Σοφιστής

 



Σοφιστής


Διάλογος της ωριμότητας του Πλάτωνα με τυπικό θέμα τον ορισμό του σοφιστή και τη διάκρισή του από τον πολιτικό και τον φιλόσοφο. Στον διάλογο όμως συζητούνται πολλά καίρια ζητήματα της πλατωνικής διαλεκτικής και της θεωρίας των Ιδέων.

Δραματικό πλαίσιο, πρόσωπα και μορφή του διαλόγου
Αν και ο Σοφιστής δεν μας προσανατολίζει σχετικά με το δραματικό πλαίσιό του, ο συγγραφέας του εξαρχής παραπέμπει στον Θεαίτητο απ' όπου και αντλούμε πληροφορίες για το δραματικό σκηνικό και τον δραματικό χρόνο του έργου. Το αρχικό σχόλιο ότι συνεχίζεται η συζήτηση της προηγούμενης μέρας μάς επιτρέπει να τοποθετήσουμε τον διάλογο στο σκηνικό του γυμνασίου, την επομένη της καταγγελίας του Μέλητου εναντίον του Σωκράτη, δηλαδή λίγο πριν τη θανατική του καταδίκη. Ο Σωκράτης είναι αυτός που θέτει το θέμα της συζήτησης, τον ορισμό του σοφιστή. Ωστόσο, σε αντίθεση με τους περισσότερους πλατωνικούς διαλόγους, δεν συμμετέχει σ' αυτή. Το νέο μέλος της παρέας, ένα μη ιστορικό και ανώνυμο πρόσωπο, ο Ελεάτης Ξένος, οπαδός του Παρμενίδη και του Ζήνωνα, γίνεται ο φορέας των κεντρικών θέσεων του έργου. Βασικός του συνομιλητής είναι ο Θεαίτητος, μαθηματικός και μέλος της πλατωνικής Ακαδημίας , ένας νέος που μοιάζει πολύ στην όψη με τον Σωκράτη. Ένα επιπλέον πρόσωπο, ο γεωμέτρης και αστρονόμος Θεόδωρος, αποσύρεται μετά τις αρχικές συστάσεις, ενώ σιωπηλός παριστάμενος είναι ένας ακόμη, νέος αυτή τη φορά, Σωκράτης. Εκτός από τη συρρίκνωση του δραματικού πλαισίου και τον υποβαθμισμένο ρόλο του Σωκράτη, η μειωμένη σημασία του διαλογικού στοιχείου συνιστά μία ακόμη μορφική ιδιαιτερότητα του έργου. Στην πραγματικότητα ο πρωταγωνιστής εκθέτει τη θεωρία του αποσπώντας απλώς τη συγκατάνευση του κατ' επίφαση συνομιλητή του, γεγονός που οδηγεί πολλούς στο να θεωρούν τον Σοφιστή πραγματεία αριστοτελικού τύπου

Η θέση του έργου στο πλατωνικό corpus
Το έτος συγγραφής του Σοφιστή δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια, όμως η μορφή, η γλώσσα και το περιεχόμενό του συνηγορούν υπέρ του ότι ανήκει στην ύστερη συγγραφική δραστηριότητα του Πλάτωνα και ειδικότερα στην περίοδο ανάμεσα στον Θεαίτητο και τον Πολιτικό , με τον οποίο μοιράζεται τόσο το δραματικό πλαίσιο όσο και τη χρήση της διαιρετικής μεθόδου. Αν και ο Πλάτων μας προϊδεάζει για τη συγγραφή μιας τριλογίας που θα έπρεπε να ολοκληρωθεί με ένα ακόμη έργο με θέμα τον φιλόσοφο, πολλοί μελετητές θεωρούν ότι Σοφιστής και Πολιτικός καλύπτουν έμμεσα την ανάγκη ενός τέτοιου εγχειρήματος.

Περιεχόμενο του διαλόγου
Στο πρώτο μέρος του διαλόγου (216a-242b), χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της διαίρεσης που επιλέγεται χωρίς ιδιαίτερη δικαιολόγηση και επεξήγηση, Ξένος και Θεαίτητος καταλήγουν στη διατύπωση έξι διαφορετικών ορισμών του θηρίου που κυνηγούν. Ο σοφιστής, σε μια προσπάθεια να διακριθεί από τον πολιτικό και τον φιλόσοφο, παρουσιάζεται ως: 1. έμμισθος θηρευτής πλούσιων νέων με δόλωμα την κολακεία και την πειθώ, 2. έμπορος της γνώσης της αρετής, 3. κάπηλος των μαθημάτων των σχετικών με την ψυχή, 4." αυτοπωλητής" αυτών, 5. αθλητής αγώνων λόγων περί δικαίου και αδίκου, άρα κάτοχος της εριστικής τέχνης και σταθερός στο κυνήγι του κέρδους, και 6. επαγγελματίας διδάσκαλος που καθαρίζει την ψυχή από την άγνοια. Όμως στο τέλος της σκυταλοδρομίας των ορισμών ο Θεαίτητος βρίσκεται σε απορία, αφού οι αρνητικές ιδιότητες του σοφιστή αμβλύνονται σταδιακά μέχρι που τα όρια μεταξύ φιλοσόφου και σοφιστή φτάνουν να γίνονται δυσδιάκριτα. Σε μια νέα προσπάθεια ο Ξένος αναδεικνύει το βασικό χαρακτηριστικό των σοφιστών, τη φαινομενική τους παντογνωσία. Εφόσον όμως αυτή είναι αδύνατη, ο σοφιστής δεν μπορεί παρά να είναι κάτοχος της δοξαστικής επιστήμης κι όχι της αλήθειας. Ακόμη χειρότερα, είναι μιμητής των πάντων, κατασκευαστής ομοιωμάτων και ομωνύμων των όντων, ξεγελώντας έτσι τους αδαείς νέους. Επιχειρείται λοιπόν μια νέα εφαρμογή της διαιρετικής μεθόδου, με στόχο να οδηγήσει αυτή τη φορά στον αδιαφιλονίκητο ορισμό που θα τη δικαιώσει. Νέο σημείο αφετηρίας είναι η μιμητική τέχνη, που διχοτομείται: α. στην εικαστική, με την οποία ο κατασκευαστής γεννά ένα ομοίωμα αποδίδοντας πιστά τις συμμετρίες του παραδείγματός του, και β. στη "φαντασματοπλαστική", με την οποία ο δημιουργός φτιάχνει πράγματα που, αν και φαίνεται ότι μοιάζουν με τα παραδείγματά τους, στην πραγματικότητα αυτό δεν ισχύει. Προκειμένου να ενταχθεί με ασφάλεια ο σοφιστής σε μία από τις δύο κατηγορίες, πρέπει να διαλευκανθεί τι είναι "αυτό που ενώ φαίνεται ότι είναι κάτι, δεν είναι", τι είναι "αυτό το οποίο, ενώ λέγεται, δεν είναι αληθές" ή, αλλιώς, να αποδειχτεί ότι υπάρχει ψευδής λόγος και ψευδής δοξασία χωρίς αυτό να συνιστά λογική αντίφαση. Όμως η ύπαρξη του ψεύδους συνεπάγεται την παραδοχή περί ύπαρξης, κατά κάποιον τρόπο, του μη όντος και προϋποθέτει την αντιπαράθεση με τον Παρμενίδη . Αυτός γίνεται ο νέος αντίπαλος του Ελεάτη Ξένου, στον βαθμό που με τη θέση του περί ανυπαρξίας του μη όντος νομιμοποιεί τον σοφιστή και κάνει τους όρους "ομοίωμα" και "φάντασμα" αλλά και την κατηγορία του απατεώνα να μην ευσταθούν.

