ΠΩΣ ΔΙΑΣΚΕΔΑΖΟΥΝ ΟΙ ΓΡΑΙΚΟΙ

 

 



ΠΩΣ ΔΙΑΣΚΕΔΑΖΟΥΝ ΟΙ ΓΡΑΙΚΟΙ

 

Οι Γραικοί δεν διασκεδάζουν πια.

Υπήρξαν μέχρις αφάνταστου σημείου γλεντζέδες μέχρι το 1821, οπότε, για πρώτη φορά στην μακραίωνα ιστορία τους, ο Κολοκοτρώνης τους αποκάλεσε «βρε Έλληνες». Από τότε το κέφι τους άρχισε να χαλάει.

Σήμερα οι Γραικοί δεν διασκεδάζουν πια.

Είναι λάθος να τα βάλει κανείς με τον Κολοκοτρώνη.

Ήταν μεγάλος και λεβέντης, είπε επίσης και το «ΦΩΤΙΑ ΚΑΙ ΤΣΕΚΟΥΡΙ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΕΝΟΥΣ» και το εφάρμοσε κιόλας, αλλά να λέμε τα σύκα - σύκα και τη σκάφη - σκάφη; Εκείνο το «βρε Έλληνες» ήταν η αρχή του κακού.

Ξέρω τι ακριβώς έφταιξε. Θυμάμαι αμυδρά τον Κολοκοτρώνη, με περικεφαλαία αλλά χωρίς φούντα στο σπαθί, να μας βγάζει λόγο απ’ τα κεραμίδια και να μας λέει «βρε Έλληνες» και άπαντες να φρικάρουμε.

ΑΛΛΑ ΚΑΝΕΙΣ ΕΞ ΗΜΩΝ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΤΟΤΕ ΤΗΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗ ΤΟΛΜΗ ΚΑΙ ΕΥΠΡΕΠΕΙΑ ΝΑ ΤΟΝ ΒΑΛΕΙ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ.

Από τότε μας πήρε η κατηφόρα.

Είναι γνωστή ασφαλώς η ιστορία με τον Καστοριανό γουνέμπορο, που λείποντας κάποιο Πάσχα στην Ιταλία για μπίζνες, καθ’ ήν στιγμήν « τηλεφωνεί εις τον συνεταίρον του ήκουσεν αίφνης μακρινόν ήχον κλαρίνου. 0 ευαίσθητος γουνέμπορος συνεκινήθη σφόδρα, και διέταξε νά ’ρθη αμέσως το κλαρίνο στο τηλέφωνο.

Λοιπόν, επί 25,000 δραχμές άκουγε κι έκλαιγε εκεί στην μακρινή, στην πικρή ξενιτειά.

Η ιστορία είναι αληθινή»

Ο γουνέμπορος, γνήσιος Γραικός, υπήρξε ασφαλώς άνδρας έντιμος και σεβνταλής. Χαιρετίζω την εικόνα του. Μάγουλο μούσκεμα στα δάκρυα, σφιγμένο στ’ ακουστικό, ένα ποτήρι ουίσκι, ήχοι μέσα από το καλώδιο, μοναξιά του θανατά σε κάποιο Χίλτον. Τυπική εικόνα μη διασκεδάζοντας Γραικού. Εξ ίσου χαιρετίζω ανάλογες εικόνες με διαφορετικό ταξικά και ιδεολογικά περιεχόμενο  Γραικοί εμιγκρέδες αναζητώντας υποκατάστατα πατρίδας στις Ελληνικές ταβέρνες, μετανάστες αναζητώντας γκόμενες και υποκατάστατα ισοτιμίας σε Γερμανικές μπυραρίες  διανοούμενοι σπάζοντες καρύδια σε ταινίες τέχνης  εμποροϋπάλληλοι που — Σαββατόβραδο —προσπαθούν να κάνουν κεφάλι με Κουρτάκη, Μαλαματίνα, τσίπουρα και άλλα. Είναι όλες το ίδιο τυπικές. Στη διασκέδαση οι Γραικοί δεν ξέρουν διακρίσεις. Απλώς δεν διασκεδάζουν.

Οι Γραικοί είναι κατηφείς και θλιμμένοι. Πίνουν όχι για να ξεχάσουν, παρά για να γίνουν πιο ανθεκτικοί στις μνήμες. Πλαγιάζουν όχι για να κοιμηθούν, παρά για να ονειρευτούν. Αγαπάνε με απόλυτο πάθος και το κρύβουν με απόλυτη λεπτότητα.

Οι  Γραικοί είναι η μειοψηφία. Οι Γραικοί δεν γουστάρουνε τους παπατζήδες και τους ρουφιάνους. Αρνούνται να γίνουνε νταβατζήδες.

Οι Γραικοί νιώθουν ότι είναι χαμένο παιχνίδι.

 Οι πλείστοι των Γραικών είναι πεισμένοι ότι δεν είναι Γραικοί.

Προσπαθούν συνεπώς να διάγουν ως Έλληνες. Καπνίζουν τσιγάρα με φίλτρο για να αισθανθούν Έλληνες, Καπνίζουν Μάλμπορο και Γκωλουάζ για να αισθανθούν Έλληνες.

Ψηφίζουν στις βουλευτικές εκλογές για να αισθανθούν Έλληνες.

Ψηφίζουν Κάρτερ, Μπάιντεν, Τράμπ  και ΚΚΕ για να αισθανθούν Έλληνες.

Καμμιά φορά η φωνή του αίματος ξυπνά και κατεβαίνουν σε απεργίες και διαδηλώσεις, φωνάζουν βρωμιάρη διαιτητή φακ οφ και αμάν τη γκρίνια σου γυναίκα, γρήγορα όμως οι ψύχραιμοι τους ανακαλούν στην τάξη.

Πηγαίνουν τότε σινεμά, πηγαίνουν σε χασαποταβέρνες, ψαροταβέρνες, μπουζουξίδικα, θέατρα, μπουάτ, μπουρδέλα, ντισκοτέκ και παμπ και δεν διασκεδάζουν.

Δεν μπορούν έτσι να διασκεδάσουν.

Άλλωστε, στο φινάλε δεν είναι κι Έλληνες.

Οι Έλληνες υπήρξαν λαός τρανός και μεγαλεπήβολος. Ανέπτυξαν τέχνες και επιστήμες, μπόι και κομπορρημοσύνη, έφτασαν και την Οικουμένη ολόκληρη να διεκδικήσουν και εν μέρει να κατακτήσουν, κάποτε όμως η ώρα τους ήρθε.

Πρώτος ο Μόμμιος τους έβαλε χέρι ατιμωρητί. Ακολούθως πλείστοι άλλοι, κατακτητές, πειρατές, ορδές και λοιπά, με τη σειρά τους κατέκλυσαν την νότιο Βαλκανική.

Άλλοι ήρθαν περαστικοί και φύγανε. Άλλοι περαστικοί και μείνανε. Άλλοι για να κάτσουν και στρογγυλοκάθισαν. Άλλοι για να κάτσουν και τα ίχνη τους χάθηκαν.

Όλοι όμως σε κάποιο βαθμό αφομοιωθήκανε, κι όλοι, σε κάποιο ανάλογο βαθμό, αφομοιώσανε. Και με τον καθένα που ερχότανε το χαρμάνι πλούταινε.

Και ήρθαν πολλοί.

Δεν ήρθαν τα ακόλουθα έθνη και λαοί:
α) Ερυθρόδερμοι, Αυστραλοί (ιθαγενείς), Τασμανοί.
β) Κινέζοι, Ινδοκινέζοι, Ιάπωνες,
γ) Ινδοί, Μαλαίσιοι, Μαλγάσοι.
δ) Νέγροι γενικώς. Βουσμάνοι»
ε) Βάσκοι
ζ) Κέλτες.

Τα υπόλοιπα πέρασαν, σχεδόν απαξάπαντα. Και μπορεί να μη χτίσανε Παρθενώνες. Μπορεί, όπως φερ΄ ειπείν οι ένδοξες στρατιές του Κρούμμου, να καταντήσαν φόρου υποτελή στην Άγια Πετρούπολη. Μπορεί να χαθήκαν εντελώς από την ιστορία κατά
τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ο Βαγιαζΐτ — ο επιλεγόμενος Γιλδιρίμ — πέθανε σε κλουβί. Όμως κάτι όλοι τους αφήσανε. Τουλάχιστο λίγη σάρκα κι αίμα. Έστω για λίπασμα.

Το ζήτημα όμως δεν είναι στα γονίδια. Ξέρουμε ότι όλοι οι λαοί είναι μπάσταρδοι, κι αυτό πια λίγο μας απασχολεί. Το ζήτημα είναι στην κουλτούρα.

Κανείς λαός- δεν επιζεί της κουλτούρας-του. Οι Έλληνες ξεμπερδέψανε μαζί με τη δουλοκτησία, μαζί με την πόλη - κράτος, μαζί με τα συμπόσια, μαζί με την κλασσική παιδεραστία και το δωδεκάθεο. Δώσαν ότι είχανε στα χαρμάνι του μέλλοντος κι απαρνιθήκανε. Με σαντούρια, βιολιά και μπουζούκια, με Παναγιές με καλικάντζαρους, με καπηλειά και καφενέδες, με τεκέδες, μπαρμπουτιέρες, τσούσκες, λαχανοντολμάδες και λακέρδα, καταμεσής στα Βαλκάνια ξεμύτησαν οι Γραικοί.

Αλλά ούτε κι αυτοί δα επιζήσουνε της κουλτούρας τους.

Η κουλτούρα των Γραικών διαμορφώθηκε σε χρόνους δυσοίωνους. Η κουλτούρα των Γραικών δεν χρειάζονταν τσόντες. Η κουλτούρα των Γραικών, ήταν δυνατή, πλούσια και αυτάρκης. Η κουλτούρα των Γραικών πεθαίνει θάνατον βίαιο.

Ήτανε πάντα βίαιη κουλτούρα.

Οι Γραικοί είναι δεμένοι με τα Βαλκάνια στον ίδιο βαθμό που οι Έλληνες ήταν με τη δουλοκτησία.

Οι δε δεν αντέξανε δίχως σκλάβους.

