H MΑΓΕΙΑ ΣΤΟΝ ΕΜΠΕΔΟΚΛΗ

 

    Η λέξη Μαγεία συνδέεται με το Magus που σύμφωνα με την H.P.Blavatsky προέρχεται από την σανσκριτική λέξη Μaha, δηλαδή μεγάλος και που αναφέρεται σε ανθρώπους που κατείχαν βαθιά εσωτερική γνώση για τη φύση των πραγμάτων και του κόσμου.

Ο Εμπεδοκλής ήταν ένας από αυτούς και έζησε μάλιστα στο μεταίχμιο του περάσματος από τα Μυστήρια στις φιλοσοφικές σχολές, αφήνοντας μας ένα μέρος της γνώσης του, μέσα από τους λίγους σωσμένους εξάμετρους επικούς στίχους του, που χαρακτηρίζονται από μία τεράστια δυναμική σε σκέψεις και αναλύσεις.

Ο Έλληνας αυτός φιλόσοφος έζησε στον Ακράγαντα της Σικελίας (που ήταν αποικία των Ροδίων) περίπου το 490-430 π.Χ. και υπήρξε μία από τις θρυλικότερες μορφές στο χώρο των προσωκρατικών φιλοσόφων. Δεν υπάρχει όμως ομοφωνία των βιογράφων για τις σπουδές και τους δασκάλους του. Φαίνονται ωστόσο άμεσα οι Πυθαγόρειες επιδράσεις του και η διαμονή του στην Αθήνα, στην σχολή του Αναξαγόρα κοντά στον Παρμενίδη.

Ο βίος του ήταν γεμάτος από απόκρυφες ιστορίες και θαύματα που αγγίζουν τα όρια του μύθου. Δεν υπήρξε μόνο σημαντικός φυσικός φιλόσοφος, αλλά και ρήτορας, ποιητής, γιατρός, φυσικός και μάντης. Ήταν και θεραπευτής, μυημένος μάλλον σε κάποια μυστήρια. Αναφέρεται ότι έκανε θαυματουργές θεραπείες στις περιοδείες του, και μάλιστα ότι απάλλαξε τους κατοίκους του Σελινούντα και του Ακράγαντα από πλήθος επιδημιών (καθαρίζοντας με κατασκευαστικά έργα ένα ολόκληρο έλος), με αποτέλεσμα να τον λατρεύουν πολλοί πραγματικά ως σωτήρα και θεό.

Ο ποιητής μας Κ. Παλαμάς αναφέρει για αυτόν: "Εμφανίζεται παντού να εξασκεί τη χάρη του, πολιτευτής, φιλόσοφος, χρυσόστομος ρήτορας, μεγαλεπήβολος μηχανικός, πανεπιστημιακός ερευνητής, γιατρός, θεόσοφος, μάγος, κύριος κάθε είδους λόγου, ραψωδός, υμνοπόλος, ιερεύς, προφήτης. Αναφέρει ότι κατευνάζει και διεγείρει τους ανέμους, ότι θεραπεύει τις ασθένειες και τα γηρατειά, ότι επαναφέρει στη ζωή νεκρούς, και ότι πάνω από όλα ως θεός τιμάτε. Κάθε φορά που μπαίνει στις πόλεις οι άνθρωποι τον περιτριγυρίζουν απονέμοντας του σεβασμό, πλήθος τον ακολουθεί ρωτώντας τον για την ατραπό του κέρδους, την γνώση των προφητειών και για τη θεραπεία κάθε λογής ασθενειών …"

Κάποιος θρύλος αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια της φιλοξενίας του Εμπεδοκλή από ένα δικαστή όρμησε μέσα στο σπίτι του ένας νεαρός, ο πατέρας του οποίου είχε καταδικαστεί σε θάνατο από τον οικοδεσπότη του φιλοσόφου. Ο νεαρός βρισκόταν σε τέτοια ψυχική αναταραχή και αναστάτωση που προσπάθησε με ξίφος να σκοτώσει τον δικαστή. Εμποδίζοντας τον ο Εμπεδοκλής συντόνισε τη λύρα του παίζοντας μία κατευναστική μελωδία με στίχους του Ομήρου που ηρέμησε τον νέο αποτρέποντας τον από τη δολοφονία του Δικαστή. Έπειτα από αυτό το περιστατικό ο νεαρός θεωρείται ότι έγινε ο καλύτερος μαθητής του.

Για τις γνώσεις του ο ίδιος αναφέρει:

"Και φάρμακα θα μάθεις όσα για τα κακά και τα γεράματα υπάρχουν, τι, για σε μόνο εγώ όλα αυτά θα πραγματώσω. Θα παύσεις και το μένος των ακούραστων ανέμων που φυσώντας πάνω στη γη ρημάζουν τα χωράφια, και πάλι, αν θες, θα ξαναφέρεις πνοές που επανορθώνουν. Και από σκοτεινή, βροχή θα φέρεις στον καιρό της, για τους ανθρώπους, ξηρασία, δεντροτρόφα από την ανομβρία του θέρους θα θέσει ρεύματα, που μένουν στον αιθέρα. Και την ορμή θα φέρεις απ' τον Άδη πεθαμένου." (Περί φύσεως ,111)

Για την προέλευση του, λέει:

"…σας χαιρετώ, εγώ ανάμεσα σας περπατώ, θεός αθάνατος, όχι θνητός, όπως αρμόζει απ' όλους τιμημένος, στεφανωμένος με ταινίες και στέφανα ολάνθιστα…" (Καθαρμοί, 112)

"Ήδη εγώ κάποτε αγόρι υπήρξα, κόρη, θάμνος και πουλί κι άφωνο ψάρι που από τη θάλασσα προβάλλει" (Καθαρμοί 117)

Ο Εμπεδοκλής θεωρεί την ύπαρξη του, μία ανεξάρτητη και θεία προσωπικότητα που εξέπεσε σε βαρύ αμάρτημα κάτω από την επίδραση του Νέϊκους (Κακία-Μίσος) και έχασε την θεία φύση του. Έκτοτε η ψυχή του δοκιμάζεται κατακτώντας συνειδησιακά ολοένα και περισσότερο έδαφος στην ανάβαση της προς την αρχική της κατάσταση.

Ακόμη και για τον τρόπο που πέθανε υπάρχουν αντικρουόμενες εκδοχές. Ο Διογένης ο Λαέρτιος στο 8ο βιβλίο του αναφέρει μία σειρά από θρυλικές ιστορίες σχετικά με τον θάνατο του Εμπεδοκλή:

"Σχετικά με τον θάνατο του λέγονται διάφορα πράγματα. Ο Ηρακλείδης που ανέφερε τα σχετικά με την γυναίκα που δεν ανέπνεε (για κάποιους… ήταν νεκρή για 30 ημέρες), ότι δηλαδή δοξάστηκε ο Εμπεδοκλής όταν έστειλε πίσω ζωντανή τη νεαρή γυναίκα, λέει ότι πρόσφερε θυσία στο χωράφι του Πεισιάνακτος. Είχε καλέσει και μερικούς φίλους του, ανάμεσα του και τον Παυσανία. Μετά το γλέντι οι υπόλοιποι αποτραβήχτηκαν και αναπαύονταν, άλλοι κάτω από τα δέντρα του διπλανού χωραφιού και άλλοι όπου ήθελαν. Ο Εμπεδοκλής έμεινε εκεί που είχε καθίσει. Όταν σηκώθηκαν το πρωί, ήταν ο μόνος που έλειπε. Άρχισαν να τον αναζητούν και οι δούλοι που ρωτήθηκαν έλεγαν πως δεν γνωρίζουνε τίποτε. Ένας τότε είπε ότι τα μεσάνυχτα σηκώθηκε και είδε ουράνιο φως και μία λάμψη Τίποτε άλλο…(για κάποιους πάλι… ότι ένα πύρινο άρμα ήρθε από τον ουρανό και τον πήρε). Ο Έρμιππος λέει ότι θεράπευσε κάποια Ακραγαντίνη Πάνθεια που την είχαν ξεγραμμένοι οι γιατροί και γι' αυτό έκανε τη θυσία και ότι αυτοί τους οποίους είχε καλέσει ήταν περίπου ογδόντα. Ο Ιππόβοτος αναφέρει πως, όταν σηκώθηκε, προχώρησε προς την Αίτνα και μόλις έφτασε πλησίασε στους κρατήρες της φωτιάς και εξαφανίστηκε, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να ενισχύσει τη φήμη του ότι είχε γίνει θεός (κατ' άλλους για να συναντήσει την πραγματική φύση και να γίνει και ο ίδιος φωτιά)"

