Θάλασσα

Θάλασσα

 

Η δύναμη της θάλασσας απλώνεται μπροστά μου..

Στο μπλε της πνίγονται τα μάτια μου..

Στων κογχυλιών τα παιχνιδίσματα αφήνω τις σκέψεις μου.

Στη μοναξιά των βράχων

γέρνω το πήλινο κορμί μου

αφουγκράζοντας τις φωνές των δελφινιών

και του αφρού το "διάφανο" λευκό..

Ανάσες παίρνω, της αρμύρας υποσχέσεις

και το γαλάζιο τ' ουρανού

αίμα μου γίνεται…..

Γλάρων σκιρτήματα,

οι χτύποι της καρδιάς….

Αγάπη κι έρωτας για τούτη την πέτρα

που άφησε ο Θεός στη μέση της θάλασσας…

Αφήνω των ματιών μου τους κύκλους

ν' ακολουθούν του ήλιου το πέρασμα

και να βουτούν σ' αέναους βυθούς μαζί του,

στο γλαφυρό ηλιοβασίλεμα..

Μένω εδώ..

---------

Άνοιξε το στήθος της σαν μια βεντάλια, 

βουβά στον ήλιο απολογήθηκε

κι αποτυπώνονταν ξεκάθαρα στα όμορφα μεγάλα μάτια της 

η πίστη της για την επιλογή της...

Πως δεν μετάνιωνε, πως δεν θα έσβηνε, 

με τίποτα τη φλόγα πού  'χε  για τα καλά 

 ανάψει στα αχυρένια ανθρωπάκια...

Τα χείλη της, ερμητικά κλειστά 

σημαιοστόλιζαν το σκηνικό κι ανέμιζαν με θράσος

 θα 'λεγα τις σάρκες απ' τα θύματα της...

Ήτανε φανερό, πως η ακόλαστη ζωή της, 

η αποπλάνηση του άνεμου 

και οι μυριάδες ανομίες πού την βάρυναν, 

σημάδευαν για τα καλά την καταδίκη της...

 

Τέτοιο πόνο που 'ζησα ποτέ σου να μη νιώσεις

σημάδι βάλε μια ζωή κι έλα να με τελειώσεις.

Πάρε μαχαίρι με λαβή την πίκρα μου και χτύπα

βαθιά να φέρει μέσα μου της απονιάς σου προίκα.

Να μη σε νιώθω, να μη σε βλέπω, σε άλλη τώρα αγκαλιά.

Να μη μ ' αγγίζεις δεν επιτρέπω

μια προδοσία μου χτυπάει την καρδιά.

Τέτοιο δάκρυ που 'χυσα, ποτέ, 

στα μάτια σου να μη σταλάξει, 

πάρε την αδικία σου, 

προχώρησε στην τελευταία πράξη.

 

 

 


ΚΕΛΤΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ

 


ΚΕΛΤΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ

  Όταν κάποιος αναφέρει την λέξη Δρυίδης, στο μυαλό των περισσότερων έρχεται η εικόνα ανδρών με λευκές ρόμπες να στέκονται γύρω από τις λίθους του Στόουνχετζ.

Ο Δρυϊδισμός είναι απλά μια υιοθέτηση της αρχαίας κέλτικής θρησκείας.

Αν και κατά την διάρκεια της εξάπλωσης του χριστιανισμού οι Δρυίδες θεωρούνταν μάγοι και μάντεις, στην προχριστιανική κέλτικη κοινωνία αποτελούσαν μια τάξη διανοούμενων, φιλοσόφων, δικαστών, εκπαιδευτικών, ιστορικών, γιατρών μάντεων, αστρονόμων και αστρολόγων.

Οι Δρυίδες ήταν αυτοί που πρώτοι μίλησαν σε ανοιχτές συγκεντρώσεις και τελετές, αυτοί που άναψαν φωτιές κατά την διάρκεια της τελετής ,αυτοί που έκαναν θυσίες και απαγόρευαν σε άλλους το δικαίωμα συμμετοχής, αυτοί που διόριζαν βασιλείς και ασχολούνταν με τα μυστήρια του άλλου κόσμου, όταν άλλες πρακτικές αποτύγχαναν.

Προτού όμως αναφερθεί κάτι άλλο για αυτούς, είναι απαραίτητη μια μικρή ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την καταγωγή των αρχαίων Κελτών.

Η λέξη Κέλτης είναι η ονομασία που δόθηκε στους Κέλτες μέσα στην Ευρώπη.

Από εκεί ξεκίνησαν, πριν μεταναστεύσουν στην περιοχή, που σήμερα ονομάζεται Ιρλανδία. Ο όρος Κέλτης δεν αναφέρεται σε μια εθνότητα, αλλά σε έναν πολιτισμό. Διακρίνονται τρία φύλα Κελτών της μεγάλης κέλτικης οικογένειας:

-οι Ιρλανδοί Κέλτες (Ιρλανδία)

-οι Γαλάτες (σημερινή Γαλλία και Βέλγιο)

-οι Μιλεσιανοί (με ρίζες στην Ισπανία και την Αίγυπτο και μετέπειτα μετανάστευση στην Ιρλανδία).

Ο όρος Κέλτης αναφέρεται σε όλες εκείνες τις φυλές που η μητρική τους γλώσσα σχετίζεται με αυτή των αρχαίων Κελτών. Οι αρχαίοι Δρυίδες ,είναι γνωστό ότι υπήρχαν πριν από το 4000 π.Χ. και ήταν συνδεδεμένοι κυρίως με τις Βρετανικές Νήσους. Γύρω στα 1500 με 1000 π.Χ., οι Κέλτες ζούσαν στην σημερινή ανατολική Γαλλία, ενώ αργότερα εξαπλώθηκαν στην δυτική και κεντρική Ευρώπη. Περίπου το 400 π.Χ. ζούσαν στην Βρετανία, Ιρλανδία, Γαλλία, Βέλγιο, Αυστρία, Ελβετία και σε μέρη της Ισπανίας και της νότιας Ιταλίας.

Η πρώτη αναφορά σε αυτούς γίνεται σε ελληνικά κείμενα την εποχή του Σιδήρου.

Διάφοροι Έλληνες και Ρωμαίοι συγγραφείς του αρχαίου κόσμου έγραψαν και σχολίασαν για τους Κέλτες και τις πεποιθήσεις τους. Οι ίδιοι οι Κέλτες δεν άφησαν καμία γραπτή μαρτυρία για την θρησκεία τους, όχι επειδή δεν μπορούσαν, αλλά επειδή ήταν απαγορευμένο.

Οι Δρυίδες, ιερατική κάστα των Κελτών, επέτρεπαν μόνο την προφορική παράδοση, πιθανότατα για να αποτρέψουν την διάδοση των μυστικών τους σε ξένους. Ο Ιούλιος Καίσαρας ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τους Γαλάτες  Κέλτες, όμως η μαρτυρία του συνοδεύεται από το πρόβλημα της έλλειψης αμεροληψίας, αφού η περιγραφή του παρουσιάζει τους Κέλτες ως βαρβάρους, τους οποίους οι «πολιτισμένοι» Ρωμαίοι έπρεπε να εκπολιτίσουν.

Βασική πηγή ήταν, όπως προαναφέρθηκε, οι αρχαίοι Έλληνες ιστορικοί και συγκεκριμένα ο Ηρόδοτος(5ος αι. π.Χ.),ο οποίος χρησιμοποίησε την λέξη κέλτοι, δηλαδή ξένοι.

Ο Καίσαρας από την πλευρά του αποκαλούσε Κέλτες, όσους ζούσαν στη νότια πλευρά του Ρήνου και Γερμανούς, όσους ζούσαν στη βόρεια.

Ανάμεσα στους Γαλάτες υπήρχαν τρεις εξέχουσες τάξεις. Σύμφωνα με τον Ποσειδώνιο και κάποιες άλλες αρχαίες πηγές, η γαλατική θρησκεία και ο πολιτισμός αποτελούσαν μέλημα τριών τάξεων:

-των Δρυίδων, των Βάρδων, των Οβατών. Επρόκειτο για μια τρίπτυχη ιεραρχία, οι τάξεις της οποίας είχαν διαφορετικές υποχρεώσεις.

Οι Κέλτες είχαν αναπτύξει ένα θρησκευτικό σύστημα με φορείς τους Βάρδους, οι οποίοι γνώριζαν όλα τα τραγούδια και τις ιστορίες της φυλής, τους Οβάτες που ήταν επιφορτισμένοι με την πρόβλεψη των μελλούμενων και την θεραπεία και τους Δρυίδες, που ήταν γνώστες της φυσικής και ηθικής φιλοσοφίας, δικαστές και εκπαιδευτικοί.

Οι τελευταίοι ήταν υπεύθυνοι για την εκπαίδευση των νέων και γενικά για την πνευματική ζωή της κοινότητας. Δίδασκαν προφορικά και τα μαθήματά τους, όπως λένε, διαρκούσαν είκοσι χρόνια. Οι νέοι ξεκινούσαν ως Οβάτες με την υποχρέωση να κατανοούν τα μυστήρια της γέννησης και του θανάτου, προχωρούσαν στους Βάρδους, τον δεύτερο βαθμό του δρυιδικού ιερατείου και έφταναν μέχρι το βαθμό του Δρυίδη.

Δρυίδες μπορούσαν να γίνουν και άνδρες και γυναίκες και ήταν καθήκον τους να συμβουλεύουν τους βασιλείς ,να ασκούν δικαστική εξουσία και να έχουν βαθιά γνώση των μυστηρίων της λατρείας και της τελετής.

Γνώριζαν τα είδη των δένδρων και των ζώων, των εντόμων και των ψαριών, συνομιλούσαν με την φύση  και ήταν σε θέση να κατανοούν τα μυστήριά της.

Οι Δρυίδες και οι Βάρδοι των Ιρλανδών Κελτών είχαν επινοήσει, γύρω στα 300 μ.Χ., ένα σύστημα γραπτού λόγου, το λεγόμενο Ogham. Αυτό το είδος γραφής  βρέθηκε σε λίθινα μνημεία και επιγραφές, κυρίως στη Νότια Ιρλανδία. Το Ogham ονομάζεται επίσης και Αλφάβητο των Δένδρων, καθώς κάθε γράμμα αντιστοιχεί σ’ ένα δένδρο. Το Αλφάβητο αποτελείται από είκοσι γράμματα, ονόματα δένδρων  και αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη θέση πάνω στο χέρι. Με αυτό τον τρόπο, ολόκληρες μυστικές συζητήσεις λάμβαναν χώρα  με το πραγματικό μήνυμα στη συμβολική γλώσσα, όσο διεξαγόταν η ‘’φυσική’’ συζήτηση σχετικά με τον καιρό, την οικογένεια και την ζωή της κοινότητας.

Το Αλφάβητο διαβαζόταν από κάτω προς τα επάνω, ενώ τα γράμματα αποτελούσαν συνδυασμό γραμμών που έτεμναν στην μέση μια οριζόντια ή κάθετη γραμμή.

Οι Κέλτες θεωρούσαν ότι η φύση ήταν η σύντροφος του πρωτόγονου ανθρώπου.  Παρείχε υλικά για την διαβίωση του και γι’ αυτό την λάτρευαν. Τα δένδρα ήταν οι γέφυρες ανάμεσα στον κόσμο του Ουρανού και της Γης. Τα κλαδιά και οι ρίζες τους συμβόλιζαν την σχέση ανάμεσα στον Ουρανό και τον Κάτω Κόσμο, η αλλαγή εποχών συμβόλιζε τον κύκλο της γέννησης, του θανάτου και της αναγέννησης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Δρυίδες κατείχαν μεγάλη γνώση των φυτικών φαρμάκων και ότι τα φυτά διαδραμάτιζαν πολύ σημαντικό ρόλο στην διεξαγωγή μιας τελετής. Ιερά δέντρα ήταν: -η σημύδα (σύμβολο της ανάστασης και της νέας ζωής) -η φλαμουριά (σύμβολο του μαγικού και φυσικού κόσμου) -η οξιά -η αφροξυλιά (ιερό δέντρο των ξωτικών και προστάτης από ακάθαρτα πνεύματα) - η φουντουκιά (βασικό συστατικό για την κατασκευή οργάνων μαντείας) -η βελανιδιά -η ιτιά -η καρυδιά -το έλατο (ως πέρασμα ανάμεσα στον επίγειο κόσμο και τον άλλο)

Η κέλτικη θρησκεία δεν αποτελεί με κανέναν τρόπο μια απλή ιστορία και δεν μπορεί να αποκαλεστεί μόνο Δρυϊδισμός. Εκτός από την επίσημη θρησκεία, υπήρχε και ένα πλήθος από προκαταλήψεις και παρατηρήσεις, οι οποίες προέκυψαν από μια παλαιότερη από τον Δρυϊδισμό  πηγή, την Φύση και την σχέση του ανθρώπου με αυτήν. Η προχριστιανική Κέλτικη θρησκεία δεν είχε αρχικά την ιδέα του πατριαρχικού  στην οποί εξελίχθηκε αργότερα.