Οι μεν δεν θ’ αντέξουνε δίχως Βαλκάνια.

Το έθνος των Γραικών ενθύμιζε το τέρας του Φραγκεστάιν. Όμοια μ’ εκείνο αποτελείτο από μέλη νεκρών. Όμοια μ’ εκείνο ήταν πλήρες ζωτικότητας. Ομοίως είχε μια τρυφερότατη καρδιά.
Ομοίως άρχισε κάποτε να ξυπνά.

Τότε θεωρήθηκε σκόπιμο να του σπάσουν τον τσαμπουκά.
Έτσι αποφασίστηκε να αφαλοκόψουν τους Γραικούς από τα Βαλκάνια.

«Βρε Έλληνες», τους είπανε, «φαίνεστε μεν όμοιοι κι ίδιοι  μ’ όλους αυτούς τους Σέρβους, Βούλγαρους, Ρουμάνους, Βλάχους, Αρβανίτες κτλ. κτλ. που βλέπετε εδώ στη γύρα, πλην δεν είστε. Εσείς προέρχεστε από αρχαίο παπάρι».

Το ρεζουμέ ήταν ότι το παπάρι εκείνο είχε μεν κοπεί κάποτε, πλην είχε προλάβει να μπολιάσει κόσμο κατά Δύση μεριά. Τώρα οι Γραικοί έπρεπε να στραφούν προς την Δύσιν για να ξαναγίνουν άνθρωποι.

Και άρχισαν να πίνουν μπύρα.

Δεν μ’ ενδιαφέρει αν ο Κολοκοτρώνης είχε όταν αμόλαγε το βρε Έλληνες» συνείδηση του ρόλου του. Ίσως υπήρξε άδολο θύμα πονηρών χωροφυλάκων, ίσως υπήρξε και ολίγον οπορτουνιστής εμένα όμως αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι τ’ ότι οι Γραικοί,
περίλυποι κι απονενοημένοι, κομπλεξαρισμένοι, λιγόπιστοι κι αιώνια καψούρηδες, το φάγανε. Και το φάγανε μέσα και βαθιά. Και άρχισαν να απογραικοποιούνται.

Οι Γραικοί είναι άξιοι της τύχης τους. Κατούρησαν το γάλα της μάννας τους και προτιμήσανε το Νεστλέ, και μάλιστα σε μορφή ενέσιμη. Γι’ αυτό δεν ωριμάσανε ποτέ. Γι’ αυτό γερνάνε σε μια φυματική εφηβεία.

Οι Γραικοί υπάρχουν ακόμα. Είχανε ρίζες πολύ βαθιές. Αλλά ασυνείδητες δυνάμεις τους συντηρούν, κι όχι καμμιά κανενός είδους θεληματική προσπάθεια. Αρνήθηκαν τον δικό τους κόσμο, Αρνήθηκαν τα προϊόντα της δικής τους παραγωγής. Τα εισαγωγής τους έμειναν για πάντα ξένα. Πώς να διασκεδάσει ο Γραικός με ντίσκο, τέκνο, ηλεκτρονική μουσική;

Οι Γραικοί δεν βολεύονται με υποκατάστατα. Έχουν χάσει τον παλιό τους τρόπο να ζουν και να χαίρονται. Δεν έχουν φτιάξει καινούργιο.

Τρώνε τις κουράδες που τους σερβίρουνε, αλλά ανηδόνιστα.
Ακούνε μουσική που δεν τη γουστάρουνε.

Πάνε σινεμά και δεν το χαίρονται,
Βλέπουνε τηλεόραση και βρίζουνε.

Πάνε στο θέατρο και δεν τη βρίσκουνε.

Πάνε στις ταβέρνες και δεν τραγουδάν.

Πάνε στις ταβέρνες και δεν χορεύουνε.

Χορεύουνε και τραγουδάν και δεν τη βρίσκουνε.

Γράφουνε και δεν τη βρίσκουνε.

Διαβάζουνε και δεν τη βρίσκουνε.

Πάνε σε χώρους μαζικής συναναστροφής και νιώθουν μόνοι τους.
Είναι μόνοι τους.  Ανηδόνιστοι.

Οι Γραικοί ούτε με την παλιά τους δεν βολεύονται πλέον κουλτούρα.

Οι καιροί έχουν αλλάξει. Οι ίδιοι έχουν αλλάξει.

Αν δεν βρουν τρόπο να φτιάξουν καινούργια, αν δεν βρουν έναν καινούργιο τρόπο να διασκεδάζουν, αν δεν φτιάξουν έναν δικό τους τρόπο να υπάρχουν, απλώς τότε στο φινάλε θα πάψουν να υπάρχουν.

Ο τόπος όμως τούτος ο χλοερός δεν θα μείνει άδειος. Ιδού που έκθαμβοι παρακολουθούμε μια καινούργια φάρα να ξετσουτσουνίζει μπροστά στα ίδια μας τα μάτια. Αποτελείται απ’ αυτούς που κύλησαν στο λούκι των ολιγοστών εκείνων Γραικών οι οποίοι, κατά τα χρόνια εκείνα τα περίλαμπρα του 1821, χρημάτισαν ρουφιάνοι.
Είναι τώρα περισσότερο ισχυροί. Αποτελούν την απόλυτον πλειοψηφία.

Ονομάζονται Νεοέλληνες.

Οι Νεοέλληνες πίνουν νοθευμένα ποτά. Άλλωστε δεν ξέρουν να πίνουν.

Καπνίζουν νοθευμένα τσιγάρα. Χρησιμοποιούν νοθευμένη βενζίνη. Συναλλάσσονται με νοθευμένο νόμισμα. Έχουν νοθευμένα αισθήματα. Έχουν νοθευμένα υποκατάστατα.

Εν αντιθέσει προς τους ευγενείς Γραικούς, οι Νεοέλληνες απολαμβάνουν τα σκατά που τρώνε. Διασκεδάζουν δηλαδή εν γένει καλά. Γεμάτοι χοιρινή ζωντάνια δεν παραλείπουν να θεσμοποιήσουν τις προτιμήσεις τους, και αόκνως οργανώνουν κατάσταση κομμένη στα μέτρα τους και ραμμένη πάλι στα μέτρα τους.

Μάστοροι δε εις την προπαγάνδα έχουν πείσει όχι μόνον την ταλαντευόμενη μάζα, αλλά και πολλούς Γραικούς ακόμη, ότι πρόκειται περί της ιδεωδεστέρας εφικτής καταστάσεως. Και —αντιδράσεως μη υπαρχούσης — καθημερινά αυξάνονται και πληθύνονται. Και καθημερινά εμπλουτίζουν τον εις τα μέτρα των φτιαγμένο κόσμο τους με συναρπαστικά φώτα νέον και φορμάικες, με πιτσαρίες, σπαγγετερίες, καφετερίες, σνακ - μπαρ και Άζαξ για τα τζάμια, με Πάριο, Βοσκόπουλο, Πάολα, Τσίρκα, Βούλγαρη, Αγγελόπουλο και πλήθος χαλέδες.

Που ακούνε Μαρινέλλα, Βίσση, Καζαντζίδη.

Βλέπουν Βουτσά, Χατζηχρήστο, Σασμό, Ειδήσεις.

Παρακολουθούν τηλεόραση για τις διαφημίσεις.

Πίνουν Μεταξά, Βότκα, Ουίσκι και διασκεδάζουν.

Που ακούν εν γένει μουσική του πρωκτού και διασκεδάζουν.
Που βλέπουνε ταινίες του πρωκτού και διασκεδάζουν.

Που πάνε στις ταβέρνες και χλαπακιάζουνε και είναι βέβαιοι ότι διασκεδάζουνε.

Που δεν χορεύουνε και δεν τραγουδάν και διασκεδάζουνε.

Που διαβάζουνε Βίπερ και Νόρες και διασκεδάζουνε.

Που πάνε σε χώρους μαζικής συναναστροφής για να μένουν μόνοι τους, με τα κινητά τους ανοιγμένα στον τζόγο.

Που μένουν μόνοι τους.

Που δεν μιλάνε.

Δεν καταλαβαίνουν.

Δεν βλέπουν.

Δεν ακούνε.

Δεν δίνουν.

Δεν παίρνουν.

Που δεν μαθαίνουν.

Που πάνε βόλτα στην παραλία και λένε φτου γαμότο, πάλι κόσμο έχει σήμερα.

Αλλά και αυτοί δεν θα επιζήσουνε της κουλτούρας τους.

 

ΚΙΠΛΙΝΚ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ

 

ΚΙΠΛΙΝΚ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ


Αν να κρατάς καλά μπορείς το λογικό σου, όταν όλοι γύρω σου χαμένα τα ‘χουν και σένα κατηγορούν γι’ αυτή τη ταραχή τους.


Αν μπορείς να εμπιστεύεσαι τον ίδιο σου τον εαυτό, όταν όλος ο κόσμος γύρω σου αμφιβάλλει, όμως εσύ ξέρεις να συγχωρείς αυτή τη δυσπιστία.


Αν μπορείς να περιμένεις δίχως να χάνεις την υπομονή σου.


Και αν όλοι σε συκοφαντούν, το ψέμα εσύ ποτέ να μην καταδεχτείς.

Και αν σε μισούν, ποτέ στο μίσος μην ξεπέσεις.


Και να μην επιδεικνύεις ποτέ πόσο καλός και πόσο σοφός είσαι.


Αν να ονειρεύεσαι μπορείς - χωρίς να είσαι δούλος των ονείρων.

Αν να στοχάζεσαι - χωρίς να γίνει ο στοχασμός σκοπός σου.


Αν να αντικρίζεις είσ’ ικανός το θρίαμβο και τη συμφορά, κι όμοια μπορείς ν’ αντιμετωπίζεις αυτούς τους δυο τυραννικούς απατεώνες.


Αν αντέχεις ν’ ακούς όποια αλήθεια εσύ έχεις πει, απ’ τους κακούς παραλλαγμένη ώστε να μοιάζει για τους άμυαλους παγίδα, ή ως συντρίμμια να θωρείς όλα αυτά για τα οποία τη ζωή σου έχεις δώσει, και πάλι απ’ την αρχή να ξεκινάς να χτίζεις με φθαρμένα εργαλεία.