Για την πτώση της αθάνατης ψυχής στην ύλη αναφέρει:

"Από ποιες άραγε τιμές και ποια κορφή ευτυχίας … Ήλθαμε εδώ στο άντρο αυτό το υπόστεγο … άχαρο τόπο, όπου είναι ο Φόνος, η Έχθρα και πλήθος άλλων Συμφορών…" (Καθαρμοί 119-121)

"Ω! άλλοι, δύστυχη θνητών γενιά πανάθλια, από ποιες έριδες, ποιους στεναγμούς έχετε γίνει! Από τους ζώντες νεκρούς έκανε εναλλάσσοντας τα είδη… Καλύπτοντας τα με ασυνήθιστο χιτώνα σάρκας…" (Καθαρμοί 124-126)

"…Γέννηση δεν υπάρχει για κανένα απ' τα θνητά μήτε χαμός σ' ολέθριο θάνατο, μονάχα μίξη κι ανακατονομή όσων σμίξαν, μόνο που γέννηση καλείται στους ανθρώπους…" (Περί φύσεως 8)

Μας θυμίζει την Πλατωνική θεώρηση για τη γέννηση των ζωντανών από τη θέληση των νεκρών για ενσάρκωση και το αρχαίο ρητό: "ότι οι ψυχές που αναχωρούν υπάρχουν στον Άδη, επιστρέφουν εκεί και αναπαράγονται". Συγκεκριμένα στο Φαίδρο αναφέρεται ότι η ψυχή είναι αθάνατη γιατί είναι αυτή που κινεί το σώμα, και μέσα από το μύθο του Ηνίοχου και την δυσαρμονία χάραξης πορείας των δύο φτερωτών αλόγων του, του λευκού (ευγενές και όμορφο) και του μαύρου (με κατώτερα χαρακτηριστικά), η ψυχή βαραίνει, χάνει την ισορροπία της και πέφτει στην ύλη, χάνοντας τα φτερά της. Έχει όμως ενθύμηση της πρωταρχικής αρχετυπικής αλήθειας και εφόσον "ξεπληρώσει" στον υλικό κόσμο μπορεί να ξανανέλθει σιγά-σιγά στο θείο της ταξίδι πίσω από τα άρματα των Θεών.

Για την αρχική κοσμογέννηση αναφέρει:

"…Εκεί ούτε του ήλιου τα γοργά μέλη ξεχωρίζουνε ούτε η δασιά της γης ορμή ή η θάλασσα, έτσι της Αρμονίας το πυκνό άντρο έχει στήριγμα ο Σφαίρος ο κυκλοτερής απολαμβάνοντας τη μοναξιά του κυκλικά τον περιζώνει. Μήτε στάση μήτ' απρεπής διένεξη στα μέλη. Μ' αυτόν, στον εαυτό του ίσος παντού κι εντελώς δίχως πέρας, χαίρεται ο Σφαίρος ο κυκλοτερής τη μοναξιά τους που κυκλικά τον περιζώνει. Ούτε απ' τη ράχη του δύο κλάδοι εκτινάσσονται, ούτε και πόδια, γόνατα ή γενετήσια μέλη, αλλ' ήταν σφαίρα κι ίσος (από παντού) στον εαυτό του…" (Περί φύσεως 27-29)

Σε αντίστοιχα εσωτερικά κείμενα για την αρχική δημιουργία διαβάζουμε:

α) Ινδική Ρίγκ Βέδα: "…Ο μοναδικός ένας ανάπνεε χωρίς πνοή, από τον εαυτό του. Ανέκαθεν δεν υπήρχε τίποτα παρά Αυτός…"

β) Θεογονία Ησίοδου: "Αληθινά πρώτα πρώτα έγινε το Χάος αλλά μετά η πλατύστηθη Γαία…"

γ) Στάντζες των Τζιάν της Μπλαβάσκυ: "Η αιώνια κάρανα, τυλιγμένη στα παντοτινά αόρατα πέπλα της, κοιμόταν για εφτά αιωνιότητες. Χρόνος δεν υπήρχε γιατί κοιμόταν στο άπειρο στήθος της διάρκειας. Παγκόσμιος νους δεν υπήρχε γιατί δεν υπήρχαν ουράνια όντα να τον περιλάβουν…"

Για τον Εμπεδοκλή ο Σφαίρος φαίνεται να είναι ένα είδος κοσμογονικού κέντρου, ένα είδος χάους, που μέσα του περικλείει όλους τους νόμους και τους συντελεστές της Δημιουργίας. Δεν υπάρχει κίνηση αλλά μακάρια ευδαιμονία.

Και συνεχίζει:

" Διπλό λόγο θα πω: Άλλοτε το ένα αυξάνει, ώστε να υπάρχει μόνο αυτό από τα πολλά, άλλοτε πάλι διαχωρίζεται, ώστε πολλά να είναι από το ένα, κι η γέννα των θνητών διπλή, διπλός και ο αφανισμός τους…" (Περί φύσεως 17)

Σε κάποια στιγμή όμως η ισορροπία αυτή διασπάται και τότε εκδηλώνονται οι νόμοι, μία κεντρομόλος δύναμη από τη μία: η Φιλότητα, η Αγάπη, η Στοργή και η Αρμονία, και μία φυγόκεντρος δύναμη από την άλλη: το Νείκος, η Διχόνοια, το Μίσος. Η Φιλότητα ενοποιεί τον κόσμο προς το ΕΝΑ ενώ το Νείκος μετατρέπει την ενότητα σε πολλαπλότητα, σε επικράτηση του κακού και της δυσαρμονίας. Αποτέλεσμα της αντίδρασης των δύο αυτών πρωταρχικών νόμων είναι η διαδοχική εκδήλωση των τεσσάρων στοιχείων από τη χαώδη κατάσταση του Σφαίρου, της γέννησης του κόσμου και των δημιουργημάτων του.

Επίσης υποστήριζε ότι η γη περιβάλλεται από Πυρ, που είναι ο πραγματικός ήλιος τον οποίο όμως οι άνθρωποι δεν μπορούν να δουν. Ο ήλιος που φαίνεται είναι απλώς ένας κρύσταλλος, ο οποίος αντανακλά προς εμάς το φως και τη θερμοκρασία που δέχεται από τον πραγματικό ήλιο (τον σκοτεινό και απόκρυφο). Και με τα άστρα έλεγε ακόμη ότι συμβαίνει το ίδιο, μερικά αντανακλούν φως και άλλα εκπέμπουν.Πολλοί τον θεωρούσαν μάλιστα τρελό επειδή πίστευε ότι το φως ταξιδεύει και μάλιστα με πολύ μεγάλη ταχύτητα.

Αυτές ήταν μερικές από τις κύριες ιδέες αυτού του "Μεγάλου" μάγου-φιλοσόφου, κάποιες από τις οποίες φαίνεται να επιβεβαιώνει η σύγχρονη επιστημονική αναζήτηση του κόσμου μας, ενώ κάποιες άλλες θα περιμένουν μάλλον υπομονετικά να καρποφορήσουν σε καλύτερες συνθήκες και σε καλύτερες εποχές.