 Όπως οι περισσότερες θρησκείες, οι Κέλτες ξεκίνησαν με την ιδέα μιας μητέρας-θεάς.

Για τους Κέλτες αυτή ήταν η Ντανού (Danu), που σήμαινε νερό από τον Παράδεισο.

Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι ο ποταμός Δούναβης πήρε το όνομά του από την θεά, αφού είναι γνωστό ότι ο κέλτικος πολιτισμός εξελίχθηκε στις βασικές πηγές του Δούναβη.

Ξεκινώντας από τη μητέρα-θεά, η κέλτικη θρησκεία βασιζόταν στον πολυθεϊσμό, γνωστό και ως κέλτικο παγανισμό. Οι Κέλτες πίστευαν ότι όλα τα φυσικά αντικείμενα, όπως βράχοι και δέντρα, είχαν ψυχή. Φυσικά, υπήρχαν διάφορες παραλλαγές ανάμεσα στις διαφορετικές κέλτικες φυλές της Ιρλανδίας, της Μεγάλης Βρετανίας ,της Γαλατίας, όμως υπάρχουν κάποια κοινά στοιχεία σε όλες. Ο κέλτικος πολυθεϊσμός παρήκμασε την εποχή της Ρώμης, ιδιαίτερα μετά από την καταδίκη του Δρυϊδισμού  ως παράνομου, την εποχή του Κλαύδιου το 54 μ.Χ.

Παρόλα αυτά, συνέχισε να υφίσταται στη Βρετανία και την Ιρλανδία, όπου και σταδιακά εξαφανίστηκε την εποχή του εκχριστιανισμού, μετά τον 5ο και 6ο αιώνα.

Στην κέλτικη θρησκεία υπήρχαν πολλοί θεοί και θεές, οι οποίοι λατρεύονταν από όλους τους Κέλτες, μολονότι μπορεί να είχαν διαφορετικά ονόματα και ιδιότητες. Αυτές οι πανκέλτικες θεότητες αντιστοιχούν σε ένα μικρό ποσοστό των κέλτικων θεοτήτων. Από τις γνωστές 300 θεότητες, μόνον περίπου 60 μπορούν να συναντηθούν σε περισσότερες από μία περιοχές και από αυτές μόνον 20 με 30 είναι πανκέλτικες. Οι Κέλτες πίστευαν ότι οι θεότητες υπήρχαν σε όλες τις εκφάνσεις της φύσης και λάτρευαν τις φυσικές δυνάμεις χωρίς να τους αποδίδουν ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά, όπως άλλοι λαοί (Έλληνες, Ρωμαίοι, Αιγύπτιοι).

Αυτό άλλαξε, καθώς οι επιρροές από τους λαούς αυτούς άρχισαν να γίνονται αισθητές και έτσι σταδιακά οι Κέλτες απέδωσαν στους θεούς τους ανθρώπινη μορφή προχωρώντας σε μια ρωμαϊκή πολυθεϊστική θεώρηση της θρησκείας τους.

Αν και δεν έχουμε γραπτά αρχεία από τους Δρυίδες αναφορικά στην ακριβή φύση των τελετουργικών τους και άλλων ιερών πράξεων, έχουμε ιστορίες που έχουν διασωθεί από επιγραφές, παραμυθάδες και λαογραφικές παραδόσεις, που επιβίωσαν με το πέρασμα των αιώνων στις κέλτικες περιοχές. Σύμφωνα με αυτές τις παραδόσεις, μερικές πανκέλτικες θεότητες αντιπροσώπευαν μεγάλα φυσικά φαινόμενα ή ουράνια σώματα, όπως τον ήλιο.

Οι Κέλτες δεν λάτρευαν τον ήλιο ,αλλά τον θεωρούσαν σύμβολο του θεϊκού στοιχείου. Λάτρευαν τον Lugh ή τον Taranis, θεό του κεραυνού, τον Toutatis, προστάτη θεό της φυλής, τον Belenos, θεό της θεραπείας και τον Cernunnos, κερασφόρο θεό.

Λατρεύονταν και θεές, εκτός από την Danu, όπως η Sulis, θεά του νερού, η Matres, θεά του ουρανού και η Rhiannon, θεά των αλόγων. Η τελευταία ήταν πολύ σημαντική ,καθώς τα άλογα διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στην κέλτικη μυθολογία.

 Η Rhiannon ήταν γνωστή από μια συλλογή μεσαιωνικών ουαλικών ιστοριών, το Mabinogion, όπου παντρεύεται τον βασιλιά Pwyll και αργότερα κατηγορείται ότι σκότωσε το βρέφος της. Ως τιμωρία της επεβλήθη να συμπεριφέρεται σαν άλογο και να μεταφέρει επισκέπτες στο βασιλικό συμβούλιο. Σύμφωνα με μια άλλη ιστορία υποχρεώθηκε να φοράει κολάρο στο λαιμό ως χαρακτηριστικό ενός θηρίου. Μια ακόμη θεότητα των αλόγων είναι η Macha, ίσως τριαδική θεότητα και αυτή, η οποία σχετίζεται με την μάχη και την σκληρότητα.

Θεωρείται ότι είναι μια από τις μορφές της Morrighan, θεότητας της μάχης και της σφαγής. Άλλες μορφές της Morrighan ήταν η Badhb Catha  και η Nemain.

Πολλοί θεοί λατρεύονταν στην  τριαδική τους μορφή. Η ιδέα της τριπλής προσωπικότητας ενός θεού φαίνεται να σχετίζεται με την Ινδοευρωπαϊκή έκφραση.

Ο Πυθαγόρας είδε το τρία ως τον τέλειο αριθμό των φιλοσόφων, την αρχή, τη μέση και το τέλος. Οι Έλληνες θεωρούσαν ότι ο κόσμος κυβερνούνταν από τρεις θεούς: τον Ουρανό(Δίας), τη Θάλασσα(Ποσειδώνας) και τον Κάτω Κόσμο(Άδης).

Μια τέτοια τριπλή θεότητα ήταν και η Brighid, θεότητα της θεραπείας, της ποίησης και της σιδηρουργίας. Σχετίζεται με πολλές ιαματικές πηγές και πηγάδια.

Άλλη  λιγότερο γνωστή θεότητα της ίασης ήταν και η Airmed, στην οποία ήταν αφιερωμένη μια ιαματική πηγή, αλλά κατείχε και την θεραπευτική τέχνη της βοτανολογίας.

Στο κέλτικο πάνθεον υπήρχαν και μητέρες θεότητες όπως η Danu, η Rhiannon, η Macha και η Ernmas, όμως όλες τους διαδραμάτιζαν διαφόρους ρόλους στην μυθολογία και τον κέλτικο συμβολισμό και δεν είναι δυνατό να περιοριστούν μόνο στον ρόλο της μητρότητας.

 Έτσι, μπορούσαν να είναι μητέρες, σιδηρουργοί, πολεμίστριες, θεραπεύτριες.

Οι μητέρες θεότητες συχνά ήταν σύμβολα δημιουργίας, γέννησης, γονιμότητας, σεξουαλικής ένωσης και στοργής. Άλλοτε ήταν σύμβολα τιμωρίας και καταστροφής και μπορούσαν είτε να βοηθήσουν και να ευλογήσουν την κοινότητα είτε να την καταστρέψουν. Θα μπορούσαν να ειπωθούν και άλλα πράγματα για τις κέλτικες θεότητες, όμως η έκταση αυτού του άρθρου θα γινόταν ακόμη μεγαλύτερη.

Σκοπός ήταν να αναφερθούν κάποιες βασικές πανκέλτικες θεότητες αναγνωρισμένες σε ολόκληρο τον κέλτικο κόσμο και όχι σε μεμονωμένες περιοχές αυτού. Είναι όμως απαραίτητο να αναφερθεί ότι οι Ρωμαίοι κατέκτησαν τις κέλτικες περιοχές της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Βρετανίας και εξίσωσαν τους Κέλτες θεούς με τους δικούς τους.

 Έτσι υποστήριξαν ότι ο Belenos ήταν ο δικός τους Απόλλωνας και ότι ο Lugus ήταν ο δικός τους Ερμής. Αυτές οι ρωμαϊκές συγκριτικές περιγραφές αποτελούν μια από τις λιγοστές πηγές γραπτής πληροφόρησης για τους Κέλτες θεούς.

Η κέλτικη θρησκεία συνδύαζε τον μυστικισμό με την μαγεία υπογραμμίζοντας την πεποίθηση πως υπήρχε ζωή μετά τον θάνατο . Οι Κέλτες πίστευαν ότι η ψυχή έδραζε στο κεφάλι και όχι στην καρδιά ,όπως πίστευαν οι χριστιανοί. Δεν υπάρχει αμιγής πληροφόρηση για τις κέλτικες πεποιθήσεις σε σχέση με την μεταθανάτια ζωή.

Ωστόσο, από αρχαιολογικές ανακαλύψεις, ρωμαϊκές μαρτυρίες και μεταγενέστερη μυθολογία, καθιερώθηκε η αντίληψη ότι οι Κέλτες πίστευαν πως η ψυχή δεν πέθαινε με τον σωματικό θάνατο ,αφού σύμφωνα με πρακτικές  ταφής ,τους νεκρούς συνόδευαν φαγητό, όπλα και κοσμήματα. Σύμφωνα με τον Ιούλιο Καίσαρα ,το κέντρο της κέλτικης πίστης ήταν το πέρασμα της ψυχής από το ένα σώμα στο άλλο.

Πίστευαν ότι το να πολεμούν γυμνοί τους έφερνε πιο κοντά στον πνευματικό τους εαυτό, εξαγνίζοντας το κάρμα τους και διευκολύνοντας την άμεση μεταφορά τους στον άλλο κόσμο ,αν έχαναν την ζωή τους στην μάχη. Η έννοια του άλλου κόσμου αποτελούσε κοινό παράγοντα στις μετέπειτα μυθολογίες των εκχριστιανισμένων κέλτικων εθνών.

Αυτός ήταν ο κόσμος της παράδοσης των ξωτικών και άλλων υπερφυσικών όντων, ένας κόσμος που κατά άλλους βρισκόταν υπόγεια, ενώ σύμφωνα με άλλους  μακριά στην δύση. Πολλοί ακαδημαϊκοί υποστήριξαν ότι αυτός ο κόσμος ήταν η παγανιστική κέλτικη μεταθανάτια ζωή, όμως δεν υπάρχουν αποδείξεις που να υποδεικνύουν κάτι ανάλογο.

Ένα ακόμα στοιχείο που πρέπει να αναφερθεί είναι  η άποψη πως οι Κέλτες τελούσαν ανθρωποθυσίες ως μέρος των τελετουργικών τους.

Η άποψη αυτή διατυπώθηκε από τον Ιούλιο Καίσαρα και χαρακτηρίστηκε από τον ίδιο ως πράξη ανίερη και απεχθής. Οι Γαλάτες Κέλτες ήταν αυτοί που χρησιμοποιούσαν ανθρωποθυσίες και όχι οι Ιρλανδοί. Η ανθρωποθυσία ήταν ένας εύκολος τρόπος να ξεφορτωθούν αιχμαλώτους πολέμων. Θεωρούνταν λιγότερο απεχθές να σκοτώσουν κάποιον ως θυσία (ώστε να περάσει η ψυχή του σε κάποιο άλλο σώμα και να συνεχιστεί η ζωή), παρά να περάσει την υπόλοιπη ζωή του ως σκλάβος ή φυλακισμένος. Μάλιστα, για ένα σοβαρό πρόβλημα ,κάποιος θα θυσιαζόταν οικειοθελώς ως αγγελιοφόρος στους θεούς.  Έτσι αποδείκνυαν ότι πράγματι επρόκειτο για σοβαρό πρόβλημα και εξασφάλιζαν ότι το μήνυμα θα αποστελλόταν στους θεούς ολοκληρωμένο και ανέπαφο.