Αν μπορείς όλα όσα απέκτησες σε ένα σωρό να τα μαζέψεις, και δίχως φόβο μονομιάς, κορώνα – γράμματα, όλα αυτά να παίξεις, και να τα χάσεις και απ’ την αρχή να ξεκινήσεις πάλι, και ποτέ μιλιά απ’ το στόμα σου να βγει, για την απώλεια αυτή.


Αν νεύρα και καρδιά μπορείς και σπλάχνα και μυαλό όλα να τα ελέγχεις, για να δουλέψουν απ’ αρχής κι αν τα ‘χεις από πολύ καιρό παραμελημένα.


Και να κρατιέσαι πάντα ορθός όταν δεν σου έχει απομείνει παρά μόνο η Θέληση, φωνάζοντας σε όλα αυτά «Αντέξτε».


Αν με τα πλήθη να μιλάς μπορείς και την αγνότητά σου να κρατάς.


Με βασιλιάδες να διαβαίνεις, δίχως απ’ τους μικρούς να ξεμακραίνεις.


Αν μήτε εχθροί, μήτε φίλοι αγαπημένοι μπορούνε πια να σε πληγώσουν.


Αν όλον τον κόσμο αγαπάς, μα και ποτέ πάρα πολύ κανέναν.


Αν τις στιγμές του θυμού σου μακριά μπορείς να τις αφήσεις να διαβούν, την πρώτη ξαναβρίσκοντας γαλήνη.


Δική σου θα’ ναι τότε η Γη και όλα όσα επάνω της κι αν έχει.


Και –κάτι ακόμα πιο πολύ-
Άνδρας αληθινός θα είσαι πια παιδί μου.

ΕΝ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΙΚΙΑ 200π.χ.

 



ΕΝ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΙΚΙΑ 200π.χ.

 

Ότι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ’ ευχήν στην Αποικία

δεν μέν’ η ελάχιστη αμφιβολία,

και μ’ όλο που οπωσούν τραβούμ’ εμπρός,

ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, να έφθασε ο καιρός

να φέρουμε Πολιτικό Αναμορφωτή.



Όμως το πρόσκομμα κ’ ή δυσκολία

είναι που κάμνουνε μια ιστορία

μεγάλη κάθε πράγμα οι Αναμορφωταί αυτοί.

(Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ δεν τούς χρειάζονταν κανείς).

Για κάθε τί, για το παραμικρό ρωτούνε κ’ εξετάζουν,

κ’ ευθύς στον νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν,

με την απαίτηση να εκτελεστούν άνευ αναβολής.



Έχουνε και μια κλίση στις θυσίες.

Παραιτηθείτε από την κτήσιν σας εκείνη·

η κατοχή σας είναι επισφαλής

ή τέτοιες κτήσεις ακριβώς βλάπτουν τές αποικίες.

Παραιτηθείτε από την πρόσοδον αυτή,

κι από την άλληνα την συναφή,

Κι από την τρίτη τούτην, ως συνέπεια φυσική,

είναι μεν ουσιώδεις, αλλά τι να γίνει;

σάς δημιουργούν μία επιβλαβή ευθύνη.



Κι όσο στον έλεγχό τους προχωρούνε,

βρίσκουν και βρίσκουν περιττά, και να παυθούν ζητούνε

πράγματα πού όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς.



Κι όταν, με το καλό, τελειώσουνε την εργασία,

κι ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς,

απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία,

να δούμε τί απομένει πιά, μετά

τόση δεινότητα χειρουργική.



Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.

Να μη βιαζόμεθα είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία.

Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.

Έχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, η Αποικία.

Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;

Και τέλος πάντων, να, τραβούμ’ εμπρός.

 

ΤΑ ΜΑΡΙΝΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑ


 


ΤΑ ΜΑΡΙΝΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑ

Το ‘φερε η τύχη και μ’ άφησε ο Μήτσος πεντακόσια μέτρα απ’ τον Άγιο Βασίλειο. 

Ευτυχώς ήμουν στην κατηφόρα, όπως ερχόμουν απ’ το Πανόραμα, κι έτσι, τσουλώντας με σβησμένη τη μηχανή, έφτασα μέχρι το χωριό και σταμάτησα ακριβώς πάνω στον κεντρικό δρόμο που πηγαίνει για Καβάλα. Μετά άναψα τσιγάρο κι άρχισα να σκέφτομαι τι να κάνω.

Μήτσο, προς αποφυγήν παρεξηγήσεως, λένε τ’ αμάξι μου. Δεν το βάφτισα εγώ έτσι, το βάφτισε πριν τ’ αγοράσω εγώ ο πρώτος του ιδιοκτήτης, ο ταξίαρχος, και βέβαια τ’ όνομα τού ‘μείνε, - άσχετα που δημοσίως ποτέ δεν το μεταχειρίζομαι, γιατί, έτσι πιστεύω, στους ανθρώπους και στ’ αυτοκίνητα τα ονόματα ποτέ δεν αλλάζουν. Κάπνιζα λοιπόν και σκεφτόμουνα τι διάβολο να ‘παθε.

Είναι ένα Σίμκα του ’71, Σίμκα-Κράισλερ για την ακρίβεια, το Σπέσιαλ, και το ‘χω σε άθλια κατάσταση, γιατί - ενώ έχω πλήθος ανταλλακτικά- δεν αξιώθηκα ποτέ να βρω τα λεφτά και, κυρίως, να πάρω την απόφαση να το φτιάξω. Το πρόβλημα δεν είναι στη μηχανή' είναι στις λαμαρίνες, που είναι όλες σάπιες, και χρειάζονται έναν Πακτωλό λεφτά για να φτιαχτούνε' έτσι, επειδή με πονάει να φαίνεται τ’ αυτοκίνητό μου σακαράκα, αφήνω και τη μηχανή να πηγαίνει κατά διαβόλου, ενώ στην πραγματικότητα δεν θέλει τίποτα, καμιά φλάντζα εδώ, κανά λάστιχο παρά πέρα, ά, και να βάζω νερό και λάδια πού και πού. Κατά συνέπεια μ’ αφήνει πότε-πότε, για μαλακίες, για ένα τίποτα, κι εγώ, ο μαλάκας, άσχετος από μηχανή 40 χρόνια οδηγός, κάθομαι και καπνίζω και σκέφτομαι τι μπορεί να ‘παθε τ’ αμάξι και πώς μπορεί να μη χάσω το πλοίο.

Διότι έφευγα για Σαμοθράκη πρέπει να σας πω, και μη μου πείτε «καλά ρε τρελλέ, με 40 χρονών αμάξι βγήκες για ταξίδι;» γιατί θα σας απαντήσω ότι πρώτον δεν είναι 40 χρονών, είναι 39, του ’71 μοντέλο, και δεύτερον ότι ο υποφαινόμενος, δηλαδή εγώ, είμαι του ’51 μοντέλο και στίβω πέτρα άμα λάχει. Αφού λοιπόν εγώ, το αφεντικό, δουλεύω ακόμα και δεν καταλαβαίνω τίποτα, απαιτώ το ίδιο κι απ’ τον

εργάτη μου, δηλαδή το Σίμκα, που στο κάτω-κάτω είναι και πιτσιρίκι μπροστά μου. Κατέβηκα λοιπόν κι άνοιξα το καπό.

Τώρα, όσον αφορά την μηχανή, δύο βασικά πράγματα - όσο κι αν είμαι ντουγάνι, τα καταλαβαίνω. Πρώτον κοιτάμε τα λάδια, ωραία, έχουμε λάδια, και τώρα κοιτάμε τα νερά, γιατί ανέβασε και θερμοκρασία ο δείκτης. Ανοίγουμε την τάπα, με προσοχή μη μας έρθει στα μούτρα απ’ την πίεση και τα λοιπά, και βλέπουμε ότι δεν υπάρχει σταγόνα νερό. Μάλιστα. Δηλαδή πάλι καλά που έσβησε, διότι αλλιώς θα την πετάγαμε την αντίκα. Πήγα στο πίσω κάθισμα και πήρα ένα δίλιτρο πλαστικό μπουκάλι κόκα-κόλας με νερό, που το ‘χω πάντα μαζί μου για να καθαρίζω τα τζάμια, επειδή δεν δουλεύουν οι τζαμοκαθαριστήρες. Έκανε μία «χλουπ» και το πήρε όλο με άνεση. Ευτυχώς δίπλα είχε μπουγατσατζίδικο, πήγα και ξαναγέμισα, ευγενέστατοι οι άνθρωποι. Άλλες 3 βόλτες χρειάστηκα. Μέχρι τώρα δεν ήξερα πόσο νερό παίρνει όλο το σύστημα, τώρα ξέρω: 8 λίτρα παίρνει. Μετά έβαλα προσεκτικά την τάπα στην θέση της, έκλεισα το καπό και μπήκα πάλι στ’ αμάξι. Έβαλα μπροστά. Πήρε με τη μία.

Κοίταξα τα όργανα, (διότι έχει και όργανα το ταμπλό, και δουλεύουν όλα θαυμάσια εκτός από το ρολόι), και είδα ότι οι ενδείξεις ήταν όλες άριστες: θερμοκρασία, πίεση λαδιού, βενζίνη, όλα άψογα. Και η μηχανή ακούγονταν μιά χαρά. Έβαλα πρώτη και, όχι χωρίς κάποια αίσθηση ηρωισμού, ξεκίνησα. Ευτυχώς ο Περιστερώνας ήταν κοντά.

Λέω "ευτυχώς", γιατί σταματάω Πάντα στον Περιστερώνα για καφέ όποτε πηγαίνω Σαμοθράκη. Και, μια και σταμάτησα, είπα να ρίξω πάλι μια ματιά στα νερά. Και λείπαν έξι λίτρα. Από κάπου έχανε. Και πολύ.

