του έκτακτου δικαστηρίου, θα ήταν πιο σωστό να εκδώσουμε την απόφαση, αφού πρώτα συσκεφθούμε κατά νόμο, δηλαδή για να το πω απλά, αφού πρώτα συζητήσουμε διεξοδικά την υπόθεση.

-Αμηθεάς: Θα ήθελα να επισημάνω,( ξεροβήχει ), ότι κατά την γνώμη μου, μία πλευρά της όλης υποθέσεως, θα πρέπει να τονισθεί ιδιαιτέρως. Κύριοι, αναφέρομαι στη θρησκευτική πλευρά και ερωτώ. Τι,Τι; Είναι αυτή η φωτιά; Τι είναι αυτή η λεγόμενη σπίθα αναφλέξεως; Όπως παραδέχεται και ο ίδιος ο κατηγορούμενος, δεν είναι τίποτε άλλο, από την αστραπή και η αστραπή όπως γνωρίζουμε όλοι, είναι η έκφραση των υπερφυσικών και μεταφυσικών δυνάμεων του Κεραύνιου Δία. Μπορείτε να μου εξηγήσετε κύριοι, πως ένας κοινός θνητός, όπως ο Προμηθέας, κατάφερε να προσεγγίσει τη Θεϊκή Φωτιά; Με ποιο δικαίωμα τη σφετερίστηκε; Από που την πήρε; Ο Προμηθέας προσπάθησε να μας πείσει ότι, απλώς την επινόησε, αλλά αυτό είναι μια ανόητη δικαιολογία. Αν το πράγμα ήταν τόσο  απλό και αθώο, γιατί να μην επινοήσει τη φωτιά κάποιος από εμάς τους εκλεκτούς των Θεών;

Η άρνηση του και τα ασύστολα ψεύδη του, δεν πρέπει να μας παρασύρουν. Εγώ θα χαρακτήριζα το αδίκημα του, ως κοινή κλοπή αφ’ ενός και ως ιεροσυλία αφ’ ετέρου.

Χωρίς το φόβο των Θεών, από τη φωτιά του κεραύνιου Δία, πως θα συντηρηθούν οι ναοί μας, τι θα τρώνε οι ιερείς μας;

Βρισκόμαστε εδώ, για να τιμωρήσουμε, με τη μεγαλύτερη δυνατή αυστηρότητα, αυτήν την ασεβή αλαζονεία και να προστατεύσουμε την ιδιοκτησία των χθόνιων Θεών μας. Αυτά ήθελα να πω μόνο.( Φυσάει τη μύτης του δυνατά στην άκρη της χλαμύδας του.).

-Υπομηθέας: Πολύ ωραία τα είπες. Θέλει κανείς άλλος να παρατηρήσει τίποτα;

-Απομηθέας: Ζητώ την ανοχή του δικαστηρίου, αλλά δεν είναι δυνατόν να συμφωνήσω με τους ισχυρισμούς του διακεκριμένου συναδέλφου μου. Παρακολούθησα πως ο εν λόγω Προμηθέας, άναψε τη φωτιά και σας λέγω ειλικρινώς κύριοι - ότι μεταξύ μας- δεν είναι και τίποτε σπουδαίο.