Όπως όλα τα αρχαία ιερατεία, οι Κέλτες μελετούσαν την κίνηση των ουράνιων σωμάτων και διαμόρφωναν ανάλογα το ημερολόγιό τους. Οι Ιρλανδοί Κέλτες χώριζαν το έτος σε τέσσερις μεγάλες γιορτές που απείχαν ισότιμα μεταξύ τους.

Σε αυτές τις γιορτές ,το έτος προσωποποιούνταν την άνοιξη σε ένα νεαρό, το καλοκαίρι σε έναν μεσήλικα, το φθινόπωρο σε έναν ηλικιωμένο και το χειμώνα σε έναν άνδρα πολύ μεγάλης ηλικίας. Η πρώτη γιορτή ήταν το Samhain(1/11),που σηματοδοτούσε την αρχή του έτους και θεωρούνταν η μοναδική εποχή κατά την οποία οι ζωντανοί μπορούσαν να έρθουν σε επαφή με τους νεκρούς. Η δεύτερη γιορτή ήταν το Imbolc (1/02), που ήταν ιερή για την θεά της γονιμότητας Brighid.

Η τρίτη ήταν το Beltane(1/05)και ήταν αφιερωμένη στον θεό Bel. Σηματοδοτούσε την αρχή του καλοκαιριού, την ζωτικότητα και τη νεότητα. Η τέταρτη ήταν το Lughnasadh (1/08), αφιερωμένη στον θεό Lugh που σηματοδοτούσε την αρχή του θερισμού και το τέλος του καλοκαιριού.

Μαζί με τις παραπάνω γιορτές, γιόρταζαν και τις ισημερίες και τα ηλιοστάσια (εαρινή:21/22-3, φθινοπωρινή: 21/22-9, θερινό ηλιοστάσιο: 21/22-6 και χειμερινό: 21/22-12).

Δύο αιώνες διήρκησε η πολιορκία των Δρυίδων από τον χριστιανισμό. Χριστιανοί ιεραπόστολοι άλλαξαν τα ονόματα πολλών κέλτικων τελετών: το Samhain έγινε Halloween ή ημέρα των Αγίων Πάντων, το Yule έγινε Χριστούγεννα, το Imbolc έγινε Candlemas και οι τελετές γονιμότητας του Beltane αφιερώθηκαν στην λατρεία της Παναγίας.

Οι κλασικές πηγές υποστηρίζουν ότι οι Κέλτες δεν είχαν ναούς (πριν τη γάλλο-ρωμαϊκή περίοδο) και ότι τα τελετουργικά τους τελούνταν σε φυσικά τοπία και δάση.

Ωστόσο, οι Κέλτες άφησαν πίσω τους αρχαιολογικά μνημεία, κατασκευασμένα κυρίως από λίθους.  Γιγάντιοι λίθινοι κύκλοι ,όπως στο Avebury στο Wiltshire, στο Silbury Hill και φυσικά το γνωστότερο από όλα, το Stonehedge στη ΝΔ Αγγλία.

Τα μνημεία αυτά εξυπηρετούσαν σκοπούς ,όπως τον υπολογισμό των ισημεριών, των ηλιοστασίων και πολύπλοκων αστρικών και σεληνιακών συγχρονισμών.

Με αυτά σχετίζονται και πλήθος αρχαιολογικών ευρημάτων ,όπως χρυσών κοσμημάτων, διακοσμημένων λίθων και αγγείων, εργαλείων και οστών, μπρούτζινων τελετουργικών εργαλείων και ημιπολύτιμων λίθων, κυρίως κεχριμπαριού.

    Κλείνοντας, τέσσερις είναι οι παράγοντες της κέλτικης θρησκείας και του πολιτισμού των Κελτών πριν τις επιρροές των Κλασικών και των Χριστιανών:

1)Έχουμε να κάνουμε με μια πληθώρα προκαταλήψεων και μαγικών πεποιθήσεων, συμπεριλαμβανομένης και τη ανθρωποθυσίας. Αυτά ποικίλουν από τόπο σε τόπο και δεν μπορούν να γενικευθούν. 

2)Υπήρχε, σίγουρα, ένα φιλοσοφικό σύστημα σκέψης με κεντρικό στοιχείο την λατρεία του ήλιου, όχι ως θεού, αλλά ως εμβλήματος της θεϊκής δύναμης και διάρκειας με την πεποίθηση της αθανασίας της ψυχής.

3)Λατρεύονταν προσωποποιημένοι θεοί, όπως ο Lugh, η Morrighan κ.α. ως αντιπρόσωποι των φυσικών δυνάμεων ή προστατών των κοινωνικών νόμων.

4) Οι Ρωμαίοι εντυπωσιάστηκαν από την ύπαρξη ανάμεσα στους Δρυΐδες ενός σώματος εκπαιδευτικών, οι οποίοι δίδασκαν τα φυσικά φαινόμενα και την εξήγηση τους, καθώς και την σύσταση το Σύμπαντος.

Σίγουρα, υπάρχουν πολλά περισσότερα στοιχεία για τον κέλτικο πολιτισμό και την θρησκεία αυτών των εξαιρετικών ανθρώπων, των Κελτών. Όμως ένα είναι γεγονός, το δέος και ο θαυμασμός, που πάντα θα προκαλούν στους σύγχρονους με το άκουσμα του ονόματός τους.

 Πηγές: -the story of English ,Faber and Faber,1992 -the ancient Celts,Simon James,2000 -what we don’t know about the ancient Celts,Rowan Fairgrove,1997 -the Druids,Peter Berresford Ellis,1994 -encyclopedia of the Celts,K.Mariboe,1994 -the Columbia encyclopedia,6th edition,2001 -The religion of the Celts,T.W.Rolleston -www.wikipedia.com,celtic polytheism -www.wikipedia.com,celtic pantheon

 

 


ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΣ Η ΧΑΜΕΝΗ ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΨΕΥΔΟΥΣ




ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΣ Η ΧΑΜΕΝΗ ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΨΕΥΔΟΥΣ

Τι να τον κάνω το Θεό; Δεν τον χρειάζομαι… 
Τον έχουν όμως ανάγκη οι άλλοι και για τον λόγο αυτό επινόησαν τις θρησκείες. 
Σύμφωνα με ερευνητές, η πίστη στο Θεό βρίσκεται «δικτυωμένη» βαθιά στον ανθρώπινο εγκέφαλο, ο οποίος είναι προγραμματισμένος για τις Θρησκευτικές εμπειρίες, γεγονός που καθιστά την θρησκεία ένα παγκόσμιο ανθρώπινο φαινόμενο στην ιστορία. 
Οι θρησκείες όμως είναι κρυψώνες εύκολες και για κάθε λογής ενόχους. 
H θρησκεία δεν αποτελεί μια ειδική περίπτωση ενός συστήματος πεποιθήσεων, αλλά εξελίχτηκε μαζί με τις άλλες πίστεις και γνωσιακές ικανότητες του ανθρώπου. 
Οι πιστοί των θρησκειών έτσι, έχουν λόγο να ξοδεύουν πλούτο για τελετές, θυσίες, φαγοπότια, Ιερά, Ναούς και αγάλματα ή εικόνες. 
Οι Έλληνες με το έντονο καλλιτεχνικό τους αισθητήριο έκτισαν όμορφους θεούς. 
Μέχρι εδώ δεν είναι κακό. Εάν οι ναοί υπηρετούν την τέχνη της αρμονικής δόμησης, τα αγάλματα και οι εικόνες την τέχνη της αισθητικής του κάλους και οι γιορτές την ανάγκη για κοινωνική συνύπαρξη της ηδονής του θεάτρου, της μουσικής και της παρασκευής γευστικών εδεσμάτων, τότε καλά κάνουν αυτοί οι άνθρωποι και ανακάλυψαν τον Θεό. 
Στην κλασσική Ελλάδα στις κρεβατοκάμαρες είχαν αγάλματα του Απόλλωνα ή του Ερμή ώστε η γυναίκα κατά την διάρκεια της ερωτικής έκστασης ή των οδυνών του τοκετού να οραματίζεται το όμορφο παιδί που θα γεννήσει. 
Οι φίλοι του Επίκουρου είναι πρώτοι στις γιορτές, στις τελετές και στα γλέντια και τα χαίρονται ειλικρινά μαζί με τον λαό ξεχνώντας τις επιφυλάξεις τους. 
Οι Θεοί όμως είναι το κέντρο του κύκλου του προβλήματος αλλά η περιφέρεια είναι οι θρησκείες με τις δεισιδαιμονίες και τις προκαταλήψεις. 
Ο Θεός είναι δεσμωτής και οι θρησκείες δεσμωτήρια.. 
Οι θρησκείες παράγουν υπερφυσικό φόβο για τον καλό ή τον κακό θάνατο μας και για την τύχη, του μη αντιληπτού τμήματος του σώματος μας, που τυχών επιβιώνει μετά θάνατον, της ψυχής. 
Πολλοί από εμάς όμως βρήκαμε την τύχη αυτής (της ψυχής) και την προσδιορίσαμε. 
Είναι η ανάμνηση μας στους φίλους μας και στα μέλη της οικογένειας μας, το καταγεγραμμένο παρελθόν του βίου μας επί της γης. 
Η καλή ή κακή ζωή που ζήσαμε, πόσο πίναμε, πόσο καπνίζαμε, πόσους ανθρώπους ερωτευθήκαμε, πόσους απογόνους αποκτήσαμε, πόσους φίλους είχαμε και πόσα υλικά αγαθά αποκτήσαμε, είτε τα μοιράσαμε, είτε τα ξοδέψαμε στις ανάγκες των παθών μας. 
Το παρελθόν μας είναι η ψυχή μας. 
Κανένας θεός δεν θα καθορίσει τις τυχαίες επιλογές των στιγμιαίων συναισθηματικών παθών μας. 
Μωρέ δεν μας σώζει τίποτε και κανείς από τους εαυτούς μας. 
Ο Επίκουρος αντιμετώπισε τον θεό με σοβαρότητα, χρησιμοποιώντας εκφράσεις όπως Θεϊκό μεγαλείο, Θεία φύση. 
« Να μη μπερδέψουμε τα ουράνια σώματα με κανένα τρόπο τη θεία φύση, παρά να την αφήσουμε αναγγάρευτη και σ’ όλη τη μακαριότητα» (Β’ προς Πυθοκλέα 97) 
«Μα σε καθετί που σκεφτόμαστε και λέμε για τα’ άστρα πρέπει να κρατήσουμε τη σοβαρότητα που ταιριάζει στο θεό, για να μη προβάλουν δοξασίες αντιφατικές για το θεϊκό μεγαλείο». (Α επιστολή) 
«Θεοί υπάρχουν, η γνώση που έχουμε γι’ αυτούς είναι ξεκάθαρη, όπως όλων που μας δίνουν οι αισθήσεις» « Οι θεοί δεν φροντίζουν για τον κόσμο ούτε ανακατώνονται στις υποθέσεις των ανθρώπων» «Αυτοί τραβούν τον δρόμο τους όπως όρισαν οι μηχανικοί συνδυασμοί». 
Η σοβαρότητα του Επίκουρου όμως κατά την γνώμη μου προήλθε από την πρόνοια του να προστατεύσει τους κήπους από την μανία της εκδίκησης των φανατικών ( φονταμενταλιστών) θρησκευομένων διαχρονικά. 
Ο Επίκουρος είμαι σίγουρος, ότι δεν θα συμφωνούσε, κανείς από εμάς να αυτοαποκαλείται Επικούρειος, γιατί αυτό θα δημιουργούσε δογματική σέχτα, και μορφή θρησκείας. 
Θα μας αποκαλούσε απλά σκεπτόμενους αισθαντικούς της φύσης και των φαινομένων. 
Η δεισιδαιμονικές γνωστές μονοθεϊστικές θρησκείες και δοξασίες είναι από τις πιο δυσκολοθεράπευτες αρρώστιες. 
Σίγουρα, σήμερα είμαστε μια εξευτελισμένη φυλή κι’ έχουμε πουλήσει τα πνευματικά πρωτοτόκια μας για ένα συνονθύλευμα ξενόφερτων θεολογικών απόψεων και προκαταλήψεων. 
Γνώρισα ανθρώπους θρησκευόμενους τόσο αδειανούς που έμοιαζαν τσόφλια ονείρων. 
Τα δόγματα, που εκφράζουν κάποια δοσμένη θεωρία, πάντα κατά το δοκούν των εμπνευστών τους, δεν ενδιαφέρονται για την αλήθεια. 
Εκείνο που επιδιώκουν είναι να επιβληθούν όπως προβάλλονται. 
Όποιος τα εναντιώνεται αυτόματα γίνεται αιρετικός. 
Γι’ αυτό και οι άπειρες αιρέσεις που τα πλαισιώνουν! 
Όπως η τέχνη είναι στην πραγματικότητα μια μορφή υπερβολής της φύσης, έτσι και η θρησκεία είναι υπερέμφαση της φυσικής ζωής. 
Οι θρησκείες στο παγερό τους άγγιγμα μολύνουν τα πάντα και εκχυδαΐζουν την ανθρωπότητα. 
Ακούστε τι μου είπε ένας άθλιος θρησκευόμενος φίλος. «Πλέρωσε την κηδεία μου εσύ, κι’ αργότερα στα επιστρέφω», ανόητες ματαιοδοξίες για την αιωνιότητα. 
Η φύση στα μάτια της, δεν έχει νόμους ούτε ομοιομορφίες. 
Μπορεί ν’ απεργάζεται μηχανικά θαύματα κατά το κέφι της κι’ όταν καλεί τέρατα από τα βάθη, εκείνα καταφθάνουν. 
Μπορεί μ’ ένα νεύμα να κάνει την αμυγδαλιά ν’ ανθίσει καταχείμωνο και χιόνι να στείλει πάνω στα ώριμα στάχυα. 
Μόνο με τις σχέσεις που συνάπτονται θεληματικά και λογικά ομορφαίνει ο άνθρωπος την ζωή του. 
Φίλοι μου δεν μου περισσεύει χρόνος για χάσιμο να μάθω τις λεπτομέρειες των κοινωνικών θρησκειών, ξόδιασα ήδη πολύ από την ζωή μου. 
Στο μελωμένο θαμποφώς της ωριμότητας μου, θέλω να τρυγήσω, σ’ εξαίσια συναγμένη κερήθρα την γλυκύτητα της φιλότητας και της φιλίας των ανθρώπων. 
Η Κοινωνία, βαριεστημένη από τις ανιαρές κι ηθικοπλαστικές συζητήσεις όσων δεν έχουν ούτε την ευφυΐα να υπερβάλλουν ούτε τη μεγαλοφυΐα να φαντασιοκοπήσουν, αποκαμωμένη απ' τον έμφρονα άνθρωπο που οι αναπολήσεις του βασίζονται πάντοτε πάνω στη μνήμη, που οι καταδηλώσεις του οριοθετούνται απαρέγκλιτα απ' την πιθανότητα κι είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να υποστεί την επαλήθευση του αχρειότερου προφήτη που συμβαίνει να είναι παρών. 
Ο θεός είναι ατελές αντίγραφο από τα μεγάλα αρχέτυπα και πεπερασμένος γιατί πεθαίνει όταν τον ξεχνούν οι άνθρωποι, όπως είπε και ο Προμηθέας στον Δία. 
Η μεγαλύτερη πνευματική απάτη, σε βάρος της φιλοσοφικής αντίληψης του κόσμου, είναι τα θρησκευτικά δόγματα. Για τα οποία επιλέχτηκαν οι ανάλογες περιοχές, με στόχο την φιλοσοφία του Ελληνικού πανθέου,το οποίο πέτυχαν να εξοστρακίσουν, ευνουχίζοντας την διανόηση με την συνδρομή των ελληνιζόντων! 
Η Κοινωνία, λοιπόν, αργά ή γρήγορα, πρέπει να ξαναγυρίσει στο χαμένο ηγέτη της, στον καλλιεργημένο και ελκυστικό ψεύτη. Τον φιλόσοφο. 
Ποιος ήταν αυτός που πρώτος, δίχως ποτέ να 'χει βγει έξω στο άγριο κυνήγι, είπε στους περιπλανώμενους σπηλαιάνθρωπους το ηλιοβασίλεμα πως είχε σκοτώσει το Μεγαθήριο απ' την πορφυρή σκοτεινιά της σπηλιάς του ή μαχαίρωσε το Μαμούθ σε μια και μοναδική μάχη κι έφερε πίσω τους πλουμιστούς χαυλιόδοντές του, δεν μπορούμε να ξέρουμε, κι ούτε κανείς απ' τους μοντέρνους ανθρωπολόγους μας, παρ' όλη την πολλά κομπαζόμενη επιστήμη τους, είχε το κοινό θάρρος να μας το πει. 
Όποιο κι αν ήταν τ' όνομα του ή η ράτσα του, ήταν ασφαλώς ο πραγματικός θεμελιωτής των κοινωνικών σχέσεων των θεόσταλτων προφητών. 
Γιατί ο σκοπός του ψεύτη είναι απλούστατα να γοητεύει, να θέλγει, να προσφέρει απόλαυση και πνευματικές ηδονές. 
Αυτός είναι η ίδια η βάση της πολιτισμένης κοινωνίας και δίχως αυτόν, ένα επίσημο δείπνο, ακόμα και στα μέγαρα των μεγάλων, είναι τόσο ανιαρό, όσο και μια διάλεξη στη Βουλή των Ελλήνων ή μια λογομαχία στα νυχτερινά κανάλια. 
Η ανάπτυξη της ατομικότητας και της αυτάρκειας είναι το υποκατάστατο του θεού. 
Με μια δόση χιούμορ, να χρησιμοποιήσουμε το παγωμένο νερό της φυσικής λογικής ενάντια στις θρησκευτικές θέρμες και εξάψεις. 
Ο αρχαίος κόσμος είχε το Δελφικό παράγγελμα «Γνώθι σαυτόν». 
Ο νέος κόσμος θα έχει «Έσο εαυτός»










Π Λ Ω Τ Ι Ν Ο Σ Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ 205-270 π.κ.χ.


Π Λ Ω Τ Ι Ν Ο Σ  Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ 205-270 π.κ.χ.

 

H Φιλοσοφία κατά τον Πλωτίνο είναι οδός ζωής, απαιτούσα όχι μόνον εντατική πνευματική, άλλα και εντατική ηθική προσ­πάθεια.

Είναι η διαδικασία για την ανακάλυψη του τί πράγματι είμαστε και ποιά είναι η κατα­γωγή μας.

Ορθώς φιλοσοφούντες, γινόμαστε ενήμεροι του εαυτού μας, ως έχοντος, πέραν της συνήθους ανθρώπινης εμπειρίας, μια αιώνια ύπαρξη σ’ έναν θείο κόσμο ζώσης Διανοίας.

Η Φι­λοσοφία λοιπόν είναι η διαδικα­σία της αυτό-ανακαλύψεως και της αυξούσης ενημερότητας για την πραγματικότητα. Πρέπει να υπάρχει μια Ατελείωτη φορά προς επάνοδο στην ένωση με το ΑΓΑΘΟΝ. Είναι θέμα εμπειρίας, όσο και παραδόσεως και σχολαστι­κής μελέτης.

Το βασικό σχέδιο της πραγματικότητας, κατά τον Πλωτίνο( συνίσταται στο ότι η Υπερ­βατική πηγή είναι ΜΙΑ, ακαθόριστη και απεριόριστη, παράγει δε σειρά επιπέδων υπάρξεως, τα οποία είναι προοδευτικώς λιγό­τερο ενοποιημένα, περισσότερο διασκορπισμένα και διαχωρισμέ­να, συνεπώς Ασθενέστερα και Ατελέστερα.

  Ωστόσο, το έσχατο και κατώτερο, το φυσικό σύμπαν, έχει έναν βαθμό ενότητας, πού το προφυλάσσει από την πτώση στη μή-ύπαρξη, διά της δυνάμεως του ΕΝΟΣ, της υπερ­βατικής πηγής της Πραγματικό­τητας.

    Ο Πλωτίνος ήταν σαφώς και αλανθάστως μονοθεϊστής, υπό την έννοια, ότι πίστευε σε ένα μο­ναδικό Υπέρτατο Ον, την Υψίστην θεία Διάνοια.

Τόνιζε την Υπεροχή του Υπέρτατου θεού και ανέπτυσσε μια αρνητική θεολογία, στην οποίαν ελέγετο ότι ο θεός είναι «όχι τούτο, όχι εκείνο» για να δείξει, ότι ή ανθρώπινη σκέψη και φαντασία αδυνατούν να τον συλλάβουν.

Η γλώσσα μπορεί μόνον να σημειώσει τον δρόμο προς Αυτόν, χω­ρίς και να τον φτάσει.

Ακόμη και τα ονόματα ΕΙΣ και ΑΓΑ­ΘΟΣ δεν είναι κατάλληλες περι­γραφές του. Καίτοι όμως είναι πέραν του λεκτικού, δεν είναι μια απλή άρνηση ή αφαίρεση. Είναι περισσότερο, όχι λιγότερο, από οποιαδήποτε αντίληψη μπορούμε να σχηματίσουμε γι’ αυτόν, διότι είναι πέραν της σκέψεως και του λεκτικού.

Ούτε εί­ναι μακράν από μας, είναι παρών εις πάντας, ανάλογα με την ικανότητα τους να τον δεχθούν, αν και ελάχιστοι διαθέτουν την απαιτούμενη τρομακτική διανοη­τική και ηθική πειθαρχία για μια τέτοια υποδοχή.

Ο άνθρωπος είναι πνεύμα, κατ’ εικόνα θεού, έχοντας μια διάνοια πρόσκαιρα κατοικούσα και χρησιμοποιούσα το φυσικό του σώμα ή μια σειρά σωμάτων, και μπορεί, διαφεύγοντας από αυτόν τον κατώτερο κόσμο και επιστρέφοντας, μέσω εξαγνίσεως, στην αληθινή του διαμονή του θείου Κόσμου, να φτάσει στην αληθινή ευτυχία.

Κατά τον Πλωτίνο, η μυστική ένωσης απαιτεί μια γερή ηθική βάση και παρατεταμένη άσκηση της διανοίας.

Ο αληθινός αντικειμενικός σκοπός του καλού κ’ αγαθού ανθρώπου, είναι η εν πνεύματι επάνοδος στον θείο Κόσμο της Διάνοιας, στον όποι­ον πράγματι ανήκε, ένα κόσμο απροσμετρήτως ανώτερο του κό­σμου των αισθήσεων.

Η αναζήτηση του θεού, η ανακάλυψη του θείου Κόσμου της Διανοίας και της υπερβατικής πηγής του είναι αντάξια των καλών και σοβαρών πνευμάτων.

 

Ορφέας Αργυρός

 

 

 

Ο Θούριος

 



Στίχοι: Ρήγας “Φεραίος' Βελεστινλής

Ο Θούριος

Ως πότε παλικάρια, θα ζούμε στα στενά,
μονάχοι σα λιοντάρια, στις ράχες στα βουνά;
Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,
να φεύγωμ’ απ’ τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;

Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;
Κάλλιο είναι μιάς ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια, σκλαβιά και φυλακή.

Τι σ’ ωφελεί αν ζήσεις, και είσαι στη σκλαβιά;
στοχάσου πως σε ψένουν, καθ’ ώραν στην φωτιά.
Βεζύρης, δραγουμάνος, αφέντης κι αν σταθής
ο τύραννος αδίκως σε κάμνει να χαθής.

Δουλεύεις όλη ημέρα, σε ό,τι κι αν σε πει,
κι’ αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιει.
Ο Σούτζος, κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής
Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης, ειν’ να ιδής.

Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι αγάδες, με άδικον σπαθί.
Κι αμέτρητοι άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά αφορμή.

Ελάτε με έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν
να βάλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.