Ο βενζινάς ήταν φιλικότατος: «Να!» μου είπε. «Από ‘δω χάνει. Δες! Το λάστιχο είναι κομμένο». Τι κομμένο, διαλυμένο ήταν. Τον κοίταξα. «Τι να σου πω», μου λέει, «μηχανικός δεν υπάρχει, αλλά και να υπήρχε τι θα μπορούσε να κάνει; Χρειάζεται -βλέπεις;- καινούργιο κολάρο. Και πού να βρεις τέτοιο κολάρο. Οδική Βοήθεια δεν έχεις;»

Δεν είχα. Ούτε ασφάλεια γενικώς είχα, διότι είχε λήξει. Ούτε Κ.Τ.Ε.Ο. είχα περάσει, αλλά αυτά, τα υπόλοιπα, δεν του τα είπα. Έμεινα να κοιτάζω το κομμένο λάστιχο, κι αυτός πήγε να βάλει βενζίνη δίπλα, σ’ ένα άλλο αυτοκίνητο που μόλις είχε σταματήσει. Κι όπως κοίταζα τα μυστηριώδη βάθη της μηχανής, νιώθω ένα χέρι στον ώμο μου, και γυρνάω και βλέπω τον Γιωργάκη.

Τώρα, όταν λέμε “Γιωργάκης”, μιλάμε για έναν τσίφτη 23 χρονών, - όπου να ‘ναι τα κλείνει -, στο μπόι μου σχεδόν, δηλαδή ψηλός, και λυγερός και κούκλος πανάθεμά τον. 

Τέσσερα χρόνια είχα να τον δω. Ή να τον ακούσω.

«Τζωρτζ!», φωνάζω, αγκαλιές, φιλιά, τον σπρώχνω να τον ξανακοιτάξω, «τι κάνεις ρε μπαγάσα;» του λέω.

«Καλά είμαι», μου λέει. Δείχνει χαρούμενος που με βλέπει. «Εσύ τι κάνεις».

«Πάω Σαμοθράκη», του λέω ευέλικτα. «Σαμοθράκη...» συλλαβίζει αργά, και τα μάτια του μεγαλώνουν. Θυμάται. Έχουμε πάει μαζί στη Σαμοθράκη. Δώδεκα; Δεκατρία χρόνια θα ‘χει; Τόσα.

Ποτέ δεν είχα καταλάβει αν πέρασε καλά στη Σαμοθράκη. Σκοτωνότανε βέβαια συνέχεια με τη μάνα του, αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα' μπορεί τελικά να είχε περάσει καλά. Πάντως φαίνεται ότι οι αναμνήσεις του είναι καλές. «Ωραία ήτανε», καταλήγει. «Θυμάσαι;» μου λέει εμένα.

Πώς δε θυμάμαι. «Καλά ρε», λέω, «εσύ τι νόμιζες, ότι ξεκούτιανα;» Γελάει.

«Κι όχι μόνο θυμάμαι, αλλά και τα κατσικάκια που κατέβαζες, ένα-ένα τα θυμάμαι, - εσύ, που κανονικά δεν τα ‘βαζες στο στόμα σου- και που έλεγες συνεχώς “βαριέμαι, βαριέμαι, βαρέθηκα, θα βαρεθώ, αν βαρεθώ όμως θα φύγουμε” θυμάμαι», γελάει, «και που βούτηξες στη βάθρα του Φονιά, που εγώ φοβόμουνα να μπω...»

«Ναι», με διακόπτει, «σιγά μη φοβόσουνα! Έκανες ότι φοβάσαι για να μου δώσεις θάρρος εμένα, τι, νόμιζες ότι δεν το καταλάβαινα;»

Εγώ βέβαια στ’ αλήθεια φοβόμουνα, μην πάθω καμμιά κρυοπληξία δηλαδή, (γιατί το νερό ήτανε παγωμένο), αλλά κάνω την πάπια, διότι και να επιμείνω ότι φοβόμουνα δεν θα με πιστέψει, άσε που με συμφέρει κι όλας έτσι που τα θυμάται.

«Τέλος πάντων», λέω, «ας αφήσου με τη Σαμοθράκη, εσύ πες μου ρε μπαγάσα, τι κάνεις; Για πού το ‘βαλές; Διακοπές, ε;»

«Α, μπα», μου λέει, «για δυό - τρεις μέρες πάμε στην Ολυμπιάδα, διακοπές πήγαμε, τρεις βδομάδες στα νησιά ήμασταν».

Τότε σκέφτομαι και κοιτάω μέσα στ’ αμάξι του. Βλέπω ένα κορίτσι στο μπροστινό κάθισμα, αλλά ο Γιωργάκης δε λέει τίποτα και προτιμά) να μην κάνω κανένα σχόλιο. Δεν είχα προλάβει να τον δω με κορίτσι.

«Το αμαξάκι καινούργιο;» του δείχνω με το μάτι.

«Ε, βέβαια», μου λέει, «καλό βγήκε;» του λέω, «ούου», μου λέει, «καιρό το ‘χεις;» του λέω, «κοντά ένα χρόνο», μου λέει, «φαίνεται τζάμι», του λέω. «Ε, βέβαια», μου λέει. «Και με τη σχολή πότε τελειώνεις;» τον ρωτάω.

«Ε, έχω ακόμη», απαντάει. «Καλά κάνεις», του λέω' «γρήγορα τ’ αμάξι, αργά το πανεπιστήμιο. Σωστός!»

Γελάμε. «Και για φαντάρος πότε σχεδιάζεις;» ρωτάω. «Ε», μου λέει, «άσε πρώτα να τελειώσω και μετά βλέπουμε. Έχω καιρό». «Βρε καλά κάνεις», του λέω' «εγώ, που υπηρετώ τόσα χρόνια την πατρίδα, τι κατάλαβα;»

Ξεκαρδίζεται. Ξέρει ότι δεν πήγα φαντάρος. «Πάντως τον μισό δρόμο μέχρι τη Φερράρι τον έκανες», αλλάζω πάλι κουβέντα. «Ε όχι και τον μισό δρόμο», λέει. «Ακόμα έχουμε...». Γελάμε και οι δύο.

Χαίρομαι που στεκόμαστε έτσι και γελάμε. Κοντά 9 χρόνια τον είχα κοντά μου και τον μεγάλωνα, δηλαδή τρίχες τον μεγάλωνα, μόνος του μεγάλωσε. Εγώ προσπαθούσα μονάχα να βάζω μέλι στις γκρατζουνιές, αυτό έκανα.

«Εσύ ακόμα με το Σίμκα είσαι;» ρωτάει ρητορικά.

«Εμ, δε βλέπεις;» λέω κι εγώ ρητορικότερα.

«Βρε το θηρίο», λέει με προφανή εκτίμηση, «αντέχει ακόμα το σκυλί. Πόσο χρονώ είναι; 30;» Τότε διόλου δεν το εκτιμούσε.

«Τι 30», του λέω, «39 και βάλε είναι, του 71 μοντέλο είναι. Αλλά τι να το κάνω που είναι θηρίο; Θηρίο - ξεθηρίο άμα δεν το χαϊδεύεις και λίγο χέσε μέσα. Να, πάλι μ’ άφησε».

 Έχει σκύψει, κι έχει χωθεί ο μισός μέσα στη μηχανή. «Τι έπαθε;» τον ακούω. «Χάνει νερά», του λέω, αλλά δεν μου δίνει σημασία, κάτι κάνει με τα χέρια του, πάντα πιάνανε πολύ τα χέρια του.

Σηκώνει το κεφάλι του. «Τίποτα δεν έχει», μου λέει, «ένα κολλάρο σχίστηκε». «Δεν ξέρω τι έχει», λέω φιλοσοφικά, «εγώ εκείνο που ξέρω είναι ότι το αμάξι δεν κινείται».

Είχε χώσει πάλι το κεφάλι μέσα και κάτι έκανε με τα χέρια του. «Πάρτο!» μου λέει, και μου δίνει κάτι πίσω απ’ την πλάτη του. Το παίρνω, είναι το λάστιχο, είναι, είπαμε, σε αθλία κατάσταση, μου ‘κανε και χάλια τα χέρια μου. «Τι να το κάνω;» του λέω. «Καν’ το κορνίζα!» φωνάζει απ’ το βάθος του καπό, δεν γελάω, «ή κράτα το για δείγμα μπας και βρεις κάποια στιγμή κανένα ίδιο». «Μπα», πετιέται ο βενζινάς, που έχει έρθει δίπλα και κοιτάει, «πού να βρει ίδιο, δεν υπάρχουν στην αγορά, πού να βρει κολάρο για 30 χρονών αυτοκίνητο». «39», τον διορθώνω. Ο Γιωργάκης έβγαλε πάλι το κεφάλι του. Κοίταξε αριστερά-δεξιά. Ήτανε δίπλα μιά βρύση με λάστιχο ποτίσματος επάνω. «Μάστορα», λέει στον βενζινά, «σε πειράζει να κόψω 20-30 πόντους λάστιχο;» «Δεν χρειάζεται», λέει ο βενζινάς, «έχω καινούργιο στην αποθήκη, πάω να σου φέρω, μισό μέτρο φτάνει;» «20-30 πόντους φτάνει», λέει ο Γ ιωργάκης.

Φιλοτιμήθηκε ο άνθρωπος, πήγε κι ήρθε. Ο Γιωργάκης κάτι έκανε με τα χέρια του. «Αυτά τα λάστιχα είναι ειδικά για ν’ αντέχουν θερμοκρασίες», άρχισε να μου εξηγεί μέσα από τη μηχανή. «Εγώ όμως έβγαλα το λάστιχο από το καλοριφέρ, το έβαλα στη θέση του κομμένου, και απλά ήθελα ένα γερό λάστιχο για το κλείσιμο, αυτό δεν χρειάζεται να ‘ναι ειδικό, εκεί το νερό που κυκλοφορεί είναι κρύο». Έβγαλε το κεφάλι του, τεντώθηκε και με κοίταξε. «Έτοιμος», μου λέει. «Απλά κάποια στιγμή πρέπει να το φτιάξεις κανονικά, γιατί έτσι δεν έχεις καλοριφέρ». «Ποιος το γαμάει το καλοριφέρ Αυγουστιάτικα», λέω. «Νοέμβρη - Δεκέμβρη βλέπουμε». Γελάσαμε. Τον κοίταξα. Μετά κοίταξα τον βενζινά με υπερηφάνεια. «Πάντως μάστορα», του λέω, «χωρίς το λάστιχό σου δεν θα γινότανε τίποτα».