ΠΗΓΕΣ:
-Διογένης Λαέρτιος - Βίοι Φιλοσόφων Άπαντα, Βιβλίο 8, Εμπεδοκλής -Εκδόσεις Κάκτος Αθήνα 1994
-ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΓΚΡΑΒΙΓΚΕΡ
-Εμπεδοκλής ο Ακραγαντινός - Άννα Κελεσσίδου - Εκδόσεις Ιδεοθέατρον -Αθήνα 2002
-Ίσις Αποκαλυμμένη, Μπλαβάτσκυ, Κεφάλαιο ΙΧ, Τόμος Α, Βιβλίο 3 - Εκδόσεις Ιάμβλιχος 1998
-Θεμελιώσεις του Εσωτερισμού, Γ.Α. Πλάνας, Τόμος Β- - Εκδόσεις Νέα Ακρόπολη- 1989
-"Ancient Philosophy, Mystery, and Magic" Oxford 1995, 247.
-"Φαίδρος" Πλάτωνα- Εκδόσεις Ζήτρος

 

 


 

 

Άνθρωπος - Δούλος ή Ελεύθερος;

 



Άνθρωπος - Δούλος ή Ελεύθερος;
Από τον Sri Aurobindo


Η αποκλειστική επιδίωξη της Γιόγκα από ανθρώπους που απομονώνονται από το κόσμο είτε σωματικά είτε διανοητικά, έχει οδηγήσει στην εσφαλμένη άποψη πως αυτή η επιστήμη είναι κάτι το μυστικό, απόμακρο, εξωπραγματικό. Η μυστικότητα την οποία τηρούν όσον αφορά τις ασκήσεις της Γιόγκα - μια αναγκαία, απαραίτητη μυστικότητα σε πρότερα στάδια της ανθρώπινης εξέλιξης- έχει καταντήσει το λάθος, στερεότυπο.

Οι ασκήσεις τις οποίες ακολουθούν οι άνθρωποι που δημιουργούν μυστικούς κύκλους και περιορίζουν την διδαχή των μυστηρίων, αυστηρά, σε κείνους που έχουν μια ορισμένη προπαρασκευαστική αρμοδιότητα, φέρουν, αναπόφευκτα, τη σφραγίδα, για τον έξω κόσμο, του μυστικισμού. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτε κρυμμένο, μυστικιστικό ή κρυφό στη Γιόγκα. Η Γιόγκα είναι βασισμένη σε συγκεκριμένους νόμους της ανθρώπινης ψυχολογίας, μια ορισμένη γνώση για την δύναμη του νου πάνω στο σώμα, και του πνεύματος πάνω στο νου, που δεν είναι γενικά γνωστές και έχουν, μέχρι τώρα, θεωρηθεί από εκείνους που τις εξασκούν κρυφά, πολύ βαρυσήμαντες στη συνέπειά τους για να τις αποκαλύψουν, μέχρι ότου κι αφού οι άνθρωποι να έχουν εκπαιδευθεί και να χρησιμοποιήσουν σωστά αυτές τις δυνάμεις.

Έτσι ακριβώς όπως κάποιοι άνθρωποι είχαν ανακαλύψει και δοκιμάσει τις έσχατες πιθανότητες του μεσμερισμού και του υπνωτισμού, αλλά δίσταζαν να τις αποκαλύψουν ελεύθερα στον κόσμο, μήπως η δύναμη του υπνωτισμού κακό-χρησιμοποιηθεί από άγνοια ή δυστροπία ή καταχραστεί από τα ενδιαφέροντα του εγωισμού και του εγκλήματος, έτσι ακριβώς και οι Γιόγκι έχουν περιβάλλει τη γνώση αυτών, των κατά πολύ ανώτερων, δυνάμεων που βρίσκονται μέσα μας, με μια μυστικότητα την οποία σπάζουν μόνον όταν είναι σίγουροι για την πρότερη ηθική και πνευματική εκπαίδευση του νεοφύτου και της φυσικής και ηθικής του ικανότητας στη διαπαιδαγώγηση της Γιόγκα.

Επομένως, έγινε ένας καθιερωμένος νόμος, για μεν τον μαθητή, να τηρεί αυστηρή επιφύλαξη όσον αφορά τις εσωτερικές εμπειρίες του στη Γιόγκα, ενώ για τον αναπτυγμένο Γιόγκι να αποκρύπτει όσο του ήταν δυνατόν, τον εαυτό του. Αυτή η τακτική όμως δεν εμπόδισε την έκδοση διατριβών και εγχειριδίων που είχαν να κάνουν με τις φυσικές, ή τις ηθικές και διανοητικές πλευρές της Γιόγκα. Ούτε επίσης εμπόδισε μεγάλα πνεύματα που κέρδισαν τη Γιόγκα τους, όχι με την συνηθισμένη προσεχτική και επιστημονική μέθοδο, αλλά από την ίδια τους την δύναμη και την ειδική χάρη του Θεού, ούτε τους εμπόδισε να αποκαλύψουν τους εαυτούς τους και την πνευματική τους γνώση στο ανθρώπινο γένος και από σφοδρή αγάπη για την ανθρωπότητα, να μεταδώσουν κάτι τι από την δύναμή τους στον κόσμο.

Τέτοια πνεύματα ήταν οι, Βούδας, Χριστός, Μωάμεθ, Chaitanya, επίσης ο Ραμακρίσνα και Βιβεκανάντα. Εξακολουθεί να υπάρχει η ορθόδοξη άποψη πως οι εμπειρίες της Γιόγκα δεν πρέπει να αποκαλύπτονται στον αμύητο. Αλλά μια νέα εποχή ανατέλλει για εμάς στην οποία οι παλιοί νόμοι πρέπει να τροποποιηθούν.

Ήδη η Δύση αρχίζει να ανακαλύπτει τα μυστικά της Γιόγκα. Μερικοί από τους νόμους της, έχουν αποκαλυφθεί από μόνοι τους αν και αόριστοι και ατελείς στους Ευρωπαίους επιστήμονες, ενώ άλλοι δια μέσω των Πνευματιστών, Χριστιανικής Επιστήμης, τηλεπάθειας και άλλων μοντέρνων μεθόδων, έχουν σχεδόν αποκαλυφθεί τυχαία, λες και οι άνθρωποι ψηλάφιζαν στο σκοτάδι και σκόνταφταν επάνω στις αλήθειες που όμως δεν μπορούσαν να καταλάβουν. Ο καιρός έχει σχεδόν πλησιάσει, που η Ινδία δεν μπορεί να κρατήσει πια το φως για τον εαυτό της μόνο, αλλά να το περιχύσει πάνω σε όλο τον κόσμο. Η Γιόγκα πρέπει να αποκαλυφθεί στον κόσμο διότι χωρίς αυτήν το ανθρώπινο γένος δεν θα μπορέσει να κάνει το επόμενο βήμα στην εξέλιξή του. Η ψυχολογία του ανθρώπινου γένους δεν έχει ακόμη ανακαλυφθεί από την Επιστήμη.

Όλη η δημιουργία είναι βασικά η ίδια, και προχωρεί με όμοιους αν και όχι απαράλλαχτους νόμους. Εάν, επομένως, δούμε στον εξωτερικό υλικό κόσμο πως όλα τα φαινόμενα προχωρούν - και μπορούν να ελαττωθούν - προς μια αιτιολογική ουσία από την οποία γεννήθηκαν, στην οποία κινούνται και στην οποία επιστρέφουν, η ίδια αλήθεια είναι πιθανόν να ισχύει και στον υλικό κόσμο. Η ενότητα του υλικού σύμπαντος έχει αναγνωρισθεί από την ευρωπαϊκή επιστημονική διανόηση, και η ιεραρχία των αθεϊστών και υλιστών στην Γερμανία έχει διακηρύξει το Ekam evadvityam στην ύλη, με τον αέρα της σιγουριάς. Κάνοντας αυτό, απλά, επαναεπιβεβαιώνουν την ανακάλυψη που έχει γίνει από Ινδούς δασκάλους της Γιογκικής επιστήμης χιλιάδες χρόνια πριν.

Αλλά οι Ευρωπαίοι επιστήμονες δεν έχουν ανακαλύψει κάποιες σίγουρες μεθόδους, ανάλογες με αυτές τις μεθόδους που ανακάλυψαν για την έρευνα της ύλης, για να εξερευνήσουν τα ψυχικά φαινόμενα. Μπορούν μόνο να παρατηρούν τις πιο εξωτερικές εκδηλώσεις του νου σε δράση. Αλλά αυτές οι εκδηλώσεις του νου είναι τόσο περιτυλιγμένες στη δράση των εξωτερικών αντικειμένων, και φαίνεται ο νους τόσο εξαρτώμενος από αυτά, που είναι δύσκολο για τον ερευνητή να βρει τα ελατήρια των δράσεων ή όποια ομαλότητα στο τρόπο λειτουργίας τους. Οι Ευρωπαίοι επιστήμονες έχουν επομένως φθάσει στο συμπέρασμα πως πρόξενος αυτών των ψυχικών φαινομένων είναι ένα εξωτερικό διεγερτικό και πως ακόμη, όταν το μυαλό φαίνεται να δρα μόνο του και πάνω στο δικό του υλικό, αυτό γίνεται μόνο και μόνο επειδή συνδέει, συμπλέκει και παραποιεί τις καταγραμμένες εμπειρίες των εξωτερικών αντικειμένων.

