Ηράκλειτος: Από τις απαρχές του Λόγου στο αγκάθι του σήμερα

 



 


 

Ηράκλειτος: Από τις απαρχές του Λόγου στο αγκάθι του σήμερα

 

Εισαγωγή

Αναρωτιόμουν περιδιαβαίνοντας στο διαδίκτυο, τί είναι εκείνο που μας προτρέπει να ασχολούμαστε τόσες ώρες με τα κοινωνικά δίκτυα ; Τί ν’ αναζητούμε μέσα στο βούρκο του καιρού μας; Ποια απάντηση και ποια παρηγοριά; Μήπως τελικά εκείνο που περισσότερο μας λείπει είναι η αναζήτηση και η πνευματική περιπλάνηση; Μήπως το μόνο που καταφέραμε ήταν να απολέσουμε το σφρίγος της σκέψης, τον ερωτισμό, την ανάγκη μας για συντροφιά και χαμόγελο; Ας μην τρέφουμε άλλες αυταπάτες. Το τσίρκο της πολιτικής σαβούρας και του χρηματοπιστωτικού συστήματος που αντιπροσωπεύει καλά κρατεί. Χειρότεροι ταγοί από δαύτους δεν θα μπορούσαμε να είχαμε ακόμα κι αν τους επιλέγαμε με μαεστρία έναν - έναν. Και έτσι, ξεχασμένοι σε ειδησεογραφικές μανιέρες και καταστροφολογίες όλων των ειδών, ξεχάσαμε πώς είναι να βιώνουμε συνειδητά τη ζωή μας. Γέμισε το κεφάλι μας με άχρηστους χρηματοπιστωτικούς όρους, πτωχεύσεις και ονόματα εγχώριων και εισαγόμενων ταγών.

Και γιατί επιλέξαμε τον Ηράκλειτο; - θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί. Ή τί θα μπορούσε να μας πει για το σήμερα ένας άνθρωπος που μιλούσε ελληνικά πριν από κάμποσες χιλιετηρίδες στα παράλια της Ιωνίας και έλεγε ότι αναζητούσε επίμονα τον εαυτό του («Εδιζησάμην εμεωυτόν»); Ας μην επικαλεστούμε πάλι τις ίδιες κοινοτοπίες ότι, δήθεν ήταν άνθρωπος μιας άλλης εποχής ή ότι δεν υπάρχει καμία συσχέτιση του τότε με το τώρα. Ας σκεφτούμε το χούϊ της ιστορίας να επαναλαμβάνεται και το ακόμα τραγικότερο χούϊ του ανθρώπου να μην αλλάζει ή να αλλάζει μόλις και μετά βίας... Ερευνητές, φιλόλογοι, επιστήμονες ακόμα κι εμείς θέλουμε να αποκαλούμε τον Ηράκλειτο “φιλόσοφο” κι ίσως -εν μέρει- να έχουμε δίκαιο. Μελετώντας όμως προσωκρατικούς φιλοσόφους και μάλιστα Ίωνες μοιάζουν να ‘ναι περισσότερο ποιητές, αφοριστές ή επιγραμματογράφοι. Συνεπώς, ο Ηράκλειτος φαίνεται να είναι πιο κοντά στον Ησίοδο, τον Μίμνερμο ή τον Αλκμάνα παρά στον Πυθαγόρα ή τον πολύ μεταγενέστερό του Πλάτωνα. Στην ουσία, οι προσωκρατικοί εισήγαγαν στην ανθρώπινη διανόηση την πρώτη μορφή φιλοσοφικού στοχασμού, την Οντολογία και την Γνωσιολογία, που αφορούν τη δημιουργία, την καταγωγή και την μεταστοιχείωση του κόσμου.

Βιογραφία

Για τη ζωή και το έργο του Ηράκλειτου δεν σώζονται πολλές πληροφορίες. Ωστόσο, οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι γεννήθηκε στην πόλη της Εφέσου το 544 περίπου προ χριστιανικής χρονολόγησης και έζησε μία ήρεμη ζωή 60 χρόνων, εκπνέοντας κάπου στο 484 π.κ.χ., υποφέροντας από υδρωπικία. Μάλιστα, ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει ότι ο Ηράκλειτος ρώτησε τους γιατρούς της Εφέσου τι έπρεπε να κάνει για να μετατρέψει την εσωτερική του βροχή σε ξηρασία κι επειδή εκείνοι δεν κατάλαβαν τα αινιγματικά του λόγια, κλείστηκε απογοητευμένος σε ένα στάβλο με την ελπίδα η θερμότητα της κοπριάς να διώξει το υπερβολικό νερό που τον βασάνιζε.

Έτσι καλυμμένος με κοπριά τον ακολούθησαν άγριοι σκύλοι και τον ξέσκισαν. Η ακμή της ζωής και του έργου του, σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, φαίνεται να συμπίπτει με την 69η Ολυμπιάδα (504-501 π.χ.χ.), όταν βασιλιάς των Περσών ήταν ο Δαρείος ο Α’. Πατέρας του αναφέρεται ο Βλύσων (ή Βλόσων) ή Ηράκων, από το αριστοκρατικό γένος των Ανδροκλειδών, οι οποίοι με ηγέτη τον Άνδροκλο, γιο του βασιλιά των Αθηνών Κόδρο, ίδρυσαν στη γη της Ιωνίας την υπέροχη Έφεσο. Όπως αναφέρει ο Στράβων, οι απόγονοί του ονομάζονταν βασιλείς. Είχαν τιμές, προεδρία στους αγώνες και πορφυρή επίσημη βασιλική ράβδο αντί σκήπτρου.

Ο Ηράκλειτος, λένε, υπήρξε αξιοθαύμαστο και ιδιαίτερα μελαγχολικό παιδί. Έζησε μία απλή πλην ασθενική ζωή, που διακρίνονταν από ευγένεια, ήθος, αλλά και ψυχικό αναβρασμό. Δεν γνωρίζουμε αν θήτευσε δίπλα σε κάποιον μεγάλο δάσκαλο της εποχής, καθώς ο ίδιος υποστήριζε ότι όσα γνώριζε του τα είχε διδάξει ο εαυτός του! Εντούτοις, απ’ όσα λίγα έχουν διασωθεί, διαπιστώνουμε ότι γνώριζε πολύ καλά σχεδόν όλα τα έργα των προγενέστερων φιλοσόφων, των επικών και ελεγειακών ποιητών καθώς και ό,τι σημαντικό έφτανε στη γη της Ιωνίας. Αγαπούσε την απλότητα των συλλογισμών και απέφευγε κάθε μορφή πολυμάθειας, λέγοντας: «πολυμαθείη νόον ου διδάσκει», δηλαδή, οι πολλές γνώσεις δεν έχουν τίποτα να μας πουν. Με αυτόν τον τρόπο διακρίνει την «πολυμάθεια» από την ουσιαστική και βαθειά γνώση. Μέλημά του είναι η αφύπνιση των ανθρώπων και η καθοδήγησή τους προς την Ομολογία, προς τη λογική σκέψη που καθορίζει και συνδέει τη βαθύτερη Φύση των πραγμάτων. Αν επιχειρούσαμε όμως να δούμε ποιοι μπορεί να επηρέασαν την φιλοσοφική του σκέψη, θα στρεφόμασταν στον Πυθαγόρα και την αρμονία του, στον Αναξίμανδρο και τη θεία δικαιοσύνη του καθώς και στον Ξενοφάνη με όσα έλεγε περί θείας και τέλειας νόησης. Μάλιστα, ο τελευταίος θεωρείται από αρκετούς ερευνητές ως ο πιθανότερος του δάσκαλος.

Η εποχή της δράσης του υπήρξε μεταίχμιο πολλών κοινωνικοπολιτικών αλλαγών, γεγονός που αποτυπώνεται στο έργο του, κρατώντας βέβαια τις απαραίτητες αποστάσεις από την όποια μεταφυσική της μυθολογικής παράδοσης ακόμα και τις δήθεν νεοτερικότητες που πρέσβευαν ή προσπαθούσαν να επιβάλλουν οι πολλοί. Θεός, για τον Ηράκλειτο, «εστί μέρα και νυξ, θέρος και χειμών, πόλεμος και ειρήνη, κόρος και λοιμός», επιχειρώντας πρώτος να καταργήσει την όποια επίδραση απορεί να έχει ένας «δημιουργός» θεός στον υλικό κόσμιο.

Από πολύ νωρίς ο Ηράκλειτος παραχώρησε όλα τα πολιτικά και πολιτειακά του δικαιώματα στον αδερφό του και δεν ασχολήθηκε ποτέ ξανά με τα κοινά των Εφεσίων, γιατί οι δημοκρατικοί εξόρισαν τον φίλο του Ερμόδωρο με τη δικαιολογία ότι κανείς δεν πρέπει να είναι άριστος μεταξύ τους. 
Ακόμα κι έτσι, όμως, δεν έπαψε ποτέ να βοηθά με νόμους, με τη διδασκαλία και το παράδειγμά του την πόλη, ιδιαίτερα κατά την περίοδο την πολιορκίας της Εφέσου, όπου προέτρεπε τους συμπολίτες του να είναι ολιγαρκείς για να κατορθώσουν να αντεπεξέλθουν. Υπήρξε αντίπαλος της τυραννίας όσο και του δημοκρατικού όχλου, καταδικάζοντας συχνά την αρχή της ισότητας. 
 Όταν, μάλιστα, κάποιοι από τους συμπολίτες του τον συνάντησαν έξω από τον ναό της Αρτέμιδος να παίζει βώλους με παιδιά και τον ρώτησαν για τη στάση του, εκείνος απάντησε ατάραχος: «Γιατί απορείτε, κακοί άνθρωποι; Λεν είναι προτιμότερο να παίζω με τα παιδιά από το να ζω μαζί σας και να παίρνω μέρος στην διοίκηση της πόλης;» Το μίσος για τους συμπολίτες του με τον καιρό μετατράπηκε σε μισανθρωπία κι αποσύρθηκε στα βουνά, ζώντας σαν ερημίτης. Οχλολοίδορο έσπευσαν να τον χαρακτηρίσουν όσοι τον γνώριζαν. Δεν δίσταζε μάλιστα να περιφρονεί ακόμα και τον Όμηρο ή τον Αρχίλοχο, τον Πυθαγόρα, τον Ξενοφάνη και τον Εκαταίο για πολυμαθείς και φλύαρους.