Οι νόμοι να ‘ν’ ο πρώτος, και μόνος οδηγός,
και της πατρίδος ένας, να γένει αρχηγός.
Γιατί κι η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,
να ζούμε σαν θηρία, ειν’ πιο σκληρή φωτιά.

Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον ουρανόν
ας πούμ’ απ’ την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.

Εδώ σηκώνονται οι πατριώτες όρθιοι,
και υψώνοντας τα χέρια προς τον ουρανόν,
κάνουν τον όρκον.

Ω βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε Σε,
στην γνώμην των τυράννων, να μην έλθω ποτέ.
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,
εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.

Εν όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
για να τους αφανίσω, θε νάναι σταθερός.
Πιστός εις την πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
αχώριστος για να ‘μαι, υπό τον στρατηγόν.

Κι αν παραβώ τον όρκον, ν’ αστράψ’ ο ουρανός,
και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός.

Τέλος του όρκου

Σ’ ανατολή και δύση, και νότον και βοριά,
για την πατρίδα όλοι, να ‘χωμεν μια καρδιά.
Στην πίστιν του καθ’ ένας, ελεύθερος να ζη,
στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζί.

Βουλγάροι κι Αρβανήτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,
Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή,
Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί,
πως είμαστ’ αντριωμένοι, παντού να ξακουσθή.

Όσα απ’ την τυραννίαν, πήγαν στην ξενητιά
στον τόπον του καθ’ ένας, ας έλθη τώρα πιά.
Και όσοι του πολεμου, την τέχνην αγροικούν
Εδώ ας τρέξουν όλοι, τυρράνους να νικούν.

Η Ρούμελη τους κράζει, μ’ αγκάλες ανοιχτές,
τους δίδει βιό και τόπον, αξίες και τιμές.
Ως ποτ’ οφφικιάλος, σε ξένους Βασιλείς;
έλα να γένης στύλος, δικής σου της φυλής.

Κάλλιο για την πατρίδα, κανένας να χαθή
ή να κρεμάση φούντα, για ξένον στο σπαθί.
Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πιά εχθροί,
αδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κ’ εθνικοί.

Μα όσοι θα τολμήσουν, αντίκρυ να σταθούν,
εκείνοι και δικοί μας, αν είναι, ας χαθούν.
Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά
ως πότε σταις σπηλιές σας, κοιμάστε σφαλιστά;

Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραητοί,
κι Αγράφων τα ξεφτέρια, γεννήστε μια ψυχή.
Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσετε για μια,
και αίμα των τυράννων, ρουφήξτε σα θεριά.

Του Σάββα και Δουνάβου, αδέλφια Χριστιανοί,
με τα άρματα στο χέρι, καθ’ ένας ας φανή,
Το αίμα σας ας βράση, με δίκαιον θυμόν,
μικροί μεγάλοι ομώστε, τυρράννου τον χαμόν.

Λεβέντες αντριωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
ο βάρβαρος ως πότε, θε να σας τυραννή.
Μην καρτερήτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί,
χωθήτε στο μπογάζι, μ’ εμάς και σεις μαζί.

Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των νησιών,
σαν αστραπή χυθήτε, χτυπάτε τον εχθρόν.
Της Κρήτης και της Νύδρας, θαλασσινά πουλιά,
καιρός ειν’ της πατριδος, ν’ ακούστε την λαλιά.

Κι οσ’ είστε στην αρμάδα, σαν άξια παιδιά,
οι νόμοι σας προστάζουν, να βάλετε φωτιά.
Με εμάς κι εσείς Μαλτέζοι, γεννήτε ένα κορμί,
κατά της τυραννίας, ριχθήτε με ορμή.

Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει, σας πονεί,
ζητά την συνδρομήν σας, με μητρική φωνή.
Τι σκέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον εκστατικός;
τινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός.

Τους μπούφους και κοράκους, καθόλου μην ψηφάς,
με τον ραγιά ενώσου, αν θέλης να νικάς.
Συλήστρα και Μπραίλα, Σμαήλι και Κιλί,
Μπενδέρι και Χωτήνι, εσένα προσκαλεί.

Στρατεύματα σου στείλε, κ’ εκείνα προσκυνούν
γιατί στην τυρραννίαν, να ζήσουν δεν μπορούν.
Γκιουρντζή πιά μη κοιμάσαι, σηκώσου με ορμήν,
τον Προύσια να μοιάσης, έχεις την αφορμήν.

Και συ που στο Χαλέπι, ελεύθερα φρονείς
πασιά καιρόν μη χάνεις, στον κάμπον να φανής.
Με τα στρατεύματά σου, ευθύς να συκωθής,
στης Πόλης τα φερμάνια, ποτέ να μη δοθής.

Του Μισιριού ασλάνια, για πρώτη σας δουλειά,
δικόν σας ένα μπέη, κάμετε βασιλιά.
Χαράτζι της Αιγύπτου, στην Πόλη ας μη φανή,
για να ψοφήσει ο λύκος, όπου σας τυραννεί.

Με μια καρδιά όλοι, μια γνώμη, μια ψυχή,
χτυπάτε του τυράννου, την ρίζα να χαθή.
Να ανάψουμε μια φλόγα, σε όλην την Τουρκιά,
να τρέξει από την Μπόσνα, και ως την Αραπιά.

Ψηλά στα μπαϊράκια, σηκώστε τον σταυρόν,
και σαν αστροπελέκια, χτυπατε τον εχθρόν.
Ποτέ μη στοχασθήτε, πως είναι δυνατός,
καρδιοκτυπά και τρέμει, σαν τον λαγόν κι αυτός.

Τριακόσιοι Γκιρτζιαλήδες, τον έκαμαν να ιδή,
πως δεν μπορεί με τόπια, μπροστά τους να εβγεί.
Λοιπόν γιατί αργήτε, τι στέκεσθε νεκροί;
ξυπνήστε μην είστε ενάντιοι κι εχθροί.

Πως οι προπάτορές μας, ορμούσαν σα θεριά,
για την ελευθερία, πηδούσαν στη φωτιά.
Έτσι κι ημείς, αδέλφια, ν’ αρπάξουμε για μια
τα άρματα, και να βγούμεν απ’ την πικρή σκλαβιά.

Να σφάξουμε τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν,
και Χριστιανούς και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν.
Στεργιάς και του πελάγου, να λάμψη ο σταυρός,
και στην δικαιοσύνην, να σκύψη ο εχθρός.

Ο κόσμος να γλυτώση, απ’ αύτην την πληγή,
κ’ ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την γη.

 


Μαρκήσιος Ντε Σάντ

 

                      



Μαρκήσιος Ντε Σάντ

                                                Βιογραφικό

     O Donatien Alphonse Francois le Marquis de Sade γεννήθηκε στις 2 Ιουνίου 1740 και πέθανε στις 2 Δεκέμβρη 1816. Είναι ν' αναρωτιέται κανείς πως περάσανε τόσα χρόνια χωρίς η ανθρωπότητα να τολμήσει να ονοματίσει το πιο αρχαίο, το πιο διαδεδομένο, το πιο προσφιλές βίτσιο της: το να τυραννά τον άλλο. Χρειάστηκαν η ακάματη δραστηριότητα κι η πένα του περίφημου μαρκησίου για να εμφανιστεί για πρώτη φορά, μόλις το 1841, σε λεξικό της εποχής η λέξη "σαδισμός". Στη περίπτωση του ο μύθος είναι το ίδιο μεγάλος όσο και το έργο του.
     Γεννήθηκε 49 χρόνια πριν από τη Γαλλική Επανάσταση από γονείς ευγενείς. Από πολύ νέος γράφει κι ασχολείται με το θέατρο. 4 χρόνια μετά τον γάμο του φυλακίζεται για πρώτη φορά για "ελευθεριασμό, βλασφημία και βεβήλωση της εικόνας του Χριστού". Με τη ζωή του αλλά και με τα βιβλία του "Ζυστίν", "Ζυλιέτ" κ.ά. χτίζει τον μύθο του, που είναι της απόλυτης κι άνευ ορίων παράβασης, της συνάντησης της διαστροφής με την αθωότητα και της χαράς της διαφθοράς.
Η δύναμη του εντοπίζεται στο ότι η ηδονή δένεται με μια πρόκληση του Κακού προς το Καλό. Αυτό που συμβαίνει στο σώμα είναι κάτι που συμβαίνει κυρίως στον νου.
     Το γεγονός που θα σημαδέψει τη ζωή του είναι ο θάνατος του πατέρα. Οι ψυχαναλυτές λένε πολλά γι' αυτή την αδυναμία στη πατρική μορφή που αγγίζει τα όρια της ψύχωσης. Ο γιος δε θα δεχτεί ποτέ αυτό τον θάνατο ­ μιλά συνέχεια μαζί του σα να 'ναι ζωντανός κι όπως λέει ο Ντελέζ, θα κουβαλά πάντα μέσα του το "πτώμα" του πατέρα. Η οργιώδης ζωή του συνεχίζεται και τα σκάνδαλα ξεσπάνε το ένα μετά τ άλλο. Η γυναίκα του θα μείνει κοντά του σ' όλες τις περιπέτειες, πιστή κι αφοσιωμένη. 
Η φυλάκισή του στη Βαστίλη είναι η πιο οδυνηρή εμπειρία. Τα γράμματά του από εκεί, τα διαπερνά ένα είδος παράνοιας. Θεωρεί υπεύθυνη για όλα τη πεθερά του, με την οποία  παλαιότερα είχε μια πολύ τρυφερή σχέση.

     Η επανάσταση θα τον απελευθερώσει. Θα βρεθεί στο πλευρό των επαναστατών κι αρχίζει να υπογράφει απλά "Σάντ" απαρνούμενος τον τίτλο του. Στα χρόνια της τρομοκρατίας, όταν ξεσπάνε μεγαλύτερες φρικαλεότητες, όταν κορμιά τεμαχίζονται στο δρόμο, όταν οι επαναστάτες περιφέρουν θριαμβευτικά τα κομμένα κεφάλια των ευγενών, ο Ντε Σάντ δεν είναι μέσα στους χιλιάδες σαδιστές που ιστορικές συγκυρίες έχουν παρακινήσει στη δράση. Αντίθετα, αψηφώντας τον κίνδυνο, κηρύσσει την επιείκεια και τη μεγαλοθυμία και μιλά κείνη την εποχή για κατάργηση της ποινής του θανάτου. Το θέαμα της γκιλοτίνας που απολαμβάνει ο λαός, τον αρρωσταίνει. Σώζει με κίνδυνο της ίδιας του της ζωής τη μισητή πεθερά του και τον πεθερό του! Αυτή την εποχή έχουμε άλλη μια ένδειξη των ανθρωπιστικών αισθημάτων του δαιμονικού συγγραφέα. Όταν θα γίνει Υπουργός Υγείας θα ψηφίσει διάταγμα που απαγορεύει στα νοσοκομεία να βάζουν 2-3 ανθρώπους στο ίδιο κρεβάτι κι έτσι θα 'χει κάθε άρρωστος το δικό του.
     Στα τελευταία χρόνια του θα ξαναβρεθεί πολιτικός κρατούμενος με το πρόσχημα της προστασίας της ηθικής. Θα τον φυλακίσει ο Μέγας Ναπολέων. 18 μήνες φυλακισμένος στην Αγία Πελαγία, οργανώνει λογοτεχνικά δείπνα! Θα μεταφερθεί στο περίφημο άσυλο του Σαραντόν.

Ο αυτοκράτορας δεν θέλει τη ρετσινιά του διώκτη συγγραφέων και καταφεύγει στη διαδεδομένη τακτική του εγκλεισμού τους σε φρενοκομείο. Είναι ίσως η πιο γνωστή περίοδος της ζωής του. Οι παραστάσεις του με τους ψυχοπαθείς, η απαγόρευση να του προμηθεύουν οτιδήποτε που θα του επέτρεπε να γράψει κι η τρομερή δυστυχία μες στην οποία τελειώνει μια εφιαλτική ζωή εξάπτουνε τη φαντασία συγγραφέων και σκηνοθετών.
     Στη διαθήκη του αφήνει ακριβείς οδηγίες για τη ταφή του. Το φέρετρό του θα το πάρει μ' ένα κάρο ένας ξυλουργός και θα το μεταφέρει στο δάσος της Μαλμεζόν. Θα φροντίσει να ταφεί χωρίς τελετή. Ο τάφος θα καλυφθεί εντελώς από τη βλάστηση του δάσους. Θέλει να εξαφανιστεί από τη μνήμη των ανθρώπων, όμως θα 'χει τεράστια επιρροή στους επιγόνους του. Κάθε εποχή κι ο σαδισμός της. Είναι ο μαύρος άγγελος των ρομαντικών, ο εξερευνητής της "απαγορευμένης περιοχής" των υπερρεαλιστών, ο προφήτης της λογοτεχνίας του κακού του
Μπατάιγ.