Στο δεύτερο μέρος του διαλόγου (242c-264b) ο Ελεάτης Ξένος κάνει μια παρέκβαση από το κεντρικό θέμα και προτείνει την εξέταση των προηγούμενων θεωριών περί όντος, που θα οδηγήσει στην δική του θεωρία γι' αυτό. Οι φορείς αυτών των θέσεων στην συντριπτική τους πλειονότητα δεν κατονομάζονται. Ούτε ποτέ τούς αποδίδεται η ιδιότητα του φιλοσόφου. Το κοινό τους γνώρισμα είναι πως όλοι μάς λένε μύθους, δημιουργώντας έτσι ασάφεια και απορία. Ειδική μνεία γίνεται στους "φίλους των σωμάτων" και στους "φίλους των ειδών" από την κριτική των οποίων προκύπτει ότι, ως αναγκαίες συνθήκες της γνώσης, τόσο η στάση όσο και η κίνηση είναι όντα. Σύμφωνα με τη θεωρία περί μερικής επικοινωνίας των ειδών, που παρουσιάζει ο πρωταγωνιστής, ο φιλόσοφος, ως άλλος γραμματικός και μουσικός, με τη βοήθεια της διαλεκτικής επιστήμης μελετά τους συνδυασμούς και τις διακρίσεις των ειδών. Ειδικότερα προσδιορίζει ποια γένη, αν και ανεξάρτητα και διακριτά, μπορούν να επικοινωνούν με άλλα και να τα περιέχουν και ποια όχι και δίνει τους κανόνες της παραγωγής λόγου. Ο Ελεάτης Ξένος εφαρμόζει τη διαλεκτική σε πέντε καθολικά γένη, τα οποία χαρακτηρίζει μέγιστα. Στο ον, τη στάση και την κίνηση προστίθενται η ταυτότητα και η ετερότητα. Τα δύο τελευταία, που έχουν προοικονομηθεί, εισάγονται μετά την παραδοχή ότι κάθε είδος είναι ίδιο με τον εαυτό του και διαφορετικό από όλα τα άλλα. Το κέντρο βάρους πέφτει τώρα στην εξέταση του γένους της ετερότητας, καθώς συνδέει το επιχείρημα με την κεντρική έννοια χάρη της οποίας έγινε η μεγάλη αυτή παρέκβαση, με το μη ον. Κάθε είδος συνδέεται με το ον, καθώς είναι όμως και έτερό του είναι ταυτόχρονα και μη ον. Έτσι το τελευταίο χωρίς να είναι "ενάντιο" του όντος είναι κάτι διαφορετικό από εκείνο. Περνώντας τέλος στο πεδίο του λόγου προκειμένου να κατοχυρώσει και την ύπαρξη του ψεύδους, ο Ελεάτης Ξένος υποστηρίζει ότι ψευδής είναι ο λόγος που λέει για κάτι αυτό που δεν είναι (π.χ. η φράση "ο Θεαίτητος πετά" μιλάει μεν για τον Θεαίτητο, αλλά λέει έτερα από εκείνα που υπάρχουν σχετικά με αυτόν). Με τον ίδιο τρόπο κατοχυρώνει την ύπαρξη του ψεύδους και στα συναφή πεδία της διάνοιας, της δόξας και της φαντασίας.

Αφού ξεπεράστηκε ο παρμενίδειος σκόπελος και αποδείχτηκε η σχετική ύπαρξη του μη όντος ως ετερότητας κι επομένως η ύπαρξη του ομοιώματος, του ψευδούς λόγου και της ψευδούς δόξας, ο Ξένος στο τρίτο μέρος του διαλόγου (264c-268d) καταλήγει απρόσκοπτα πλέον στον τελευταίο ορισμό. Σοφιστής είναι όποιος με τους λόγους του οδηγεί τον συνομιλητή του σε αντιφάσεις και, υποκρινόμενος ότι γνωρίζει πράγματα που αγνοεί, παράγει φαντάσματα. Ο διάλογος κλείνει με την απόλυτη συμφωνία του Θεαίτητου και τη σιωπηλή συναίνεση του Σωκράτη.

Ερμηνεία
Η διάκριση φιλοσόφου-σοφιστή, η διαιρετική μέθοδος, η θεωρία της μερικής επικοινωνίας των ειδών και η έννοια του μη όντος είναι μερικά από τα θέματα που με τεχνικό και αφηρημένο τρόπο διαπλέκονται ισότιμα, κάνοντας έτσι δύσκολη την ανάδειξη ενός και μόνο σκοπού του έργου. Όμως το βασικότερο πρόβλημα του αναγνώστη είναι πως, αν και ο διάλογος πραγματεύεται κλασικές πλατωνικές έννοιες όπως η διαλεκτική, η ψυχή, η φύση του φιλοσόφου σε αντιπαραβολή προς εκείνη του σοφιστή και η διάκριση υποδείγματος-εικόνας, απουσιάζει εντελώς η πλατωνική θεωρία των Ιδεών που τις συνέχει. Ο αναγνώστης του Σοφιστή βρίσκεται σε απορία: το ον είναι εκείνο που διαθέτει έστω και ελάχιστη ικανότητα να ενεργεί και να πάσχει, η κίνηση είναι ένα από τα όντα, το μη ον υπάρχει με κάποιον τρόπο και μπορεί να γνωσθεί και ο διαλεκτικός ως άλλος ταξινομητής παρακολουθεί τους συνδυασμούς και τις διαφορές των ειδών, που έστω και μερικώς επικοινωνούν. Ως εκ τούτου, η σύγχρονη αναλυτική και γλωσσολογική παράδοση θεωρεί ότι με τον Σοφιστή ο Πλάτων στρέφει το ενδιαφέρον του προς μια αμιγώς λογική ανάλυση που πραγματεύεται ζητήματα κατηγόρησης και τον χρήζει ιδρυτή της τυπικής λογικής.

Ωστόσο, η μόνιμη έμφαση στην διάκριση υποδείγματος και εικόνας και στην έννοια της μίμησης που διατρέχει το έργο συνιστούν συνεχείς υπομνήσεις της θεωρίας των Ιδεών. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η τελευταία επανεμφανίζεται στον Φίληβο και τον Τίμαιο , κάνουν πολλούς μελετητές να αρνούνται τη μετάλλαξη των Ιδεών σε καθολικά είδη ή γλωσσικές κατασκευές και να διαβάζουν τον Σοφιστή από ένα οντολογικό πρίσμα. Έτσι, αναδεικνύοντας τις έννοιες της μίμησης, της εικόνας και της ετερότητας, θεωρούν τον έργο σταθμό στην προσπάθεια του Πλάτωνα για μια βελτιωμένη μεταφυσική και επανασυνδέουν τον Σοφιστή με τη σταθερή ηθική και πολιτική απόβλεψη όλης της πλατωνικής φιλοσοφίας, κάτι που απαλλάσσει τον διάλογο από τον δικαιολογημένο χαρακτηρισμό του ως απορητικού.

 

Η ΖΩΗ ΕΧΕΙ ΣΤΡΟΦΕΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΡΟΦΕΣ



…..Πάνε νύχτες όχι πολλές, μια αλλόκοτη ονειροφανταξιά γιόμισε ίδρωτα το κορμί μου.

Πλημμύρισε σκέψεις το μυαλό μου και ερμηνεία γύρευε να βρω στης αλήθει­ας και του ήλιου το φως, νικήτρια του σκότους και των ψε­μάτων.