Η ανακάλυψη της φωτιάς, θα μπορούσε να έχει γίνει από οποιονδήποτε τεμπέλη, αργόσχολο ή και γιδοβοσκό κι αν δεν έτυχε να την ανακαλύψουμε εμείς, αυτό οφείλεται στο απλό γεγονός ότι, οι σοβαροί άνθρωποι, δεν έχουν καιρό να ονειροπολούν ή να παίζουν με πέτρες, για να δημιουργήσουν σπίθες και να ανάβουν φωτιές. Βεβαιώνω το συνάδελφο μου Αμηθέα, πως οι δυνάμεις αυτές, είναι κοινότατες και φυσικές και δεν ταιριάζει στην αξιοπρέπεια ενός σκεπτόμενου ανθρώπου, πολύ λιγότερο στους θεούς, να ασχολείται ο ίδιος με αυτές. Κατά τη γνώμη μου, η φωτιά είναι πολύ ασήμαντη ώστε να έχει οποιαδήποτε σχέση με τα ιερά και τα όσια. Αλλά η υπόθεση έχει και μια άλλη πτυχή στην οποία πρέπει να επιστήσω την προσοχή των διακεκριμένων συναδέλφων μου. Όπως φαίνεται λοιπόν, η φωτιά είναι ένα άκρως επικίνδυνο και ζημιογόνο στοιχείο. Ακούσατε ορισμένους μάρτυρες να καταθέτουν ότι, προσπαθώντας να δοκιμάσουν την παιδαριώδη ανακάλυψη του Προμηθέα, υπέστησαν εγκαύματα και σε μερικές περιπτώσεις, προεκλήθησαν ακόμη και ζημιές σε υλικά αγαθά. Κύριοι, αν εξ΄αιτίας του Προμηθέα η χρήση της φωτιάς γενικευθεί, πράγμα το οποίο τώρα πλέον φαίνεται ότι είναι δυστυχώς αναπόφευκτο, τότε ούτε η ζωή μας ούτε και η ιδιοκτησία μας, θα είναι ασφαλής και αυτό κύριοι ίσως σημάνει το τέλος του ηγεμονικού μοναρχικού πολιτισμού μας. Το μόνο που χρειάζεται είναι, μια μικρή απροσεξία και τι μπορεί να αναχαιτίσει αυτό το τόσο επικίνδυνο στοιχείο; Θα ακολουθήσει αναρχία και κατάρρευση της θεοκρατίας. Ο Προμηθέας κύριοι, είναι ένοχος εγκληματικής αμέλειας, γιατί έφερε εις τον κόσμο, κάτι τόσον επιβλαβές. Εγώ θα χαρακτήριζα το αδίκημα του, ως πρόκληση βαρέων σωματικών βλαβών και σημαντικών υλικών ζημιών. Θεωρώ ότι η πράξη του θέτει εις κίνδυνο την δημόσιαν  ασφάλειαν, αποσκοπώντας στην ανατροπή του καθεστώτος. 

Εν όψει όλων αυτών προτείνω, να προσδεθεί με αλυσίδας επί σκληράς στρώμνης. Τελείωσα κύριε πρόεδρε.    

-Υπομηθέας: Έχετε απόλυτο δίκαιο κύριε,(Μουρμουρίζοντας) και θα ήθελα, να προσθέσω κάτι ακόμη:

Τι τη θέλουμε κύριοι την φωτιά; Χρησιμοποιούσαν φωτιά οι πρόγονοί μας;  

Η ανακάλυψη ενός τέτοιου πράγματος ισοδυναμεί με ασέβειαν προς την κληροδοτημένη τάξη, χμ..χμ, είναι απλώς μια επαναστατική πράξης.

Που ακούστηκε οι άνθρωποι να παίζουν με τη Φωτιά; Αναλογισθήκατε κύριοι, που είναι δυνατόν να μας οδηγήσουν όλα αυτά;                                                                                         Οι άνθρωποι θα αποχαυνώνονται δίπλα στη φωτιά και θα γίνουν τρυφηλοί από τη θαλπωρή της, αντί-αντί να πολεμούν, να αγωνίζονται και τα παρόμοια.                                                       Η αλήθεια της φύσης των φαινομένων, πρέπει να περνάει απαρατήρητη, να γλιστράει αθόρυβα και να σπέρνεται σπόρο-σπόρο, έτσι ώστε οι άνθρωποι να τη συνηθίσουν βαθμιαία.   

Τελικά αυτό το πράγμα, θα μας οδηγήσει στον εκφυλισμό, στην ηθική παρακμή και χμ-χμ, θα προκαλέσει γενικήν αναστάτωση εις την κοινότητα μας. Για να μην μακρηγορώ άλλο…. Τα σημεία αυτά της σήψης, πρέπει να παταχθούν με τον αυστηρότερο τρόπο. Η κατάστασής είναι σοβαρά, πολύ σοβαρή. Αυτό ήθελα να επισημάνω.