Γελάσαμε και οι τρεις. Μετά ο Γιωργάκης έξυσε το κεφάλι του. «Άντε», λέει, λίγο μασημένα, «σιγά-σιγά καλύτερα να φεύγουμε. Θα ‘χει σκάση κι αυτή η καημένη τόση ώρα εκεί μέσα». Πάλι δεν ρώτησα τίποτα. Το μόνο που είχα ήταν να τον αποχαιρετήσω. «Έχεις δίκιο», του λέω. «Άντε! Να πάτε στο καλό!»

Τον έπιασα απ’ τους ώμους. «Κι ένα μεγάλο μπράβο ρε Τζώρτζ», του λέω. «Είσαι φοβερός! Και χίλια ευχαριστώ να σου πω λίγα είναι, μ’ έσωσες». «Σιγά», μου λέει, «τι έκανα, δεν ήταν τίποτα». Κοιταζόμασταν. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα. Ένα-ένα. «Άντε», του λέω, «κάντε την τώρα, και να περάστε καλά, μ’ ακούς; Και κάντε και καμιά βουτιά και για μένα». «Γιατί, εσύ τι θα κάνεις στη Σαμοθράκη;» μου λέει. «Για σκέψου το λίγο!» του λέω. «Ωχ!» λέει, «κατάλαβα, κατσίκια και τσίπουρα μέχρι πρωίας!» Γελάσαμε. Τον έπιασα και τον φίλησα σταυρωτά. Με φίλησε κι αυτός. Τον έσπρωξα προς το αυτοκίνητο.

«Και όπως είπαμε!» του φωνάζω. «Ζώνη ασφαλείας και ΔΕΝ τρέχουμε!» Γέλασε πάλι. Μπήκε μέσα, ένα χέρι κουνήθηκε στο παράθυρο κι έφυγε βολίδα. Πάντως ζώνη ασφαλείας, - τον είδα-, έβαλε.

Μετά μπήκα κι εγώ στ’ αμάξι μου, κορνάρισα ευγενέστατα στον βενζινά, και ξεκίνησα. Πήγαινα αργά, γιατί δεν βιαζόμουνα. Δεν είχα και μυαλό για να οδηγήσω. Έξω απ’ τη Νέα Μάδυτο έκανα δεξιά, προς το χωριό, έκανα μανούβρα επί τόπου και γύρισα ντουγρού πίσω, χωρίς στάση. Ο δυόσμος - έχω αυτοφυή δυόσμο στον κήπο- ξεχείλιζε ανθισμένος και μοσχοβολούσε.

Κάθισα στη βεράντα. «Ηδύοσμος», σκεφτόμουνα. Ο πατέρας μου είχε ανακαλύψει ότι ο δυόσμος ?-η λέξη- (βγαίνει από το “ηδύοσμος”, - αυτός με την απολαυστική μυρωδιά -, και είχε κολλήσει στο βαζάκι όπου τον φύλαγε μια ετικέτα, και “ηδύοσμος” είχε γράψει επάνω με τα ωραία του γράμματα. Αργότερα βέβαια εγώ είχα πετάξει την ετικέτα, γιατί δεν μου αρέσουν οι ετικέτες στα βάζα. Ύστερα θυμήθηκα που κάπου είχα ακούσει για “διοσμαρίνια”. Λένε, άραγε, έτσι κάπου τον δυόσμο; Ή μήπως τα διοσμαρίνια δεν είναι παρά τα “Διός μαρίνια”, τα μαρίνια του Δία, τα μαρίνια του Θεού; Σηκώθηκα κι έκοψα μια αγκαλιά δυόσμο, να τον πάω στο Βογιατζή, και την πέταξα στ’ αμάξι, στη θέση του συνοδηγού.

Κάθισα πάλι στη βεράντα. Νύχτωσε και ξημέρωσε. Μετά κοιμήθηκα καμιά- δυο ώρες και ξεκίνησα πάλι για Σαμοθράκη. Στο δρόμο δεν είχα κανένα πρόβλημα, μόνο που στην Καβάλα πλακώθηκα στα τσίπουρα και μετά, εξ αιτίας και της αϋπνίας, έξω από το Πόρτο Λάγος ψιλοκατέρευσα, με αποτέλεσμα να πάω σ’ ένα κάμπινγκ εκεί, στο Φανάρι, με σκοπό να πάρω έναν υπνάκο να συνέλθω, και τελικά πέρασα εκεί τη νύχτα και με φάγανε και τα κουνούπια. Πάντως την άλλη μέρα έφτασα μια χαρά στη Σαμοθράκη. Εκεί όμως, δεν πρόλαβα να βγω απ’ την Καμαριώτισσα, το Σίμκα μ’ άφησε πάλι. Ευτυχώς δεν ήταν τίποτα σοβαρό, μπουζί και πλατίνες.

«Τι ωραίος δυόσμος!» είπε ο άνθρωπος που μ’ εξυπηρέτησε. Περιέργως ήταν ακόμα ολόφρεσκος, σαν μόλις να τον είχα κόψει. Του τον έδωσα όλον, με το ζόρι του τον έδωσα, ντρεπότανε να τον πάρει. Μετά πήγα να βρω τον Βογιατζή.

«Για να δω τι σου κάναν εδώ!» είπε με στυφό ύφος ο Βογιατζής μελετώντας τη μηχανή. Του αρέσει να κάνη παρατηρήσεις. «Μμμ...» είπε. «Ξέρεις ότι τώρα δεν έχεις καλοριφέρ;»

«Το ξέρω», του είπα.

«Κάτι στάζει εδώ», είπε. Ανησύχησα. Έσκυψα βιαστικά να δω. «Πού;» ρώτησα.

Μού ‘δείξε. «Τίποτα», είπε, «δεν είναι, γράσο είναι».

Έφυγε να πάει να τηγανίσει τα ψάρια κι άφησε το καπό ανοιχτό. Έβαλα το δάχτυλό μου εκεί που είχε δείξει, το μύρισα και μετά το έγλειψα. Δεν ήτανε γράσο. Ήτανε μέλι.

Έμεινα στη Σαμοθράκη μια βδομάδα, όπως ήταν προγραμματισμένο, έγινε ό,τι έγινε, και μετά γύρισα πίσω. Έφτασα μαύρη νύχτα, γιατί το καράβι έφευγε απόγεμα, και οδηγούσα και αργά γιατί δεν έχω καλά φώτα.

Ακόμα τ’ αμάξι μοσχοβολούσε δυόσμο.

(Του Κλήμη Στακτόπουλου)

 

 


 

Η ΜΑΧΗ ΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ






Η ΜΑΧΗ ΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ

Στάσου πάνω στην γη με αξιοπρέπεια π’ αξίζεις….
Δείξε πως είσαι έτοιμος μέχρι θανάτου να πολεμήσεις…..
Τα χέρια σου να κρατούν το σπαθί να το δει ο εχθρός….
Η κοφτερή του άκρη να ‘ν’ στραμμένη προς τα μπρος.
Οριοθέτησε βρες μια περιοχή και γίνε κύριος της. …….
Να εκπέμπεις δύναμη σιωπηλά άγρυπνος φρουρός της…..
Η ψυχική ορμή σου , ψυχής η θέρμη έχει όλη αφυπνιστεί….
αλλά κρυμμένη παραμένει έτοιμη να αποκαλυφθεί…..
Ο αντίπαλος σου είθε να δει ότι μπροστά του στέκεται….
ολάκερο σύμπαν που με ζήλο θαρρετά αντιστέκεται……
Κι αν είναι απαραίτητο αλλάλλαξε , κράξε , βρυχήσου…..
Βγάλε μια κραυγή όπως ο λύκος στα βουνά…. ξεχύσου….

Κάνε τον αντίπαλο σου να ανατριχιάσει…. να δειλιάσει…..
Τρόμαξε τον με μι’ αστραφτερή ματιά…. Να κομπιάσει….
Η μάχη θα αποφευχθεί…. Η αψιμαχία να κοπάσει…..
Η ζωή θα διατηρηθεί…. Μια νίκη να γιορτάσει….
Ακόμα κι αν θριάμβευσες, αποχώρησε με ταπεινοφροσύνη.
Αυτός είν’ ο δρόμος, μοίρα του πολεμιστή…. : Η ΜΑΧΗ ΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ!!!!!!!!!!!.........

Ένας αληθινός Πολεμιστής είν’ πάντα σε εγρήγορση μα ήρεμα…..
επαγρυπνεί αδιάκοπα….. μ’ απόλυτη φυγή…. απ’ τ’ είναι του τα’ εφήμερα…..
Για να μπορέσεις μέσα σου να δεις λες πως πρέπει…..
Τα μάτια σου ολότελα ορθάνοιχτα….. καλά να έχεις…..
Δες η καρδιά σου πώς είναι καθαρή γεμάτη φως πάντα ελεύθερη…..
Πού σε οδηγεί η ζωή σου αυτή την στιγμή…. με σκέψη ανέφελη…..
Πηγαίνεις εκεί όπου θες να πάς;…. παρατήρησε….
Κει που θες , ποθείς κι αγαπάς…. ή απλά παρασύρεσαι;…..
Στάσου πάνω στην γη με αξιοπρέπεια π’ αξίζεις….
Δείξε πως είσαι έτοιμος μέχρι θανάτου να πολεμήσεις…..
Τα χέρια σου να κρατούν το σπαθί να το δει ο εχθρός….
Η κοφτερή του άκρη να ‘ν’ στραμμένη προς τα μπρος.
Οριοθέτησε βρες μια περιοχή και γίνε κύριος της. …….
Να εκπέμπεις δύναμη σιωπηλά άγρυπνος φρουρός της…..
Η ψυχική ορμή σου , ψυχής η θέρμη έχει όλη αφυπνιστεί….
αλλά κρυμμένη παραμένει έτοιμη να αποκαλυφθεί…..
Ο αντίπαλος σου είθε να δει ότι μπροστά του στέκεται….
ολάκερο σύμπαν που με ζήλο θαρρετά αντιστέκεται……
Κι αν είναι απαραίτητο αλλάλλαξε , κράξε , βρυχήσου…..
Βγάλε μια κραυγή όπως ο λύκος στα βουνά…. ξεχύσου….
Κάνε τον αντίπαλο σου να ανατριχιάσει…. να δειλιάσει…..
Τρόμαξε τον με μι’ αστραφτερή ματιά…. Να κομπιάσει….
Η μάχη θα αποφευχθεί…. Η αψιμαχία να κοπάσει…..
Η ζωή θα διατηρηθεί…. Μια νίκη να γιορτάσει….
Ακόμα κι αν θριάμβευσες, αποχώρησε με ταπεινοφροσύνη.
Αυτός είν’ ο δρόμος μοίρα του πολεμιστή…. : 
Η ΜΑΧΗ ΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ!!!!!!!!!!!.........
Αρκετά!... περίμενες πάρα πολύ καιρό και δεν ενέργησες,….
τα πράγματα θ’ ακολουθήσουν μια φυσική ροή νόμισες…..
καλό…αφήνοντας για άλλη μια φορά κι όμως δεν το ‘καναν…..
κι επομένως συ να δράσεις πρέπει…. όπως πάντα έμελλαν……
Ο εχθρός σου περισσότερο απ' όσο θα ‘πρεπε έχει προχωρήσει…..
κι ισοπέδωσε κάθε αξία κάθε άνθρωπο που έχει συναντήσει…..
στον δρόμο πίσω του πολλά τα δάκρυα και πόνο έχει γεμίσει!
Αυτά όλα παρ' όλο που άφησε έξω κει.... δεν νιώθει τύψεις…….