«Για μένα», έλεγε, «ένας αξίζει όσο χίλιοι όταν είναι άριστος» και συμπλήρωνε: «Καλά θα έκαναν όλοι οι ενήλικες Εφέσιοι να κρεμαστούν και να αφήσουν την πόλη στα παιδιά, γιατί εκείνοι εξόρισαν τον Ερμόδωρο, τον πιο άξιο άντρα, λέγοντας: Μεταξύ μας κανείς ας μην είναι ο πιο άξιος, διαφορετικά ας πάει αλλού και μ’ άλλους» (απ. 121). «Γιατί ποιος είναι ο νους ή η φρόνηση όλων αυτών; Πείθονται από τους λαϊκούς τραγουδιστές και δάσκαλός τους είναι ο όχλος, αγνοώντας ότι οι πολλοί είναι κακοί και οι καλοί λίγοι» . Γι’ αυτό κι έριξε στα κεφάλια των συμπολιτών του την ευχή: «Ποτέ να μην σας λείψει, Εφέσιοι, ο πλούτος, για να βγαίνει στο φως η πονηριά σας».

Φιλοσοφικό έργο - θεώρηση

Όσα γνωρίζουμε για το έργο του Ηράκλειτου, αφορούν λιγοστά αποσπάσματα με τη μορφή πεζών αποφθεγμάτων ή αφορισμών στο μοναδικό βιβλίο του με τον νόθο πιθανόν τίτλο Περί Φύσεως (ή κατά άλλους Οι Μούσες), το οποίο διακρίνονταν σε τρία μέρη με πολιτικό, θεολογικό και κοσμογονικό περιεχόμενο και αφιερώθηκε από τον ίδιο στο ιερό της Εφεσίας Αρτέμιδος. Από εκεί προφανώς αντιγράφτηκε και διαδόθηκε νωρίς, γνωρίζοντάς το ο Παρμενίδης και ο Δημόκριτος. Ωστόσο, η δομή και η σύνθεση των κειμένων του είναι λεπτομερέστατα επεξεργασμένη, διατηρώντας το αινιγματικό τους ύφος. Λέγεται μάλιστα ότι, ο Ευριπίδης έδωσε κάποτε στον φίλο του Σωκράτη να διαβάσει το βιβλίο του Ηρακλείτου, και εκείνος του είπε: «Όσα κατάλαβα είναι σπουδαία, υποθέτω όμως ότι και όσα δεν κατάλαβα θα είναι εξίσου σπουδαία. Χρειάζεται όμως να είσαι δεινός κολυμβητής σαν αυτούς από τη Δήλο για να μην πνιγείς μέσα του». Ο Αριστοτέλης, από την άλλη, ανάγει το «δύστροπο» των νοημάτων του Ηράκλειτου στην ιωνική διάλεκτο που χρησιμοποιούσε. Πολύ αργότερα, ο Διογένης Λαέρτιος θα τον χαρακτηρίσει “αινιγματικό” και ο Τίτος Λίβιος “σκοτεινό”.

Ο Λόγος

Ο Ηράκλειτος, πνεύμα υπέροχα υπεροπτικό και ίσως γι’ αυτό ιδιαίτερα προσφιλές σε ‘μένα, προτιμά να μην αποκαλύπτει άμεσα το βάθος των συλλογισμών του, αλλά ούτε επιχειρεί να παραπλανήσει με κάποιον τρόπο τους ακροατές του. Άλλωστε, λαμβάνοντας υπόψη τη ρήση: «ο θεός ούτε κρύβει, ούτε φανερώνει, αλλά δίνει σημάδια», καταλαβαίνουμε την ανάγκη του να προσφέρει τη σοφία του έτσι, ώστε να εννοούν όλοι με τον τρόπο τους, χωρίς νοητικές στρεβλώσεις. Υποστήριζε ότι ο λόγος του είναι ο ίδιος Λόγος που διέπει τα πάντα, ακόμα κι αν είναι απρόσιτος στους πολλούς. Η όποια αδυναμία κατανόησης οφείλεται σχεδόν πάντα στην αντιληπτική ικανότητα των πολλών, που δεν μπορούν να συλλάβουν τον Λόγο. «Όχι εμένα», αναφέρει στο απόσπασμα αρ. 50, αλλά το Λόγο αφού ακούσετε, είναι σοφό να ομολογήσετε ότι τα πάντα είναι Ένα...».

Βέβαια, η έννοια Λόγος στο έργο του Ηράκλειτου λαμβάνει πολλαπλές εννοιολογικές ή σημειολογικές προεκτάσεις, καθώς, σύμφωνα με τον Πλούταρχο και τον Αέτιο, αποτελεί μία από τις τρεις σταθερές του κόσμου μαζί με την Ειμαρμένη και τη Δίκη. Ακόμα και ο Ήλιος, διαβάζουμε στο απ. 94, δεν μπορεί να ξεπεράσει τα μέτρα. Αλλιώς «οι Ερινύες, οι θεραπαινίδες της Δικαιοσύνης, θα τον ανακαλύψουν».

Οπωσδήποτε, ο Λόγος πέραν του θαυμαστού έναρθρου ελληνικού λόγου, αναφέρεται κυρίως στη ρυθμιστική εκείνη αρχή που διέπει το σύνολο του όντος, συνδέοντας όσα φανερά και αφανή υπάρχουν γύρω μας. «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην παρά τω Θεώ, και Θεός ην ο Λόγος...», αναφέρει ο Ιωάννης στους πρώτους στίχους της Αποκάλυψής του. Ο Λόγος, λοιπόν, ως άξονας αλλά και ως αριθμός. Ως αρχή των πάντων και ως χρυσή τομή, ενός κόσμου εν δυνάμει αρμονικού, που περιέχει τα πάντα και τα πάντα τον περιέχουν. Γιατί για τους Έλληνες ο Λόγος αφορά πρωτίστως τον άξονα ή χρυσή τομή που «διαπερνά» κάθε εν δυνάμει ον, δίνοντάς του τη θεϊκή σφραγίδα του άρρητου δεκαδικού αριθμού 1,618. Το μυστηριώδες «Φ» του μεγάλου αρχιτέκτονα Φειδία, χάρη στον οποίο ο αισθητός μας κόσμος εκλαμβάνεται άρτιος, μεγαλειώδης, αρμονικός. Είναι το ίδιο «Φ» που συντάσσονται λέξεις και έννοιες όπως εκείνη του Φωτός, του Φαιού και της Φύσης που της αρέσει πάντα να κρύβεται.

Ο Ηράκλειτος, ως μέγας Ερμητιστής, κατέχει το κλειδί της φανερής και αφανής Αρμονίας. Μιας Αρμονίας που ενώνει με αντίρροπες δυνάμεις τα πάντα, παράγοντας αρμονικές δονήσεις και συχνότητες που συνθέτουν και αποδομούν άρτια την ύλη. Σχέσεις που έχουν κοινή αρχή τους το αυθυπόστατο Πυρ, τη φωτιά που δημιουργεί και αποσυνθέτει. Η έννοια της “Παλίντονος ή Παλίντρομος Αρμονίας” αποτελεί την πρώτη και τελειότερη διατύπωση του Υλοζωισμού. Το σύστημα της Παλίντονου Αρμονίας στηρίζεται σ’ ένα φαινομενικά διπολικό μηχανισμό δυνάμεων που εφαρμόζεται σε όλα τα στοιχεία του κόσμου, δίνοντάς τα ζωή και μορφή. Χωρίς αυτή τη σχέση το σύστημα καταρρέει. Η Ηρακλείτεια, λοιπόν, ισορροπία, είναι απαραίτητη για να συνεχίσει το οικοδόμημα να υπάρχει και να μεταστοιχειώνεται. Κι όπως ο ίδιος μας λέει στο διασωθέν απόσπασμα αρ. 8: «τα αντίθετα ταιριάζουν γιατί απ’ τις διαφορές γεννιέται η ωραία αρμονία. Τα πάντα γίνονται με την πάλη». Κι ας μη βιαστούμε να του καταλογίσουμε... ιμπεριαλιστική τάση όταν διαβάζουμε το πασίγνωστο απόσπασμα 53: «πόλεμος πατήρ πάντων». Στο απόσπασμα 80 αναφέρει ότι, ο πόλεμος είναι συμπαντικός, καθώς είναι η ίδια η δικαιοσύνη, στην προσπάθειά της να εναρμονίσει όλα όσα γεννιούνται από τη σύγκρουση και την αναγκαιότητα. Σε ό,τι αφορά τη θέση του ως προς τις αντίθετες έννοιες, χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το απόφθεγμα: «τα ψυχρά θερμαίνονται, τα θερμά ψύχονται, τα υγρά ξηραίνονται, τα ξηρά υγραίνουν», το οποίο υποδεικνύει ότι οι φαινομενικά αντίθετες καταστάσεις και δυνάμεις, συνδέονται με μια συνεκτική σχέση αρμονίας. 

 Ηρακλείτεια Κοσμολογία: το Πυρ

Αν για τον Θαλή αρχή του κόσμου είναι το νερό και για τον Αναξιμένη ο αέρας, ο Ηράκλειτος βρίσκει την δική του αρχή στο αιώνιο και άναρχο Πυρ. Εκείνο το Πυρ που άλλοτε δυναμώνει κι άλλοτε εξασθενεί, χωρίς να σβήνει ποτέ του. «Τα πάντα», αναφέρει στο απ. 90, «ανταλλάσσονται με τη φωτιά και με τα πάντα η φωτιά ανταλλάσσεται, όπως ακριβώς τα προϊόντα με το χρυσάφι και το χρυσάφι με τα προϊόντα». Μία θεώρηση που έρχεται να αμφισβητήσει τις όποιες σύγχρονες παραδοχές που θέλουν την δημιουργία του κόσμου ως αποτέλεσμα μιας Μεγάλης Έκρηξης, στο χρονικό σημείο Μηδέν του σύμπαντος. Άλλωστε, ακόμα και το σύνολο της μυθιστορίας των Ελλήνων δεν αναφέρεται σ’ έναν κόσμο που δημιουργείται από το Μηδέν, αλλά συγκλίνει περισσότερο με την αέναη ύπαρξη, που περιγράφτηκε στον σύγχρονο κόσμο πολύ καλά με έναν από τους νόμους της μηχανικής, την Εντροπία. Έτσι κι αλλιώς, ο Ηράκλειτος μαζί με το Δημόκριτο αναγνωρίζονται ως επικεφαλείς των σύγχρονων φυσικών επιστημών.

Ο Ηράκλειτος, ως πρόδρομος και του μεταγενέστερου Επικουρισμού, θεωρούσε ότι ο κόσμος είναι μοναδικός, αγέννητος και αιώνιος. Το αείζωον Πυρ του Ηράκλειτου διανύει μια κυκλική τροχιά κατά την οποία μεταστοιχειώνεται σε θάλασσα, κατόπιν σε γη, για να ακολουθήσει η αντίστροφη διαδικασία μεταστοιχείωσης της γης σε θάλασσα και της θάλασσας σε φωτιά (απ. 76). Το Πυρ του Ηράκλειτου είναι μια κοσμολογική σταθερά που κινείται και μεταμορφώνεται αέναα. Η διαρκής κίνηση και μεταβολή αποτελεί το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της πραγματικότητας, το οποίο εξέφρασε ο φιλόσοφος με την εικόνα ενός ποταμού που παραμένει ίδιος, ενώ το νερό που κυλάει μέσα του αλλάζει διαρκώς. «Δεν μπορείς να μπεις», έλεγε, «στο ίδιο ποτάμι δύο φορές» (απ. 91). Στο απόσπασμα όμως 49 διαβάζουμε: «Στα ίδια ποτάμια μπαίνουμε και δεν μπαίνουμε, είμαστε και δεν είμαστε», σκιάζοντας λίγο τη σκέψη μας. Αντίθετα με τους οπαδούς του, ο φιλόσοφος μάλλον δεν πίστευε σε μια καθολική ροή και μεταβολή, αλλά επέμενε στη σύνδεση αυτής της μεταβολής με σταθερές παραμέτρους. Η παροιμιώδης, άλλωστε, φράση που χαρακτηρίζει επαρκώς τη φιλοσοφία του Ηρακλείτου είναι: «Τα πάντα ρει, μηδέποτε κατά ταυτό μένειν».