-Αντιμηθέας; Πολύ σωστά ομίλησες. Όλοι συμφωνούμε με τον Πρόεδρο μας ότι η φωτιά του Προμηθέα ίσως έχει απρόβλεπτες επιπτώσεις. Κύριοι, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δακτυλάκι μας, πρόκειται για κάτι τρομερό. Όποιος θα εξουσιάζει τη φωτιά, τι εκπληκτικές δυνατότητες θα έχει!! Θα αναφέρω λίγες μόνο στην τύχη. Θα μπορεί να καίει τα σπαρτά του εχθρού, τους ελαιώνες  και τα λοιπά γεννήματα. Χωρίς αδικίες και πολέμους δε θα υπήρχε η ιστορία και στο μέλλον η ιστορία θα γράφετε με αποκαΐδια και στάχτες. Με τη φωτιά κύριοι, ο λαός μας, απέκτησε μίαν καινούργια δύναμη και ένα όπλο, με τη φωτιά θα γίνουμε σχεδόν ισόθεοι…( Ψιθυριστά με δέος και φόβο και ύστερα ξαφνικά, ξεσπάει αγριωπά.)

 Κατηγορώ τον Προμηθέα, γιατί ενεπιστεύθει αυτό το θεϊκό και ακατανίκητο στοιχείο σε βοσκούς και δούλους, εις τον πρώτον τυχόντα. Τον κατηγορώ διότι, δεν την παρέδωσε ως όφειλε, εις τας χείρας των αρμοδίων, οι οποίοι θα την διεφύλασσαν ως  το πολυτιμότερο αγαθόν του κράτους  και θα κυβερνούσαν δι’ αυτής. Μπρος στην ανάγκη, κάθε ιδεαλισμός είναι απάτη. Ο φόβος είναι ο ιδεαλισμός των θεών. Κατηγορώ τον Προμηθέα, ότι ως εκ τούτου, υπήρξε ανάξιος θεματοφύλαξ της ανακαλύψεως της φωτιάς, η οποία θα έπρεπε να είναι μυστικόν του ιερατείου και μόνον......                                                                                   Κάθε πεποίθηση είναι φυλακή. Κατηγορώ τον Προμηθέα, (Φωνάζοντας, παρασυρμένος από τη συγκίνηση), ότι δίδαξε ακόμη και στους ξένους πως να ανάβουν φωτιά. Μάλιστα κύριοι, δεν το έκρυψε καν, από τους εχθρούς μας!!!!                                                                                           Ο Προμηθέας, δίνοντας τη φωτιά στους πάντες, δεν έκλεψε μόνο τη φωτιά από τους θεούς, αλλά και από εμάς τους ίδιους. Η ελπίδα είναι διεγερτικό για τη ζωή, πολύ ανώτερο απ΄ ότι η τύχη. 

Κατηγορώ τον Προμηθέα, ότι είναι ένοχος εσχάτης προδοσίας! 

Τον κατηγορώ γιατί συνωμότησε εναντίον της κοινότητας μας, ( Βήχας μετά παύση και συνεχίζοντας με στριγκή φωνή-υστερική ). Ζητώ την καταδίκη του εις θάνατον. ( Ασθμαίνοντας ξεψυχισμένα, κάθεται και απλώνει τα πόδια του).

-Υπομηθέας: Λοιπόν κύριοι, θέλει να μιλήσει κανείς άλλος; ( Σιωπή από όλους. Κουνάνε τα κεφάλια τους αρνητικά.).

Τότε κατά τη γνώμη του δικαστηρίου, ο κατηγορούμενος Προμηθέας κρίνεται ένοχος. Πρώτον για το αδίκημα της βλασφημίας και ιεροσυλίας. Δεύτερον, διότι προκάλεσε σοβαρές σωματικές βλάβες και υλικές ζημιές, εις την ιδιοκτησίαν τρίτων και έθεσεν εις κίνδυνών τη δημόσιά ασφάλειαν. Τέλος είναι ένοχος εσχάτης προδοσίας και ιεροσυλίας. Κύριοι, προτείνω να καταδικασθεί εις ισόβια δεσμά και επιπροσθέτως να προσδεθεί με αλυσίδας επί σκληρής στρωμνής, ή αλλιώς να καταδικασθεί, εις θάνατον ..αχμααχμ…..