Οι ψυχίατροι με κορυφαίο τον Φρόιντ θα εντρυφήσουνε στον βίο και στο έργο του.
     Μεγάλο μέρος του πλούσιου συγγραφικού του έργο καταστράφηκε από τις αρχές του Διευθυντηρίου ή της μετέπειτα Αυτοκρατορίας. Μόλις στα μέσα του 20ου αιώνα το έργο του αποκαταστάθηκε κι επανεκτιμήθηκε από εκδότες όπως ο Ζαν-Ζακ Πωβέρ και συγγραφείς όπως οι Πιερ Κλοσόφσκι, Ζωρζ Μπατάιγ, Μορίς Μπλανσό. Γράφονται σημαντικότατα βιβλία για τον σαδισμό. Αναρωτιέται κανείς αν τα βιβλία που ενέπνευσε ο Σάντ δεν είναι πολύ πιο ενδιαφέροντα από τα μάλλον λησμονημένα δικά του. 

Ο σαδισμός αποδείχθηκε πιο δυνατός απ' αυτόν.
     Ο Donatien-Alfonse-Francois De Sade γεννήθηκε στο Παρίσι στις 2 Ιουνίου 1740. Γόνος μεγάλης αριστοκρατικής οικογένειας της Προβηγκίας (γιος της Marie-Eleonore De Maille De Carman και του Jean-Baptiste-Joseph Francios De Sade, Λόρδου του Saumane και της La Coste), εισάγεται στα 10 του στο κολέγιο του Μεγάλου Λουδοβίκου των Ιησουϊτών. Μαθητεύει από τα 14 σ' ανώτατη στρατιωτική σχολή και συμμετέχει, ένα χρόνο αργότερα, στον Επταετή Πόλεμο της Γαλλίας εναντίον της Πρωσίας. Τον Γενάρη του 1757, βρίσκεται στο σύνταγμα τυφεκιοφόρων της ταξιαρχίας του Αγίου Ανδρέα, όπου επιδεικνύει σημαντική γενναιότητα. Διακρίνεται για την ανδρεία του αλλά και την ορμή του για κάθε είδους ελευθεριότητα. Το 1959 είναι πια λοχαγός στο σύνταγμα Βουργουνδών Ιππέων.
     Επιστρέφοντας από τον πόλεμο, τον Φλεβάρη του 1763, συνάπτει δεσμό ταυτόχρονα, με τη Λώρα Ντε Λωρίς και τη Ρενέ-Πελαζί Ντε Μοντρέιγ. Τον Μάρτη του ίδιου χρόνου, απολύεται από τον στρατό και προσπαθεί να πάρει την άδεια του πατέρα για να παντρευτεί τη Λώρα, μα η οικογένεια τον  παντρεύει τον Μάη, με τη δεύτερη, για να τον απομακρύνει από τις συναναστροφές του με ηθοποιούς και γυναίκες ελευθερίων ηθών. Θα αποκτήσει έτσι δυο γιους. Τον ίδιο χρόνο του γάμου του, 29 Οκτώβρη 1763, φυλακίζεται στη Βενσέν με βασιλική διαταγή, με τη κατηγορία εκλύτων ηθών, για όργια σ' ένα πορνείο. Φυλάκιση που θα εγκαινιάσει μια μακρά σειρά εγκλεισμών σε φυλακές ή φρενοβλαβικά άσυλα που θα διαρκέσει 30 από τα 74 χρόνια του βίου του. Αποφυλακίζεται 1 μήνα αργότερα μα τίθεται σε περιορισμό.
     Το 1765 συνδέεται με την "ελαφριά" ηθοποιό, δεσποινίδα  Μποβουαζέν. 2 χρόνια μετά γεννιέται ο πρώτος του γιος. Τον επόμενο χρόνο δέχεται καταγγελία για βιαιοπραγία της Ροζ Κέλερ, στη βίλα του Αρκέιγ. Λίγους μήνες αργότερα η Ροζ αποσύρει τη καταγγελία δεχόμενη 2400 λίβρες από τη κυρία Ντε Σάντ. Φυλακίζεται στο Σομίρ και σε λίγες μέρες μεταφέρεται στις αυστηρότερες φυλακές της Λιόν. Στην ανάκριση αποδέχεται τη κατηγορία κι 6 μήνες μετά αποφυλακίζεται και τίθεται υπό περιορισμό στη Λα Κοστ. Τον Αύγουστο του 1770 γίνεται διοικητής των Βουργουνδών Ιππέων και τον επόμενο χρόνο παίρνει τον βαθμό του συνταγματάρχη.

Την επόμενη χρονιά τον Γενάρη, ανεβάζει μια κωμωδία, στο θέατρο της Λα Κοστ.
     Τον Ιούνιο με τον υπηρέτη του Λατούρ, οργανώνουν όργιο με 4 πόρνες που τις ποτίζουν κανθαριδίνη κι αργότερα την ίδια μέρα, δίνουνε και στη Μαργαρίτα Κοστ που παθαίνει δηλητηρίαση. Επί 2 μήνες κρατάν ανακρίσεις κι ο Σάντ εξαφανίζεται. Εκδίδεται ένταλμα σύλληψης. Δύο  από τις πόρνες αναιρούν τις καταθέσεις τους. Καταδικάζεται για πρώτη φορά σε θάνατο μαζί με τον Λατούρ, στη Μασσαλία, με τη κατηγορία της δολοφονίας με δηλητήριο. Συλλαμβάνονται, εκτελούνται συμβολικά και δραπετεύουν. Συνεχίζει τη δράση του κι η πεθερά του καταφέρνει να εξασφαλίσει νέον ένταλμα σύλληψης. Φυλακίζεται ξανά για 5 χρόνια στο κάστρο της Βενσέν κι ο Λατούρ τον ακολουθεί οικειοθελώς. Δραπετεύουν μαζί κι επιστρέφουν στη Λα Κοστ, όπου τους καλύπτει η σύζυγός του με την αδερφή της. Η πεθερά του επιτυγχάνει νέα διαταγή σύλληψης κι έτσι ο Σάντ εξαφανίζεται εκ νέου. Κρυμμένος ζει με τη γυναίκα του και την αδερφή της.
     Οι υπηρέτριες του ζεύγους καταγγέλλουν τον Σάντ κι η σύζυγός του προσπαθεί να καλύψει το πράγμα, στα 1775. Έντονες φήμες θέλουν τον μαρκήσιο να συνεχίζει τα όργια με νεαρά αγόρια και κορίτσια που απάγει από τη Λιόν. Ο θείος του ζητά τη σύλληψη και τον εγκλεισμό του σε ψυχιατρείο. Η δε καμαριέρα του, Νανόν στη Λα Κοστ, καταγγέλλει πως το παιδί που γέννησε είναι δικό του. Η κυρία Σάντ καταφέρνει τη σύλληψη και φυλάκισή της για υποτιθέμενη κλοπή. Φυγή στη Ρώμη. Το 1776 επιστρέφει στη Λα Κοστ. Την επόμενη χρονιά ο Τριγιέ, πατέρας μιας καμαριέρας στη Λα Κοστ, ονόματι Ζυστίν, επιχειρεί να πάρει τη κόρη του πίσω και πυροβολεί τον Σάντ. Αρχίζουν ανακρίσεις. Έτσι οι τρεις τους, κύριος και κυρία Σαντ μαζί με τη Ζυστίν, φτάνουν στο Παρίσι κι κυρία Σάντ ειδοποιεί τη μητέρα της. Έτσι ο Σάντ συλλαμβάνεται ξανά και κλείνεται στη Βενσέν. Η κυρία Σάντ κι η μητέρα της ζητούν ακύρωση της καταδίκης του 1772. Την επόμενη χρονιά τη ζητά κι ο ίδιος στο Εφετείο της Προβηγκίας.
     Τον Ιούλιο του 1778, το Εφετείο τον θεωρεί απλώς ένοχο οργίων κι υπερβολικής ελευθεριότητας, τον απαλλάσσει από τη κατηγορία της φαρμακείας και της σοδομίας και του επιβάλλει πειθαρχημένη διαβίωση κι απαγόρευση εισόδου στη Μασσαλία, για 3 χρόνια. Επιστρέφει στη Βενσέν μα παρά την αθώωσή του φυλακίζεται ξανά με βάση το lettre de cachet της 13/2/1777. Δραπετεύει ξανά και γυρίζει στη Λα Κοστ, μα μετά 2 μήνες συλλαμβάνεται πάλι και φυλακίζεται στη Βενσέν, στο κελί αρ. 6. Αφιερώνεται στη συγγραφή θεατρικών έργων και μυθιστορημάτων. Τελειώνει τον "Διάλογο Μεταξύ Ενός Ιερέα κι ενός Κρατουμένου", τον Ιούλιο του 1782, του στερούν τα βιβλία, επειδή τον εξάπτουν και τον κάνουν να γράφει ..."απαράδεκτα πράγματα", τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου.
     Το 1874 μεταφέρεται στη φυλακή της Βαστίλης. Εκεί λίγα χρόνια πριν την έκρηξη της Γαλλικής Επανάστασης, αρχίζει τη συγγραφή των "120 Μερών Στα Σόδομα" (1785) -όπως το ξέρουμε σήμερα-, πάνω σ' ένα ρολό χαρτί μήκους 12 μέτρων. Πρώτη γραφή των "Ατυχιών Της Αρετής" κι ενώ η σύζυγός του διαπιστώνει πως ο άντρας της έχει παχύνει πολύ. Το 1788 αρχίζει και τελειώνει μέσα σε 6 μέρες, την "Ευγενία Ντε Φρανβάλ". Στη Βαστίλη, απ' όπου θα μεταφερθεί στο άσυλο του Σαρεντόν δέκα ημέρες πριν τη πτώση της, -καλεί τον λαό από το παράθυρο, να τον ελευθερώσει-, θα εγκαταλείψει τη πλούσια βιβλιοθήκη του, 600 τόμων και τα χειρόγραφά του. Στις 14 Ιουλίου 1789 εισβολή στη Βαστίλη της Επανάστασης και λεηλασία όλων των υπαρχόντων του, έπιπλα, βιβλία, χειρόγραφα, που η κυρία Σάντ δεν είχε προλάβει να πάρει. Η Επανάσταση, στην οποία διαδραμάτισε ενεργό ρόλο, δεσμεύει ολόκληρη τη περιουσία του στη Προβηγκία, η γυναίκα του τον εγκαταλείπει, οι γιοι του φεύγουν από τη Γαλλία.
     Απελευθερώνεται με διάταγμα της Συντακτικής, βάσει του οποίου κανείς δε κρατείται δίχως δικαστικές αποφάσεις, το 1790 η κυρία Σάντ έχει καταφύγει στη Μονή Σαιν Ορ κι αρνείται να δει τον σύζυγό της, υποβάλλει μάλιστα αίτηση διαζυγίου και το κερδίζει. Ο Σάντ αποκτά ταυτότητα "ενεργού πολίτη" του τομέα της Πλας Βαντόμ.