«Μάζευα, λιόλουστο πρωινό μόνος, σε ένα χέρσο χωράφι, βώλους, απ' αυτούς που, στα παιδικά μας χρόνια, με τα συ­νομήλικα γειτονοπούλα, αμέριμνα παίξαμε.

 Μα, κάθε τρεις και λίγο, με κοντοζύγωναν σκιές συγγενών, γνωστών και φί­λων, και ζωντανών και όσων έχουν φύγει από χρόνους.

 Δε φοβόμουν, μα απορούσα.

Τι να θέλουνε από μένα;

 Μι­λούσανε, ακούγανε, οσφραίνονταν, μ' ακούμπαγαν, αλλά εγώ τους άκουγα χωρίς να τους βλέπω και να μπορούσα να τους χαϊδέψω.

Και ξάφνου, εμφανίζεται, απροειδοποίητα και εκεί, η Αριάδνη, του δικαστή και πρωταφέντη, του Μίνωα, η πρώ­τη θυγατέρα!

Τρεις χρόνους και τρεις μήνες «είχα να την ιδώ, να την ανταμώσω», με το κόκκινο σαν αίμα κουβάρι της.

Ήταν έτοιμη να μου το δώσει.

Ήμουνα πανέτοιμος να το βά­λω στις χούφτες μου, για να βγω από εκείνον τον περίεργο λαβύρινθο που μ’ έβαλε ο έρωτας.

Γυρίζοντας, όμως, το βλέμμα μου στα γαλανά μάτια και τα ξανθά της μαλλιά, τη βλέπω να κανακεύει ένα γελαστό μωρό (: «λάφυρο ή ενθύμιο» από το Θησέα και απ’ τα όνειρα μιας «μεγάλης ζωής», που έμειναν λειψά ) και, μόλο που μου χα­μογελούσε, άρχισε ν' απομακρύνεται.

Έτρεξα μεμιάς ξωπίσω της, την έφτασα.

Φιληθήκαμε στα μάγουλα, την κου­βέντα αρχίσαμε, εγώ για τα τωρινά μου, εκείνη για τα περα­σμένα της.

Κι όταν ήλθε πιο κοντά και στην παλάμη μου το κουβάρι της ήταν έτοιμη ν' αποθέσει, ο ουρανός γιόμισε η­λιαχτίδες κόκκινες και καυτές, μα...»

Πριν προλάβω  το νήμα να πάρω, χάθηκε και η Αριάδνη και αυτό μαζί  του!

Και ξέρεις  τι βλέπω , μόλις τα μάτια μου ά­νοιξα, ξυπνώντας και χωρίς παρωπίδες, τι ακούω χωρίς ωτοασπίδες, τι νιώθω να κυλά στο αίμα μου;

Η ζωή είναι γιο­μάτη στροφές και ανατροπές.

Στις στροφές θέλει  προσοχή, για να μη ζαλιστείς από την απότομη άνοδο ή  προσγείωση . Στις ανατροπές, για να μείνεις όρθιος κι αξιοπρεπής εμπρός στον καθρέφτη σου, να αναλαμβάνεις τις ευθύνες σου ακό­μα και αν άμυαλοι περιφρονητάδες της καρδούλας σου ως «γραφικό» δεν σου δώσουν ούτε ένα ψιχίο αγάπης μα σαν «απόβλητο» σε απορρίψουν και σε περιθωριοποιήσουν.

    Έχοντας όμοια με της Αριάδνης τη φωνή και την όψη, μια νεράιδα, πριν χρόνια, με συμβούλεψε να μη σωριάζω ποτέ πί­κρα στα σωθικά μου και μου είπε, θυμάμαι ακόμα και τώρα, το άδολο παιδικό παραμύθι της γιαγιάς, ότι όλοι οι άνθρω­ποι κάπου, κάπως, κάποτε θα βγούμε, παρά τις «Συμπληγάδες», από το λαβύρινθο, θα ξανανταμώσουμε στο ηλιόφως και θα ξαναδούμε όσους, αλαζόνες, τώρα τη γήινη εικόνα, μας αρνήθηκαν και μας λαβώνουν, θα ξανασμίξουν οι δρό­μοι μας με τους δικούς τους, ίσως όπως των ληστών, που ανάμεσα τους, μετά από μια φουσκοθαλασσισμένη ζήση τους,  βρήκανε τον Διόνυσο, για να τους συχωρέσει και την αληθινή αγάπη να τούς διδάξει, ως μόνη της ψυχής διέξοδο και λύ­τρωση από τα σωματικά ελαττώματα και τις μισάνθρωπες τους , ανόητες, αλλά ανθρώπινες, σκέψεις.

Και ίσως τότε τον έρωτα και το χαμόγελο, που οι ονειροφανταξιές, μας υπόσχονται και κάποιοι φαντασμένοι, θύματα κι οι ίδιοι - δίχως να το ξέρουνε - μιας ασύνετης κομπορρημοσύνης, μας στερήσανε, θα χαρούμε και θα μοιραστούμε…….

 

    

 

Προσευχή των Ζώων



Προσευχή των Ζώων

 

Ώ Άνθρωπε, ανώτερε μας αδελφέ, πού από την ίδια σκάλα ανεβαίνεις: Είμαστε όλοι μας κόκκοι του μεγάλου Κόσμου, ποιος μεγάλος καί ποιος μικρός.

Βραδύ και δύσκολο πάντα το ανέβασμα. Μη μας δυναστεύεις με σκληρότητα και με κόπους αδιάκοπους, πού να μη μπορούμε ποτέ να σηκώσομε τα κουρασμένα μάτια μας στ' αστέρια.

Είθε το αίσθημα της συγγενείας καί της κοινής καταγωγής μας να σε κάμη να νιώθεις πώς κι εμείς αισθανόμαστε την πείνα, τη δίψα, τον πόνο, τη θλίψη και τον χαμό ενός αγαπημένου όντος. Άφησε ν' απολαμβάνομε, καθώς καί συ, τις αμέτρητες χαρές του φυσικού κόσμου, τον αέρα, τον ήλιο, τα δροσερά ρυάκια, τα λιβά­δια και τα δάση.

Δος μας, σε παρακαλούμε, τέτοιες συνθήκες πού να λειτουρ­γούνε υγιεινά τα όργανα μας. Στα γηρατειά μας επέτρεψέ μας να δρέπομε την ανταμοιβή για την ηπιότητά μας και το ταπεινό πνεύμα υπηρεσίας πού σου δείξαμε. Γλίτωσε μας από την αγωνία του χωρι­σμού από εκείνους πού ζήσαμε πάντα κοντά τους, και αν είμαστε κατάκοπα από την δουλειά και την αρρώστια, δώσε μας έναν γρήγορο και ανώδυνο θάνατο, καθώς θα το ήθελες και για τον εαυτό σου  και για τους προσφιλείς σου.

Πρόθυμα μοιραζόμαστε τα βάρη σου αρκεί να έχομε την κα­τάλληλη τροφή και ανάπαυση κι αυτό για να μπορούμε να ξαναγυρίσομε κάθε πρωί στην υπηρεσία μας με ανανεωμένη ρώμη.

Μίλα μας καμία φορά, χάριζε μας τη συντροφιά σου, καταλα­βαίνοντας ότι, για να μετέχομε στη δική σου ζωή, στερηθήκαμε τη συντροφιά των ομοίων μας: 

Αλάφρωνε έτσι τον πόνο της μο­ναξιάς μας. 

Ενθάρρυνε μας να αναπτύσσομε τελείως τις Ικανότη­τες μας, διεύθυνε μας με υπομονή, για να μπορούμε ν' ανεβαίνομε ψηλότερα στη σκάλα της Εξελίξεως, καθώς καί για σένα το θέ­λεις.