-Αντιμηθέας: Ή και τα δύο, (σκεπτικός), έτσι ώστε να ικανοποιηθούν και οι δύο καταδικαστικές προτάσεις.

-Υπομηθέας: Τι εννοείς και τα δύο;

-Αντιμηθέας: Το σκέφτηκα πριν  από λίγο. Ίσος θα μπορούσαμε να το πετύχουμε ως εξής: Θα καταδικάσουμε τον Προμηθέα να μείνει δεμένος σε ένα βράχο όλη του τη ζωή και θα αφήσουμε τα όρνεα, να τρώνε το άθεο συκώτι του. Καταλάβατε τι θέλω να πω εξοχότατε; ( Τρίβοντας τα χέρια του.).

-Υπομηθέας: Ναι αυτό μπορεί να γίνει. ( Με ύφος ατάραχο, βλέπει ψηλά προς κάποια κορυφή, ή τον ουρανό.). Κύριοι, αυτή θα ήταν όντως παραδειγματική τιμωρία και μάλιστα ταιριαστή για ένα τέτοιο ιδιότυπο έγκλημα δε νομίζετε; Υπάρχουν αντιρρήσεις; ( Σιωπή, κουνάνε τα κεφάλια τους.). Τότε η συνεδρίαση θεωρείται λήξασα…

( Αποχωρούν παίρνοντας τα φανάρια τους και τους παπύρους σαν κλέφτες με γοργά, χοροπηδηχτά βήματα. Ο Προμηθέας σβήνει το φανάρι του και ξαπλώνει με ανοιχτά χέρια και πόδια, σαν το Βιτρούβιο άντρα.).

 

                                                   ΤΕΛΟΣ  Α΄ ΜΕΡΟΥΣ       

    

 

                                                ΜΕΡΟΣ Β΄ ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Σκηνικό: Τραπέζι με πιατέλα με κρέατα, μία κανάτα με κρασί, δύο σκαμπό. Δεξιά ο γιος του Υπομηθέα, Επιμηθέας, αριστερά ο Υπομηθέας. Ο Υπομηθέας, ροκανίζει ένα μπούτι αρνίσιο με τα χέρια, κάπου δεξιά, καίει ένα τζάκι ή ένα φανάρι ή μία ψησταριά. Ο Επιμηθέας με γαλάζιο κοντό ένδυμα ή στολή οπλίτη.

 -Επιμηθέας: Και γιατί καταδίκασες τον Προμηθέα σε θάνατο μπαμπά;

-Υπομηθέας: ( Μασουλώντας με ήχους .. μιάμ… μμμμ..) Μα την πίστη μου, αυτό το αρνάκι είναι πιο νόστιμο ψημένο απ΄ότι άψητο. Βλέπεις τελικά η φωτιά χρησιμεύσε και σε κάτι….( Παύση ). Για λόγους δημοσίου συμφέροντος το έκανα, καταλαβαίνεις; Γιατί τι θα γινόμαστε εάν επιτρέπουμε στον καθένα να επινοεί ατιμωρητί- επειδή έτσι του αρέσει-σπουδαίες ανακαλύψεις; Μη ξεχνάς νεαρέ μου, πως το συμφέρον της πατρίδας είναι υπεράνω της δικαιοσύνης. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; Μου φαίνεται όμως ότι αυτό το κρέας, θέλει κάτι ακόμα. Ανά…… το βρήκα(Φωνάζει με ενθουσιασμό και σηκώνεται από το κάθισμα του με υψωμένα τα χέρια και τις παλάμες στραμμένες στον ουρανό.). Το ψητό αρνάκι θέλει αλάτι, ρίγανη, και σκόρδο. Να πως θα έπρεπε να το ψήνουν για να γίνει μπουκιά και συχώριο. Αυτή είναι  ανακάλυψη μια φορά! Μπράβο μου!!! Και πάω στοίχημα, πως κάτι τέτοιες ανακαλύψεις που ομορφαίνουν τη ζωή, δεν περνάνε καν από το μυαλό ανθρώπων σαν τον Προμηθέα.