 

 


Ο Αθάνατος Κόμης του Αγίου Γερμανού









Ο Αθάνατος Κόμης του Αγίου Γερμανού


Μιλώντας ο Βολταίρος για τον Κόμητα του Αγ. Γερμανού, έλεγε:

«Είναι ένας άνθρωπος πού τα ξέρει όλα και δεν πεθαί­νει ποτέ»

Ήταν μια μυστηριώδης μορ­φή, πού έδρασε κυρίως κατά τον 18ον αιώνα.
Τον παρουσιά­ζουν σαν έναν άνδρα 40-50 χρονών, μέτριου αναστήματος, με ισχυρή σωματική διάπλαση, ντυμένο πάντοτε μεγαλοπρεπώς και φέροντα πολλά κοσμή­ματα με πολύτιμους λίθους.

Συ­ζητούσε με μεγάλο θάρρος με τις πιο υψηλές προσωπικότητες και είχε πλήρη επίγνωση της ανωτερότητας του.
Ήταν έμπιστος του βασιλέως Λουδοβίκου ΙΕ', προς τον οποίο συμπεριφερόταν σαν ί­σος προς ίσον. Πολλές βραδιές συζητούσαν μαζί, και με την κα Ντέ Πομπαντούρ.
Λέγανε ότι o Λουδοβίκος τον είχε συχνά χρησιμοποιήσει στη μυστική δι­πλωματία.
Τον είχε στείλει στων Ολλανδία, να διαπραγματευτή με την Κυβέρνηση της, χωρίς να το ξέρη ο 'Υπουργός των Εξωτερικών Δούκας Σουαζέλ, ο οποίος όταν το έμαθε, εξεμάνει και πολύ θα ήθελε να τον κλεί­σει στη Βαστίλη.
Η καταγωγή του ήταν άγνω­στη σε όλους. Ο ίδιος δεν μι­λούσε γι’ αυτήν.
Τον έλεγαν νόθο «γιό της χήρας» του Καρόλου τού Β' της Ισπανίας και ενός Κόμητα. Άλλοι τον έλεγαν γιό ενός Πορτογάλου ή Αλσατού Εβραίου.
Άλλοι τον έλε­γαν γιό του Πρίγκιπα της Τρανσυλβανίας Φραγκίσκου Β' Ρακότσκυ, πού ανατράφηκε από τον Αυτοκράτορα της Αυστρίας.

Ο ίδιος, αναφερόμενος στη νεότητα του, μιλούσε για εκτεταμένα λιβάδια και ηλιοφώτιστα ανάκτορα. Τίποτα δεν είναι βέβαιο, αλλά και καμιά σημασία δεν έχει η καταγωγή του.
Γεγονός είναι ότι ο Κόμης του Αγίου Γερμανού ήταν μία διακεκριμένη προσωπικότητα και έλεγαν ότι απασχολείτο με τις απόκρυφες επιστήμες, ότι κα­τείχε το ελιξίριο της μακρο­ζωίας και ότι γνώριζε να κατασκευάζει αλχημιστικώς χρυσό.

Του άρεσε να διηγείται συνε­χώς ευχάριστες ιστορίες, με τις όποιες γοήτευε τούς ακροατές του.Εξ άλλου ήταν έξοχος μου­σικός, πού συνέθετε με μεγάλη ευκολία και με την ίδια επιτυχία έπαιζε βιολί. Λέγεται επίσης ότι ήταν έξοχος ζωγράφος, όχι όμως και ποιητής, όπως φαίνεται από ένα μέτριο σονέτο του και μια επιστολή πού είχε στείλει στη Μαρία Αντουανέτα, με προφητείες για το μέλλον της, σε στίχους χωρίς μέτρο.

Εκτός από την αλχημιστική κατασκευή χρυσού, έλεγαν ότι γνώριζε να κατασκευάζει διαμάντια και μαργαριτάρια. Του άρεσε να κάνη μεγαλοπρεπή δώρα. Η κυρία ντέ Ωσσέν διη­γείται ότι κάποτε ο Κόμης του Άγ. Γερμανού επεδείκνυε μπροστά της κοσμήματα στη βασίλισσα Μαρία Αντουανέτα. Η κ. ντέ Ωσσέν εξέφρασε τον θαυμασμό της για ένα σταυρό με λευκούς και πράσινους λί­θους. Ο Κόμης έσπευσε να της τον δωρίσει, μολονότι το κό­σμημα ήταν μεγάλης αξίας.
Ο Κόμης του Άγ. Γερμανού είχε μια περίεργη αδυναμία για τα κοσμήματα. Είχε μια πολύτι­μη συλλογή μέσα σ' ένα μικρό κιβώτιο, πού το μετέφερε πάντοτε μαζί του και του άρεσε να τα επιδεικνύει.
Η Κα ντέ Πομπαντούρ θαύμαζε τα διαμάντιά του, κα­θώς και η κόρη του Ιππότη Λαμπέρ, πού έλεγαν ότι ήταν ερωμένη του. Στους ζωγραφι­κούς του πίνακες κοσμούσε τα εικονιζόμενα πρόσωπα με πο­λύτιμους λίθους ζωηρών χρω­μάτων. Οι σύγχρονοι του δεν του συγχώρησαν αυτή την αδυναμία του για τα κοσμήμα­τα, όπως δεν του συγχώρησαν ότι του άρεσε η συντροφιά των ωραίων γυναικών της εποχής.
Εν τούτοις, πρέπει να παρα­δεχθούμε ότι είναι εσφαλμένη η αντίληψη ότι ο σοφός ή ο Μύστης πρέπει να είναι συνε­χώς συλλογισμένος, και ότι αν προσέξει μια ωραία γυναίκα ή γελάσει για κάποιο αστείο ή λάβει μέρος σε μία διασκέδαση, πρέπει να θεωρηθεί ότι κακώς χαρακτηρίστηκε σαν σοφός ή Μύστης.
Του άρεσε να λαμβάνει μέρος σε γεύματα με πολλούς προ­σκεκλημένους, συζητώντας με ενδιαφέρον, αλλά ουδέποτε άγγιζε τα φαγητά και ουδέποτε έπινε κρασί. Η τροφή του, την οποία παρασκεύαζε μόνος του, ήταν ένα μίγμα από άμυλο και βρώμη. Συνήθιζε να πίνει ένα ζεστό ρόφημα από σπόρους σιναμικής.
Αλλά εκείνο πού προ πάν­των δεν του συγχωρούσαν ήταν η καταπληκτική μακροζωία του, μακροζωία χωρίς ενδείξεις γήρατος, πού άγγιζε τα όρια του υπερφυσικού. Έλεγαν ότι κατείχε το ελιξίριο της αθανασίας.
Είπαμε ότι ο Κόμης του Άγ. Γερμανού ήταν φίλος και έμπι­στος του Λουδοβίκου 15ου και της κας ντέ Πομπαντούρ, η οποία πέθανε το 1764. Επομένως βρισκόταν σε δράση κατά την δεκαετία 1750-1760, όπου περιγράφεται ως 40 έως 50 ετών.

Εν τούτοις ο κ. Ραμώ και η κα ντέ Ζερζύ βεβαιώνουν και οι δύο ότι τον είχαν συναν­τήσει στη Βενετία κατά το 1710 και ότι είχε και τότε την εμφάνιση ανθρώπου 40-50 ετών.

Αν τούτο είναι ακριβές, εκμηδενίζει την άποψη ότι ήταν γιός της χήρας του Καρόλου Β' της Ισπανίας, ή τού Φραγκί­σκου Β' Ρακότσκυ, διότι τότε, το 1710, δεν θα ήταν δυνατόν να είναι μεγαλύτερος από 20 ετών. 
Και πώς παρέμενε ο ί­διος, 40-50 ετών, από το 1710 έως το 1760;

Από το 1737 μέχρι το 1742, ο Κόμης του Σαιν Ζερμαίν ζούσε στην αυλή του Σάχη της Περσίας, απασχολούμενος με αλχημική έρευνα.

Η μεγάλη του φήμη στο Πα­ρίσι είναι στη δεκαετία 1750- 1760.

Όλοι συμφωνούν ότι εί­χε τότε την εμφάνιση ανδρός 40-50 ετών. Εξαφανίζεται για 15 περίπου χρόνια και όταν η Κόμισσα ντ’ Αντεμάρ τον ξανα­βλέπει το 1775 διακηρύσσει ότι τον βρίσκει ξανανιωμένο. 
Και μετά 12 έτη τον βρίσκει να έχει πάντοτε την ίδια εμφάνιση.

Ο ίδιος άφηνε ευχαρίστως να γίνεται λόγος για τη μακρο­ζωία του.

Δεν το έλεγε θετικά, αλλά έκανε υπαινιγμούς, μιλών­τας σαν αυτόπτης μάρτυς για γεγονότα περασμένης εποχής, διηγούμενος αυτά με ζωηρότη­τα και με πολλές λεπτομέρειες.