Η φύση αυτή καθ' αυτή του νου, σύμφωνα με αυτούς, είναι η δημιουργία παρελθόντων υλικών εμπειριών που μεταδόθηκαν από κληρονομικότητα, με τέτοια εμμονή, που αναπτυχθήκαμε σταθερά από το σημείο του αγροίκου, με εφόδιο αυτό το στοιχειώδες μυαλό, στο πολιτισμένο άνθρωπο του 20ου αιώνα. Σαν φυσικό αποτέλεσμα αυτών των υλιστικών θεωριών, η επιστήμη έχει δυσκολευτεί να ανακαλύψει κάποιο αληθινό ψυχικό κέντρο για τα πολυποίκιλα φαινόμενα του μυαλού και επομένως έχει τοποθετήσει πάνω στον εγκέφαλο, το υλικό όργανο της σκέψης, το μόνο αληθινό κέντρο.

Από τέτοια υλιστική φιλοσοφία έχουν προκύψει ορισμένες θεωρίες πολύ επικίνδυνες για το ηθικό μέλλον του ανθρώπινου γένους. Πρώτον, ο άνθρωπος είναι μια δημιουργία και δούλος της ύλης. Μπορεί να κυριαρχήσει στην ύλη μόνο υπακούοντάς την. Δεύτερον, ο ίδιος ο νους είναι μια μορφή χοντροκομμένης ύλης και μη ανεξάρτητη ή κυρίαρχος επί των αισθήσεων. Τρίτον δεν υπάρχει ελεύθερη βούληση, διότι όλες οι πράξεις προσδιορίζονται από δύο μεγάλες ενέργειες, την κληρονομικότητα και το περιβάλλον. Είμαστε οι δούλοι της φύσης μας και όπου φαίνεται να είμαστε ελεύθεροι από την κυριαρχία τους, (της κληρονομικότητας και του περιβάλλοντος) είναι επειδή είμαστε χειρότεροι δούλοι του περιβάλλοντός μας, και των δυνάμεων που μας περιβάλλουν και μας μεταχειρίζονται.

Είναι αυτές οι θεωρίες, τα ψευδή και επικίνδυνα δόγματα του υλισμού, που τείνουν να ανατρέψουν το μέλλον του ανθρώπου και να εμποδίσουν την εξέλιξή του, αλλά η Γιόγκα, μας δίνει το μέσον να δραπετεύσουμε. Αυτή, σε αντίθεση με την θεωρία του υλισμού, βεβαιώνει την ελευθερία του ανθρώπου από την ύλη και του δίνει ένα μέσον να επιβεβαιώσει αυτή του την ελευθερία. Η πρώτη θεμελιώδης ανακάλυψη του γιόγκι ήταν ένα μέσον, μια μέθοδος, να αναλύσει τις εμπειρίες του νου και της καρδιάς. Με την Γιόγκα μπορεί κάποιος να απομονώσει το νου, να παρατηρήσει τις λειτουργίες του και σαν κάτω από μικροσκόπιο, να διαχωρίσει κάθε λεπτομερή λειτουργία των ποικίλων μελών του εσωτερικού οργάνου, κάθε νοητική και ηθική δυνατότητα, να δοκιμάσει τις απομονωμένες του λειτουργίες, τόσο καλά όσο και τις σχέσεις τους με άλλες λειτουργίες και δυνατότητες και να ιχνηλατήσει προς τα πίσω τις λειτουργίες του νου, σε αδιόρατες και ακόμη πιο αδιόρατες πηγές, μέχρι, όπως και στην υλική ανάλυση, φτάνει σε μια αρχέγονη οντότητα από την οποία όλα προέρχονται, έτσι λοιπόν, η αναλυτική Γιόγκα φθάνει σε μια πρωταρχική πνευματική οντότητα από την οποία το παν προέρχεται.

Είναι, επίσης, ικανή να εντοπίσει και διευκρινίσει το ψυχικό κέντρο στο οποίο όλα τα ψυχικά φαινόμενα συγκεντρώνονται και έτσι να ορίσει τις ρίζες της προσωπικότητας. Σε αυτή την αναλυτική μέθοδο της γιόγκα η πρώτη ανακάλυψη είναι πως ο νους μπορεί ολοσχερώς να απομονώσει τον εαυτό του από εξωτερικά αντικείμενα και να δουλέψει μόνος του και για τον εαυτό του. Αυτό βέβαια, στ' αλήθεια, δεν μας πάει και μακριά διότι αυτό μπορεί να γίνεται επειδή χρησιμοποιεί τα υλικά που έχει ήδη συσσωρεύσει από πρότερες εμπειρίες. Αλλά η επόμενη ανακάλυψη είναι πως, όσο περαιτέρω μετακινεί τον εαυτό του από τα αντικείμενα, τόσο δυναμικότερα, σίγουρα, γοργά, μπορεί ο νους να δουλέψει με ταχύτερη διαφάνεια, με μια νικητήρια και ηγεμονική αφαίρεση (του νου).

Αυτή είναι μια εμπειρία που τείνει να διαψεύσει την επιστημονική θεωρία, πως ο νους μπορεί να ανακαλέσει τις αισθήσεις μέσα του και να τις προκαλέσει να αποδεχθούν μια μάζα φαινομένων τα οποία δεν συνειδητοποιεί όταν είναι απασχολημένος με εξωτερικά φαινόμενα. Η Επιστήμη φυσικά θα διαφωνήσει με αυτές τις ανακαλύψεις και θα τις ονομάσει παραισθήσεις. Η απάντηση είναι πως αυτά τα φαινόμενα είναι συγγενικά μεταξύ τους και σχετίζονται με ομαλούς, απλούς και κατανοητούς νόμους και σχηματίζουν έναν δικό τους κόσμο, ανεξάρτητο από την σκέψη που δρα πάνω στο υλικό κόσμο.

Εδώ η Επιστήμη έχει την πιθανή απάντηση πως αυτός ο υποτιθέμενος κόσμος είναι απλά μια φανταστική αντίδραση στο νου για τον υλικό κόσμο και στη κάθε διαφωνία που προέρχεται από την ακρίβεια και το ανεπάντεχο αυτών των αδιόρατων φαινομένων και της ανεξαρτησίας τους από τη θέλησή μας και τη φαντασία μας, μπορεί πάντα να αντιτίθεται στην θεωρία της ασυνείδητης διανόησης και, υποθέτουμε, ασυνείδητης φαντασίας.

Η τέταρτη ανακάλυψη είναι πως ο νους δεν είναι μόνο ανεξάρτητος της εξωτερικής ύλης, αλλά και κυριαρχεί επάνω της. Μπορεί, όχι μόνο να αποβάλλει και να ελέγξει τα εξωτερικά διεγερτικά, αλλά μπορεί να αψηφήσει τέτοιους, εμφανώς, συμπαντικούς υλικούς νόμους όπως είναι η έλξη της βαρύτητας και να αγνοήσει, να αφήσει στην άκρη, και να μην λάβει υπ' όψιν του, αυτά που λέμε ψυχικούς νόμους, διότι η ύλη είναι ένα προϊόν του νου, και όχι ο νους ένα προϊόν της ύλης.

Αυτή είναι μια αποφασιστική ανακάλυψη της Γιόγκα, η τελική της αντίθεση με τον υλισμό. Ακολουθεί η βασιλική πραγμάτωση, πως υπάρχει μέσα μας μια πηγή άμετρης ενέργειας, άμετρης διάνοιας, άμετρης χαράς πολύ πιο πάνω από την πιθανότητα της αδυναμίας, πολύ πιο πάνω από τη δυνατότητα της άγνοιας, πολύ πιο πάνω από την πιθανότητα της λύπης, την οποία μπορούμε να φέρουμε σε επαφή με τους εαυτούς μας (την ενέργεια) και, κάτω από δυσχερείς αλλά όχι ακατόρθωτες συνθήκες, που από συνήθεια χρησιμοποιούμε ή απολαμβάνουμε.