Το Ιταλικό Θέατρο δέχεται ν' ανεβάσει το μονόπρακτό του "Le Suborneur". Συνδέεται με νεαρή ηθοποιό, τη Μαρί-Κονστάνς Ρενέλ, πρώην κυρία Κενέ, που θα του μείνει πιστή μέχρι το τέλος της ζωής του. Η Κομεντί Φρανσέζ δέχεται ομόφωνα το πεντάπρακτο έργο του "Μισάνθρωπος Από Έρωτα" ή "Σολί & Ντεφράνκ". Δημοσιεύει, ανωνύμως, το 1791 τη "Ζυστίν" ή "Οι Ατυχίες Της Αρετής". Στο Θέατρο Μολιέρου ανεβαίνει το έργο "Οξτιέρν" ή "Οι Συνέπειες Της Ελευθεριότητας". Μια δεύτερη παράσταση στις 4 Νοέμβρη 1791 προκαλεί επεισόδια κι αναστέλλει τις παραστάσεις του. Τον επόμενο χρόνο ο γιος του Ντονατιέν-Κλοντ-Αρμάν, λιποτακτεί και λίγο μετά ο Σάντ για να σωθεί,  τον αποκηρύσσει.
     Κατά τη διάρκεια των σφαγών στις 3 Σεπτέμβρη 1791 ο Σάντ είναι για πρώτη φορά Γραμματέας του Τομέα του. Λίγες μέρες αργότερα, το πλήθος λεηλατεί τη Λα Κοστ. Από λάθος ή συκοφαντία ο Σάντ με λαθεμένο όνομα Λουΐ-Αλφόνς-Ντονατιέν Σαντ, εγγράφεται στον κατάλογο των εμιγκρέδων του διαμερίσματος. Στις 13 Απρίλη 1793 διορίζεται Ειρηνοδίκης και 3 μήνες μετά, Πρόεδρος του Τομέα του. Στο τέλος της χρονιάς εκδίδεται ένταλμα σύλληψης για μια επιστολή που είχε γράψει προ διετίας στον Δούκα Ντε Μπρισάκ, διοικητή της φρουράς του Λουδοβίκου 16ου. Φυλακίζεται στη Μαντελονέτ. Μεταφέρεται στη Φυλακή Καρμηλιτισσών κι από εκεί στο Σαιν Λαζάρ. Καταδικάζεται για δεύτερη  φορά σε θάνατο, αυτή τη φορά από την Επανάσταση, γλιτώνει παρά τρίχα τη γκιλοτίνα, από άγνωστες αιτίες κι ελευθερώνεται το 1794. Ενώ λίγες μέρες μετά εκτελείται ο Ροβεσπιέρος.
     Επιβιώνοντας μόνο με τα εισοδήματα που του αποφέρει η συγγραφή, δημοσιεύει το 1795 τα έργα του: "Φιλοσοφία Του Μπουντουάρ", "Αλίν & Βαλκούρ", η νέα "Ζυστίν" ή "Ατυχίες Της Αρετής" ακολουθούμενη από την "Ιστορία της Ζυλιέτ, της Αδελφής της", ή "Η Προκοπή της Διαφθοράς". Η απαρίθμηση και περιγραφή στα έργα αυτά κάθε μορφής ερωτικής συμπεριφοράς, που συλλαμβάνει ως δίκαιη επανάσταση του ατόμου απέναντι στη κοινωνία και στον θεό, καταδικάζεται για άλλη μια φορά από τον τύπο και τις αρχές. Πουλά τη Λα Κοστ το 1796. Το 1799 ξαναπαίζεται ο "Οξτιέρν" κι ο ίδιος κρατά ένα μικρό ρόλο. Ο κριτικός Βιλτέρκ επιτίθεται βίαια εναντία στο "Εγκλήματα από Έρωτα" που μόλις έχουν εκδοθεί το 1800 και στο ίδιο άρθρο του αποδίδεται η πατρότητα της "Ζυστίν".
     Η αστυνομία κατάσχει το έργο του στο τυπογραφείο το 1801, ανακρίσεις και σύλληψη του μαζί και του Μασέ, εκδότη του, που αποκαλύπτει που είναι αποθηκευμένη η "Ζυλιέτ". Ο Σαντ αρνείται τη πατρότητα της "Ζυστίν". Ο Διοικητής Αστυνομίας κι ο Υπουργός Ασφαλείας αποφασίζουν πως μια δίκη θα προκαλούσε μέγα σκάνδαλο και δε θα το απάλυνε μια παραδειγματική τιμωρία. Έτσι χωρίς δίκη, συμφωνούν τον εγκλεισμό του στη φυλακή της Αγίας Πελαγίας σα διοικητική ποινή, δύο χρόνια μετά μεταφέρεται στη Μπισέτρ. Από εκεί, με σύμφωνη γνώμη και της οικογένειάς του, οδηγείται και πάλι στο Άσυλο Φρενοβλαβών του Σαρεντόν. Ο Διευθυντής Ντιμπουά τον χαρακτηρίζει αδιόρθωτο που ζει μια κατάσταση σταθερής φιλήδονης διαταραχής και συνιστά τη συνέχιση της κράτησής του, το 1804. Το 1806 συντάσσει τη διαθήκη του. Την επόμενη χρονιά τελειώνει το 10τομο έργο: "Τα Ταξίδια της Φλορμπέλ" που κατάσχει αμέσως η αστυνομία και το καίνε μετά τον θάνατό του, οι κληρονόμοι του.
     Το 1810 πεθαίνει η κυρία Σάντ κι ο Υπουργός Εσωτερικών δίνει οδηγίες για μεγαλύτερη αυστηρότητα ενάντια στον κρατούμενο. Την επόμενη χρονιά το Υπουργικό Συμβούλιο με πρόεδρο τον Μέγα Ναπολέοντα, αποφασίζει τη συνέχιση της κράτησής του κι απαγορεύει τις θεραπευτικές θεατρικές παραστάσεις στο Άσυλο, που ο Σάντ κρατούσε τον κύριο ρόλο. Το 1813 τελειώνει το "H Κρυφή Ιστορία της Ισαβέλλας της Βαυαρίας" κι εκδίδεται ανώνυμα το μυθιστόρημα "La Marquise De Ganges".
     Εκεί, στο Άσυλο Σαρεντόν, σε πλήρη πνευματική ενάργεια, θα πεθάνει στις 2 Δεκέμβρη του 1814.

                                                 (...)
Δεύτερη μέρα

     Σηκώθηκαν τη κανονική ώρα. Ο επίσκοπος που είχε τελείως συνέλθει από τις ακρότητές του, είχε ξυπνήσει στις τέσσερεις το πρωί και θεώρησε σκανδαλώδες το γεγονός να τον αφήσουν να κοιμηθεί μόνο. Χτύπησε το κουδούνι για να έρθουν στην ορισμένη θέση τους η Ιουλία κι ο γαμιάς που του αντιστοιχούσε. Φτάσανε σχεδόν αμέσως και στα χέρια τους ο ακόλαστος βυθίστηκε ξανά μέσα σε νέες ασωτίες. Όταν τέλειωσε το πρωινό μες στο διαμέρισμα των κοριτσιών, κατά τη συνήθειά του, ο Ντυρσέ άρχισε να τις επιθεωρεί και παρόλα όσα είχανε πει, διαπίστωσε καινούριες παραβάσεις. Η Μισέλ ήταν ένοχη για κάτι κι η Αυγουστίνα, παρόλο που ο Κυρβάλ της είχε μηνύσει να κρατηθεί όλη μέρα σε μια ορισμένη κατάσταση, είχε κάνει το ακριβώς αντίθετο, το είχε ξεχάσει, ζητούσε να τη συγχωρέσουν κι υποσχότανε πως δε θα ξανασυμβεί κάτι τέτοιο. Η τετραρχία όμως ήταν αδυσώπητη και τις γράψανε και τις δυο στον κατάλογο για να τιμωρηθούνε το πρώτο Σάββατο. Τα κοριτσάκια τους είχαν ιδιαιτέρως δυσαρεστήσει με την αδεξιότητά τους στη τέχνη του αυνανισμού κι ο τρόπος που είχανε δοκιμάσει τη παραμονή, τους είχε εκνευρίσει. Ο Ντυρσέ πρότεινε να ορίσουν μίαν ώρα κάθε πρωί για να τους κάνουν μάθημα, έτσι ο καθένας με τη σειρά του θα σηκωνόταν μίαν ώρα νωρίτερα. Η ώρα για την εξάσκηση ορίστηκε από τις εννιά μέχρι τις δέκα. Αποφάσισαν να κάθεται αυτός με την ησυχία του σε μια πολυθρόνα, στο κέντρο του χαρεμιού. Κάθε κοριτσάκι που θα τ' οδηγούσε και θα το βοηθούσε η Ντυκλό, η καλύτερη αυνανίστρια του πύργου, θα δοκιμαζότανε πάνω του. Η Ντυκλό θα οδηγούσε τις κινήσεις του χεριού του, θα του μάθαινε τη ταχύτητα που έπρεπε να δώσει στους παλμούς, ανάλογα με τη κατάσταση του άρχοντα, θα του έδειχνε τη στάση και τη θέση που έπρεπε να έχει όσο κρατούσε η επιχείρηση, θα ορίζανε τέλος τιμωρία για όποια, μετά το πρώτο δεκαπενθήμερο, δε θα τα είχε καταφέρει τέλεια σ' αυτή τη τέχνη, χωρίς να έχει ανάγκη από άλλα μαθήματα. Τους συστήσανε, σύμφωνα με τις αρχές του φραγκισκανού, να κρατούνε συνέχεια, όσο διαρκεί η επιχείρηση, τη κεφαλή ξεσκέπαστη. Το δεύτερο χέρι που θα έμενε λεύτερο, θα έπρεπε ασταμάτητα, όλη αυτή την ώρα, να χαϊδεύει τα περίχωρα, ανάλογα με τις διάφορες ιδιοτροπίες του κυρίου. Αυτό το σχέδιο του τραπεζίτη, άρεσε σ' όλους.
     Η Ντυκλό ειδοποιήθηκε και δέχτηκε να έχουνε στο διαμέρισμά τους ένα πάσσαλο για να μπορούν να εξασκούνε συνέχεια τη παλάμη τους και να διατηρούνε την απαραίτητη δεξιοτεχνία. Αναθέσανε στον Ηρακλή την ίδια δουλειά με τ' αγόρια. Αυτά είναι πιο επιδέξια από τα κορίτσια γιατί δεν έχουνε παρά να κάνουνε στους άλλους αυτό που κάνουνε στον εαυτό τους. Έτσι δε χρειαστήκανε περισσότερο από μια βδομάδα για να γίνουν οι απολαυστικότεροι μαλακιστές που ήτανε δυνατό να βρεθούν. Δε βρέθηκε κανείς παραβάτης μεταξύ τους, εκείνο το πρωί. Το παράδειγμα του Νάρκισου, τη παραμονή, τους έκανε ν' αρνηθούν όλες τις άδειες κι έτσι στο παρεκκλήσι πήγαν μόνο, η Ντυκλό, δυο γαμιάδες, η Ιουλία, η Τερέζα, ο Ερωτιδέας κι η Ζελμίρα.
     Ο Κυρβάλ κάβλωσε πολύ. Τον είχε ανάψει εξαιρετικά το πρωί ο Άδωνις, στην επίσκεψη των αγοριών και νόμισαν ότι θα χύσει, βλέποντας τη Τερέζα και τους δυο γαμιάδες να ενεργούνται, αλλά συγκρατήθηκε. Το γεύμα έγινε όπως συνήθως, μόνο που ο αγαπητός μας πρόεδρος, έχοντας πιει και πορνέψει ιδιαιτέρως όσο τρώγανε, άναψε και πάλι στον καφέ, που το σερβίρισαν η Αυγουστίνα κι η Μισέτ, ο Ζελαμίρ κι ο Ερωτιδέας. Τους διεύθυνε η γριά Φανσόν κι από ιδιοτροπία της είχανε παραγγείλει να είναι γυμνή σα τα παιδιά. Αυτή η αντίθεση προκάλεσε τη νέα λάγνα μανία του Κυρβάλ, που αφέθηκε σε ορισμένες εκλεκτές παρεκτροπές με τη γριά και τον Ζελαμίρ, έτσι έχυσε επιτέλους.
     Ο δούκας με τη ψωλή σηκωμένη, έσφιγγε πάνω του την Αυγουστίνα, κραύγαζε, έβριζε, παραληρούσε κι η δόλια η μικρούλα έτρεμε ολάκερη κι όλο τραβιότανε πίσω, σα τη περιστέρα μπρος στο αρπακτικό πουλί που ενεδρεύει κι είναι έτοιμο να την αρπάξει. Αρκέστηκε παρά όλα αυτά σ' ορισμένα άσωτα φιλιά και της έκανε ένα πρώτο μάθημα προκαταβολή γι' αυτό που θ' άρχιζε την επομένη. Οι άλλοι δυο, λιγότερο ζωηροί, είχανε κιόλας αρχίσει τον απογευματινό τους ύπνο. Οι δυο πρωταθλητές μας τους μιμηθήκανε και ξυπνήσανε πια στις έξι για να περάσουνε στο σαλόνι των αφηγήσεων. Όλες οι τετράδες της παραμονής είχαν αλλάξει. Τόσο τα πρόσωπα όσο κι οι φορεσιές. Όταν όλα ετοιμάστηκαν, η Ντυκλό ανέβηκε στο βήμα και συνέχισε τη διήγησή της:
    "Η μητέρα μου είχε να εμφανιστεί στο σπίτι τρεις μέρες, ώσπου ο άντρας της, που ανησυχούσε περισσότερο για το κομπόδεμα και το χρήμα της παρά για την ίδια, αποφάσισε να μπει στο δωμάτιο όπου συνήθιζαν να μαζεύουν ό,τι πιο πολύτιμο είχαν. Οποία όμως υπήρξε η έκπληξή του όταν, αντί γι' αυτό που έψαχνε, βρήκε σημείωμα της μητέρας μου που του έλεγε να το πάρει απόφαση για ό,τι έχει χάσει. Αποφασισμένη να τον χωρίσει οριστικά και μην έχοντας καθόλου χρήματα, ήταν αναγκασμένη να πάρει ό,τι είχε. Άλλωστε έφταιγε αυτός που τον εγκατέλειψε γιατί τη κακομεταχειριζότανε. Του άφηνε δυο κορίτσια που αξίζανε και με το παραπάνω τα χρήματα που του πήρε.