Κάποτε είπε: «Αυτοί οι ανόητοι Παρισινοί νομίζουν ότι είμαι 500 ετών και βεβαιώ τούτο διότι βλέπω ότι τούς προξενεί ευχαρίστηση. Όχι διότι δεν είμαι πολύ περισσότερο ηλικιωμένος απ' όσο φαίνομαι».

Ο MAGRE γράφει: «Πρέπει να εκπλαγούμε τόσο πολύ βλέ­ποντας ότι οι συγγραφείς απομνημονευμάτων περιγράφουν έναν άνθρωπο για ένα ολόκληρο αιώνα με την ίδια εξωτερική εμφάνιση; Η ανθρώπινη ζωή μπορεί να έχει μία διάρκεια απεριόριστα μακρότερη από εκείνη πού της αποδίδουμε. Εί­ναι η κίνηση των νεύρων μας, η φλόγα της επιθυμίας μας, η οξύτης του φόβου μας πού καταναλίσκουν καθημερινώς τον οργανισμό μας. Εκείνος πού κατορθώνει να ανυψωθεί υπεράνω από τα πάθη του, να καταλύει μέσα του τον θυμό και τον φό­βο της ασθένειας και του θανάτου, μπορεί να νικήσει τη φθορά των ετών και να φθάσει σε μία ηλικία τουλάχιστο διπλή από εκείνη στην οποία φθάνουν εκείνοι πού πε­θαίνουν από γερατειά.
Δεν εί­ναι τίποτε το εξαιρετικό ο άν­θρωπος πού δεν έχει αγωνίες να διατηρεί τη νεότητά του. Ίσως ένας εσωτερικός τρόπος ενατενίσεως του χρόνου, η κα­τάλυση της ανυπομονησίας και της αναμονής να επιτρέπουν σ' έναν πολύ εξελιγμένο άνθρω­πο να ελαττώνει στο ελάχιστο τη φυσιολογική φθορά τού σώμα­τος».
Ο Κόμης του Άγ. Γερμανού φέρεται να κατέχει μερικά γεγο­νότα του μέλλοντος. Όταν μετά τον θάνατο του Λουδοβίκου 15ου ανέβηκε στο θρόνο της Γαλλίας ο Λουδοβίκος 16ος, ο Κόμης του Άγ. Γερμανού επέστρεψε στη Γαλλία, από την οποία από πολύ χρόνο απουσίαζε, και ζήτησε από την Κόμισσα ντ' Αντεμάρ να του κανονίσει μία συνάντηση με τη Μα­ρία Αντουανέτα. Στη βασίλισ­σα λέγει τα γεγονότα πού θα πραγματοποιηθούν μετά 15 έ­τη, την ανατροπή της μοναρ­χίας, την πτώση του κλήρου, τις καθημερινές καρατομήσεις, την τρομοκρατία.
Είναι περίεργο ότι και ο Νοστράδαμος προφήτευσε με κα­ταπληκτική ακρίβεια γεγονότα της Γαλλικής Επαναστάσεως δύο και πλέον αιώνες πριν εκραγεί. Αλλά και ο Κόμης Καλλιόστρο λέγεται ότι είχε επίσης προμαντεύσει γεγονότα της Μεγάλης Γαλλικής Επαναστάσεως.
Μερικοί συγχέουν τον Κόμητα του Άγ. Γερμανού με τον Κόμητα Καλλιόστρο, διότι και οι δύο ήσαν μυστηριώδη πρό­σωπα, αγνώστου καταγωγής, αναμεμιγμένα σε μυστικές Εταιρίες, πού έδρασαν πριν από τη Μεγάλη Γαλλική Επα­νάσταση, προικισμένα με μαγνητικές δυνάμεις, προφητικές ικανότητες, αλχημιστικές γνώ­σεις. 

Δεν ήσαν όμως το ίδιο πρόσωπο. Δεν είχαν άλλωστε, τις ίδιες πολιτικές κατευθύν­σεις.

Ο Κόμης Καλλιόστρο ή­ταν υπέρμαχος της επαναστάσεως. Είχε υποσκάψει το κύρος της βασιλείας κατά την περίφη­μη Δίκη της κλοπής του περιδέ­ραιου της Βασιλίσσης. Ο Κό­μης του Άγ. Γερμανού δυσπιστούσε προς την Επανάσταση, διότι δεν δεχόταν τις βιαιότητες στην πολιτική ζωή. Προέβλεπε τη μεγάλη ανατροπή πού θα έ­φερνε η Επανάσταση και προσπάθησε να προσανατολίσει τούς πρωτεργάτες της, σε μία ειρηνική κατεύθυνση, διαδίδον­τας μία φιλοσοφία, πού θα μπο­ρούσε να μεταμορφώσει τον κόσμο, χωρίς βιαιότητες.

Άλλες περίεργες διηγήσεις, αναφερόμενες στον Κόμητα του Άγ. Γερμανού, λέγουν ότι κατείχε την τέχνη όχι μόνον ο ίδιος να μη γερνά, αλλά να βοηθά και άλλους να διατηρούν την αιώνιο νεότητα. Έδινε πρόθυμα συνταγές για να εξαφανίζονται οι ρυτίδες των γυναι­κών ή για να αλλάζει το χρώμα των μαλλιών τους.
Η κα ντέ Ζερζύ λέγει στην κα ντέ Πομπαντούρ ότι ο Κό­μης του Άγ. Γερμανού της είχε δώσει στη Βενετία ένα ελιξίριο, πού της επέτρεπε να έχει για μακρό διάστημα την εμφάνιση γυναικός 25 χρονών. Ο Κόμης, ερωτηθείς από την Κα ντέ Πομπαντούρ σχετικά με την προ 50ετίας συνάντησή του με την Κα ντέ Ζερζύ και το ελιξίριο πού της έδωσε, απαντά γε­λώντας: «Αυτό δεν είναι αδύνατο, αλλά ομολογώ ότι αυτή η κυρία, την οποία σέβομαι, παραλογίζεται».
Το 1784 διαδόθηκε ότι ο Κόμης του Άγ. Γερμανού πέθανε στο Δουκάτο του Σλέβιγ, στο ανάκτορο τού Καρόλου της Έσσης. Αυτή ήταν η επίσημη χρονολογία τού θανάτου του. Αλλά ουδείς επιτάφιος λίθος ευρέθηκε. Το επόμενο έτος 1785 οι Γάλλοι Τέκτονες τον εξέλεξαν Αντιπρόσωπο σε μία μεγάλη Συνέλευση πού επρόκειτο να γίνει, μαζί με τον Μέσμερ, τον Σαίν Μαρτέν και τον Καλλιό­στρο.
Το επόμενο έτος επισκέφτηκε την Αυτοκράτειρα της Ρω­σίας Αικατερίνη.
Η Κόμισσα ντ’ Άντεμάρ διη­γείται λεπτομερώς μία συνάν­τηση πού είχε μαζί του το 1789, μετά την πτώση της Βαστίλης. Είχε την ίδια εμφάνιση, όπως προ 30 ετών. Της εί­πε ότι έρχονταν από την Κίνα και την Ιαπωνία. Της διηγείται περιληπτικά όλα τα γεγονότα πού θα συμβούν κατά τα επόμενα έτη, όπως την καρατόμηση της Βασίλισσας, πού πραγματοποιήθηκε μετά 4 χρόνια.
«Ξαναείδα τον Κόμητα του Άγ. Γερμανού — γράφει η Κα ντ' Αντεμάρ — κατά την καρα­τόμηση της Βασιλίσσης, κατά τις παραμονές του πραξικοπήματος του Ναπολέοντος, την επομένη της εκτελέσεως του Δουκός Ενγκιέν, κατά το 1815 πριν από την παλινόρθωση του Ναπολέοντος, και κατά το 1821. Είχε πάντοτε την ίδια εμφάνιση».
Η Κα ντέ Ζενλίς λέγει ότι τον συνάντησε στο Συνέδριο της Βιέννης και ο Κόμης ντέ Σαλόν βεβαιώνει ότι συνομίλησε μαζί του στην πλατεία τού Άγ. Μάρκου στη Βενετία, όπου ο ίδιος ήταν πρεσβευτής.
Συνεπώς ο Κόμης του Άγ. Γερμανού δεν πέθανε το 1784, αφοί υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για την ύπαρξή του σ' ένα διάστημα μεγαλύτερο από 35 χρόνια μετά τον υποτιθέμενο θάνατό του.
Ο Κόμης του Άγ. Γερμανού υπήρξε διακεκριμένο Μέλος του Ελευθεροτεκτονικού Τάγ­ματος και άλλων μυστικών Εταιριών. Στη Βιέννη συνεργά­στηκε στην ίδρυση της Εται­ρίας των «Ασιατικών Αδελ­φών» και των «Ιπποτών τού Φωτός». Λέγεται ότι αυτός δίδαξε τον Μέσμερ τις θεμελιώ­δεις αρχές τού Μαγνητισμού και των εφαρμογών του, καθώς και ότι μύησε τον Καλλιόστρο στον Ελευθεροτεκτονισμό.
Την εποχή εκείνη είχαν λά­βει μεγάλη διάδοση και ανάπτυξη οι μυστικές Εταιρίες. Το νέο πνεύμα εύρισκε διέξοδο με μορφή Συλλόγων και Λεσχών. Συνεστήθησαν και Τεκτονικές Στοές γυναικών. Η πριγκίπισσα Λαμπάλ, πού κατακρεουργήθηκε κα­τά την Επανάσταση από τον ό­χλο, είχε ανακηρυχθεί Μεγάλη Διδάσκαλος. Στη Γερμανία υπήρχαν οι «Πεφωτισμένοι-
Illuminati» και οι «Ιππότες της Αυστηρός Τηρήσεως». Ο Φρειδερίκος ο Β' ο Μέγας ανακηρύχτηκε Προ­στάτης του Τεκτονικού Τάγμα­τος. Στη Γαλλία είχε επανασυσταθεί το Τάγμα των Ναϊτών και ο Ελευθεροτεκτονισμός, με Μεγάλο Διδάσκαλο τον Δούκα της Σάρτρ, πολλαπλασίαζε τις Στοές του σε όλες τις πόλεις, ό­που είχαν μυηθεί όλοι οι μεγά­λοι άνδρες της Γαλλικής Επαναστάσεως, ο Μιραμπώ, ο Κοντορσέ, ο Δαντών, ο αδιάφθορος Ροβεσπιέρος. Μεγάλοι Αποκρυφιστές και Μυστικιστές συνεργάζονταν στις Τεκτονικές Στοές. Οι μεμυημένοι αυτών των οργανώσεων είχαν συνεί­δηση ότι ήταν οι θεματοφύλακες μιας μεγάλης κληρονομιάς, την οποία δεν γνώριζαν κατά βάθος, αλλά της οποίας αισθάνονταν την πελώρια αξία. Μιλούσαν για τον «Απολεσθέντα Λόγον», για τον οποίο έλεγαν ότι φυλάσσετε από άγνωστους αρχηγούς αυτών των Οργανώσεων, οι οποίοι θα τον απεκάλυπταν, σε όσους ήσαν άξιοι, χαρίζοντας σ' αυτούς την απολύτρωση και την αθανασία.
Την αθανασία του πνεύματος ο Κόμης του Αγίου Γερμανού προσπάθησε να δώσει σε με­ρικούς εκλεκτούς μεμυημένους, ελπίζοντας ότι καθένας απ' αυτούς, ανυψούμενος, θα ανύψωνε με τη σειρά του, τούς άλλους και έτσι μία πλατειά ακτινοβολία πνευματικότητος θα σκορπί­ζονταν βαθμηδόν, σε αγαθοποιά κύματα.
Ήταν ένα ευγενικό όνειρο, πού δυστυχώς δεν πραγματοποιήθηκε
Ο Κόμης του Άγ. Γερμανού εργάστηκε για την πραγματο­ποίησή του, Ίδρυσε την ομάδα των «Φιλαλήθων», οι οποίοι στρατολογούνταν από τις Τεκτονικές Στοές και ιδίως από τη Στοά των «Ηνωμένων φίλων». Ο πρίγκιπας της Έσσης, ο διά­σημος Κοντορσέ, ο Καλλιόστρο, υπήρξαν Μέλη των Φιλαλήθων.
Ο Κόμης του Άγ. Γερμανού εξέθεσε τη φιλοσοφία του σε δύο μεγάλες Συνελεύσεις των Τεκτονικών Στοών στο Παρίσι. Η φιλοσοφία του αποτελείτο από έναν Πλατωνικό Χριστιανι­σμό, διανθισμένο με τις διδασκαλίες του Σβένδεμπεργκ και του Μαρτινέζ ντέ Πασκαλλύ, με τις εκπορεύσεις του Πλωτίνου και την Ιεραρχία των δια­δοχικών πεδίων. Δίδασκε ότι ο άνθρωπος περικλείνει εντός του εαυτού του άπειρες δυνατότητες και ότι πρέπει να τείνει αδιάκοπα να απαλλαγεί από τις υλικές ανάγκες για να έλθει σε επικοινωνία με τον κόσμο των ανωτέρων πνευμάτων. Λίγοι τον εννόησαν. Οι Φιλαλήθεις προσπάθησαν να μεταρρυθμίσουν τον Τεκτονισμό προς πνευματικώτερους δρόμους. Εάν το επετύγχαναν, εάν κατόρθωναν να διευθύνουν, με τη γοητεία της ανιδιοτελούς φιλοσοφίας τους, τη δύναμη του Τεκτονισμού, πού ήταν τότε κολοσσιαία, ίσως το παλαιό απραγματοποίητο ό­νειρο ενός κόσμου, κυβερνωμένου από σοφούς μεμυημένους, να γινόταν πραγματικότητα. Δυστυχώς δεν πραγματοποιήθηκε. Το όνειρο παρέμεινε όνειρο.
Αργότερα, ο Ναπολέων Γ', ενδιαφερθείς από όσα άκουγε για τη μυστηριώδη ζωή του κόμητος του Άγ. Γερμανού, διέ­ταξε να συγκεντρωθεί κάθε τί το σχετικό με αυτόν από τα αρχεία του Κράτους. Η εργασία συντελέσθηκε. Ένας ογκώδης φάκελος σχηματίσθηκε στη διεύθυνση τις Αστυνομίας. Ήρθε ο πόλεμος του 1870 και επακολούθησε η Κομμούνα.