 Περί Θεού και ψυχής

Ποια να ήταν η άποψη του Ηράκλειτου για το θείο και την ψυχή; Μία ερώτηση που μόνο επιφανειακές παραδοχές μπορεί να δεχθεί, αν κρίνει κανείς από τα ελάχιστα θραύσματα του λόγου του. Ο Guthrie προτείνει να αντικαταστήσουμε τη λέξη “ψυχή” με τη “φωτιά”. Το έμψυχο Πυρ που διαβάζουμε και στον Αριστοτέλη: «Μέρος, τώρα, του αείζωου πυρός είναι και η ψυχή του ανθρώπου, για αυτό και ο άνθρωπος είναι ζωντανός όσο έχει μέσα του το θείο πυρ». Σύμφωνα με τον Μακρόβιο, «Ο Ηράκλειτος έλεγε ότι η ψυχή είναι μία σπίθα από την ουσία των άστρων». Κι αν παραδεχτούμε ότι η ουσία των άστρων είναι ο μυστηριώδης αιθέρας, συνεπώς κι η ανθρώπινη ψυχή είναι αιθέρας. Ανατρέχοντας μάλιστα στους Ορφικούς διαπιστώνουμε ότι, οι οργανισμοί αποκτούν ψυχή μέσω της αναπνοής, κάτι που ασπάζεται και ο Ηράκλειτος, αφού κατά τον Σέξτο Εμπειρικό, ο θεϊκός Λόγος προσλαμβάνεται μέσω της αναπνοής και ταυτίζεται με το αείζωον πυρ, το οποίο - όπως μας λέει ο Ιππόλυτος- ελέγχει κάθε μας σκέψη («έλεγχος πασών των αιρέσεων»).

Μέσα όμως σ’ έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο, πόσο αθάνατη μπορεί να είναι η ψυχή; Για τον Ηράκλειτο δεν τίθεται ζήτημα περί αθανασίας της ψυχής, καθώς θεωρούσε ότι η ψυχή δεν είναι κάτι περισσότερο από αναθυμιάσεις υγρών και θερμών στοιχείων και ότι μετά το θάνατο του σώματος εκείνη μετατρέπονταν σε γη και νερό. Κατά συνέπεια, ακόμα και η ύπαρξη των θεών και η αθανασία τους δε νοείται χωρίς ανθρώπους και θνητότητα (ίσως, τελικά, να μην έχουμε κι άδικο αν χαρακτηρίσουμε ως “υλιστή” τον Ηράκλειτο και πρόδρομο του Διαλεκτικού Υλισμού). Σε γενικές γραμμές, η θεότητα για τον φιλόσοφο είναι ο ενδοκοσμικός νους που δομεί την φύση, την ιστορία, το δίκαιο. Μία ψυχή υλική πλην λεπτοφυής, την οποία πρέπει να συντηρήσουμε υγιή και ισορροπημένη γιατί, όπως επισημαίνει: «Τα μάτια και τα αυτιά είναι κακοί μάρτυρες, αν η ψυχή δεν εννοήσει». Για τον Ηράκλειτο η ανθρώπινη ψυχή είναι φλόγα και ως φλόγα πρέπει να παραμένει πάντα ξερή. Με τη μέθη και το ακόρεστο πάθος υγραίνεται, πέφτει στην τρέλα και τελικά πεθαίνει...

Το αγκάθι του σήμερα - Επίλογος

Η φυσιογνωμία του Ηράκλειτου και η δύναμη του λόγου του ενέπνευσαν πλήθος στοχαστών από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας. Η σοφιστική του Πρωταγόρα θα ασπαστεί την ακατάπαυστη ροή της αισθητηριακής μαρτυρίας, ορίζοντας την κινησιοκρατία και τον άνθρωπο ως μέτρο των πάντων. Ο Πλάτων, μέσω του Κρατύλου, συγκρότησε την ιδέα πως τα πάντα οδεύουν αδιαλείπτως προς τη φθορά, καθιστώντας απαραίτητη την προσφυγή μας στο αιώνιο των ιδεών. Ακόμα και η φυσιογνωμία του Ηρόστρατου, που κατέκαυσε το ιερό της Εφεσίας Αρτέμιδας, διεκδικώντας με τον τρόπο του ένα κομμάτι αιωνιότητα, απέδειξε ότι η περιπέτεια της ζωής περνά αναπόφευκτα από την φθορά και την καταστροφή. Η γοητεία του θα φτάσει μέχρι τον Επίκουρο, τον Πλούταρχο και τον Κλήμη Αλεξανδρείας, αγγίζοντας το σήμερα μέσω του Σπινόζα, του Χόρχε Λουίς Μπόρχες και τους Χέγκελ, Μαρξ και Λένιν, οι οποίοι αναγνώρισαν στα λόγια του τον πατέρα του διαλεκτικού υλισμού. Αργότερα, ο Αϊνστάιν θα επιβεβαιώσει πειραματικά την θεώρηση του Ηρακλείτου, ταυτίζοντας την ύλη με την ενέργεια.

Πράγματι, ο Ηράκλειτος υπήρξε το έμβλημα πολλών σπουδαίων στοχαστών του περασμένου αιώνα, όπως τον Νίτσε και τον Καζαντζάκη. Ο Νίτσε θεωρεί τον Ηράκλειτο ως τον πρώτο που καταργεί τον πλατωνισμό πριν τον Πλάτωνα κι ο Καζαντζάκης θα συνθέσει ένα έργο βασισμένο εξ ολοκλήρου στην αιώνια μάχη του ανθρώπου απέναντι σε οτιδήποτε τον καθιστά ανίκανο να γνωρίσει τον εαυτό του, συνθέτοντας έναν πρωτόγνωρο υπαρξισμό που βασίζεται στην αδύναμη αλλά μεγαλειώδη φύση του ανθρώπου. Αναφέρει στον επίλογο της Αναφοράς του στον Γκρέκο\ «Ισορροπία θα πει ακινησία - ακινησία θα πει θάνατος. Μα τότε η ζωή είναι ακατάπαυστη άρνηση - αρνιέσαι ό, τι μπόρεσε, ισορροπώντας, ν ’ αντισταθεί στη φθορά - το συντρίβεις και ζητάς το αβέβαιο».

 Στα μάτια ενός ανθρώπου του σήμερα, αλλοιωμένο από το αγκάθι του δυτικού κόσμου και την αποικιοκρατική αλλοτρίωση, ένας άνθρωπος σαν τον Ηράκλειτο θα φάνταζε το λιγότερο τρελός. Κι ένας τρελός ή καλύτερα ένα αθώο παιδί, λίγο πριν τον καταπιεί το κατεστημένο του “έτσι είναι η ζωή”, “έτσι έχουν τα πράγματα” ή του “ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας”, κατόρθωσε να βγάλει με τα νύχια το αγκάθι που μπήκε βαθιά στη σάρκα του, όσο επώδυνη κι αν ήταν η αφαίρεσή του. Κατόρθωσε να αρνηθεί κάθε τι που του αφαιρεί ζωή και τον αποσυντονίζει από το θαύμα της ύπαρξης. Πολλές φορές, σκέφτομαι, είναι υπερβολικό να μας εκπλήσσει ό,τι συμβαίνει αυτά τα χρόνια στη χώρα. Νιώθω σαν να έγιναν όλα έτσι όπως έπρεπε να γίνουν. Κι ας μη βιαστούμε να βγάλουμε συμπεράσματα, πριν μελετήσουμε καλά τους μηχανισμούς που οδήγησαν στη σημερινή απόγνωση. Πόσοι, αλήθεια, από εμάς ορίσαμε ποτέ μας ένα μέτρο σύγκρισης -ας πούμε με το παρελθόν-, θέσαμε κάποιο ιδανικό ή αναζητήσαμε ποιότητες; Ή πόσοι από εμάς αναζητήσαμε την έμπνευση στα λόγια των Ελλήνων, πόσο μάλλον αιρετικών πνευμάτων όπως ο Ηράκλειτος; Άραγε, τί εννοούσε ο φιλόσοφος λέγοντας: «τα γουρούνια ευχαριστιούνται περισσότερο στον βούρκο, παρά στο καθαρό νερό» ή «τα γαϊδούρια προτιμούν τα τρώνε σκουπίδια παρά χρυσό»',

Το αγκάθι του σήμερα έχει εισχωρήσει βαθειά μέσα μας, βραχυκυκλώνοντας την επαφή με τον εαυτό μας και τους άλλους. Οι άνθρωποι θα πει ο Ηράκλειτος «δεν ξέρουν ούτε να ακούνε ούτε να μιλάνε» (απ. 19), φράζοντας κάθε δίοδο επικοινωνίας. Δεν είναι άδικο όμως αυτό; «Όλοι οι άνθρωποι έχουν μερίδιο στην αυτογνωσία και τη σωφροσύνη» (απ. 116), αναφέρει κάπου αλλού, δείχνοντας το χρέος μας, χωρίς ποτέ να χάνουμε την ελπίδα μας, ακόμα και για κάτι ανέλπιστο (απ. 18). Και αν χάσουμε τον δρόμο μας, θα βρούμε τρόπο -παρατηρώντας και μαθαίνοντας τη φύση των πραγμάτων- να επιστρέφουμε στις πατρίδες, χωρίς ποτέ να ξεχνάμε κι εκείνους που ακολουθούν (απ. 71).

Η κρυμμένη αρμονία ανατολίτη φιλόσοφου αναφέρει για τον Ηράκλειτο.

«Ο Ηράκλειτος είναι μία ύπαρξη τόσο φωτεινή, που όταν τον κοιτάς, τα μάτια σου χάνουν την ικανότητα να βλέπουν, το φως είναι πάρα πολύ για ‘σένα.

Δεν είσαι συνηθισμένος σε τόσο φως.

Γι ’ αυτό, πριν ατενίσεις τον Ηράκλειτο, πρέπει να κάνεις μερικές προετοιμασίες. Όταν μιλά ο Ηράκλειτος φαίνεται αινιγματικός, γιατί εκφράζεται αντιφατικά. Αυτοί που γνωρίζουν, πάντα εκφράζονται αντιφατικά.