Αυτό είναι που τα Upanishads ονομάζουν Brahman, και το αρχέγονο Ον από το οποίο όλα τα πράγματα έχουν γεννηθεί, στο οποίο όλα ζουν και στο οποίο όλα επιστρέφουν. Αυτό είναι Θεός, και η κοινωνία (ομιλία, σχέση) μαζί του, είναι ο ανώτερος στόχος της γιόγκα - μια κοινωνία που εργάζεται για γνώση, για έργο, για ευχαρίστηση.

Διατριβή από το Karmayogin
26 Ιουνίου 1909
By Sri Aurobindo

 

ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ

 


ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ 


    Ο Χριστιανικός μοναχισμός είναι η απομάκρυνση του ανθρώπου από την οργανωμένη κοινωνία και περιορισμός του με την θέληση του σε έρημους τόπους όπου ιδιότυπα βιώνει τις θρησκευτικές αξίες. 
Σύμφωνα με την Ευαγγελική και την πατερική διδασκαλία ο γάμος είναι θείος θεσμός, έργο άγιο και μυστήριο μέγα, η κατά Θεό όμως αγαμία είναι ανώτερη ηθικά εφόσον αποτελεί εκπλήρωση συμβουλής του Θεού και όχι εντολής Του και εφόσον η θυσία αυτή του ανθρώπου εξυπηρετεί την ψυχή του, που είναι το πολυτιμότερο αγαθό που έχει. 
Ο Χριστιανικός Μοναχικός βίος συνεπώς δεν είναι ούτε προϊόν επίδρασης ανατολικών 
θρησκευμάτων, όπως υποστήριξαν πολλοί, ούτε καρπός αντίδρασης των συντηρητικών πιστών, ύστερα από την χαλάρωση που έφερε στα ήθη η επαφή του χριστιανικού και ειδωλολατρικού κόσμου, όπως δέχονται άλλοι, ούτε ακόμη αποτέλεσμα φόβου των χριστιανών μπροστά στους τρομακτικούς διωγμούς της Ρωμαϊκής Πολιτείας, όπως νομίζουν μερικοί.
Δημιουργήθηκε από άλλα πνευματικότερα αίτια. 
Επειδή η Χριστιανική θρησκεία πρόβαλε το μοναχισμό σαν ιδεώδες του βίου των πιστών ευσεβείς και φιλόθεες ψυχές αντήλλασσαν τα πολυθόρυβα κοσμικά κέντρα με τους ερημικούς τόπους , όπου σε κλίμα απόλυτης ηρεμίας και γαλήνης , μακριά από την διαφθορά και τον όλεθρο του κόσμου, μακριά από το ψεύδος και την απάτη λάτρευαν
αδιάκοπα το Θεό και χάλκευαν την πίστη τους προς Εκείνον. 
Ο Χριστιανικός Μοναχισμός αναπτύχθηκε μέσα στην Εκκλησία από την Αποστολική ακόμα εποχή . Οι Χριστιανοί προσπαθούσαν να ζήσουν σύμφωνα με τις εντολές της Καινής Διαθήκης και την διδασκαλία του Ιησού Χριστού. 
Κατά το τέλος του 3ου και τις αρχές του 4ου αιώνα , με τους διωγμούς του Διοκλητιανού και του Μαξιμίνου, παρατηρείται μεγάλη φυγή ανθρώπων προς την έρημο, όπου ζούσαν ο καθένας μόνος του και τρέφονταν από την φύση . 
Έτσι έχουμε την πρώτη μορφή του μοναχισμού τον αναχωριτισμό.
Πατέρας και δάσκαλος του αναχωρητισμού και της μοναχικής ζωής είναι ο Άγιος Αντώνιος ( 251μχ-357μχ) γόνος αριστοκρατικής και πλούσιας οικογένειας που έζησε στην έρημο της Αιγύπτου εβδομήντα χρόνια, αν και ο αρχαιότερος γνωστός ερημίτης είναι ο Παύλος από τη Θηβαίδα. 
Δεύτερη μορφή μοναχισμού είναι τι κοινοβιακή που οι μοναχοί ζουν όλοι μαζί. Τη διαμόρφωσε ο Όσιος Παχώμιος (290-346) μαθητής του Αγίου Αντωνίου, κατά το 320 στο νησί Ταβένισι, ανατολικά από τον ποταμό Νείλο. Ο Παχώμιος συγκέντρωσε τους αναχωρητές σε μοναστήρια με ομοιόμορφο ντύσιμο, κοινό φαγητό, κοινή προσευχή και κατάρτισε κανόνες για την άσκηση των μοναχών. Το μοναστήρι του
Παχώμιου είχε τρεις χιλιάδες μοναχούς. Ίδρυσε στην έρημο της Θηβαίδας περί τις δέκα μονές και σύντομα τον μιμήθηκαν τρεις ονομαστοί μοναχοί: Αμμώνιος ο Παροότης (4ος αιών), Παμβώ ο Όσιος (4ος αιών), στην έρημο της Νιτρίας, και Μακάριος ο Αιγύπτιος (300-390) στη Σκήτη της Κάτω Αιγύπτου. 
Η κοινοβιακή μορφή διαδόθηκε παντού, γιατί η ζωή εκεί γινόταν ευκολότερη από ότι στον αναχωρητισμό. 
Ο Μέγας Βασίλειος μεταρρύθμισε τους κανόνες ασκήσεως με την μείωση της νηστείας και την αύξηση της εργασίας. Ακόμη έγραψε τρόπους ζωής και προσευχής για το κοινόβιο, που αργότερα βοήθησαν το Θεόδωρο Στουδίτη τον 8° αιώνα και τον Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη τον 10ο αιώνα για να αναδιοργανώσουν τον μοναχισμό. Κοντά στα κοινόβια του Μ. Βασιλείου υπήρχαν νοσοκομεία, πτωχοκομεία, γηροκομεία, ξενώνες κλπ. 
Ανάμεσα στις μεγάλες μοναχικές μορφές της εποχής είναι ο Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης (414-519) ο οποίος ίδρυσε την πρώτη Λαύρα στα Ιεροσόλυμα και ο Σάββας (432-532), που ίδρυσε συνολικά επτά Λαύρες στην Παλαιστίνη. 
Υπάρχει και τρίτη μορφή μοναχισμού η ιδιόρρυθμη. Στην μορφή αυτή οι μοναχοί έχουν κοινό ντύσιμο, εργασία και προσευχή αλλά όχι όμως και κοινή τράπεζα. 
Σ' αυτά τα μοναστήρια υπήρχε δυνατότητα απόκτησης περιουσίας, ευνοούνταν οι καταχρήσεις και περιφρονούνταν η άσκηση. 
Από την Αίγυπτο ο μοναχισμός διαδόθηκε στην Παλαιστίνη και Συρία με τον Όσιο Εφραίμ , στην Κωνσταντινούπολη με την μονή των Ακοιμήτων και την Μονή του Στουδίου , στο Άγιο Όρος κατά τον 9° αιώνα , στα Μετέωρα της Θεσσαλίας, στην Ρωσία και τις άλλες Σλαβικές χώρες στην Δύση με τον Μέγα Αθανάσιο και ειδικότερα στην Ρώμη με τον Ιερώνυμο, στην Ισπανία και στην Βόρεια Γαλλία, με τον επίσκοπο Μαρτίνο και τον Ιωάννη Κασσιανό.

ΟΣΙΟΣ
Όσιος : Ο αφιερωμένος στον Θεό και στη Θεία λατρεία. 
Τίτλος και βαθμός αγιότητας που δίνεται σε πρόσωπα που προέρχονται από τις τάξεις των μοναχών, σύμφωνα με την συνήθεια της Ορθόδοξης Εκκλησίας. 