-Επιμηθέας: Πρόσεχε μπαμπά κινδυνεύεις!!! Ε αν την ανακάλυψη σου μάθουν οι θνητοί, θα κάνουν αλυσίδες καταστημάτων ταχυφαγίας και θα είναι ευδαίμονες ωσάν το Δία. Θα τσικνίζουν για την ευχαρίστηση τους, αδιαφορώντας για θυσίες στους θεούς και τότε πατέρα, οι θεοί θα πεθάνουν. Διότι και οι θεοί, πεθαίνουν, όταν τους ξεχνάνε οι άνθρωποι. Η λογική αρχίζει στην κουζίνα πατέρα. Όταν οι θνητοί, δε θα κρυώνουν, υπό την ανακάλυψη του Προμηθέα, δε θα διψούν, δε θα πεινούν, θα είναι πιο ευδαίμονες από τους θεούς, χωρίς τον φόβο του φωτισμένου από δάδες,  Άδη και το φόβο του θανάτου. Θα θεωρούν χαμένη τη μέρα εκείνη, που δε θα έχουν χορέψει ούτε μία φορά. Πατέρα, κατά κανόνα, όλα τα πράγματα τα ανακαλύπτει, αυτό το απόλυτα χυδαίο και άμυαλο ΟΝ η ΤΥΧΗ, κατά ΤΥΧΑΙΟΤΗΤΑ. Ο άνθρωπος που θέλει να σώσει τον κόσμο και να βοηθήσει τους συνανθρώπους του, πάντα έρχεται σε σύγκρουση με καποιανού το συμφέρον. Δε μπορείς να ευχαριστήσεις και τους πάντες, δε γίνεται. Σε βλέπω λοιπόν πατέρα, κατηγορούμενο στην επόμενη δίκη.

Εγώ τώρα για το καλό και για το κακό θα πάω να συναντήσω αυτό το θελκτικό φάντασμα την Πανδώρα με το κουτάκι της, το κοσμημένο μ΄ όλες τις χάριτες.

 

                                                           ΤΕΛΟΣ

Φινάλε: Όλος ο θίασος, βγαίνει και υποκλίνεται με φαναράκια στα χέρια.     


Η πνευματική ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας απαγορευτικής των προσβολών της. Επισημαίνεται πάντως ότι κατά το Ν. 2121/1993 και κατά την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης (που έχει κυρωθεί με το Ν. 100/1975) απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας της σελιδοποίησης, του εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του παρόντος έργου, με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, με φωτοτυπίες, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Ν. 2121/1993, χωρίς γραπτή άδεια του εκδότου και του  συγγραφέα.

 

        

ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ





ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ

ΜΙΑ φορά, τα μεσάνυχτα τα σκοτεινά, αδύναμος και αποκαμωμένος καθώς συλλογίζονται, πάνω σε ένα πολύ ασυνήθιστο και περίεργο τόμο απολησμονημένης γνώσης, έγειρα το κεφάλι, ίσα που μ' έπαιρνε ο ύπνος· τότε έξαφνα, έρχεται ένας ανάλαφρος σιγανός. ευγενικά την πόρτα του δωματίου μου.  «Κάποιος επισκέπτης θα είναι» μουρμούρισα «που χτυπάει την πόρτα του δωματίου μου.  Μόνο αυτό και τίποτα παραπάνω». 

Αχ! Χαρακτηριστικά θυμάμαι πως ήταν, τον ανεμοδαρμένο παγερό Δεκέμβρη, και η κάθε ξεχωριστή ξεθρακιασμένη σπίθα άπλωνε βαθμιαία το φάσμα της στο πάτωμα.

Ανυπόμονα ευχόμουν να έρθει το αύριο μάταια είχα γυρέψει να δανειστώ από τα βιβλία μου έναν τρόπο να δοθεί τέλος στη λύπη, την λύπη για την απολεσθείσα Ενοδία την εξαίρετη κι' απαστράπτουσα κόρη που την αποκαλούν όμως οι άγγελοι Ενοδία - Άρτεμις εδώ μένει παντοτινά. χωρίς όνομα να την καλούν.