Υπάρχει λόγος που συμβαίνει αυτό.

Δεν είναι αινιγματικοί, είναι πολύ απλοί.

Μα, τί να κάνουν; Αν η ζωή η ίδια είναι μια αντίφαση, τί άλλο μπορούν να κάνουν; Για να αποφύγεις τις αντιφάσεις, μπορείς να φτιάξεις τακτοποιημένες και ξεκάθαρες θεωρίες, αλλά θα είναι λαθεμένες.

Δεν θα ‘ναι αληθινές μες στην πραγματικότητα της ζωής.

Ο Αριστοτέλης είναι σαφής, είναι καθαρός.

 Μοιάζει με περιποιημένο κήπο.

Ο Ηράκλειτος είναι άγριο δάσος».    

 

 

 


 

 

Επικούρειες επιδράσεις στο Διαφωτισμό







 

 


Επικούρειες επιδράσεις στο Διαφωτισμό

Καθώς η ανθρωπότητα χαμένη

Σ' όλη τη γης κοίτωταν νικημένη

Εμπρός στα μάτια ολονών, απ' τη Θρησκεία

Που την κεφαλή επρόβαλε μέσα απ' τους ουρανούς

Σκιάζοντας με την όψης της, της φρίκης, τους θνητούς

Ένας Έλληνας ήταν αυτός που πρώτος τόλμησε ν' αψηφήσει

και σήκωσε μάτια θνητά τον τρόμο ν' αντικρύσει

αυτόν π' ούτε η δόξα των Θεών, μήδε η βοή του κεραυνού,

μήτε τ' αστροπελέκι του ανταριασμένου ουρανού

τον εταπείνωνε, μα τον τσινούσε με μήνιν πυρωμένη

η ατρόμητη καρδιά του να είναι η πρώτη που οργισμένη

τις πύλες που είχαν μανταλώσει αυτοί, της Φύσης της αρχαίας, να τσακίσει.

Ο Διαφωτισμός αποτελεί σημαντικό πνευματικό κίνημα που τοποθετείται στα μέσα του 18 αιώνα, τον οποίο οι ίδιοι οι Γάλλοι Διαφωτιστές απεκάλεσαν «Sigcle des lumigres», θεωρώντας εαυτούς ως φωτοδότες.

Αυτή η ιδεολογική, πνευματική και πολιτιστική κίνηση, που εκδηλώθηκε στη Δυτική Ευρώπη τον 18ο αιώνα, με κέντρα ακτινοβολίας και εκπροσώπους αρχικά στην Αγγλία και αργότερα στη Γαλλία, αλλά με μεγάλη απήχηση σ` όλο τον πνευματικό κόσμο της Ευρώπης.

Σκοπός του διαφωτιστικού κινήματος ήταν η απελευθέρωση του νου από τη νηπιακή εξάρτησή του, η απαλλαγή από τη θρησκευτική πρόληψη, τη μισαλλοδοξία των Εκκλησιών, την εξουσία των μοναρχιών, το σκοταδισμό.

Με το τέλος του ελληνορωμαϊκού κόσμου και την απαρχή του Μεσαίωνα, τα περισσότερα επικούρεια έργα αφανίστηκαν λόγω του περιεχομένου τους.

Το 1414  ο Πόντζιο Μπρατζιολίνι ανακάλυψε σ’ ένα γερμανικό μοναστήρι το ποίημα De Rerum Natura (Για την Φύση των Πραγμάτων) του επικούρειου Ρωμαίου Λουκρήτιου  (94-55 π.χ.χ.).

Το ποίημα αναπτύσσεται σε έξι βιβλία και εμπεριέχει την επικούρεια θεώρηση περί Φύσεως.

Ο Πιέρ Γκασεντί στα μέσα του 17ου αιώνα εμπνεύσθηκε , μια νέο- επικούρεια ατομική θεωρία, προκειμένου ν’ αντιπαρατεθεί στο φιλοσοφικό σύστημα του Ρενέ Ντεκάρτ.

Το 1884  ανακαλύφθηκε από δύο Γάλλους αρχαιολόγους στην Ιωνία, η μεγάλη επιγραφή του επικούρειου Διογένη Οινοανδέα, το μεγαλειώδες φιλοσοφικό μνημείο της ανθρωπότητας.

Το  1888  βρέθηκε στο Βατικανό μια συλλογή με επικούρειες "Δόξες" που ονομάστηκε Επίκουρου Προσφωνήσεις.

Από το έργο του Επίκουρου σήμερα σώζονται μέσω του βιογράφου του Διογένη  Λαέρτιου (3ος αιώνας μετά καινούργια χρονολόγηση.), τρεις επιστολές  και Οι Κύριες Δόξες, τα οποία αποτελούν την επιτομή του φιλοσοφικού του συστήματος, καθώς και η διαθήκη του.

Απόψεις της επικούρειας φιλοσοφίας εντοπίζονται στα έργα άλλων συγγραφέων, όπως ο Αθήναιος, ο Κικέρων, ο Σέξτος Εμπειρικός κ.α.

Επίσης έχουμε και νέα κείμενα, του Φιλόδημου, που έρχονται στο φως ακόμη και σήμερα, από τους απανθρακωμένους πάπυρους, που βρέθηκαν στην  έπαυλη του Πείσωνα το 1752, στην  Ηράκλεια (Ερκουλάνεουμ) πόλης της Ιταλίας που είχε καταστραφεί από την ηφαιστειακή έκρηξη του Βεζούβιου.

Στο πρόσφατο παρελθόν, τα επικούρεια έργα που έχουν σωθεί, εκδόθηκαν και στα νέα ελληνικά.

Είναι ελάχιστες οι αποδείξεις για το εάν ο διαφωτισμός εμπνεύσθηκε ή επηρεάστηκε από της Επικούρειες απόψεις.

Ασφαλώς η ιστορία δεν γνωρίζει παρθενογενέσεις.

Ανάμεσα στο νέο και στο παλιό υπάρχει πάντα αυτό που συνηθίζουμε να αποκαλούμε σχέση συνέχειας και  ασυνέχειας.

Η ταυτότητα όμως και η ταύτιση μ’ αυτές, του Επίκουρου τις δοξασίες, των βασικών ιδεολογικών θέσεων του διαφωτισμού δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι μέσα από την προφορική ίσως μεταφορά των αξιών του Επίκουρου και την μελέτη των ελαχίστων σωσμένων κειμένων, ο διαφωτισμός είναι η πρώτη μετά από 14 αιώνες, εφαρμογή των φιλοσοφικών απόψεων του Επίκουρου.

Η κίνηση του διαφωτισμού τοποθετείται στο πλαίσιο της Αγγλικής επανάστασης του 1688 και της γαλλικής του 1789 και οδήγησε  στην άρνηση κάθε έρευνας και ανάλυσης που είναι πέρα από τα όρια της εμπειρίας, που αποκτιέται μόνο με τις φυσικές αισθήσεις και το πείραμα.

 Ότι βρίσκεται έξω από την εμπειρία παύει να υπάρχει ως πρόβλημα.

Σύμφωνα με το διαφωτιστικό κίνημα, η γνώση δεν ταυτίζεται πια με τα μεγάλα φιλοσοφικά συστήματα που κυριαρχούσαν το 17ο αιώνα. (Καρτέσιος, Σπινόζα, Λάιμπνιτς), αλλά με την επιστήμη.

Η μηχανική κυριαρχεί στον πνευματικό ορίζοντα της εποχής.

Η δογματική έκθεση της φιλοσοφικής έρευνας απορρίπτεται και τη θέση της παίρνει η σαφής έκθεση, με σκοπό να γίνει κατανοητή από τον άνθρωπο.

Πέρα όμως από το καθαρά φιλοσοφικό μέρος του διαφωτισμού, που στηρίζεται στη λογική και στη θεωρία της γνώσης, υπάρχει και η εφαρμογή της φιλοσοφίας του διαφωτισμού στον ηθικό, πολιτικό και κοινωνικό τομέα.

Η ουσία των γεγονότων είναι αυτό που ενδιαφέρει πια, όχι οι λεπτομέρειες.

Η γνώση της Ιστορίας γίνεται με άλλη βάση, με άλλα, πιο βαθιά, κριτήρια. Μεγάλη προσπάθεια γίνεται για την απελευθέρωση του λογικού από τις προλήψεις, για να αναλάβει έπειτα να οδηγήσει την κοινωνική ζωή του ανθρώπου για την χαρά της ζωής.  Ντενίς Ντιντερό

Οι κυριότερες θεωρίες του διαφωτισμού πάνω στη γνωσιολογία είναι:

1) ο ορθολογισμός, με εκπροσώπους τους Ντεκάρτ, Σπινόζα, Λάιμπνιτς, Βολφ,

2) η εμπειριοκρατία, με τους Τζών Λοκ, Χιουμ,

3) η φυσιοκρατία, με εκπρόσωπο το Ζ. Ζ. Ρουσσό,

4) ο θετικισμός, με τον Ντ` Αλαμπέρ,

5) ο υλισμός με τους Λαμετρί, και Χόλμπαχ,

6) η αισθησιοκρατία - ο σκεπτικισμός με τον Κοντιγιάκ.

Η φιλοσοφία του Επίκουρου αποτέλεσε τη βάση της ατομιστικής αντίληψης για το σύμπαν και της υλιστικής αντίληψης.

Κατά τον 19ο αιώνα, η φιλοσοφία του Επίκουρου εντυπωσίασε τον Κάρολο Μάρξ ο οποίος το 1841 έγραψε διατριβή υπό τον τίτλο: «Διαφορά μεταξύ, της φυσικής φιλοσοφίας του Δημοκρίτου και του Επικούρου», την οποία υπέβαλε στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ιέννας στη Γερμανία και με αυτήν έλαβε τον τίτλο του διδάκτορα.

Αργότερα όμως, ο Μαρξ ασπάστηκε τις στωικές ιδέες του Χέγκελ για το "Πνεύμα της (προδιαγεγραμμένης) Ιστορίας".

Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι μαρξιστικές κοινωνίες να έχουν ως στόχο την εκπαίδευση των ανθρώπων να κάνουν το καθήκον τους στο πλαίσιο του πεπρωμένου τους, σύμφωνα με τη στωική φιλοσοφία.

Και βέβαια δεν είχαν στόχο την εκπαίδευση των ανθρώπων να είναι ευδαίμονες βιώνοντας τη φρόνηση, την αταραξία και τη φιλία σύμφωνα με την επικούρεια φιλοσοφία.

 Πάντως, εκτός από τον Μαρξ και ο Λένιν ασπάσθηκε την περί ειδώλων γνωσιολογική αντίληψη του Επίκουρου.

Οι Σκανδιναβικές χώρες με τα σοσιαλοδημοκρατικά συστήματα, που ενδιαφέρθηκαν για την ευδαιμονία των περισσοτέρων ανθρώπων, εφάρμοσαν σε μεγαλύτερο βαθμό τις αρχές του Επίκουρου.