Ο ανθρωπάκος όμως δεν είχε την ίδια γνώμη για την αξία μας, έτσι μας έδιωξε ευγενικά και μας παρακάλεσε μάλιστα να μη κοιμηθούμε σπίτι, δείχνοντας έτσι πως δε λογάριαζε καν τη μητέρα μου.
     Όχι και τόσο στεναχωρημένες από τη καλοσύνη του, που μας χάριζε, στην αδελφή μου κι εμένα, όλη την ελευθερία που χρειαζόμασταν ν' αφεθούμε με την ησυχία μας στο είδος ζωής που τόσον είχε αρχίσει να μας αρέσει, το μόνο που κάναμε ήτανε να πάρουμε τα λιγοστά μας πράματα και να φύγουμε γρήγορα από τον καλό μας πατριό. Αποτραβηχτήκαμε αμέσως σ' ένα μικρό δωμάτιο κει κοντά, περιμένοντας ν' αποφασίσουμε τη μοίρα μας. Εκεί οι πρώτες μας σκέψεις αφορούσανε στη τύχη της μητέρας μας. Δεν αμφιβάλλαμε στιγμή πως βρισκότανε στο μοναστήρι, αποφασισμένη να ζήσει κρυφά με κάποιον παπά ή να συντηρείται απ' αυτόν σε κάποια γωνιά εκεί γύρω. Αυτή τη γνώμη είχαμε όταν ένας Αδελφός από το μοναστήρι ήρθε και μας έφερε ένα σημείωμα που άλλαξε τα συμπεράσματά μας. Το σημείωμα έγραφε με λίγα λόγια, πως το καλύτερο που είχαμε να κάνουμε, ήταν να πάμε, μόλις βράδιαζε στο μοναστήρι του Πατέρα-φύλακα, του ίδιου που έγραφε το σημείωμα. Θα μας περίμενε στην εκκλησία ως τις δέκα το βράδυ και θα μας πήγαινε στο μέρος που βρισκόταν η μητέρα μας. Έτσι, θα μπορούσαμε να μοιραστούμε και ν' απολαύσουμε μαζί της τη τωρινή της ευτυχία κι ηρεμία. Μας παρότρυνε μάλιστα να μη λείψουμε και κυρίως να το κρύψουμε όσο καλύτερα μπορούσαμε, γιατί ήτανε βασικό να το κρατήσουμε μυστικό από τον πατριό μας, ό,τι κάνανε για τη μητέρα μας και για μας. Η αδελφή μου τότε είχε φτάσει πια τα δεκαπέντε, ήτανε συνεπώς πιο έξυπνη και πιο λογική από μένα, που ήμουν μόλις εννιά. Έτσι αφού άφησε τον αγγελιαφόρο να φύγει απαντώντας πως θα τα σκεφτεί όλα τούτα, δε μπόρεσε να κρύψει την έκπληξή της.
Φρανσόν, μου είπε, να μη πάμε. Κάτι κρύβεται πίσω απ' όλα τούτα. Αν η πρόταση ήταν ειλικρινής, η μητέρα μου ή θα είχε γράψει κι ένα δικό της σημείωμα ή θα είχε υπογράψει τούτο δω. Και με ποιόν μπορεί να βρίσκεται στο μοναστήρι; Ο πάτερ Αδριανός ο καλύτερός της φίλος, έχει φύγει εδώ και δυο-τρία χρόνια σχεδόν. Από κείνη την εποχή, πηγαίνει μόνο σα περαστική και δεν έχει καμιά κανονική σχέση με κανένα... Τι την έκανε να διαλέξει αυτό το καταφύγιο; Ο Πάτερ-φύλακας δεν είναι, ούτε κι υπήρξε ποτέ, εραστής της. Ξέρω πως τον έχει διασκεδάσει δυο-τρεις φορές, δεν είναι όμως από τους άντρες που δεσμεύονται από γυναίκα γι' αυτό και μόνο. Γιατί είναι κι ο ίδιος και πολύ ασταθής και πολύ σκληρός με τις γυναίκες, μόλις του περάσει το κέφι. Από που κι ως που λοιπόν δείχνει τόσον ενδιαφέρον για τη μητέρα μας; Άκου με που σου λέω, κάτι κρύβεται πίσω απ' όλα τούτα. Ποτέ δε τον συμπάθησα τον γέρο-φύλακα. Είναι κακός, σκληρός και βίαιος. Μ' είχε παρασύρει μια φορά στο δωμάτιό του όπου ήταν μαζί με τρεις άλλους και μετά απ' αυτό που μου συνέβη, ορκίστηκα να μη ξαναπατήσω κει μέσα. Αν θες να μ' ακούσεις, ας τους αφήσουμε όλους αυτούς τους κερατάδες τους καλόγερους. Δε χρειάζεται πια να στο κρύβω, Φρανσόν, έχω μια γνωριμία και μάλιστα τολμώ να πω, μια καλή φίλη, τη κυρία Γκερέν. Εδώ και δυο χρόνια τη συναντώ κι από την εποχή κείνη δε πέρασε μια βδομάδα χωρίς να μου κλείσει μια καλή δουλειά. Όχι όμως φτηνοδουλειές σαν αυτές που κάναμε στο μοναστήρι. Δεν υπήρξε ούτε μια που να μη μου απέφερε τρία σκούδα. Να μάλιστα η απόδειξη', συνέχισε η αδελφή μου, δείχνοντάς μου ένα πουγκί που υπήρχανε πάνω από δέκα λουδοβίκεια, 'βλέπεις πως μου φτάνουνε για να ζήσω. Ε! λοιπόν αν θες τη συμβουλή μου, να κάνεις ό,τι κι εγώ. Η Γκερέν θα σε δεχτεί, είμαι σίγουρη, σε είδε πριν οχτώ μέρες όταν είχε έρθει να με ζητήσει για δουλειά και μου ανέθεσε να στο προτείνω. Όσο κι αν είσαι νέα, κάπου θα βρει να σε βάλει. Κάνε όπως εγώ, σου λέω, και σε λίγο θα κάνουμε χρυσές δουλειές. Κατά τ' άλλα δεν έχω τι άλλο να σου πω, γιατί εκτός από απόψε που θα σου κάνω τα έξοδα, μην υπολογίζεις άλλο σε μένα μικρή μου. Σ' αυτό τον κόσμο ο καθένας για τον εαυτό του. Αυτά τα κέρδισα με τα χέρια και το κορμί μου, κάνε κι εσύ το ίδιο. Κι αν σ' εμποδίζει η ντροπή να πας στο διάολο και κυρίως μην έρθεις να με βρεις, γιατί μετά απ' όσα σου λέω, ακόμα κι αν σε δω με τη γλώσσα να σέρνεται στο χώμα, δε θα σου δώσω μητ' ένα ποτήρι νερό. Όσο για τη μητέρα, δε μ' ενδιαφέρει η τύχη της όποια κι αν είναι. Σου δηλώνω πως είμαι ικανοποιημένη κι ότι η μόνη ευχή που κάνω για τη πουτάνα, είναι να βρίσκεται αρκετά μακριά για να μη τη ξαναδώ σ' όλη μου τη ζωή. Ξέρω πόσο μ' εμπόδισε στο επάγγελμά μου και τι καλές συμβουλές μου έδινε τη στιγμή που η κυράτσα έκανε τρεις φορές χειρότερα. Να τη πάρει ο διάολος χρυσή μου, και κυρίως μη τη ξαναφέρει. Τίποτε άλλο δεν εύχομαι'.
     Επειδή, για να είμαι ειλικρινής, ούτε η καρδιά μου ήτανε πιο τρυφερή, ούτε κι ο δρόμος της ψυχής μου πιο ορθός από της αδελφής μου, συμφώνησα μ' όλες τις βρισιές που φόρτωσε την εξαιρετική αυτή μητέρα. Αφού ευχαρίστησα την αδελφή μου για όσα μου έμαθε, της υποσχέθηκα να την ακολουθήσω σ' αυτή τη γυναίκα. Έτσι από τη στιγμή που θα με υιοθετούσε, θα έπαυα να της είμαι βάρος. Όσο για την άρνησή της να πάει στο μοναστήρι, συμφώνησα κι εγώ."
                                                 (...)
     Το μικρό αυτό απόσπασμα βρίσκεται στο βιβλίο των Εκδόσεων Εξάντας, (1980) κι είναι 2 τόμοι. Τη μετάφραση έχουνε κάνει οι Τάκης Θεοδωρόπουλος & Πέτρος Παπαδόπουλος.

   Σημ:  Εκτός όλων όσων αναφέρονται στο εισαγωγικό σημείωμα-βιογραφικό θα πρέπει να προστεθεί κι ότι, ο Σαντ γράφοντας αυτό το βιβλίο, περιέγραψε στις σελίδες του εξακόσιες σεξουαλικές διαστροφές, που αργότερα, πολύ αργότερα, ψυχολόγοι και ψυχίατροι, τις ονομάτισαν σαν τέτοιες. Άρα θα έπρεπε να του αποδοθεί και το θάρρος του να μιλήσει δημόσια και με στιβαρή φωνή για τέτοιες σκοτεινές γωνιές του ανθρώπινου μυαλού. Τέλος θα πρέπει να προσθέσω, σαν εντελώς προσωπική γνώμη τούτη τη φορά, πως έχοντας διαβάσει αρκετά από τη λεγόμενη Ερωτική Λογοτεχνία, έχοντας γράψει κι ο ίδιος μερικά σκαμπρόζικα κομμάτια, τολμώ να πω πως είναι το μόνο από τ' αναγνώσματά μου, που δεν ανιχνεύω, το ...αδιόρατο και πονηρό χαμογελάκι, του συγγραφέα. Πίσω από κάθε τέτοιο κείμενο, κρύβεται μια τάση του να ... ερεθιστεί και λιγάκι ο αναγνώστης, αν και πολλοί καταφέρνουν να το συγκαλύψουν. Ο Σάντ δε γράφει γι' αυτό και τούτο είναι ξεκάθαρο! Γράφει για να πει, για να θίξει, για να μαρτυρήσει. Σε κανένα σημείο δεν είναι ερωτικός, όσο κι αν οι λέξεις, οι έννοιες και τα ...σημεία σπρώχνουνε προς τα κει. Ο Σάντ γράφει για να μαρτυρήσει, να ξεσκεπάσει κι ίσως να φωτίσει. Εκτός …….?




Κυκεώνας του Ολύμπου

Κυκεώνας του Ολύμπου Οι Αρχαίοι Έλληνες έδιναν περισσότερη αξία στην δημόσια ζωή και λιγότερο στην ιδιωτική. Για τον λόγο αυτό ανέπτυξαν μ...