Είθε τα ευχαριστήρια και οι ευλογίες των αμέτρητων μικρών και μεγάλων πλασμάτων της γης, της θάλασσας και των αιθέρων, να φτερουγίζουν στα όνειρα σου και να σε υποδεχθούν την ώρα πού θα πατήσεις το καινούργιο σκαλοπάτι πού θα σε οδήγηση στο ΑΓΝΩΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ.

Σου στέλνομε την προσευχή μας εν ονόματι της Ευσπλαχνίας, του Οίκτου, της Ειρήνης καί της Αγάπης, της Δικαιοσύνης και της Χρηστότητας.

 

 


Ο Μύθος του Ιησού

 



                                        Ο Μύθος του Ιησού

    Η μυθολογική φαντασία είχε ξεπεράσει κάθε όριο. Στην ικανότητα αυτών που έκαναν εκείνες τις περιγραφές υποκλίνομαι. Εμμένω, όμως, στην ιστορική αλήθεια. Μεγάλοι ερευνητές, όπως ο Bruno Bauer, o Saxtus Grammaticus, o Schleiermacher, o Möricke, καί πλειάδα άλλων, δεν αποδέχονται τα παραμύθια των Εβραίων μυθοπλαστών της Παλαιάς Διαθήκης, ούτε τα μεταγενέστερα του Ωριγένη, του Φίλωνος κ.λ.π. Ο κοντινότερος προς την γέννηση κάποιου Ιησού, είναι δε γνωστό ότι, το όνομα Ιησούς στην Ιουδαία ήταν το συνηθέστερο, ο Ιώσηπος, γράφει σε γραπτό του που ανακαλύφθηκε στη Σλοβενία, ότι "δίκασαν κάποιον Ιησού που αντιτάσσονταν στην τάξη και στρέφονταν κατά των αποφάσεων των Ρωμαίων...". Τα πληρέστερα γραπτά του πλαστογραφήθηκαν κατά την παποκρατία και την εγκληματική καταπίεση της ανθρωπότητας από τον Χριστιανισμό και την Καθολική Εκκλησία ιδιαιτέρως. Εάν επρόκειτο να είναι αληθή όλα αυτά, αυτά που γράφουν οι διαθήκες, ο Ιώσηπος που στο έργο του "Η Καταστροφή της Ιερουσαλήμ", που το συνέγραψε μετά την καταστροφή από τον Τίτο το 70 μ.Χ, δεν θα αναφέρονταν με λεπτομέρειες, που θα είχε και την επιβεβαίωση των μυθοπλαστών καί την αναγνώριση των εκπροσώπων της θεοκρατίας της εποχής; Όλα αυτά που γράφηκαν, τα "ξετίναξε" ο Κέλσος και με ατράνταχτα στοιχεία τα συνέτριψε. Το έργο του Κέλσου, ως ήταν φυσικό, το εξαφάνισαν. Αλλά, από σύμπτωση βρέθηκε σε βιβλίο όπου προσπαθούσαν να διαψεύσουν οι υποστηρικτές της μυθοπλασίας, τα επιχειρήματα του Κέλσου και έτσι, ένα μεγάλο μέρος ξανακυκλοφόρησε. ΄Ενα άλλο έργο που εξανεμίζει την μυθοπλασία είναι το "De tribus impostoribus", που αποδίδεται στον Φρειδερίκο τον Μέγα, αποκαλύπτει την απάτη των πρωτεργατών των θρησκειών καί βρέθηκε καί αυτό υπό διωγμό. Ένας άλλος ιστορικός ερευνητής με τεράστιο έργο, ο Γερμανός Karlheinz Deschner, στο δεκάτομο έργο του με τίτλο "Kriminalgeschichte des Christentums", αποκαλύπτει καί συντρίβει τη συνωμοσία της θεοκρατικής μυθοπλασίας του Ιησού καί των άλλων κατασκευασμένων "αγίων" και "οσίων" της εποχής της θρησκειογεννέσεως καί θρησκειοκατασκευής. Η Ανθρωπότητα έπεσε θύμα μιάς καλά οργανωμένης συνωμοσίας καί ενώ απαλλάχτηκε από τους τοπικούς θεούς, αποδέχτηκε κάποιον κατασκευασμένον ξένο γιά να τυραννάει τη ζωή της. Η παράδοση πέρασε ως ιστορική αλήθεια. Οι πληρωμένοι ρασοφόροι Γκαιμπελίσκοι στην δισχιλιετή πορεία, έκαναν καλά τη δουλειά τους. Πόσο ακόμα θα τυραννάει φωτισμένους ανθρώπους αυτό το ανούσιο παραμύθι;

Στην Αίγυπτο, πολύ πριν από την αυγή του χριστιανισμού και πολύ πριν γεννηθεί κάποιος από τους συγγραφείς της σημερινής Χριστιανικής Γραφής ή πολύ πριν τα δόγματα του ονομαστούν ως χριστιανικά , ο αιγυπτιακός λαός είχε αρκετούς αγγελιοφόρους του Θεού ( θείες ενσαρκώσεις) που γεννήθηκαν από παρθένους μέσω θεϊκής άμωμης σύλληψης. Ο Ωρος ήταν γνωστός σε όλους τους αρχαίους Αιγυπτίους ως γεννημένος από την παρθένο Ίσιδα και η σύλληψή και η γέννησή του θεωρήθηκαν ως ένα από τα τρία μεγάλα μυστήρια ή μυστικιστικά δόγματα της αιγυπτιακής θρησκείας. Κάθε στιγμή της σύλληψης και της γέννησης του Ωρου απεικονίστηκε σε γλυπτά και εικόνες , και έγινε κεντρικό σημείο λατρείας και προσευχής όπως ακριβώς και η άμωμη και θεία σύλληψη και γέννηση του Ιησού ανάμεσα στους χριστιανούς σήμερα. Ένας άλλος αιγύπτιος θεός που ονομάζεται Ρα γεννήθηκε επίσης από παρθένο με θεία σύλληψη . Σε μια από τις αρχαίες τοιχογραφίες ενός ναού κατά μήκος του Νείλου, υπάρχει μια πανέμορφη σκαλισμένη εικόνα που δείχνει τον θεό Θωθ - τον αγγελιοφόρο του Θεού – να αναγγέλλει στην παρθένα βασίλισσα Ματμες , ότι πρόκειται να γεννήσει έναν θεϊκό Υιό του Θεού, ο οποίος θα είναι ο βασιλιάς και ο λυτρωτής του λαού της.
Όσον αφορά την Περσία, διαπιστώνουμε ότι ο Ζωροάστρης ήταν ο πρώτος από τους παγκόσμιους λυτρωτές, που αναγνωρίστηκε ότι γεννήθηκε με άμωμη θεία σύλληψη μέσω παρθένου. Αρχαία γλυπτά και εικόνες αυτού του σπουδαίου Θεανθρώπου τον δείχνουν που περιβάλλεται από μια αύρα λαμπερού φωτός που γεμίζει τον ταπεινό τόπο της γέννησής του. Ο Κύρος, βασιλιάς της Περσίας, πιστεύεται επίσης ότι ήταν θεϊκής καταγωγής. Στα αρχεία της εποχής του, αναφέρεται ως ο Χριστός ή ο χρισμένος Υιός του Θεού και θεωρήθηκε ως αγγελιοφόρος του Θεού.
Ακόμη και ο Πλάτωνας, ο οποίος γεννήθηκε στην Αθήνα το 429 π.Χ., θεωρήθηκε ότι ήταν Υιός του Θεού που γεννήθηκε με άμωμη σύλληψη από τη παρθένα Περικτιόνη. Καταγράφεται στα αρχαία αρχεία ότι ο πατέρας του Πλάτωνα, ο οποίος ήταν γνωστός ως Αρίστων , είχε προειδοποιηθεί σε ένα πνευματικό όραμα να διατηρήσει αγνή και ιερή τη σύζυγο του μέχρι τη θεϊκή άμωμη σύλληψη και τη γέννηση του παιδιού που επρόκειτο να έρθει , και ότι η σύλληψη αυτού του παιδιού θα γινόταν με θεϊκά μέσα.