Παράλληλα με το ευρωπαϊκό διαφωτιστικό κίνημα δημιουργήθηκε ένα αντίστοιχο κίνημα στο χώρο της Ελλάδας.

Το κίνημα αυτό ήταν το σημαντικότερο πνευματικό κίνημα πριν από την Επανάσταση του 1821.

Η δράση του ελληνικού διαφωτισμού συμπίπτει χρονικά με το δεύτερο μισό του 18ου αι. μέχρι το 1821 και στη χρονική αυτή διάρκεια δόθηκε η ευκαιρία στον ελληνισμό να γνωρίσει ένα καινούριο πνευματικό κλίμα, που γρήγορα θα τον οδηγούσε σε καινούριες κοινωνικές μορφές.

Οι αρχές του 18ου αι. βρήκαν την αστική τάξη στην Ελλάδα να ανέρχεται και να αμφισβητεί το ρόλο των αρχόντων στην ηγεσία του Γένους.

Η ανάπτυξη αστικών εμπορικών κέντρων ήταν ραγδαία στα παράλια και τα νησιά του Αιγαίου.

Αυτά τα κέντρα, καθώς και τα κέντρα του ελληνισμού στο εξωτερικό, όπως ήταν το Βουκουρέστι, η Τεργέστη, η Βουδαπέστη, η Βιέννη κ.ά., έγιναν σιγά - σιγά οι δέκτες του ρεύματος που κυριαρχούσε τότε στην Ευρώπη, του διαφωτισμού.

 Έτσι η οικονομική και κοινωνική αυτή ανακατάταξη δημιούργησε το κατάλληλο κλίμα για να δράσει ο ελληνικός διαφωτισμός, οι σκοποί του οποίου ήταν ευθυγραμμισμένοι με αυτούς του ευρωπαϊκού, δηλαδή απαλλαγή από τις θρησκευτικές και κοινωνικές προκαταλήψεις, ανάπτυξη της διανοητικής ικανότητας του ανθρώπου και διάπλαση νέων ανθρώπων.

Οι επιδιώξεις του ελληνικού διαφωτισμού μπορούν να χωριστούν σε δύο τομείς: 

Ο πρώτος έχει εκπαιδευτικό και γενικότερα πολιτιστικό χαρακτήρα, ενώ ο χαρακτήρας του δεύτερου είναι κοινωνικός και πολιτικός.

Στον τομέα της εκπαίδευσης το διαφωτιστικό κίνημα προσπάθησε να δημιουργήσει νέα σχολεία, νέες εκπαιδευτικές μεθόδους, να πλουτίσει τις γνώσεις των Ελλήνων με σύγχρονες επιστήμες, φυσική, μαθηματικά.

Γενικότερα ο πολιτιστικός χαρακτήρας του διαφωτισμού πέτυχε να δημιουργήσει πολλές βιβλιοθήκες με καινούριες εκδόσεις βιβλίων, κυρίως κλασικών έργων. Αλλά τους διανοούμενους της εποχής απασχόλησε και διέσπασε το γλωσσικό πρόβλημα.

Ειδικότερα δημιουργήθηκαν τρία ρεύματα: Το πρώτο με υποστηρικτές τον Ευγένιο Βούλγαρη και το Νεόφυτο Δούκα ήταν υπέρ του εξαρχαϊσμού της γλώσσας. Το δεύτερο ρεύμα υποστήριζε το δημοτικισμό και είχε για εκπρόσωπους τους λόγιους του Βουκουρεστίου. Το τρίτο ρεύμα εκπροσωπούνταν από τον Κοραή, που υιοθετούσε μια "μέση λύση", δηλ. μια κοινή γλώσσα καθαρισμένη από "βαρβαρισμούς".

 

Στον κοινωνικό και πολιτικό τομέα ακολουθήθηκε μια γραμμή εφαρμογής των αρχών της "πεφωτισμένης δεσποτείας" και αργότερα, μετά τη γαλλική επανάσταση, έγινε προσπάθεια αναγνώρισης των φυσικών δικαιωμάτων του ανθρώπου και δημιουργίας κατάλληλου κλίματος για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.

Φορείς του ελληνικού διαφωτισμού υπήρξαν κυρίως: ο Μεθόδιος Ανθρακίτης, ο Βικέντιος Δαμωδός, ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Δημήτριος Κανταρτζής, ο Λάμπρος Φωτιάδης, ο Ρήγας Φεραίος, ο Νεόφυτος Δούκας, ο Αδαμάντιος Κοραής, ο Άνθιμος Γαζής, ο Νεόφυτος Βάμβας, ο Ιωάννης Βηλαράς κ.ά.

Οι διαφωτιστές πρέσβευαν τον ορθολογισμό και την πίστη στην πρόοδο, αξιώνοντας αλλαγές σε όλες τις πτυχές της ανθρώπινης δράσης, στους πολιτικοκοινωνικούς θεσμούς, την οικονομία, την εκπαίδευση και τη θρησκεία. Τάχθηκαν υπέρ της ατομικής ελευθερίας και ενάντια στην τυραννική διακυβέρνηση και την καταπίεση που ασκούσε η Εκκλησία.

Βασικός φορέας των νέων ιδεών που έφερε ο Διαφωτισμός ήταν η ανερχόμενη αστική τάξη που μέχρι εκείνη την εποχή παρέμενε αποκλεισμένη από το σύστημα της απολυταρχίας.

Ανάμεσα στους σημαντικούς εκφραστές του Διαφωτισμού τοποθετούνται ο Βολτέρος και ο Μοντεσκιέ.


Οι Διαφωτιστές Ντενί Νιντερό και Ζαν Νταλεμπέρ συγκρότησαν το ιδεολογικό υπόβαθρο του Διαφωτισμού στην Εγκυκλοπαίδεια. Σε όλα τα έργα του ο Διονύσιος Ντιντερό διέδιδε το πνεύμα του διαφωτισμού, άθρησκος και υλιστής ο ίδιος, ενάντια στις προκαταλήψεις, στη δεισιδαιμονία και τη θρησκοληψία..

 Παράλληλα ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ διατύπωνε τη θεωρία του Κοινωνικού Συμβολαίου, προτρέποντας σε μια Ευρώπη που θα υποστήριζε τα δικαιώματα του ανθρώπου. 





          Όσο αφορά τη θρησκεία ο Βολτέρος θεωρούσε ότι ο χριστιανισμός ήταν μια καλή πίστη για καμαριέρες και ράφτες, αλλά για την ανώτερη τάξη πρότεινε έναν απλό θεϊσμό.

Αντιτάχθηκε στον αθεϊσμό και τον υλισμό του Ελβέτιου και του Χόλμπαχ.

Είναι παροιμιώδης η θέση του ότι "εάν ο Θεός δεν υπήρχε, θα έπρεπε να εφευρεθεί", που περιέχεται σε ένα από τα ποιήματά του.

Τέλος η επιρροή του Βολτέρου στην εκλαΐκευση της επιστήμης και της φιλοσοφίας του καιρού του ήταν ιδιαίτερα σημαντική.

Υλιστές του 18 ου αιώνα όπως ο Ντήτριχ Χόλμπαχ (Dietriech von Holbach, 1723-89) και ο εγκυκλοπαιδιστής Διονύσιος  Ντιντερό, χρησιμοποίησαν τη γεωμετρική αντίληψη του Θεού που αποσύρεται μετά τη δημιουργία.

Συνδυάζοντας την άποψή τους με τη μηχανιστική ερμηνεία του ζωικού βασιλείου, προώθησαν την υλιστική θεώρηση του κόσμου

 Η αμοιβαιότητα (μουτουαλισμός) είναι μία οικονομική θεωρία η οποία πρωτοδιατυπώθηκε από τον Πιέρ – Ζοζέφ Προυντόν, τον αποκαλούμενο και «πατέρα της αναρχίας», η οποία αντιτίθεται στην εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο.

   Οι υποστηρικτές του Προυντόν προσπάθησαν να εφαρμόσουν τη θεωρία του μουτουαλισμού στη πράξη και κατασκεύασαν τράπεζες, «Αμοιβαίες Πιστωτικές Τράπεζες», οι οποίες χρέωναν τους πελάτες με τόκους τόσο μικρούς, ίσα-ίσα για να καλύπτουν τα έξοδα της τράπεζας και όχι για να αποκομίσουν κάποιο κέρδος.  

          Μια μεγάλη μορφή της παγκόσμιας ιστορίας, ο Τόμας Τζέφερσον   (αγγλ. Thomas Jefferson,  13 Απριλίου 1743 – 4 Ιουλίου 1826), ο τρίτος Πρόεδρος των Η.Π.Α. (1801-1809) και κύριος συγγραφέας της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας, είχε γράψει σε επιστολή προς το φίλο του, Γουίλιαμ Σορτ, (γραμμένη στο Μοντιτσέλο της Βιρτζίνια στις 19 Οκτωβρίου 1819), τα εξής:

"Όπως λες για τον εαυτό σου, έτσι κι εγώ είμαι Επικούρειος. θεωρώ ότι η αυθεντική (όχι η πλαστή) διδασκαλία του Επίκουρου περιέχει καθετί λογικό από την πρακτική φιλοσοφία που μας άφησαν η Ελλάδα και η Ρώμη στο χώρο της ηθικής φιλοσοφίας."

Η ιστορική περίοδος των δύο αιώνων που χωρίζουν τον Γκασεντί και τον Τζέφερσον ονομάσθηκε Διαφωτισμός.

Αναμφισβήτητα η περίοδος αυτή του Δεύτερου παγκόσμιου οικονομικού κραχ που διανύουμε θα έχει ως αποτέλεσμα, ώστε κάποιοι άνθρωποι να ανοίξουν τα μάτια τους και να έρθουν σε επαφή με την πραγματικότητα, για την χαρά της ζωής των ανθρώπων, αλλά ένα μεγάλο ποσοστό όχι μόνο δεν θα χάσει την εμπιστοσύνη του προς τον καπιταλισμό, αλλά θα κάνει ό, τι είναι δυνατόν για να διαφεντέψει το σύστημα αυτό.

Όπως άλλωστε παρατηρούμε, σχεδόν σε όλο τον Δυτικό κόσμο, ακραία συντηρητικά δεξιά κόμματα κάνουν τα πάντα με σκοπό να αναρριχηθούν στην εξουσία καθώς  νέες και παλιές  εκκλησίες και δόγματα φανατίζουν μάζες ανθρώπων και Έθνη.

Εμείς που μελετάμε τις διδασκαλίες  του μεγάλου φιλόσοφου Επίκουρου καλούμαστε να εντρυφήσουμε στον Φιλοσοφικό Επαναστατικό Διαφωτισμό δίνοντας την λύση για την χαρά της ζωής στους συνανθρώπους μας.