ΑΣΚΗΤΗΣ - ΕΡΗΜΙΤΗΣ
Είναι ο μοναχός που βιώνει ανοργάνωτη μοναχική ζωή η οποία διακρίνεται σε ησυχαστική και ερημική.
Την ησυχαστική ασκητική ακολουθούν όσοι κατοικούν στα ησυχαστήρια δηλαδή τα κελιά και τα καθίσματα και την ερημική ( ερημίτες)όσοι παραμένουν στα ερημητήρια , δηλαδή σε πτωχές καλύβες ή σπηλιές.
Στη Πολιτεία του Άθω υπάρχουν αρκετά ερημητήρια ασκητών όπως, τα Καρούλια, η Σκήτη της Αγίας Άννας, η Σκήτη Καυσοκαλυβίων, η Νέα Σκήτη, η Σκήτη του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και άλλες.

Σωτήριος Πετρίδης
Περαία Θεσσαλονίκης 7/3/1998

Μας έχει διδάξει


 

 

Μας έχει διδάξει

Μας έχει διδάξει πολύ καλά ο χρόνος

την άσωτη, διαδρομή μέσ’ απ’ τις μέρες.

 

Αναγνωρίζουμε εύκολα πλέον

κοιτάζοντας στα μάτια των άλλων το μίσος,

μέσ’ απ’ τα λόγια την υποκρισία.

 

Μας έχει διδάξει πολύ καλά ό ουρανός

να μη βλέπουμε πιά ούτε φως, ούτε άστρα,

γονατισμένοι κάτω από καμένα δέντρα

να μαζεύουμε τη στάχτη, ζωντανών εικόνων.

 

Μας έχει διδάξει πολύ καλά η θάλασσα,

τι σημαίνει οριστικό ναυάγιο ταξιδιού

σ’ ένα γλαυκό νησάκι πού κοιμούνται οι γλάροι

κ’ έρχονται οι φώκιες να γεννήσουν στις σπηλιές.

 

Μας έχει διδάξει πολύ καλά η κοιλάδα

να μη γυρέψουμε άλλο τις λίμνες, τα ρυάκια,

τις πυκνές δεντροστοιχίες πού κατοικούσαν

ξενιτεμένοι αργοναύτες γύρω στις φωτιές.

 

Μας έχει διδάξει πάνω απ’ όλα, η σιωπή,

να φυλλομετρούμε ολομόναχοι τις νύχτες,

τα λησμονημένα τετράδια των τραγουδιών,

αυτών πού δεν ακούσαμε ποτέ το μοιραίο ήχο!

 

ΘΕΟΙ και θρησκεία.

 


ΘΕΟΙ και θρησκεία.

« Χάμω σερνόνταν η ανθρώπινη ζωή, να την κλαις βλέποντας τη μπρος στα μάτια, πλακωμένη κάτω από το βάρος μιας θρησκείας, που προβάλλοντας το κεφάλι από τις χώρες τ’ ουρανού, απειλούσε τους θνητούς με την τρομερή της όψη. Οπότε πρώτος ένας Έλληνας, ένας άνθρωπος, τόλμησε να σηκώσει τα θνητά του μάτια κατεπάνω της και πρώτος να ορθωθεί εμπρός της. Αυτόν δεν τον κράτησαν των θεών παραμύθια ούτε κεραυνοί, ούτε ουρανός με τα’ απειλητικό μουρμουρητό του. Περίσσια του κέντρισαν της ψυχής το αψύ θάρρος και του άναψαν πιο πολύ τον πόθο να ξετινάξει πρώτος τις σφιχτές κλειδωνιές της φύσης.

Η ζωντανή ορμή του νου θριάμβευσε. Διάβηκε πέρα τους φλογισμένους φράχτες του κόσμου και τ’ αμέτρητο Όλον, το περπάτησε με τον νου και την σκέψη. Κείθε μας γύρισε νικητής, για να μας διδάξει τι μπορεί να γεννιέται και τι δεν μπορεί, τους νόμους που ορίζουν την κάθε ενέργεια σύμφωνα μ’ ατράνταχτους φραγμούς. Έτσι δαμασμένη η θρησκεία πατιέται με τη σειρά της κάτω από τα πόδια κι’ εμάς η νίκη, μας υψώνει στον ουρανό». 

De rerum natura Λουκρήτιος.

 

 

Σοφιστής

 



Σοφιστής


Διάλογος της ωριμότητας του Πλάτωνα με τυπικό θέμα τον ορισμό του σοφιστή και τη διάκρισή του από τον πολιτικό και τον φιλόσοφο. Στον διάλογο όμως συζητούνται πολλά καίρια ζητήματα της πλατωνικής διαλεκτικής και της θεωρίας των Ιδέων.

Δραματικό πλαίσιο, πρόσωπα και μορφή του διαλόγου
Αν και ο Σοφιστής δεν μας προσανατολίζει σχετικά με το δραματικό πλαίσιό του, ο συγγραφέας του εξαρχής παραπέμπει στον Θεαίτητο απ' όπου και αντλούμε πληροφορίες για το δραματικό σκηνικό και τον δραματικό χρόνο του έργου. Το αρχικό σχόλιο ότι συνεχίζεται η συζήτηση της προηγούμενης μέρας μάς επιτρέπει να τοποθετήσουμε τον διάλογο στο σκηνικό του γυμνασίου, την επομένη της καταγγελίας του Μέλητου εναντίον του Σωκράτη, δηλαδή λίγο πριν τη θανατική του καταδίκη. Ο Σωκράτης είναι αυτός που θέτει το θέμα της συζήτησης, τον ορισμό του σοφιστή. Ωστόσο, σε αντίθεση με τους περισσότερους πλατωνικούς διαλόγους, δεν συμμετέχει σ' αυτή. Το νέο μέλος της παρέας, ένα μη ιστορικό και ανώνυμο πρόσωπο, ο Ελεάτης Ξένος, οπαδός του Παρμενίδη και του Ζήνωνα, γίνεται ο φορέας των κεντρικών θέσεων του έργου. Βασικός του συνομιλητής είναι ο Θεαίτητος, μαθηματικός και μέλος της πλατωνικής Ακαδημίας , ένας νέος που μοιάζει πολύ στην όψη με τον Σωκράτη. Ένα επιπλέον πρόσωπο, ο γεωμέτρης και αστρονόμος Θεόδωρος, αποσύρεται μετά τις αρχικές συστάσεις, ενώ σιωπηλός παριστάμενος είναι ένας ακόμη, νέος αυτή τη φορά, Σωκράτης. Εκτός από τη συρρίκνωση του δραματικού πλαισίου και τον υποβαθμισμένο ρόλο του Σωκράτη, η μειωμένη σημασία του διαλογικού στοιχείου συνιστά μία ακόμη μορφική ιδιαιτερότητα του έργου. Στην πραγματικότητα ο πρωταγωνιστής εκθέτει τη θεωρία του αποσπώντας απλώς τη συγκατάνευση του κατ' επίφαση συνομιλητή του, γεγονός που οδηγεί πολλούς στο να θεωρούν τον Σοφιστή πραγματεία αριστοτελικού τύπου

Η θέση του έργου στο πλατωνικό corpus
Το έτος συγγραφής του Σοφιστή δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια, όμως η μορφή, η γλώσσα και το περιεχόμενό του συνηγορούν υπέρ του ότι ανήκει στην ύστερη συγγραφική δραστηριότητα του Πλάτωνα και ειδικότερα στην περίοδο ανάμεσα στον Θεαίτητο και τον Πολιτικό , με τον οποίο μοιράζεται τόσο το δραματικό πλαίσιο όσο και τη χρήση της διαιρετικής μεθόδου. Αν και ο Πλάτων μας προϊδεάζει για τη συγγραφή μιας τριλογίας που θα έπρεπε να ολοκληρωθεί με ένα ακόμη έργο με θέμα τον φιλόσοφο, πολλοί μελετητές θεωρούν ότι Σοφιστής και Πολιτικός καλύπτουν έμμεσα την ανάγκη ενός τέτοιου εγχειρήματος.