Ο Απολλώνιος o Τυανεύς γεννήθηκε επίσης από παρθένο μητέρα σύμφωνα με τις βιογραφίες που καταγράφηκαν για αυτόν κατά τη διάρκεια και λίγο μετά την εποχή του. Σύμφωνα με αυτές τις βιογραφίες , η μητέρα του Απολλώνιου στο 41 π.Χ. ενημερώθηκε από έναν θεό σε ένα όνειρο ότι θα γεννούσε έναν μεγάλο αγγελιοφόρο του Θεού ο οποίος θα ήταν γνωστός ως Απολλώνιος.
Μιλώντας για διάσημους Μύστες και Διδασκάλους που άφησαν πίσω τους αδιαμφισβήτητα αρχεία για τη σπουδαία συμβολή τους στην εξέλιξη της ανθρωπότητας , διαπιστώνουμε ότι ο Πυθαγόρας, που γεννήθηκε γύρω στο 570 π.Χ., θεωρήθηκε και κατά τη διάρκεια της ζωής του και μετά ως Θεία ενσάρκωση . Σύμφωνα με τα ιερά γραπτά για αυτόν, η μητέρα του τον συνέλαβε με άμωμη σύλληψη μέσω του Αγίου Πνεύματος , το οποίο εμφανίστηκε σε αυτήν . Ο πατέρας του ενημερώθηκε επίσης μέσω ενός οράματος ότι η σύζυγός του έπρεπε να φέρει στη Γη έναν Υιό μέσω θεϊκής άμωμης σύλληψης και ότι ο γιος της θα γινόταν Λυτρωτής της ανθρωπότητας.

Ο ΘΕΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

 



Ο ΘΕΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ


    «Οι μάντεις είχαν προαναγγείλει τη γέννησή μου. Γεννήθηκα στο τέλος του αστερισμού του Κριού, και όταν θα έρθει το πλήρωμα του χρόνου θα αντικαταστήσω τον Μεγάλο Θεό, τον Άμμωνα Δία στη λατρεία του. Οι ποιητές ύμνησαν τα κατορθώματά μου. Η δύναμη και η ανδρεία μου ήταν αξεπέραστες. Οι θεοί με βοήθησαν τόσο πολύ να εκπληρώσω τους σκοπούς μου όσο κανένα άλλον. Οι λαοί τριών ηπείρων υποτάχτηκαν στη θέλησή μου. Η ζωή και ο θάνατος για μένα έχασαν την άξια τους. Κανένας δεν κατέλυσε γρηγορότερα από μένα μία απέραντη αυτοκρατορία, ούτε έδωσε περισσότερες μάχες, ούτε ίδρυσε περισσότερες πόλεις. Κανένας δεν υπόταξε περισσότερα έθνη από μένα. Δεν νικήθηκα ποτέ και από κανέναν, εκτός από τον εαυτόν μου. Πήγα στον κόσμο των θεών μαζί με τον Αχιλλέα, τον Ηρακλή και τον Διόνυσο. Λιβάνι έκαψαν στους βωμούς μου. Στρατιές αμέτρητες οι θαυμαστές μου. Το παράδειγμα μου θα μείνει αξέχαστο και αξεπέραστο στους αιώνες.Και όταν η βασιλεία του Άμμωνα Δία σβήσει και το σκοτάδι καλύψει τους ναούς της Αιγύπτου, τότε η καταγωγή και η φύση μου θα παραμείνουν αιώνιο αίνιγμα για το ανθρώπινο πνεύμα».

Το μαντείο των Δελφών έδωσε κάποτε χρησμό για τον μεγάλο νομοθέτη των Σπαρτιατών, τον Λυκούργο, εκφράζοντας την απορία του, αν ο Λυκούργος ήταν άνθρωπος ή θεός. Οι Σπαρτιάτες βέβαια τον τίμησαν μετά θάνατο ως θεό.

Η ίδια απορία δημιουργήθηκε και για τον Αλέξανδρο στους ανθρώπους βλέποντας τον να πετυχαίνει τόσα πολλά. Ο Αρριανός δεν πιστεύει πως ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα άλλο άνθρωπο στον κόσμο, γεννήθηκε χωρίς την θεία βούληση.

Το ζήτημα της προσκύνησης προκάλεσε την διχόνοια στο στρατόπεδο των Μακεδόνων και απ΄ ότι φαίνεται αυτός ήταν ο λόγος της δολοφονίας του Αλεξάνδρου. Το πραγματικό ζήτημα αφορούσε τις σχέσεις των Ελλήνων με τα έθνη που είχε καταλάβει ο Αλέξανδρος. Ο Μακεδόνας βασιλιάς δεν ήταν έτοιμος να υποτάξει με την βία και να υποδουλώσει τους λαούς, ώστε οι Έλληνες να δοξαστούν και να πλουτίσουν, όπως φανταζότανε οι στρατιώτες του, κατακτώντας την ανατολή. Ο Αλέξανδρος φανέρωσε από πολύ νωρίς ότι είχε σκοπό να δημιουργήσει ένα κράτος δικαιοσύνης όπου οι Έλληνες δεν θα εκμεταλλευόταν τους βάρβαρους και οι βάρβαροι δεν θα μισούσαν τους Έλληνες. Ο Αλέξανδρος δεν πίστευε στις ράτσες αλλά δίδασκε ότι όλοι οι άνθρωποι είναι παιδιά ενός θεού αλλά ο θεός θεωρεί δικά του παιδιά μόνο τους δίκαιους. Αυτά αναφέρει ο Πλούταρχος.
Ο όρκος του Μεγάλου Αλεξάνδρου που αναφέρει ο Αρριανός είναι ενδεικτικός.
"Σας εύχομαι τώρα που τελειώνουν οι πολέμοι να ζήσετε με ειρήνη. Όλοι οι θνητοί να ζήσετε μονιασμένοι σαν ένας λαός. Θεωρήστε την οικουμένη πατρίδα σας, με κοινούς νόμους, όπου θα κυβερνούν οι άριστοι ανεξαρτήτως φυλής. Δεν ξεχωρίζω τους ανθρώπους όπως κάνουν οι στενοκέφαλοι σε Έλληνες και βάρβαρους. Δεν με ενδιαφέρει η καταγωγή των πολιτών ούτε η ράτσα που γεννήθηκαν. Τους καταμερίζω με ένα μόνο κριτήριο, την αρετή. Για μένα κάθε καλός ξένος είναι Έλληνας και κάθε κακός Έλληνας είναι χειρότερος από βάρβαρο.
..Τον θεό δεν πρέπει να τον βλέπετε σαν αυταρχικό κυβερνήτη αλλά σαν κοινό πατέρα όλων, ώστε η διαγωγή σας να μοιάζει με την ζωή που κάνουν τα αδέρφια στην οικογένεια. Από μέρους μου θα θεωρώ όλους ίσους, λευκούς ή μελαψούς, και θα ήθελα να μην είστε μόνο υπήκοοι αλλά μέτοχοι και συνέταιροι. Όσο περνάει από το χέρι από το χέρι μου θα προσπαθήσω να συντελεστούν όσα υπόσχομαι. Τον όρκο που με σπονδή δώσαμε απόψε, κρατήστε τον σαν συμβόλαιο αγάπης". Η διδασκαλία του Αλεξάνδρου απλώθηκε από τότε στον κόσμο, ώστε την εποχή του Χριστού, ο Πυθαγόρειος φιλόσοφος Απολλώνιος ο Τυανέας, κηρύττει την οικουμένη ως κοινή πατρίδα και λέει στους Έλληνες: "σοφό ανδρί Ελλάς παντού".
Ο Πλούταρχος εκτός από την βιογραφία του Αλεξάνδρου, έγραψε και ένα βιβλίο "Περί του Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής", όπου υποστηρίζει ότι τα έργα του Μακεδόνα βασιλιά δεν οφειλόταν στην τύχη αλλά στον φιλοσοφικό τρόπο ζωής του.
"Εάν προσέξεις την διδασκαλία του Αλεξάνδρου θα δεις ότι εδίδαξε τους Υρκανούς να συνάπτουν νομίμους γάμους, τους Αραχωσίους να καλλιεργούν την γη τους, τους Σογδιανούς να τρέφουν και όχι να σκοτώνουν τους γέροντες τους και τους Σκύθας να θάβουν τους νεκρούς τους και να μην τους τρώγουν. Αλλ΄ η Ασία όλη εξημερωθήσα από του Αλεξάνδρου ανεγίγνωσκε τον Όμηρο, και οι Πέρσες και οι Σογδιανοί και οι Γεδρώσιοι έψαλλαν τις τραγωδίες του Ευριπίδη και του Σοφοκλέους. Και τους νόμους μεν του Πλάτωνος ολίγον αναγιγνώσκομεν, τους δε νόμους του Αλεξάνδρου μυριάδες ανθρώπων εφάρμοσαν και ακόμη τους εφαρμόζουν, ευτυχέστεροι διότι κατακτήθηκαν από τον Αλέξανδρο. Εάν δε μέγιστος έπαινος της φιλοσοφίας είναι ότι τα σκληρά και τα αμόρφωτα ήθη εξημερώνει και εξευγενίζει, ο δε Αλέξανδρος φαίνεται ότι εξεπολίτησε τόσους λαούς αγρίους και ατίθασους, ώστε δικαίως μπορεί να θεωρηθεί ως φιλοσοφώτατος ".