 

 

 

 

 

 

 

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΣ, Η ΧΑΜΕΝΗ ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΨΕΥΔΟΥΣ










 

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΣ Η ΧΑΜΕΝΗ ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΨΕΥΔΟΥΣ

Τι να τον κάνω το Θεό; Δεν τον χρειάζομαι…

Τον έχουν όμως ανάγκη οι άλλοι και για τον λόγο αυτό επινόησαν τις θρησκείες.

Σύμφωνα με   ερευνητές, η πίστη στο Θεό βρίσκεται «δικτυωμένη» βαθιά στον ανθρώπινο εγκέφαλο, ο οποίος είναι προγραμματισμένος για τις θρησκευτικές εμπειρίες, γεγονός που καθιστά την θρησκεία ένα παγκόσμιο ανθρώπινο φαινόμενο στην ιστορία.

Οι θρησκείες όμως είναι κρυψώνες εύκολες και για κάθε λογής ενόχους.

H θρησκεία   δεν αποτελεί μια ειδική περίπτωση ενός συστήματος πεποιθήσεων, αλλά εξελίχτηκε μαζί με τις άλλες πίστεις και γνωσιακές ικανότητες του ανθρώπου.

Οι πιστοί των θρησκειών έτσι, έχουν λόγο να ξοδεύουν πλούτο για τελετές, θυσίες, φαγοπότια, Ιερά, Ναούς  και αγάλματα ή εικόνες.

Οι Έλληνες με το έντονο καλλιτεχνικό τους αισθητήριο έκτισαν όμορφους θεούς.

Σύμφωνα με   ερευνητές, η πίστη στο Θεό βρίσκεται «δικτυωμένη» βαθιά στον ανθρώπινο εγκέφαλο, ο οποίος είναι προγραμματισμένος για τις θρησκευτικές εμπειρίες, γεγονός που καθιστά την θρησκεία ένα παγκόσμιο ανθρώπινο φαινόμενο στην ιστορία. 

 Μέχρι εδώ δεν είναι κακό. Εάν οι ναοί υπηρετούν την τέχνη της αρμονικής δόμησης, τα αγάλματα και οι εικόνες την τέχνη της αισθητικής του κάλους και οι γιορτές την ανάγκη για κοινωνική συνύπαρξη της ηδονής του θεάτρου, της μουσικής και της παρασκευής γευστικών εδεσμάτων, τότε καλά κάνουν αυτοί οι άνθρωποι και ανακάλυψαν τον Θεό.

Στην κλασσική Ελλάδα στις κρεβατοκάμαρες είχαν αγάλματα του Απόλλωνα ή του Ερμή ώστε η γυναίκα κατά την διάρκεια της ερωτικής έκστασης  ή των οδυνών του τοκετού να οραματίζεται το όμορφο παιδί που θα γεννήσει.

Οι φίλοι του Επίκουρου είναι πρώτοι στις γιορτές, στις τελετές και στα γλέντια και τα χαίρονται ειλικρινά μαζί με τον λαό ξεχνώντας τις επιφυλάξεις τους.

          Οι Θεοί όμως είναι το κέντρο του κύκλου του προβλήματος αλλά η περιφέρεια είναι οι θρησκείες με τις δεισιδαιμονίες και τις προκαταλήψεις.

Ο Θεός είναι δεσμώτης και οι θρησκείες δεσμωτήρια..

Οι θρησκείες παράγουν υπερφυσικό φόβο για τον καλό ή τον κακό θάνατο μας και για την τύχη, του μη αντιληπτού τμήματος του σώματος μας, που τυχών επιβιώνει μετά θάνατον, της ψυχής.

Πολλοί από εμάς όμως βρήκαμε την τύχη αυτής (της ψυχής) και την προσδιορίσαμε.

Είναι η ανάμνηση μας στους φίλους μας και στα μέλη της οικογένειας μας, το καταγεγραμμένο παρελθόν του βίου μας επί της γης.

Η καλή ή  κακή ζωή που ζήσαμε, πόσο πίναμε, πόσο καπνίζαμε, πόσους ανθρώπους ερωτευτήκαμε, πόσους απογόνους αποκτήσαμε, πόσους φίλους είχαμε και πόσα υλικά αγαθά αποκτήσαμε, είτε τα μοιράσαμε, είτε τα ξοδέψαμε στις ανάγκες των παθών μας.

Το παρελθόν μας  είναι η ψυχή μας.

Κανένας θεός δεν θα καθορίσει τις τυχαίες επιλογές των στιγμιαίων συναισθηματικών παθών μας.

Μωρέ δεν μας σώζει τίποτε και κανείς από τους εαυτούς μας.

Ο Επίκουρος αντιμετώπισε τον θεό με σοβαρότητα, χρησιμοποιώντας εκφράσεις όπως Θεϊκό μεγαλείο, Θεία φύση.

« Να μη μπερδέψουμε τα ουράνια σώματα με κανένα τρόπο τη θεία φύση, παρά να την αφήσουμε αναγγάρευτη και σ’ όλη τη μακαριότητα» (Β’ προς Πυθοκλέα 97)

«Μα σε καθετί που σκεφτόμαστε και λέμε για τα’ άστρα πρέπει να κρατήσουμε τη σοβαρότητα που ταιριάζει στο θεό, για να μη προβάλουν δοξασίες αντιφατικές για το θεϊκό μεγαλείο». (Α επιστολή)

«Θεοί υπάρχουν, η γνώση που έχουμε γι’ αυτούς είναι ξεκάθαρη, όπως όλων που μας δίνουν οι αισθήσεις» « Οι θεοί δεν φροντίζουν για τον κόσμο ούτε ανακατώνονται στις υποθέσεις των ανθρώπων» «Αυτοί τραβούν τον δρόμο τους όπως όρισαν οι μηχανικοί συνδυασμοί».

Η σοβαρότητα του Επίκουρου όμως κατά την γνώμη μου προήλθε από την πρόνοια του να προστατεύσει τους Κήπους από την μανία της εκδίκησης των φανατικών ( φονταμενταλιστών) θρησκευόμενων διαχρονικά.

Ο Επίκουρος είμαι σίγουρος, ότι δεν θα συμφωνούσε, κανείς από εμάς να αυτοαποκαλείται Επικούρειος, γιατί αυτό θα δημιουργούσε δογματική σέχτα, και μορφή θρησκείας.

Θα μας αποκαλούσε απλά σκεπτόμενους αισθαντικούς της φύσης και των φαινομένων.

Η δεισιδαιμονικές γνωστές μονοθεϊστικές θρησκείες και δοξασίες είναι από τις πιο δυσκολοθεράπευτες αρρώστιες.

Σίγουρα, σήμερα είμαστε μια εξευτελισμένη φυλή κι’ έχουμε πουλήσει τα πνευματικά πρωτοτόκια μας για ένα συνονθύλευμα ξενόφερτων θεολογικών απόψεων και προκαταλήψεων.

Γνώρισα ανθρώπους θρησκευόμενους τόσο αδειανούς που έμοιαζαν τσόφλια ονείρων.

Τα δόγματα, που εκφράζουν κάποια δοσμένη θεωρία, πάντα κατά το δοκούν των εμπνευστών τους, δεν ενδιαφέρονται για την αλήθεια.

Εκείνο που   επιδιώκουν είναι να επιβληθούν όπως προβάλλονται.

Όποιος τα εναντιώνεται αυτόματα γίνεται αιρετικός.

Γι’ αυτό και οι άπειρες αιρέσεις που τα πλαισιώνουν!

Όπως η τέχνη είναι στην πραγματικότητα μια μορφή υπερβολής της φύσης, έτσι και η θρησκεία είναι υπερέμφαση της φυσικής ζωής.

Οι θρησκείες στο παγερό τους άγγιγμα μολύνουν τα πάντα και εκχυδαΐζουν την ανθρωπότητα.

Ακούστε  τι μου είπε ένας άθλιος θρησκευόμενος φίλος. «Πλέρωσε την κηδεία μου εσύ, κι’ αργότερα στα επιστρέφω», ανόητες ματαιοδοξίες για την αιωνιότητα.

Η φύση στα μάτια της, δεν έχει νόμους ούτε ομοιομορφίες.

Μπορεί ν’ απεργάζεται μηχανικά θαύματα κατά το κέφι της κι’ όταν καλεί τέρατα από τα βάθη, εκείνα καταφθάνουν.

Μπορεί μ’ ένα νεύμα να κάνει την αμυγδαλιά ν’ ανθίσει καταχείμωνο και χιόνι να στείλει πάνω στα ώριμα στάχυα.

Μόνο με τις σχέσεις που συνάπτονται θεληματικά και λογικά ομορφαίνει ο άνθρωπος την ζωή του.

Φίλοι μου δεν μου περισσεύει χρόνος για χάσιμο να μάθω τις λεπτομέρειες των κοινωνικών θρησκειών, ξόδιασα ήδη πολύ από την ζωή μου.

Στο μελωμένο θαμποφώς της ωριμότητας μου, θέλω να τρυγήσω, σ’ εξαίσια συναγμένη κερήθρα την γλυκύτητα  της φιλότητας και της φιλίας των ανθρώπων.

Η Κοινωνία, βαριεστημένη από τις ανιαρές κι ηθικοπλαστικές συζητήσεις όσων δεν έχουν ούτε την ευφυΐα να υπερβάλλουν ούτε τη μεγαλοφυΐα να φαντασιοκοπήσουν, αποκαμωμένη απ' τον έμφρονα άνθρωπο που οι αναπολήσεις του βασίζονται πάντοτε πάνω στη μνήμη, που οι καταδηλώσεις του οριοθετούνται απαρέγκλιτα απ' την πιθανότητα κι είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να υποστεί την επαλήθευση του αχρειότερου  προφήτη που συμβαίνει να είναι παρών.

Ο θεός είναι ατελές αντίγραφο από τα μεγάλα αρχέτυπα και πεπερασμένος γιατί πεθαίνει όταν τον ξεχνούν οι άνθρωποι, όπως είπε και ο Προμηθέας στον Δία.

Η μεγαλύτερη πνευματική απάτη, σε βάρος της φιλοσοφικής αντίληψης του κόσμου, είναι τα θρησκευτικά δόγματα. Για τα οποία επιλέχτηκαν οι ανάλογες περιοχές, με στόχο την φιλοσοφία του Ελληνικού Πανθέου, το οποίο πέτυχαν να εξοστρακίσουν, ευνουχίζοντας την διανόηση με την συνδρομή των ελληνιζόντων!

Η Κοινωνία, λοιπόν, αργά ή γρήγορα, πρέπει να ξαναγυρίσει στο χαμένο ηγέτη της, στον καλλιεργημένο και ελκυστικό ψεύτη. Τον φιλόσοφο.