 Το κτίριο όπου βρισκόταν ο φάκελος πυρπολήθηκε. Επεκράτησε ο Νόμος πού επιτάσσει ό­πως η ζωή του Μύστου περι­βάλλεται από μυστήριο.

Τί απέγινε ο Κόμης του Άγ. Γερμανού από το 1821, το έ­τος κατά το όποιο σημειώνεται η τελευταία εμφάνιση του;
Στο βιβλίο «Ένας Άγγλος στο Παρίσι» ο συγγραφεύς του μιλάει για ένα πρόσωπο πού γνώρισε κατά τα τέλη της βασι­λείας του Λουδοβίκου — Φιλίππου, κατά το 1848, του οποίου ο τρόπος της ζωής του μοιάζει με του Κόμητος του Άγ. Γερμανού. Ονομαζόταν Ταγματάρ­χης Φρόσερ, ζούσε μόνος, ξό­δευε πολλά και η πηγή της πε­ριουσίας του ήταν άγνωστη. Γνώριζε όλες τις χώρες της Ευρώπης, όλων των εποχών. Η μνήμη του ήταν απίστευτη και οι γνώσεις του ανεξάντλητες. Είχε και αυτός την εμφάνιση ανθρώπου 40-50 ετών, μέ­τριου αναστήματος και πολύ εύρωστος. Τον έλεγαν νόθο γιό ενός πρίγκιπα της Ισπα­νίας. Αφού έζησε για λίγο στο Παρίσι, εξαφανίζεται χωρίς ν' αφήσει ίχνη, όπως συνέβαινε με τον Κόμητα του Άγ. Γερμανού.
Κατά το τέλος του 19ου αιώνος ο θρύλος του Κόμητος του Άγ. Γερμανού παίρνει τε­ράστιες διαστάσεις. Λόγω των γνώσεων του, της ευθύτητας της ζωής του, του πλούτου πού διέθετε και του μυστηρίου με το οποίο περιβαλλόταν θεωρήθηκε σαν κληρονόμος των αρχαίων Ροδόσταυρων, κάτοχος της φιλοσοφικής λίθου. Από τούς Θεόσοφους Αποκρυφιστές θεωρήθηκε σαν ένας Διδάσκα­λος της Μεγάλης Λευκής Στοάς των Ιμαλάϊων. Σύμφωνα με τον θρύλο των Διδασκάλων στα απρόσιτα μοναστήρια των Λαμάδων του Θιβέτ ζουν σοφότατοι άνθρωποι, κάτοχοι των αρχαίων μυστικών. Αυτοί αποστέλλουν, από καιρού σε καιρό, ανάμεσα στους ανθρώπους, έναν Απόστολο για να φέρει στην ανθρωπότητα μερικές ακτίνες πνευματικού Φωτός. Ο Κόμης του Άγ. Γερμανού υπήρξε ένας απ' αυτούς τούς Αποστόλους.
Η Έλενα Πετρόβνα Μπλαβάτσκυ γράφει: «Ο ανόητος κόσμος αντιμετώπισε πάντοτε με επιπολαιότητα Εκείνους, οι οποίοι — όπως ο Κόμης του Άγ. Γερμανού — επέστρεψαν σ’ αυτόν, έπειτα από μακρά έτη μοναχικού βίου, αφιερωμένου στη μελέτη, γεμάτοι θησαυρούς εσωτερικής σοφίας, με την ελπίδα να καταστήσουν τούς ανθρώπους καλύτερους, σοφότερους, ευτυχέστερους».
Κατά τη δεκαετία 1880 - 1890 είχε γίνει δεκτό από τούς περισσότερους Θεόσοφους, οι οποίοι ήσαν πολυάριθμοι μετα­ξύ των μορφωμένων της Αγγλίας και της Αμερικής, ότι ο Κόμης του Άγ. Γερμανού εξακολουθούσε να ζει και να ασχολείται πάντοτε με την πνευματι­κή ανάπτυξη της Δύσεως.
Ότι όσοι συνεργάζονταν με ειλικρί­νεια και ανιδιοτέλεια σ' αυτή την ανάπτυξη, ήταν πολύ πιθα­νόν να τον συναντήσουν.
Η Πρόεδρος της Θεοσοφικής Εταιρίας Δρ. Άννι Μπέζαντ και ο Επίσκοπος Λεντμπήτερ, πού μετέστησαν το 1933, δίδασκαν ότι ο Κόμης του Άγ. Γερμανού, ένας από τούς Με­γάλους Διδασκάλους της Μεγά­λης Λευκής Ιεραρχίας, προΐσταται της 7ης Ακτίνας εφορεύων επάνω σε όλες τις τελετουργίες, κάθε μορφής, θρη­σκευτικές λειτουργίες των δια­φόρων θρησκειών, Τεκτονικές συνεδριάσεις και τελετές, ευρισκόμενος πάντοτε σε ζωή και σε δράση, διότι ο βίος των Μυ­στών - Διδασκάλων επάνω στη Γή, παρατείνεται περισσότερο από 2 και 3 αιώνες.

Τοιουτοτρόπως ο Κόμης του Άγ. Γερμανού παραμένει πράγ­ματι αθάνατος, για όσους πι­στεύουν στην ύπαρξη του.

Βιβλιογραφία:

« Ο θησαυρός των Αλχημιστών», J. Sadoul, εκδ. «Νέος σταθμός»

(Α. Φ. Χαλά, «Αποκρυφισμός- Θεοσοφία, τα επτά γένη της ανθρωπότητος», εκδ. «Βιβλιοθήκη νέας εποχής»).

«Θεοσοφικό Γλωσσάριο» Ε. Π. Μπλαβάτσκυ

 

 

 

 


Κυκεώνας του Ολύμπου

Κυκεώνας του Ολύμπου Οι Αρχαίοι Έλληνες έδιναν περισσότερη αξία στην δημόσια ζωή και λιγότερο στην ιδιωτική. Για τον λόγο αυτό ανέπτυξαν μ...