Ο Αλέξανδρος σύμφωνα με το λεξικό του Σούδα είναι "το σώμα κάλλιστος και φιλοπονώτατος και οξύτατος στην γνώμη, ανδρειότατος και φιλοτιμότατος και φιλοκινδυνότατος και του θείου επιμελέστατος, ηδονών τε των μεν του σώματος εγκρατέστατος, ...και προς το παν καλόν επιτηδειότατος".
Το κύριο έργο όμως του Αλεξάνδρου ήταν όχι απλώς η εναρμόνιση των ηθών και των νόμων αλλά η ένωση όλων των λαών κάτω από μια εξουσία. Γι΄ αυτό γράφει ο Πλούταρχος αποδέχθηκε τα έθιμα και τις συνήθειες των άλλων λαών, φορώντας μάλιστα μια ανατολίτικη και όχι μακεδονική βασιλική στολή.
"Αν ο δαίμονας που έστειλε την ψυχή του στην γη, δεν τον έπαιρνε πίσω τόσο γρήγορα ο κόσμος τώρα θα είχε μία δικαιοσύνη κι ένα κοινό φως. Αλλά σήμερα το τμήμα της γης που δεν γνώρισε τον Αλέξανδρο είναι σαν να μην είδε το φως του ήλιου".
Την εποχή όμως του Αλεξάνδρου, οι Έλληνες δεν ήθελαν να συγχωνευθούν με τους βάρβαρους, ούτε να προσκυνήσουν ως θεό ένα άνθρωπο. Οι αντιδράσεις εκφράστηκαν γρήγορα από τους Μακεδόνες στρατιώτες και από τους Έλληνες στρατηγούς. Κάποιος Καλλίνης παραπονέθηκε στον Αλέξανδρο ότι έχει κάνει οικογενειακές σχέσεις με Πέρσες, και πολλούς από αυτούς τους ονομάζει συγγενείς του και έχουν το δικαίωμα να τον φιλούν, ενώ δεν είχε συγγενέψει με κανένα από τους Μακεδόνες. Ο Αλέξανδρος του απάντησε ότι ονομάζει συγγενείς του όλους τους Μακεδόνες. Τότε ο Καλλίνης έσπευσε να τον φιλήσει κι έτσι έκαναν όσοι Μακεδόνες βρισκόταν εκεί. Το αδερφικό φιλί των Μακεδόνων, διατηρήθηκε και μεταξύ των μαθητών του Χριστού.
Ο Κλείτος παραπονιόταν στον Αλέξανδρο επειδή συμπεριφερόταν με ανατολίτικο τρόπο και ο Αλέξανδρος του απάντησε: "Δεν σας φαίνεται πως οι Έλληνες περπατούν ανάμεσα στους Μακεδόνες όπως οι ημίθεοι ανάμεσα στα θηρία;". Ο Κλείτος κάποια στιγμή σήκωσε το χέρι του φωνάζοντας: "αυτό σ΄έσωσε Αλέξανδρε". Πάνω στον καυγά αυτόν ο Αλέξανδρος σκότωσε τον φίλο του.
Ο Καλλισθένης για τον ίδιο λόγο σκοτώθηκε από τον Αλέξανδρο. Διαφωνούσε κι εκείνος με την προσκύνηση και τόσα άλλα ξένα έθιμα που αποδεχόταν ο βασιλιάς των Μακεδόνων.