Περιεχόμενο του διαλόγου
Στο πρώτο μέρος του διαλόγου (216a-242b), χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της διαίρεσης που επιλέγεται χωρίς ιδιαίτερη δικαιολόγηση και επεξήγηση, Ξένος και Θεαίτητος καταλήγουν στη διατύπωση έξι διαφορετικών ορισμών του θηρίου που κυνηγούν. Ο σοφιστής, σε μια προσπάθεια να διακριθεί από τον πολιτικό και τον φιλόσοφο, παρουσιάζεται ως: 1. έμμισθος θηρευτής πλούσιων νέων με δόλωμα την κολακεία και την πειθώ, 2. έμπορος της γνώσης της αρετής, 3. κάπηλος των μαθημάτων των σχετικών με την ψυχή, 4." αυτοπωλητής" αυτών, 5. αθλητής αγώνων λόγων περί δικαίου και αδίκου, άρα κάτοχος της εριστικής τέχνης και σταθερός στο κυνήγι του κέρδους, και 6. επαγγελματίας διδάσκαλος που καθαρίζει την ψυχή από την άγνοια. Όμως στο τέλος της σκυταλοδρομίας των ορισμών ο Θεαίτητος βρίσκεται σε απορία, αφού οι αρνητικές ιδιότητες του σοφιστή αμβλύνονται σταδιακά μέχρι που τα όρια μεταξύ φιλοσόφου και σοφιστή φτάνουν να γίνονται δυσδιάκριτα. Σε μια νέα προσπάθεια ο Ξένος αναδεικνύει το βασικό χαρακτηριστικό των σοφιστών, τη φαινομενική τους παντογνωσία. Εφόσον όμως αυτή είναι αδύνατη, ο σοφιστής δεν μπορεί παρά να είναι κάτοχος της δοξαστικής επιστήμης κι όχι της αλήθειας. Ακόμη χειρότερα, είναι μιμητής των πάντων, κατασκευαστής ομοιωμάτων και ομωνύμων των όντων, ξεγελώντας έτσι τους αδαείς νέους. Επιχειρείται λοιπόν μια νέα εφαρμογή της διαιρετικής μεθόδου, με στόχο να οδηγήσει αυτή τη φορά στον αδιαφιλονίκητο ορισμό που θα τη δικαιώσει. Νέο σημείο αφετηρίας είναι η μιμητική τέχνη, που διχοτομείται: α. στην εικαστική, με την οποία ο κατασκευαστής γεννά ένα ομοίωμα αποδίδοντας πιστά τις συμμετρίες του παραδείγματός του, και β. στη "φαντασματοπλαστική", με την οποία ο δημιουργός φτιάχνει πράγματα που, αν και φαίνεται ότι μοιάζουν με τα παραδείγματά τους, στην πραγματικότητα αυτό δεν ισχύει. Προκειμένου να ενταχθεί με ασφάλεια ο σοφιστής σε μία από τις δύο κατηγορίες, πρέπει να διαλευκανθεί τι είναι "αυτό που ενώ φαίνεται ότι είναι κάτι, δεν είναι", τι είναι "αυτό το οποίο, ενώ λέγεται, δεν είναι αληθές" ή, αλλιώς, να αποδειχτεί ότι υπάρχει ψευδής λόγος και ψευδής δοξασία χωρίς αυτό να συνιστά λογική αντίφαση. Όμως η ύπαρξη του ψεύδους συνεπάγεται την παραδοχή περί ύπαρξης, κατά κάποιον τρόπο, του μη όντος και προϋποθέτει την αντιπαράθεση με τον Παρμενίδη . Αυτός γίνεται ο νέος αντίπαλος του Ελεάτη Ξένου, στον βαθμό που με τη θέση του περί ανυπαρξίας του μη όντος νομιμοποιεί τον σοφιστή και κάνει τους όρους "ομοίωμα" και "φάντασμα" αλλά και την κατηγορία του απατεώνα να μην ευσταθούν.

Στο δεύτερο μέρος του διαλόγου (242c-264b) ο Ελεάτης Ξένος κάνει μια παρέκβαση από το κεντρικό θέμα και προτείνει την εξέταση των προηγούμενων θεωριών περί όντος, που θα οδηγήσει στην δική του θεωρία γι' αυτό. Οι φορείς αυτών των θέσεων στην συντριπτική τους πλειονότητα δεν κατονομάζονται. Ούτε ποτέ τούς αποδίδεται η ιδιότητα του φιλοσόφου. Το κοινό τους γνώρισμα είναι πως όλοι μάς λένε μύθους, δημιουργώντας έτσι ασάφεια και απορία. Ειδική μνεία γίνεται στους "φίλους των σωμάτων" και στους "φίλους των ειδών" από την κριτική των οποίων προκύπτει ότι, ως αναγκαίες συνθήκες της γνώσης, τόσο η στάση όσο και η κίνηση είναι όντα. Σύμφωνα με τη θεωρία περί μερικής επικοινωνίας των ειδών, που παρουσιάζει ο πρωταγωνιστής, ο φιλόσοφος, ως άλλος γραμματικός και μουσικός, με τη βοήθεια της διαλεκτικής επιστήμης μελετά τους συνδυασμούς και τις διακρίσεις των ειδών. Ειδικότερα προσδιορίζει ποια γένη, αν και ανεξάρτητα και διακριτά, μπορούν να επικοινωνούν με άλλα και να τα περιέχουν και ποια όχι και δίνει τους κανόνες της παραγωγής λόγου. Ο Ελεάτης Ξένος εφαρμόζει τη διαλεκτική σε πέντε καθολικά γένη, τα οποία χαρακτηρίζει μέγιστα. Στο ον, τη στάση και την κίνηση προστίθενται η ταυτότητα και η ετερότητα. Τα δύο τελευταία, που έχουν προοικονομηθεί, εισάγονται μετά την παραδοχή ότι κάθε είδος είναι ίδιο με τον εαυτό του και διαφορετικό από όλα τα άλλα. Το κέντρο βάρους πέφτει τώρα στην εξέταση του γένους της ετερότητας, καθώς συνδέει το επιχείρημα με την κεντρική έννοια χάρη της οποίας έγινε η μεγάλη αυτή παρέκβαση, με το μη ον. Κάθε είδος συνδέεται με το ον, καθώς είναι όμως και έτερό του είναι ταυτόχρονα και μη ον. Έτσι το τελευταίο χωρίς να είναι "ενάντιο" του όντος είναι κάτι διαφορετικό από εκείνο. Περνώντας τέλος στο πεδίο του λόγου προκειμένου να κατοχυρώσει και την ύπαρξη του ψεύδους, ο Ελεάτης Ξένος υποστηρίζει ότι ψευδής είναι ο λόγος που λέει για κάτι αυτό που δεν είναι (π.χ. η φράση "ο Θεαίτητος πετά" μιλάει μεν για τον Θεαίτητο, αλλά λέει έτερα από εκείνα που υπάρχουν σχετικά με αυτόν). Με τον ίδιο τρόπο κατοχυρώνει την ύπαρξη του ψεύδους και στα συναφή πεδία της διάνοιας, της δόξας και της φαντασίας.

Αφού ξεπεράστηκε ο παρμενίδειος σκόπελος και αποδείχτηκε η σχετική ύπαρξη του μη όντος ως ετερότητας κι επομένως η ύπαρξη του ομοιώματος, του ψευδούς λόγου και της ψευδούς δόξας, ο Ξένος στο τρίτο μέρος του διαλόγου (264c-268d) καταλήγει απρόσκοπτα πλέον στον τελευταίο ορισμό. Σοφιστής είναι όποιος με τους λόγους του οδηγεί τον συνομιλητή του σε αντιφάσεις και, υποκρινόμενος ότι γνωρίζει πράγματα που αγνοεί, παράγει φαντάσματα. Ο διάλογος κλείνει με την απόλυτη συμφωνία του Θεαίτητου και τη σιωπηλή συναίνεση του Σωκράτη.