Ποιος ήταν αυτός που πρώτος, δίχως ποτέ να 'χει βγει έξω στο άγριο κυνήγι, είπε στους περιπλανώμενους σπηλαιάνθρωπους το ηλιοβασίλεμα πως είχε σκοτώσει το Μεγαθήριο απ' την πορφυρή σκοτεινιά της σπηλιάς του ή μαχαίρωσε το Μαμούθ σε μια και μοναδική μάχη κι έφερε πίσω τους πλουμιστούς χαυλιόδοντές του, δεν μπορούμε να ξέρουμε, κι ούτε κανείς απ' τους μοντέρνους ανθρωπολόγους μας, παρ' όλη την πολλά κομπαζόμενη επιστήμη τους, είχε το κοινό θάρρος να μας το πει.

Όποιο κι αν ήταν τ' όνομα του ή η ράτσα του, ήταν ασφαλώς ο πραγματικός θεμελιωτής των κοινωνικών σχέσεων των θεόσταλτων προφητών.

Γιατί ο σκοπός του ψεύτη είναι απλούστατα να γοητεύει, να θέλγει, να προσφέρει απόλαυση και πνευματικές ηδονές.

Αυτός είναι η ίδια η βάση της πολιτισμένης κοινωνίας και δίχως αυτόν, ένα επίσημο δείπνο, ακόμα και στα μέγαρα των μεγάλων, είναι τόσο ανιαρό, όσο και μια διάλεξη στη Βουλή των Ελλήνων ή μια λογομαχία στα νυχτερινά κανάλια. 

Η ανάπτυξη της ατομικότητας και της αυτάρκειας είναι το υποκατάστατο του θεού.

Με μια δόση χιούμορ, να χρησιμοποιήσουμε το παγωμένο νερό της φυσικής λογικής ενάντια στις θρησκευτικές θέρμες και εξάψεις.

Ο αρχαίος κόσμος είχε το Δελφικό παράγγελμα «Γνώθι σαυτόν».

Ο νέος κόσμος θα έχει «Έσο Εαυτός»

 

 

 


Η ΨΥΧΟΧΑΡΑΔΡΑ









 

Η ΨΥΧΟΧΑΡΑΔΡΑ

 

Μου έτυχε στο διάβα της ζωής μου να συναντήσω μια ξεχωριστή περίπτωση  γυναίκας, πολύ σημα­ντικής, που ακούει στο όνομα «ψυχοχαράδρα»...

Η ψυχοχαράδρα δε φαίνεται.

Περπατάς αμέρι­μνος και τρισευτυχισμένος σε μια παραδεισένια όα­ση, κι εκεί που (νομίζεις πως) πατάς σε έδαφος σταθερό, ξαφνικά πέφτεις μέσα και τσακίζεσαι!  

Η ψυχοχαράδρα είναι κάτι διαφορετικό, πολύ πιο επι­κίνδυνο απ' αυτήν που αποκαλούμε «ψυχάκια».

Ο ψυχάκιας φαίνεται απ' τη συμπεριφορά του, αποκαλύπτεται εύκολα, τον καταλαβαίνεις, την ψυ­χοχαράδρα όχι!

Το πεπρωμένο της ψυχοχαράδρας είναι να γκρε­μοτσακίζονται μέσα της ψυχές και σώματα.

Είναι ο ίδιος ο θάνατος που παραμονεύει, περιμένοντας τον ανυποψίαστο να  διαβεί το κατώφλι της, πολύ καλά καμουφλαρισμένος από πυκνή βλάστηση, τριανταφυλλιές και χρυσάνθεμα...

Κουβαλάνε μέσα τους τον αιφνίδιο θάνατο οι ψυχοχαράδρες, συνήθως έχουν μια μεγάλη παιδική πληγή και με όποι­ον νιώθουν να τις πλησιάζει, θέλουν να μοιραστούν την ηδονή της πτώσης, την  ολοκληρωτική κατα­στροφή.

Το απόλυτο κενό μέσα στο οποίο ζουν, υπάρχουν και τις πνίγει.

Η φύση τις έχει προικίσει με δυσεύρετα προ­σόντα, τα οποία καλλιεργούν για να μη φαίνεται η βαθιά χαράδρα της ψυχής τους.

Πρόκειται για άτομα γοητευτικά, ερωτεύσιμα, επικοινωνιακά.

Που συχνά έχουν υψηλή αίσθηση του χιούμορ, ιδιαί­τερη ευφυΐα, μόρφωση και καλούς τρόπους.

Πώς να υποψιαστείς τι σε περιμένει αυτή την ήρεμη, σκοτεινή νύχτα δίχως φεγγάρι;

Ίσως όταν τις γνω­ρίσεις καλύτερα τις ψυχοχαράδρες να μπορέσεις

να διακρίνεις κάτι σαν κυκλοθυμία, εκεί που είναι μια χαρά, χαρούμενες και ευτυχισμένες, γίνονται ξαφνικά και χωρίς λόγο χάλια και το ανάποδο, για μια στιγμή μόνο τα μάτια τους σκοτεινιάζουν περίεργα.

Σε παραμυθιάζουν πως αυτό οφείλεται σε κάποια ανασφάλεια ή μεταφυσική ανησυχία, σε κά­ποια ίσως υπερευαισθησία.

Ενώ γνωρίζουν πολύ καλά τη φύση τους: είναι σαν τις μαύρες χήρες, που όταν χαλαρώσεις στην αγκαλιά τους και κοι­μηθείς, θα σε δολοφονήσουν σίγουρα, θα σου ρί­ξουν μια σπρωξιά να σε γκρεμίσουν.

Γιατί αυτή εί­ναι η φύση τους, η μοίρα τους, η αποστολή τους.

Με πόνο ψυχής, γιατί μπορεί στ' αλήθεια να σ' αγα­πάνε και να σε θέλουν. Νεκρό...

Το Βασικό χαρακτηριστικό της ψυχοχαράδρας εί­ναι πως δεν υπάρχει στη συμπεριφορά της σχέση αιτίου αποτελέσματος, ούτε καν οι θεωρίες του χά­ους δεν μπορούν να την ερμηνεύσουν.

Σε αντί­θεση με τον απλό ψυχάκια, ο οποίος γίνεται αντι­ληπτός απ' την αρχή, η χαράδρα δείχνει σε όλα σχεδόν φυσιολογική και ανοίγει απότομα το χάσμα της, να σου ρουφήξει μέσα την ψυχή.

Είναι συ­ναισθηματικά ασπόνδυλα, ζόμπι ερωτικά, που αν πας πολύ κοντά και αφεθείς, έπεσες!

Μην ψάχνεις να βρεις εξηγήσεις, δεν υπάρχει στην ψυχοχαρά­δρα λογική, ούτε «πως» και «γιατί».

Μην προ­σπαθείς να την καταλάβεις, δεν γίνεται.

Προς θεού, άσε να την εξερευνήσει κάποιος άλλος, όχι εσύ!

Ξέρω πολλούς που 'ναι κομμάτια.

Του λες: «Τι συνέβη έτσι ξαφνικά, ρε αδερφέ;».

 «Άσε - λέ­ει- έπεσα σε ψυχοχαράδρα».

Κι αρκεί.

Καταλαβαί­νεις εσύ που είχες τη τύχη να επιζήσεις μετά την πτώση...

 

 


Το λιοντάρι και ο ποντικός από την φάκα.

 


 


 

Το λιοντάρι και ο ποντικός από την φάκα.

 

ΑΝΤΙΟ ΦΙΛΕ……

 

Κάποτε σε μια φανταστική πόλη, μιας φανταστικής χώρας, ενός φανταστικού πλανήτη, ήταν ένα λιοντάρι και ένας ποντικός.

Το λιοντάρι από τρανή γενιά και όνομα μεγάλο, με ιστορία και σταυρούς ανδρείας, σε δύσκολα χρόνια όπου όλοι λούφαζαν, ήταν φοβισμένος μικρός αχθοφόρος μεγάλου ονόματος.

Οι πλάτες του κυρτές, το τρίχωμα αραιό και χωρίς γυαλάδα.

Οι επιλογές του πάντοτε ηττοπαθείς, τον οδήγησαν σ’ ένα αόρατο κλουβί με φύλακα και συνάμα θηριοδαμαστή, μια αμαζόνα με τόξο, που όμως δεν γνώριζε την έννοια του χρόνου και αντί για ψηλά, το βλέμμα της ήταν γήινο και στόχευε χαμηλά.

Στην ανθρώπινη διάσταση ο χρόνος λέγεται αναμονή. Ποντάριζε στο χρόνο η τοξότρια, χωρίς να ξέρει ότι ήταν αυτή η ίδια ο χρόνος και ότι όφειλε την παρουσία της στην ανυπαρξία του.

Πως όμως να αλλάξει την πορεία της ζωής όταν δεν μπορούσε να αποδράσει από την ζωγραφιά που υποσχόταν υποσχέσεις; Δέσμιος και δεσμώτρια στο ίδιο δεσμωτήριο.

Ο ποντικός ήταν μικρός, καχεκτικός, αλλά γκριζόασπρος, μιας και ήταν ποντικός σοφίτας και τον έβλεπε ο ήλιος, και όχι ποντικός των υπονόμων. Ήταν χαρούμενος, κοσμοπολίτης και φιλότιμος, γαλαντόμος που αγαπούσε όλον τον κόσμο, και συγχωρούσε όλες τις κακίες και μικροπρέπειες.

Κάποτε ο ποντικός μέσα στα πολλά και γρήγορα σουλάτσα του, άκουσε ότι η τοξότρια βαρέθηκε και ήθελε να πουλήσει το λιοντάρι σ΄ ένα τσίρκο για να απαλλαγεί από την έγνοια να το φροντίζει. Ήθελε όμως να κρατήσει το δεσμωτήριο- κλουβί, μια κι’ ένα κομμάτι της ζωής της, ήτανε μέσα και διαρκώς έξω από αυτό.

Η έμπορος της μετατρέψιμης αξίας, μπέρδεψε το «φείδου χρόνου» και το παρέφρασε σε «ο χρόνος είναι χρήμα». Τυφλώθηκε.

Ο ποντικός κοντοστάθηκε, σκέφθηκε, ζύγισε.

Έδρασε αμέσως, δίνοντας την ελευθερία της αλήθειας και της αποκάλυψης στο λιοντάρι.

Παρέμβαση στο αντιπάθημά του και παρατήρηση της αλλαγής στην εξελικτική του πορεία.

Το λιοντάρι, βρυχήθηκε τεντώθηκε και αφού έγλυψε το τρίχωμά του, για να γυαλίσει και να θαμπώσει, βγήκε για το κυνήγι της τροφής του, αφού κανείς πια δεν ήταν ικανός να το ταΐσει με οποιαδήποτε μορφή τροφής.

          Ένας τρομαγμένος λαγός με κουστούμι, γραβάτα, νομικό γραφείο και οικογένεια, ήταν το πρώτο αιματοβαμμένο γεύμα του.

Η νίκη εύκολη, το φαγητό λίγο, αλλά η γεύση του φρέσκου αίματος στα δόντια του, ξύπνησαν μνήμες και ιδιότητες της ράτσας και της καταγωγής του.