Οι Έλληνες με την αναγόρευση κάποιων προσώπων σε θεούς σκοπό είχαν, κατά κύριο λόγο, να τιμήσουν όσους πρόσφεραν εθνικό και κοινωνικό έργο, αλλά συγχρόνως και να αποτελέσουν για τους ανθρώπους πρότυπο προς μίμηση. Οι θεοί δημιουργούνται, για να αποτελούν τα πρότυπα, που θα κατευθύνουν τους ανθρώπους στον δρόμο της αρετής.
Οι Έλληνες ονόμασαν «θεούς» όλους εκείνους που είχαν λάβει οικειοθελώς μέρος στην πνευματική εκστρατεία για την εγκαθίδρυση της ελληνικής κοσμοθεωρίας, με σκοπό να εξημερώσουν τους ανθρώπους, να θεσπίσουν νόμους και να επιβάλλουν την τάξη. Έτσι προήλθε η λέξη «Θεός» από το ρήμα Θέω, που σημαίνει, τρέχω να βοηθήσω, να σώσω, να απελευθερώσω και να αποκαταστήσω. Όποιος αναλάμβανε αυτή την υψηλή και λεπτή αποστολή, πρόσφερε θεϊκό έργο και δικαίως κέρδιζε τον χαρακτηρισμό του Ήρωα και το επίθετο Θεός. Η λέξη θεός ήταν επίθετο. Έτσι, ονομάστηκαν Θεοί οι ήρωες του Ελληνισμού, οι οποίοι αφού μαθήτευσαν στις σχολές των Κενταύρων έτρεξαν για να αποκαταστήσουν την τότε κατατρεγμένη ανθρωπότητα.
Αυτοί πρόσφεραν πρώτοι και για πρώτη φορά τα παρθένα ευεργετήματα στην ανθρωπότητα που ήταν: η σωτηρία, η απελευθέρωση, η ειρήνευση και η αποκατάσταση. Προς τιμή επίσης αυτών των τεσσάρων παρθένων ευεργετημάτων ιδρύθηκε ο Παρθενώνας, ο οποίος αφιερώθηκε στη Θεά Αθηνά, επειδή αυτά ήταν προϊόντα της νόησης και ως εκ τούτου έργα της θεάς Αθηνάς.
Έτσι κατά τους ελληνιστικούς χρόνους η κοινή γνώμη για τους αναγορευμένους ανθρώπους σε θεούς, είναι ότι αυτοί οι θεοί είναι οι Σωτήρες που προσφέρουν, όχι τόσο υλικά αγαθά στους ανθρώπους, όσο περισσότερο πνευματικά και ηθικά. Τέτοιος θεός, σωτήρας, θεωρήθηκε και ο Αλέξανδρος, υιός του
ʼμμωνα Δία, που το έργο του σημάδεψε όλη την οικουμένη.
Αντλώντας τη δύναμη από την ηθική υποχρέωση έναντι των πάτριων ιερών του Ελληνισμού, αποφάσισα να αναλάβω την πρωτοβουλία και να προβώ σε αυτό το τολμηρό διάβημα για την αναβίωση τής -εδώ και 2.352 χρόνια- υφιστάμενης θεοποίησης του Αλεξάνδρου.
Έτσι, όλες οι συγκυρίες της ζωής μου, τόσο οι καλές όσο και οι κακές, με οδήγησαν στο σταυροδρόμι που όφειλα να τολμήσω αυτό που για πολλά χρόνια περιεργαζόταν η ύπαρξή μου.
Πιστεύω ότι η Ιστορία δεν μπορεί να γράφεται με λευκές σελίδες, ούτε με έντεχνες αποσιωπήσεις ή παραχαράξεις σπουδαίων ιστορικών γεγονότων, με σκοπό τον προσεταιρισμό του συνόλου, προκειμένου να εξυπηρετηθούν συμφέροντα αμφίβολης σκοπιμότητας.

 

Η ΜΑΓΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

 



Η ΜΑΓΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

Ιωάννης Πετρόπουλος

Αναπληρωτής Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας ΠΤΔΕ, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Η ελληνική λέξη μαγεία προέρχεται από την παλαιο-περσική makus, ονομασία που χαρακτήριζε αρχικά ένα μέλος μιας αρχαίας μηδικής φυλής ή γένους ειδικευμένου σε θρησκευτικές λειτουργίες. Γνωρίζουμε ότι ο ευαγγελιστής Ματθαίος παραδεχόταν πως οι Μάγοι ήταν ικανοί αστρολόγοι, που γνώριζαν εμβριθώς τα μυστικά του ουρανού.

Όμως, πολύ πριν από την αρχή της χριστιανικής πε­ριόδου, το 480 π.Χ. σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, τα μέλη του γένους αυτού επιδόθηκαν σε απροσδιό­ριστες πρακτικές φαρμακείας (φαρμακεύσαντες) στις όχθες του ποταμού Στρυμόνα της Θράκης.

Λίγο αργότερα, οι ίδιοι εξευμένισαν τους θυελλώδεις ανέμους στην κεντρική Ελλάδα ψάλλοντας επωδές ή γητέματα (καταείδοντες).

Οι πράξεις αυτές σε κλασικές και μετακλασικές πηγές ονομά­ζονταν συχνά γοητεία, φαρμακεία, μαγγανεία, ακόμη και μαγεία.

Εντούτοις η μαγεία δεν ήταν στην πραγματικότητα εισαγωγή από την Περσία.

Στον ελληνικό κό­σμο η αρχή της χρονολογείται σε κάποια άγνωστη εποχή και αποτελούσε πεδίο δράσης του ντόπιου κυρίως πληθυσμού, ανδρικού και γυναικείου. Γύρω στην εποχή του Ηράκλειτου (π. 500 π.Χ.) οι άν­θρωποι αυτοί (η τουλάχιστον οι άνδρες) ονομάζονταν ίσως μάγοι.

Αν όμως επρόκειτο για περιοδεύοντες επαγγελματίες, τα ονόματα που τους έδιναν πιο συχνά ήταν γόης, μάντις, αγύρτης κ.λπ.  

Αν όμως η μαγεία δεν ήταν ένα μεταγενέστερο φαινόμενο, τότε δεν βρισκόταν στο περιθώριο ού­τε της αρχαϊκής, ούτε της κλασικής, ούτε της ύστερης ελληνικής κοινωνίας.

Όπως έδειξαν πρόσφατα ο D. Jordan και άλλοι μελετητές, την εποχή που ο Πλάτων ανάπτυσσε την (κάπως περιθωριακή) φιλο­σοφική θρησκεία του, ένα μεγάλο μέρος των Αθηναίων καταριόταν τους γείτονές τους με μαγικές επι­κλήσεις και διαδικασίες. Με την πάροδο του χρόνου, από την Ελληνιστική περίοδο και εξής, η μαγεία γινόταν όλο και περισσότερο περίπλοκη και “συγκρητική", αντλώντας πολλά στοιχεία από τις ανατολικές μυστηριακές θρησκείες και ιδίως από τις παραδόσεις της Εγγύς Ανατολής και της Αίγυπτου, όπως δείχνει ο William Brashear στο άρθρο του .

Πώς άραγε ασκούσαν οι αρχαίοι Έλληνες τη μαγεία; Το μόνο βέβαιο είναι πως είχε τεθεί έξω από τη σφαίρα της επίσημης θρησκείας της πόλης. Οι τελετές της ήταν πάντοτε ιδιωτικές, και είχαν τον χαρακτήρα της μυστηριακής ή μυστικής θρησκευτικής πρακτικής.

Δεύτερον, κινητοποιούσε, χειραγωγούσε κι ακόμα και εξανάγκαζε τους δαίμονες των νεκρών (νεκυδαίμονες) ή μερικούς (συνήθως χθόνιους) θεούς, μ’ έναν αυτόματο, μηχανικό τρόπο.

Μ’ άλλα λόγια, έλειπε κατά κανόνα από τη μαγεία το στοιχείο της χάριτος ή ανταποδοτικότητας.

Για τον λόγο αυτό οι έννοιες της ικεσίας ή ευχής είτε απουσιάζουν, για παράδειγμα από τους κατάδεσμους, είτε είναι εξαιρετικά σπάνιες.

Ο Πλάτων χρησιμοποιεί τον αμφίσημο όρο πείθειν  για να υποδηλώσει το πώς ο ασκών τη μαγεία
“εξανάγκαζε” τους θεούς και τους δαίμονες να συμμορφωθούν με τις επιταγές του, που είχαν πάντοτε εγωιστικό χαρακτήρα. Οι δραστηριότητές τους επεδίωκαν άλλοτε να προξενήσουν κακό (όπως στην περίπτωση της μαύρης μαγείας, μια μορφή της οποίας αρχικά χρησιμοποιεί η Κίρκη και άλλοτε καλό.

Επειδή η μαγεία είχε τη δυνατότητα να γίνει καταστροφική (κάτι που δεχόταν ρητώς ακόμη και ο Πλάτων), ενώ οι πρακτικές της ελάμβαναν χώρα έξω από την πόλη, ανατρέποντας συχνά τις δημόσιες θρησκευτικές μορφές και ιδέες, ήταν εξ ορισμού μία αντικοινωνική δραστηριότητα.