Ερμηνεία
Η διάκριση φιλοσόφου-σοφιστή, η διαιρετική μέθοδος, η θεωρία της μερικής επικοινωνίας των ειδών και η έννοια του μη όντος είναι μερικά από τα θέματα που με τεχνικό και αφηρημένο τρόπο διαπλέκονται ισότιμα, κάνοντας έτσι δύσκολη την ανάδειξη ενός και μόνο σκοπού του έργου. Όμως το βασικότερο πρόβλημα του αναγνώστη είναι πως, αν και ο διάλογος πραγματεύεται κλασικές πλατωνικές έννοιες όπως η διαλεκτική, η ψυχή, η φύση του φιλοσόφου σε αντιπαραβολή προς εκείνη του σοφιστή και η διάκριση υποδείγματος-εικόνας, απουσιάζει εντελώς η πλατωνική θεωρία των Ιδεών που τις συνέχει. Ο αναγνώστης του Σοφιστή βρίσκεται σε απορία: το ον είναι εκείνο που διαθέτει έστω και ελάχιστη ικανότητα να ενεργεί και να πάσχει, η κίνηση είναι ένα από τα όντα, το μη ον υπάρχει με κάποιον τρόπο και μπορεί να γνωσθεί και ο διαλεκτικός ως άλλος ταξινομητής παρακολουθεί τους συνδυασμούς και τις διαφορές των ειδών, που έστω και μερικώς επικοινωνούν. Ως εκ τούτου, η σύγχρονη αναλυτική και γλωσσολογική παράδοση θεωρεί ότι με τον Σοφιστή ο Πλάτων στρέφει το ενδιαφέρον του προς μια αμιγώς λογική ανάλυση που πραγματεύεται ζητήματα κατηγόρησης και τον χρήζει ιδρυτή της τυπικής λογικής.

Ωστόσο, η μόνιμη έμφαση στην διάκριση υποδείγματος και εικόνας και στην έννοια της μίμησης που διατρέχει το έργο συνιστούν συνεχείς υπομνήσεις της θεωρίας των Ιδεών. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η τελευταία επανεμφανίζεται στον Φίληβο και τον Τίμαιο , κάνουν πολλούς μελετητές να αρνούνται τη μετάλλαξη των Ιδεών σε καθολικά είδη ή γλωσσικές κατασκευές και να διαβάζουν τον Σοφιστή από ένα οντολογικό πρίσμα. Έτσι, αναδεικνύοντας τις έννοιες της μίμησης, της εικόνας και της ετερότητας, θεωρούν τον έργο σταθμό στην προσπάθεια του Πλάτωνα για μια βελτιωμένη μεταφυσική και επανασυνδέουν τον Σοφιστή με τη σταθερή ηθική και πολιτική απόβλεψη όλης της πλατωνικής φιλοσοφίας, κάτι που απαλλάσσει τον διάλογο από τον δικαιολογημένο χαρακτηρισμό του ως απορητικού.

 

Η ΖΩΗ ΕΧΕΙ ΣΤΡΟΦΕΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΡΟΦΕΣ



…..Πάνε νύχτες όχι πολλές, μια αλλόκοτη ονειροφανταξιά γιόμισε ίδρωτα το κορμί μου.

Πλημμύρισε σκέψεις το μυαλό μου και ερμηνεία γύρευε να βρω στης αλήθει­ας και του ήλιου το φως, νικήτρια του σκότους και των ψε­μάτων.

«Μάζευα, λιόλουστο πρωινό μόνος, σε ένα χέρσο χωράφι, βώλους, απ' αυτούς που, στα παιδικά μας χρόνια, με τα συ­νομήλικα γειτονοπούλα, αμέριμνα παίξαμε.

 Μα, κάθε τρεις και λίγο, με κοντοζύγωναν σκιές συγγενών, γνωστών και φί­λων, και ζωντανών και όσων έχουν φύγει από χρόνους.

 Δε φοβόμουν, μα απορούσα.

Τι να θέλουνε από μένα;

 Μι­λούσανε, ακούγανε, οσφραίνονταν, μ' ακούμπαγαν, αλλά εγώ τους άκουγα χωρίς να τους βλέπω και να μπορούσα να τους χαϊδέψω.

Και ξάφνου, εμφανίζεται, απροειδοποίητα και εκεί, η Αριάδνη, του δικαστή και πρωταφέντη, του Μίνωα, η πρώ­τη θυγατέρα!

Τρεις χρόνους και τρεις μήνες «είχα να την ιδώ, να την ανταμώσω», με το κόκκινο σαν αίμα κουβάρι της.

Ήταν έτοιμη να μου το δώσει.

Ήμουνα πανέτοιμος να το βά­λω στις χούφτες μου, για να βγω από εκείνον τον περίεργο λαβύρινθο που μ’ έβαλε ο έρωτας.

Γυρίζοντας, όμως, το βλέμμα μου στα γαλανά μάτια και τα ξανθά της μαλλιά, τη βλέπω να κανακεύει ένα γελαστό μωρό (: «λάφυρο ή ενθύμιο» από το Θησέα και απ’ τα όνειρα μιας «μεγάλης ζωής», που έμειναν λειψά ) και, μόλο που μου χα­μογελούσε, άρχισε ν' απομακρύνεται.

Έτρεξα μεμιάς ξωπίσω της, την έφτασα.

Φιληθήκαμε στα μάγουλα, την κου­βέντα αρχίσαμε, εγώ για τα τωρινά μου, εκείνη για τα περα­σμένα της.

Κι όταν ήλθε πιο κοντά και στην παλάμη μου το κουβάρι της ήταν έτοιμη ν' αποθέσει, ο ουρανός γιόμισε η­λιαχτίδες κόκκινες και καυτές, μα...»

Πριν προλάβω  το νήμα να πάρω, χάθηκε και η Αριάδνη και αυτό μαζί  του!

Και ξέρεις  τι βλέπω , μόλις τα μάτια μου ά­νοιξα, ξυπνώντας και χωρίς παρωπίδες, τι ακούω χωρίς ωτοασπίδες, τι νιώθω να κυλά στο αίμα μου;

Η ζωή είναι γιο­μάτη στροφές και ανατροπές.

Στις στροφές θέλει  προσοχή, για να μη ζαλιστείς από την απότομη άνοδο ή  προσγείωση . Στις ανατροπές, για να μείνεις όρθιος κι αξιοπρεπής εμπρός στον καθρέφτη σου, να αναλαμβάνεις τις ευθύνες σου ακό­μα και αν άμυαλοι περιφρονητάδες της καρδούλας σου ως «γραφικό» δεν σου δώσουν ούτε ένα ψιχίο αγάπης μα σαν «απόβλητο» σε απορρίψουν και σε περιθωριοποιήσουν.

    Έχοντας όμοια με της Αριάδνης τη φωνή και την όψη, μια νεράιδα, πριν χρόνια, με συμβούλεψε να μη σωριάζω ποτέ πί­κρα στα σωθικά μου και μου είπε, θυμάμαι ακόμα και τώρα, το άδολο παιδικό παραμύθι της γιαγιάς, ότι όλοι οι άνθρω­ποι κάπου, κάπως, κάποτε θα βγούμε, παρά τις «Συμπληγάδες», από το λαβύρινθο, θα ξανανταμώσουμε στο ηλιόφως και θα ξαναδούμε όσους, αλαζόνες, τώρα τη γήινη εικόνα, μας αρνήθηκαν και μας λαβώνουν, θα ξανασμίξουν οι δρό­μοι μας με τους δικούς τους, ίσως όπως των ληστών, που ανάμεσα τους, μετά από μια φουσκοθαλασσισμένη ζήση τους,  βρήκανε τον Διόνυσο, για να τους συχωρέσει και την αληθινή αγάπη να τούς διδάξει, ως μόνη της ψυχής διέξοδο και λύ­τρωση από τα σωματικά ελαττώματα και τις μισάνθρωπες τους , ανόητες, αλλά ανθρώπινες, σκέψεις.

Και ίσως τότε τον έρωτα και το χαμόγελο, που οι ονειροφανταξιές, μας υπόσχονται και κάποιοι φαντασμένοι, θύματα κι οι ίδιοι - δίχως να το ξέρουνε - μιας ασύνετης κομπορρημοσύνης, μας στερήσανε, θα χαρούμε και θα μοιραστούμε…….

 

    

 

Κυκεώνας του Ολύμπου

Κυκεώνας του Ολύμπου Οι Αρχαίοι Έλληνες έδιναν περισσότερη αξία στην δημόσια ζωή και λιγότερο στην ιδιωτική. Για τον λόγο αυτό ανέπτυξαν μ...