Και το μεταξένιο, λυπητερό, αβέβαιο θρόισμα της κάθε βυσσινί κουρτίνας, μου γεννούσε το ρίγο της συγκίνησης, με καταλάμβανε με τέτοιους φανταστικούς τρόμους που δεν τους είχα νοιώσει ποτέ πριν.

Μόνο αυτό πρόκειται και όχι για κάτι περισσότερο.

Η ψυχή μου γυρίζοντας στη θέση της ενδυναμώθηκε, και πλέον δεν ήταν σε δισταγμό.

«Κύριε» είπα εγώ, «ή Κυρία, ειλικρινά εκλιπώ τη συγχώρεσή σας, αλλά το γεγονός είναι ότι με πήρε ο ύπνος κι έτσι ανάλαφρο που ήταν το άξαφνο σας χτύπημα, και τόσο υποτονικά που ήρθε το ελαφρύ άξαφνο χτύπημα, ο ανάλαφρος κρότος στη θύρα. . του δωματίου, που πολύ αμφιβάλλω αν Σας άκουσα» — ανοίγω διάπλατα την πόρτα — σκοτάδι εκεί και τίποτα άλλο.

Κοίταξα ερευνητικά, βαθιά μέσα στο σκοτάδι εκείνο, μένοντας εμβρόντητος εκεί, για πολύ, νοιώθοντας το δέος, την αμφιβολία, και βλέποντας όνειρα, που κανείς ποτέ θνητός δεν τόλμησε πιο πριν να ονειρευτεί.

Όμως τίποτα δεν τάραζε τη σιγαλιά, και η ακινησία δεν μου έδινε κάποιο σημείο, και η μόνη λέξη που ακούστηκε εκεί, ήταν η ψιθυριστή λέξη «Ενοδία».

Αυτό ψιθύρισα εγώ, και μια ηχώ μου αντιγυρνά ψιθυριστά τη λέξη «Ενοδία».

Απλώς αυτό και άλλο τίποτα.

Ξαναγυρίζοντας στην κάμαρα, φλεγόταν ολόκληρη η ψυχή μου και σε μικρό διάστημα άκουσα πάλι ένα ανάλαφρο χτύπο, κάτι δυνατό από το προηγούμενο.

«Ασφαλώς» είπα εγώ, «ασφαλώς ετούτο ήταν στο καφασωτό του παραθύρου μου, ας δω επομένως τι ήταν σε εκείνο το σημείο και το μυστήριο αυτό να διερευνήσω, ας νεκρώσω την καρδιά μου μια στιγμή και ας διερευνήσω το μυστήριο αυτό.

Ο άνεμος θα είναι και άλλο τίποτα».

Σε αυτό το σημείο ανοίγω το παντζούρι, όταν, με ένα πολύ φευγαλέο πέταμα και φτεροκόπημα, εκεί μέσα μπήκε ένα μεγαλόπρεπο Κοράκι των παλαιών ευσεβών εποχών.

Χωρίς να κάνει βαθιά υπόκλιση, δίχως στιγμή να σταματήσει ή να σταθεί στη θέση του, αλλά υποσκάπτοντας τους καλούς τρόπους, πήγε και κούρνιασε ψηλά στη θύρα της κάμαράς μου κάθισε ψηλά, πάνω στο μπούστο της Παλλάδας, ακριβώς πάνω από την πόρτα της κάμεράς μου κούρνιασε. . ψηλά και κάθισε χωρίς να κάνει τίποτα άλλο.

Ύστερα, αυτό το πουλί στο μαύρο του εβένου ξεγέλασε την οικτρή μου ψευδαίσθηση να φτάσει στο χαμόγελο, με το βαρύ και άκαμπτο τυπικό της αταραξίας που φορούσε.

 Του είπα «Μολονότι το λοφίο σου είναι απογυμνωμένο και ξυρισμένο είσαι εσύ, δειλό πάντως δεν είσαι, ειδεχθές, αποτρόπαιο και παλαιό Κοράκι που πλανιέσαι από την όχθη της Νύχτας για πες μου ποιο είναι το αρχοντικό σου όνομα που σε καλούν στην όχθη της Υποχθόνιας Νύχτας! »

« Ποτέ πια », είπε το Κοράκι.