Ο Wm. Brashear υποστηρίζει, όπως και η lies Johnston, ότι το κίνητρο της μαγείας εν γένει ήταν ίσως ο φθόνος, καθώς και η καταπίεση που ασκούσε πάνω στα μέλη της μια αγωνιστική, ανταγωνιστική κοινωνία.
Επιπλέον, αρκετοί νόμοι και άλλα κείμενα, που χρονολογούνται από τις αρχές του πέμπτου π.Χ. αιώνα και εξής και απαγορεύουν την άσκηση της μαγείας, δείχνουν ότι οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι θεωρούσαν το φαινόμενο αυτό μέρος ενός δυνάμει επιβλαβούς υποσυνόλου θρησκευτικών δραστηριοτήτων.

Παρά τον υποτιθέμενο όμως αντικοινωνικό, “ανεπίσημο” χαρακτήρα της, η μαγεία αποτέλεσε το υπόβαθρο πολλών δόκιμων λογοτεχνικών έργων και πηγή έμπνευσης για τις εικαστικές τέχνες. Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία του A. Corso, είναι πιθανό πως ο ίδιος ο Πραξιτέλης αλλά και άλλοι γλύπτες χρησιμοποίησαν μαγικά μέσα για να δημιουργήσουν ελκυστικά αγάλματα θνητών και θεών, που έμοιαζαν σαν να ’ταν ζωντανά.

Σήμερα που ο “ορθολογιστικός” αιώνας μας πλησιάζει προς το τέλος του, είναι περισσότερο από ποτέ επίκαιρο να θυμηθούμε πως η “κληρονομιά” του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού δεν εμπε­ριέχει αποκλειστικά μια δημοκρατική και ορθολογιστική αναζήτηση, αλλά περιλαμβάνει και πολλές μαγικές δοξασίες και πρακτικές, καθώς και μορφές μεσαιωνικές και νεότερης εποχής, όπως είναι εκείνες της μάγισσας και του μάγου.

Είτε όμως, όπως υποστήριξε σε πρόσφατη μελέτη ο ανθρωπολόγος Μ. Winkelman, οι μαγικές πρακτικές έχουν μια εμπειρική βάση στην παραψυχολογία είτε όχι, η μελέτη της αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής μαγείας αποτελεί ένα τεράστιο και συναρπαστικό κεφάλαιο της ιστορίας της θρησκείας και της κοινωνίας.

Ο Wilamowitz αναφέρει εύστοχα πως αισθανόταν μια έντονη επιθυμία να με­λετήσει την αρχαία ελληνική μαγεία για τον εξής λόγο: “για να κατανοήσω τους Έλληνες μου, για να μπορέσω να τους κρίνω αμερόληπτα”.

 

Σημειώσεις

1 Ηρόδ. 7,113-114, 191,

2 Ο όρος μαγεία μαρτυρείται για πρώτη φορά, με απορριπτική σημασία, στο Ελένης εγκώμιον του Γοργία (DK82 Β 11,10). Στον Θεόφραστο όμως (ίστ.φυτ. 9.15.7), ο πληθυντικός μαγείαι, δηλ. “μαγικές τέχνες”, δεν έχει τέτοια φόρτιση.

3 Ο Ηράκλ. DK12 Β14 χρησιμοποιεί τον όρο μάγοι με χλευαστική διάθεση, όπως και ο Σοφοκλής (Οιδίπους. τύραννος. 387, μάγον ...μηχανορράφον) και άλλοι συγγραφείς. Ο πληθυντικός τύπος μάγοις μαρτυρείται ίσως στον Πάπυρο από το Δερβένι, του ύστερου 4ου αιώνα π.Χ., χωρίς όμως καμία αρ­νητική σημασία.

4.Για παράδειγμα, από την εποχή του Φάουστ του L. Spohr (1815) , που βασίζεται στο θρύλο του ομώνυμου ήρωα αλλά η απώτερη πηγή του είναι κατά μεγάλο μέρος στην ελληνορωμαϊκή μαγεία, περίπου 65 όπερες γύρω από το ίδιο θέμα έχουν συντεθεί μέχρι σήμερα. Στη λογοτεχνία εξάλλου του Ρομαντισμού και στο μπαλέτο υπάρχουν άφθονα σχετικά παραδείγματα.

5.“Magic: a theoretical reassessment", Current Anthropology 23 (I), oo. 37-66.

6. DerGlaube derHeltenen, τ. a' (Berlin 1931), a 10.

 

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ




 ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ

 « Χάμω σερνόνταν η ανθρώπινη ζωή, να την κλαις βλέποντας τη μπρος στα μάτια, πλακωμένη κάτω από το βάρος μιας θρησκείας, που προβάλλοντας το κεφάλι από τις χώρες τ’ ουρανού, απειλούσε τους θνητούς με την τρομερή της όψη. 

Οπότε πρώτος ένας Έλληνας, ένας άνθρωπος, τόλμησε να σηκώσει τα θνητά του μάτια κατεπάνω της και πρώτος να ορθωθεί εμπρός της.

 Αυτόν δεν τον κράτησαν των θεών παραμύθια ούτε κεραυνοί, ούτε ουρανός με τα’ απειλητικό μουρμουρητό του. 

Περίσσια του κέντρισαν της ψυχής το αψύ θάρρος και του άναψαν πιο πολύ τον πόθο να ξετινάξει πρώτος τις σφιχτές κλειδωνιές της φύσης.

Η ζωντανή ορμή του Νου θριάμβευσε. 

Διάβηκε πέρα τους φλογισμένους φράχτες του κόσμου και τ’ αμέτρητο Όλον, το περπάτησε με τον νου και την σκέψη. 

Κείθε μας γύρισε νικητής, για να μας διδάξει τι μπορεί να γεννιέται και τι δεν μπορεί, τους νόμους που ορίζουν την κάθε ενέργεια σύμφωνα μ’ ατράνταχτους φραγμούς.

 Έτσι δαμασμένη η θρησκεία πατιέται με τη σειρά της κάτω από τα πόδια κι’ εμάς η νίκη, μας υψώνει στον ουρανό». 

 De rerum natura Λουκρήτιος.

 

 

Ιουλιανός ο «Παραβάτης»


Ιουλιανός ο «Παραβάτης»

Στο χώρο της Ιστορίας

τα δαχτυλικά σου αποτυπώματα

έχουν μείνει πάνω στις ροδοδάφνες τού Ιλισού,

στην Αθήνα των φιλοσόφων.

Εστεμμένος της Βασιλεύουσας,

ονειρεύεσαι πάντα, τις όχθες τού Ιλισού,

τον Λιβάνιο, του θεούς της Αθήνας.

Και τώρα πού ο Δελφικός χρησμός

                      έχει φτάσει, μοιρολόι βαρύ           

στα βάθη της Ανατολής,

μη τον ξυπνάτε,

μη, τον πληγωμένο Αυτοκράτορα

μέσα στην πλημμύρα των χριστιανών

αφανίζονται οι αυτόχθονες Θεοί

το Αρχαίο Κάλλος

μη τον ξυπνάτε,

μη όσο κι αν είναι ωραίος,

όσο κι αν είναι γενναίος

σ’ ένα τέτοιο μοιρολόι

θα νοιώσει νικημένος ο Αυτοκράτορας.

«Απέσβετο και λάλον ύδωρ».

Οι χριστιανοί πού έτσι τούς συνέφερε

σέ είπαν «παραβάτη»,

τί να πιστέψω;

Ιουλιανός ο παραβάτης

διάττοντας αστέρας

πού γίνηκε στάχτη.

 


Κυκεώνας του Ολύμπου

Κυκεώνας του Ολύμπου Οι Αρχαίοι Έλληνες έδιναν περισσότερη αξία στην δημόσια ζωή και λιγότερο στην ιδιωτική. Για τον λόγο αυτό ανέπτυξαν μ...