Αγέρωχος πια, σίγουρος για το ποιος είναι, και τι θέλει, έκανε ένα γύρο στο δάσος- πόλη της ζούγκλας του κόσμου, για να κάνει γνωστή την παρουσία του σ’ όλους. Ξαναγεννήθηκε!!! Έκανε όνειρα!

Το όνειρο όμως παράγεται από την ζωή, αλλά το λιοντάρι δεν έμαθε και δεν ρώτησε ποτέ, η ζωή ποιανής πραγματικότητας όνειρο είναι!!!

Το λιοντάρι δεν φάνηκε αγνώμων. Πήρε κοντά του τον ποντικό υπάλληλο και έμπιστο, για να ακούει και να βλέπει ότι αυτό δεν μπορεί, δεν θέλει και δεν αντέχει.

Σίγουρο κι αγέρωχο άρχισε να απολαμβάνει την ζωή όπως την ονειρεύτηκε. Ένα μικρό λιονταράκι που διψούσε για όλα, φυτεμένο μέσα στο κορμί ενός ενήλικου και εκπαιδευμένου οικόσιτου λιονταριού. Εξουσιάζοντας, με την θεωρία και τις μυστικές οδηγίες- συμβουλές, του ποντικού, προόδευσε, απέκτησε φήμη, οικονομική ευμάρεια και αυτοπεποίθηση.

Αυτή όμως η πρόοδος είναι έργο ηλιθίων και από ηλιθίους οριοθετήθηκε ως επιτυχία.

          Κάθε μεσημέρι μετά την ολοήμερη φροντίδα της χαίτης του, καθόταν ψηλά πάνω στον βράχο, ακουμπώντας το δεξί του μπροστινό πόδι, στην κάσα με τον αόρατο θησαυρό του κόσμου, θαρρείς και κάποιος θα τόλμαγε να κλέψει το μη μετατρέψιμο και ωφέλιμο περιεχόμενο της κάσας.

          Μόλις σκοτείνιαζε, ξαναφρόντιζε την χαίτη του, φορούσε το ριγέ κοστούμι του και έβγαινε για κυνήγι.

Δεν κυνηγούσε πια λαγούς, παρά μονάχα θηλυκά ζώα που ήταν ζευγαρωμένα. Ήταν διπλή η ακούσια απόλαυση.

Η νίκη στο θήραμα και η αντιπαράθεση του συντρόφου που είτε αγνοούσε είτε δεν τολμούσε. Χόρτασμα σώματος και ΕΓΩ!!!

Σκοτεινός συνωμότης ο ποντικός, που στο βάθος ήταν ερασιτέχνης θεατής του κόσμου και του λιονταριού από θέση κάθειρξης.

Ο ποντικός ήταν υπομονετικός αλλά και άκαμπτος σ’ αυτά που πίστευε. Αρνιότανε πεισματικά την χειραψία με τον οποιοδήποτε βλάκα.

Μάζευε τα ψίχουλα και το τυράκι που του έδινε το λιοντάρι και τα πήγαινε στην φωλιά για την ποντικίνα και τα ποντικάκια του. 

Πολλές φορές ο ποντικός, έβρισκε απρόσεκτους με ανοικτά ψυγεία και ντουλάπια και τότε το ένστικτό του τον έκανε αρπακτικό.

Ροκάνιζε, έτρωγε και έπαιρνε μαζί του για την οικογένειά του και τους φίλους του.

Τα πάρτι της ποντικοπαρέας, ήταν πάντα βασιλικά. Όλοι τρώγανε, πίνανε, γελάγανε, κάτω από  τα αιματοβαμμένα μουστάκια τους, κοροϊδεύοντας τον σπάταλο ποντικό που τα μοιραζόταν όλα με όλους. Το λιοντάρι πάντα παρών στα πάρτι, με κέφι αλλά και αποστάσεις, έπαιρνε μεζέδες και ας μην έφερνε ποτέ στον ποντικό- υπάλληλο κάτι παραπάνω (εκτός από ψίχουλα) από αυτά που περίσσευαν μετά από το μακελάρικο  φαγητό του. Βλέπεις ο ποντικός δεν ήταν ημέτερος των ημετέρων της περίστασης του κύκλου και του κόλπου.

          Κάποτε ο ποντικός επιάστηκε στην φάκα.

Το λιοντάρι στεναχωρήθηκε, ανέβηκε στον βράχο του, ξανάβαλε το πόδι πάνω στην κάσα και φώναξε: ο ποντικός είναι φίλος μου, όποιος τον πειράξει να έρθει εδώ στον βράχο να τον μαλώσω!!! Άλλο τίποτα.

Ανοίγει η φάκα για να σκοτώσουν τον ποντικό, χράπ! δαγκώνει τον δυνάστη του και το σκάει από την φάκα. Τρέχει γρήγορα στην φωλιά του, βρίσει τα ποντικάκια τρομαγμένα, βρίσκει το λιοντάρι με παράσημα να συνοδεύεται από νέους ακολούθους, φυσικά τις ύαινες, βρίσκει και την ποντικίνα χωρίς τα δύο πισινά της πόδια.

Με βλέμμα βουβό, μια γύρα, ρωτάει κι ακούει την απάντηση.

Για το καλό σου!!! Της φάγαμε τα πόδια μη και  αφήσει τα ποντικάκια γι’ άλλον ποντικό!!!

Ο ποντικός γελάει, σκέφτεται κι αποφασίζει. Δεν είναι καιρός για νέα φάκα. Ο νόμος της ζωής κάποτε θα δώσει την λύση, εξάλλου η ζωή είναι μια έγχρωμη εικόνα τόσης ομορφιάς κι ατελείωτου θανάτου.

Τους φίλους κι αδελφούς ο ποντικός τους συναντά πια με τους «Μήδους». Μοναδική τους έννοια, ο καφές, το ουίσκι, τα’ αυτοκίνητο. Τα ταξίδια, τα αντισυλληπτικά, η παραίσθηση.

Χαμένοι μέσα στο τίποτα για το τίποτα και για πάντα.

Η απογοήτευση του ποντικού γίνεται οργή, για όσους στέκονται ακόμα όρθιοι ή έξω από την κωμωδία που ονομάζουν κοινωνία. Αλλάζει επίπεδο αντίληψης και αυτόματα διαιρείται σε δύο διαφορετικά ποντίκια. Το ποντίκι που θέλουν όλοι και το ποντίκι που θέλει το ποντίκι. Αφήνει στους άλλους την ελπίδα να τον ξαναχρησιμοποιήσουν. Αυτός κρυφά μεγαλώνει την χαίτη του και ακονίζει τα δόντια του, ώστε να γίνει λιοντάρι των ποντικών. Εξάλλου ξέρει ότι η ελπίδα είναι η λύση της αναβολής, παράταση της ληξιπρόθεσμης ανίας, προείσπραξη του τίποτα που περιμένει. Μικρά βήματα και προσεκτικές κινήσεις, χαρακτηριστικά της αποστασιοποίησης του ποντικού.

Μέσα του μουρμουρίζει «η κόλαση είναι οι άλλοι»………………….

Πρώτα ο ποντικός προσπαθεί να καταφέρει να βγει από την βιοτική καθήλωση των αναγκών του και μετά να κατακτήσει την ελευθερία των ιδεών του. Κάποιοι μαζί με το λιοντάρι προσπαθούν να τον κρατήσουν δέσμιο αυτών των αναγκών για να μη μπορέσει να φτάσει ποτέ στην ελευθερία.

Ο ποντικός δέχεται το αρνητικό κλίμα σαν πλεονέκτημα, αλλάζει φωλιά δεν παρακαλάει για ψίχουλα και τυράκι, μαζεύει τα περισσεύματα άλλων, αποθηκεύει, καταναλώνει λιγότερα και προκόβει, αφού σταματάει τα πάρτι με τις ύαινες.

Σφυράει χαρούμενα και λέει ότι η ζωή είναι ένας περίπατος και ένα ταξίδι, όπως έλεγε κι ένας άλλος ποντικός από την Αλεξάνδρεια.

          Η τοξότρια πιστή στο καρμικό της καθήκον να φυλάει το άδειο πια κλουβί, με μόνη ελπίδα την επιστροφή του λιονταριού, βλέπει τον χρόνο να περνά αγκαζέ με τον θεό τον Κρόνο, γοργά από μπροστά της, μαρμαρωμένη, στάσιμη!

Το λιοντάρι χωρίς να το καταλάβει, μια κι’ εκεί ψηλά στον βράχο δεν είχε καθρέπτη, έχασε την λάμψη της τρίχας του και κιτρίνισαν τα δόντια του.

Τα λιονταράκια του απαίδευτα στριφογύριζαν γύρω από τον βράχο μακριά από τα θύματα, την τροφή, την αξία την ζωή. Γίνανε μικρές ύαινες, περιμένοντας να φάνε το περίσσευμα της τροφής που δεν κυνηγούσε πια το λιοντάρι. Σκόρπια απολιθωμένα οστά από παλιά θηράματα, σκονισμένα από τον χρόνο, αναδύουν δυσοσμία στο μυαλό του ποντικού. Δεν ζει πια γιατί ζούσε το λιοντάρι. Έγινε κι’ αυτός λιοντάρι των ποντικών με καινούργια ποντικίνα, ποντικάκια έξυπνα και χορτάτα και φίλους μόνο ποντικούς.

Αποκλείονται οι άλλοι αφού εμείς είμαστε οι άλλοι. Παράδεισος μικρόκοσμου, ποθητή ελευθερία πραγματοποιημένη.

Ο μύθος φέρνει κατανάλωση, η κατανάλωση χρήμα και το χρήμα κι’ άλλο μύθο και άλλη καθιέρωση και σταθεροποίηση εκεί στην κορυφή.

Μια κορυφή που οι βάσεις της έχουν κτιστεί από μύθους και μυθεύματα.

Όταν όμως, όπως το λιοντάρι, δεν μπορείς να στηρίξεις τον μύθο σου, δεν έχεις άλλη λύση από την λήθη.

Ο ποντικός δεν ελπίζει γι’ αυτό και ποτέ δεν απελπίζεται.

          Έτσι χωρίσανε οι δρόμοι του ποντικού και του λιονταριού.

 

Αντίο φίλε, καλό δρόμο και κατέβα από τον βράχο να δεις το δάσος γιατί μόνο το δέντρο έβλεπες τόσα χρόνια.

 

 

Ο αδελφός σου ο ποντικός από την φάκα!!!

 

Μην με λυπάσαι!!! Μας την σκάσανε όλοι τους!!!!!

 

 

 

         

Κυκεώνας του Ολύμπου

Κυκεώνας του Ολύμπου Οι Αρχαίοι Έλληνες έδιναν περισσότερη αξία στην δημόσια ζωή και λιγότερο στην ιδιωτική. Για τον λόγο αυτό ανέπτυξαν μ...