Πολύ εξεπλάγην από το άκομψο αυτό πουλί, ακούγοντας το να συνδιαλέγεται τόσο ανεπιτήδευτα, μολονότι η απάντηση του λίγα σήμαινε, μεγάλη συνάφεια δεν είχε.

Διότι αναπόφευκτα συμφωνούμε ποτέ ότι κανένα ζωντανό ανθρώπινο δεν είχε την ευτυχία να δει ένα τέτοιο πουλί πάνω από την πόρτα της καμαράς του είτε επρόκειτο για πουλί, είτε για κτήνος, πάνω στο γλυπτό μπούστο ψηλά στην πόρτα της καμαράς του, δεν έχει τέτοιο όνομα. . όπως το « Ποτέ πια ».

Αλλά το Κοράκι στεκόταν μοναχό σε αυτό το γαλήνιο μπούστο, λέγοντας μονάχα εκείνες τις λέξεις, λες και η ψυχή του ξεχείλιζε με εκείνες τις λέξεις.

Τίποτε παραπέρα κατόπιν δεν εκστόμισε, και ούτε ένα πούπουλό του κατόπιν δεν πετάρισε.

Ώσπου, μόλις ψιθυρίζοντας, μουρμούρισα:

«Κι άλλοι φίλοι μου, από πριν, πάνε, πετάξανε και φύγανε.

Σαν θα έρθει το πρωί και τούτο θα με αφήσει, όπως πέταξαν και πάνε οι Ελπίδες μου οι παλιές».

Μετά το πουλί είπε, «Ποτέ πια».

Ξαφνιασμένος με την ακινησία που μόνο η τόσο επιδέξια δοσμένη απάντηση την διέκοπτε, είπα:

«Δίχως αμφιβολία, αυτό που εκφέρει είναι το μόνο του εφόδιο και υλικό

που έγραφε από κάποιον δυστυχισμένο αφέντη που η ανήλικη του καταστροφή τον ζυγόνε όλο και πιο κοντά, μέχρι που τα τραγούδια του μια μοναδική επωδό να φέρουν, μέχρι που οι θρήνοι της Ελπίδας του να φέρνουν το μελαγχολικό φορτίο του Ποτέ — Ποτέ πια».

Αλλά το Κοράκι ακόμη ξεστράτιζε την καταλυμένη μου ψυχή στο γέλιο.

Ευθύς, τσούλησα ένα κάθισμα με μαξιλάρια μπροστά από το πουλί και το μπούστο και την πόρτα.

Κατόπιν, βουλιάζοντας πάνω στο βελούδο, επιδόθηκα σε συνδυασμούς της μιας φαντασίωσης με την άλλη.

Σκεπτόμενος τι είναι εκείνο το οποίο εννοεί το δυσοίωνο — του παλαιού καιρού— πουλί.

Τι είναι εκείνο το οποίο εννοούσε το ζοφερό, άχαρο, ειδεχθές, πένθιμο και δυσοίωνο —του παλαιού καιρού— πουλί.

Τι εννοούσε κρώζοντας «Ποτέ πια».

Έτσι ήμουν καθισμένος, κλεισμένος σε εικασίες, χωρίς να εκφράσω ούτε συλλαβή στο πουλί, του οποίου τα φλογισμένα μάτια τώρα βάζανε φωτιά στα ενδόμυχα της καρδιάς μου·

Για ετούτα και για άλλα, καθόμουν κι έκανα εικασίες με το κεφάλι μου αναπαυτικά πλαγιασμένο, στην βελούδινη επένδυση του μαξιλαριού, όπου έπεφτε χαιρέκακα το φως της λάμπας.

Αλλά όμως εκείνης ακριβώς της βελούδινης μενεξεδένιας επένδυσης όπου χαιρέκακα έπεφτε το φως της λάμπας, και που εκείνη δεν θα πιέσει, αχ, ποτέ πια.

Κατόπιν μου φάνηκε να πυκνώνει ο αέρας, αρωματιζόμενος από κάποιο αόρατο θυμιατήρι που έκανε ένα Σεραφείμ και τα βήματα του κουδούνιζαν στο πυκνό δάπεδο.

«Φουκαρά» είπα με φωνή μεγάλη, «ο Θεός έχει προσφέρει σε εσένα — μέσω αυτών των αγγέλων, έχει προσφέρει σε εσένα.

Ανακούφιση — ανακούφιση και νηπενθές από τις αναμνήσεις της Ενοδίας!

Πίνε, ω, πίνε, με γουλιές μεγάλες αυτό το ευγενικό το νηπενθές και ξέχασε αυτήν την απολεσθείσα Ενοδία».

«Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.

«Προφήτη!» είπα «το πράγμα του κακού! — προφήτη εντούτοις, μια πουλί μια διάβολος είτε σε στέλνει ο Πειρασμός, είτε και αν η θύελλα σε στριφογύρισε και σε έριξε εδώ στην ξηρά.

Εγκαταλελειμμένο, απτόητο παρ' όλα αυτά, σε αυτή την έρημη χώρα σε έριξε δεμένο με μάγια σε αυτό το σπίτι που στοίχισε η Φρίκη - έλα, πες μου, αληθινά, σε παρακαλώ, πες μου πες μου εκλιπαρώ, βρίσκεται κάποιο βάλσαμο παρηγοριάς στα βουνά. της Γαλαάδ;»

«Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.

«Προφήτη!» είπα -της συμφοράς το πράγμα! - προφήτη εντούτοις, είτε πουλί είτε διάβολος!

Στο όνομα του Ουρανού που πάνω μας κυρτώνει, στο όνομα του Θεού που και οι δυο μας λατρεύουμε.

Λέγε σε ετούτη την ψυχή την φορτωμένη θρήνο, λέγε αν μέσα στην μακρινή Εδέμ, πρόκειται να σφίξει στην αγκαλιά της μια αγιασμένη κόρη που την αποκαλούν οι άγγελοι Ενοδία;

Αν σφίξει μια εξαίρετη και απαστράπτουσα κόρη που την αποκαλούν οι άγγελοι Ενοδία;

Αν σφίξει μια εξαίρετη και απαστράπτουσα κόρη που Ενοδία την αποκαλούν οι άγγελοι».

«Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.

«Το σύμβολο του αποχωρισμού μας να γίνουν αυτές οι λέξεις, πουλί ή πνεύμα του κακού!»

Με μια στριγκλιά σηκώθηκα, κάνοντας μια κίνηση αναρρίχησης.

«Να επιστρέψεις στη θύελλα και στην όχθη της Καταχθόνιας Νύχτας!

Μαύρο φτερό να μην αφήσεις σαν ενθύμημα του ψεύδους που έχεις πει από την ψυχή σου!

Μη μου ταράζει τη μοναχικότητα! Φύγε απ' το μπούστο πάνω απ' την πόρτα μου!

Πάρε το ράμφος σου από τα μύχια της καρδιάς μου, και πάρε τη μορφή σου μακριά απ' την πόρτα μου!»

«Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.

    Και του Κορακιού το γρήγορο αθόρυβο πέταγμα δεν ακούγεται, ακίνητο κάθεται, ασάλευτο κάθεται, στο κατάχλομο μπούστο της Παλλάδας, πάνω ακριβώς από την πόρτα της κάμαρας και τα μάτια του έχουνε τα πάντα απ' την όψη ενός δαίμονα που ρεμβάζει, και το φως της λάμπας. . χύνεται απάνω του, ρίχνοντας στο δάπεδο τη σκιά του· και η ψυχή μου, από μέσα από τη σκιά που κινείται και απλώνεται στο πάτωμα, δεν θα ανασηκωθεί — ποτέ πια.

 Ορφέας Αργυρός 2007

Το κείμενο αυτό υπόκειται στους Νόμους

περί πνευματικών δικαιωμάτων.

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση

μέρους ή όλου χωρίς τη συγκατάθεση

του συγγραφέα.

 



 

Κυκεώνας του Ολύμπου

Κυκεώνας του Ολύμπου Οι Αρχαίοι Έλληνες έδιναν περισσότερη αξία στην δημόσια ζωή και λιγότερο στην ιδιωτική. Για τον λόγο αυτό ανέπτυξαν μ...